Σήμερα έχουμε Κυριακή 28 Οκτωβρίου, οπότε θα περίμενε κανείς να βάλουμε ένα λογοτεχνικό ανάγνωσμα σχετικό με τον πόλεμο του 1940. Προτίμησα όμως μια μαρτυρία, όχι δηλαδή μυθοπλασία -τη μαρτυρία του μεγάλου λαογράφου μας Δημητρίου Λουκάτου (1908-2003).
Ο Λουκάτος, που είχα την τύχη να τον γνωρίσω στη δεκαετία του 1990, όταν ασχολιόμουν ερασιτεχνικά με τη συγκέντρωση παροιμιακών εκφράσεων, το 1940 ήταν φιλόλογος, καθηγητής Μέσης Εκπαίδευσης αποσπασμένος στο Λαογραφικό Αρχείο της Ακαδημίας. Μόλις κηρύχτηκε ο πόλεμος, δεν επιστρατεύτηκε από την πρώτη μέρα, καθώς η κλάση του κλήθηκε περίπου ένα μήνα αργότερα. Πολέμησε στην Αλβανία και κρατούσε ημερολογιακές σημειώσεις, τις οποίες πολύ αργότερα, το 2001 μόλις, εξέδωσε σε βιβλίο.
Σημειώνει στην εισαγωγή του βιβλίου: Όταν, επιστρέφοντας σώος στην Αθήνα, από το Αλβανικό Μέτωπο (αρχές Μαΐου 1941), εσυμμάζεψα τις ημερολογιακές «σημειώσεις» μου, του επίστρατου και «πολεμιστή» (από τις «φρουρές» μου του υλικού, στο άλσος Κηφισιάς έως το Μέτωπο της Αλβανικής Γράμποβας – Κορυτσάς), κι εκαταπιάστηκα να τις νοικοκυρέψω, δεν εσκεφτόμουν, καν, δημοσίευσή τους, σε μια δύσκολη περίοδο, σκληρής Κατοχής. Ήθελα όμως να φυλάξω κάπως τον «ίσκιο» αυτόν της ζωντανής λεπτομέρειας, για να μου αφηγείται και να του αφηγούμαι, αναβιωτικά, τα όσα αφορούσαν τους «Συνστρατιώτες» μου, τους Αξιωματικούς μας, και την αγχώδη ψυχολογία των πολεμιστών, ακόμη και των Ιταλών μας, απέναντι…
Διάλεξα και δημοσιεύω σήμερα τις έξι πρώτες σελίδες από τις ημερολογιακές αυτές σημειώσεις, που δεν αφορούν τον πόλεμο καθαυτόν αλλά τη μέρα της κήρυξής του και την παρουσίαση του Λουκάτου στα Έμπεδα όταν κλήθηκε η κλάση του. Ωστόσο, στο Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού υπάρχουν εκτενή αποσπάσματα από τις σημειώσεις των τελευταίων ημερών του πολέμου.
Μονοτόνισα το κείμενο και έκανα περιορισμένο ορθογραφικο εκσυγχρονισμό, κυρίως στην υποτακτική. Κάτι γλωσσικό-πραγματολογικό: ο Λουκάτος ήταν κλάσης 28 και περίμενε να τον καλέσουν. Είχε ήδη κληθεί η κλάση του 29 οπότε βρισκόταν «στον πρώτο λύκο». Η έκφραση προέρχεται από τα παλιά πυροβόλα όπλα. Λύκος λεγόταν ο επικρουστήρας. Είχε μάλιστα δυο σκάλες, εξού και ‘πρώτος λύκος’, όταν είναι έτοιμο να πυροβολήσει. Από εκεί πέρασε η έκφραση «στον πρώτο λύκο» και στη χαρτοπαιξία αλλά και γενικότερα όταν κάτι επίκειται.
Ο πόλεμος με τους Ιταλούς εκηρύχτηκε στις 28 Οκτωβρίου το πρωΐ. Ήτανε Δευτέρα κι εγώ βρισκόμουν από το Σαββατόβραδο στη Ρέα Αττικής, φιλοξενούμενος στο εξοχικό του φίλου μου Πάνου Τζελέπη. Στις συζητήσεις μας απάνου, άλλο στοιχείο δεν είχαμε, παρά μια φράση του Ρούζβελτ, ειπωμένη σ’ έναν πρόσφατο λόγο του: «Σημείο ανησυχίας είναι τώρα η Ελλάδα στη Μεσόγειο». Κατέβαινα προς την Εκάλη για να πάρω αύτοκίνητο. Στο δρόμο -η ώρα 6.30- συναντούσα παρέες εργατών, που στις κουβέντες τους μέσα ξεχώριζαν φράσεις: «Θα τούς φάμε, μωρέ». «Θα δεις την Αθήνα και δεν θα τη γνωρίζεις». «Τί κλάση είσαι σύ;». Κάτι υποψιάστηκα. Μπήκα στο σπίτι του κ. Θειακάκη. Τον βρήκα εκνευρισμένο να φέρνει βόλτες το σπίτι του. —Λουκάτε, εχουμε πόλεμο! μου λέει. Έλα να σε φιλήσω, που θα πας στρατιώτης. Ετοιμάσου για τα σύνορα! Και με φίλησε με στοργή. Ένοιωσα την πρώτη συγκίνηση και ταραχή. Βάλαμε αμέσως το ραδιόφωνο κι η φωνή του είχε πια τον παλμό του πολέμου: «Αι παραδόσεις της φυλής μας… η μακραίωνη Ιστορία του ελληνικού έθνους…». Βγήκα στο περίπτερο και πήρα έφημερίδα. Στην τελευταία της σελίδα μόλις είχε προφθάσει να καταχωρηθεί η είδηση: «Περί την 3.30 της νυκτός σήμερον ο πρεσβευτής της Ιταλίας Γκράτσι κ.λπ…». Στ’ αυτοκίνητο μέσα ο κόσμος δεν φλυαρεί. Καθένας μένει με τις σκέψεις του. Καταλαβαίνουμε πως τρέχουμε ολοταχώς προς τα γεγονότα, όπως τ’ αυτοκίνητό μας προς την Αθήνα. Στο γραφείο μου (της Ακαδημίας) καταφθάνουν ο ένας ύστερ’ απ’ τον άλλον οι συνάδελφοι. Είναι τόσο μεγάλα και πασίγνωστα τα γεγονότα, που δεν τα σχολιάζουμε. Μιλάμε μόνο για τις λεπτομέρειες. «Τίνος συντάγματος είσαι; Τίνος κλάσεως», κ.λπ. Αρχίζουν οι συναγερμοί. Τα υπόγεια της Ακαδημίας είναι σκοτεινά και σπηλαιώδη. Μαζεύονται τα γυναικόπαιδα της γειτονιάς. Είναι σαν τάφος το «καταφύγιο» και έχεις διαρκώς την εντύπωση πως για σένα προορίζονται οι βόμβες. Τα ιταλικά αεροπλάνα έρχονται, μα δε χτυπάνε την Αθήνα. Ακούονται μακριά πολλοί γδούποι βομβών. Στο Τατόη, στην Κόρινθο. Και τ’ αντιαεροπορικά δουλεύουν.
Ο κόσμος δεν φυλάγεται. Γυρίζουν έξω. Δεν οργανώνονται σε φιλοπολεμικές παρελάσεις, αλλά χαζεύουν με ψυχραιμία. Τις εκδηλώσεις τις αρχίζουν οι «Νεολαίες» κι οι «Δωδεκανήσιοι». Γυρνάνε με σημαίες Ελληνικές, Αγγλικές ή Τουρκικές. Στο Σύνταγμα σπάνε δύο ιταλικά μαγαζιά. Στην οδό Πατησίων σπάνε την Ιταλική Σχολή. Ο κόσμος δεν τα επιδοκιμάζει. Δείχνει και απαιτεί αξιοπρεπή, ήρεμη αντιμετώπιση της κατάστασης. Στις γωνίες παντού κολλάνε προκηρύξεις – Διατάγματα Επιστρατεύσεως. Διαπιστώνω πως παίρνει και την κλάση μου, του 1928. Θα παρουσιαστώ εντός 24 ωρών στην Πάτρα. Ετοιμάζομαι. Είναι κάτι σαν μέθη. Αφίνεσαι στα γεγονότα δίχως σκέψη. Τα τραμ τώρα κυκλοφορούνε παραφορτωμένα. Απ’ όλα τα πλευρά τους κρέμονται νέοι, που φεύγουν για το σταθμό ή πηγαινόρχονται στα φρουραρχεία. Στις 5 το ραδιόφωνο ξαναλέει το διάταγμα της Επιστρατεύσεως, μα μιλεί για τις κλάσεις από 30 και νεοτέρους. Κατεβαίνω στο Φρουραρχείο. Κόσμος πήχτρα. Μαθητάδες μου, συστρατιώτες τώρα, βρίσκουν λίγο χώρο να μου κουνήσουν σε χαιρετισμό το κεφάλι. Ένας αξιωματικός αδύνατος φωνάζει από το μπαλκόνι: «Δεν υπόκεινται εις στράτευσιν: α) οι πατέρες τεσσάρων τέκνων εκ νομίμου γάμου, β) οι ηλικιωμένοι, κ.λπ.». Τα παιδιά δεν καταλαβαίνουν και φωνάζουν. Καθένας ρωτάει για τή δική του περίπτωση. Ο αξιωματικός στο τέλος βραχνιάζει και μπαίνει μέσα. Εγώ δεν έφωτίστηκα. Με παίρνει ή δεν με παίρνει; Οπωσδήποτε ετοιμάζομαι να φύγω. Αποχαιρετώ από το τηλέφωνο τους φίλους. Έχω την ψυχολογία του αξιολύπητου, μαζί κι αξιοθαύμαστου. Σ’ ένα τηλέφωνο περιμένουμε σειρά για να τηλεφωνήσουμε, μα μας καθυστερεί μια γυναίκα νευρική, που καταιωνίζει με βρισιές τον προηγούμενο. Κάνουμε χρήση της στρατιωτικής μας ιδιότητος και «κατάσχουμε» το τηλέφωνο. Η νευρική φεύγει βρίζοντας εμάς κι ο καταστηματάρχης την κυνηγάει να τον πληρώσει.
Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »