Πριν από δέκα περίπου μέρες, για την ακρίβεια στις 22 Ιουνίου, είχαμε την 75η επέτειο από το ξεκίνημα της επιχείρησης Μπαρμπαρόσα, δηλαδή την εισβολή της χιτλερικής Γερμανίας στη Ρωσία -ακολούθησαν σχεδόν τέσσερα χρόνια με εξαιρετικά πολύνεκρες μάχες που έκριναν τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο και απάλλαξαν τους λαούς από το άγος του ναζισμού.
Αφιερώνω το σημερινό κυριακάτικο ανάγνωσμα του ιστολογίου σε ένα επεισόδιο από αυτόν τον πόλεμο -που οι Σοβιετικοί τον έλεγαν και οι Ρώσοι τον λένε συνήθως «Μεγάλο Πατριωτικό Πόλεμο». Για τον πόλεμο αυτόν έχουν γραφτεί αμέτρητα έργα -λογοτεχνικά, ιστορικά ή ενδιάμεσα- και έχουν γυριστεί πάμπολλες ταινίες. Προτίμησα να μεταφέρω ένα κεφάλαιο από ένα αγαπημένο μου έργο, τα εξάτομα απομνημονεύματα του Ηλία Έρενμπουργκ (1891-1967).
Ο Έρενμπουργκ ήταν ιδιόμορφη περίπτωση στη σοβιετική λογοτεχνία. Άθρησκος Εβραίος, ανακατεύτηκε με το μπολσεβίκικο κίνημα από τα 15 του χρόνια, και στα 17 του τον έπιασε η τσαρική αστυνομία αλλά του επέτρεψε να φύγει στο Παρίσι. Εκεί έζησε ζωή μποέμ και γνώρισε όλους τους μεγάλους καλλιτέχνες της εποχής, βιοποριζόμενος ως δημοσιογράφος. Επέστρεψε στη Σοβιετική Ένωση μετά την επανάσταση, έγραψε μυθιστορήματα, πολλά από αυτά πολύ μοντέρνα, ξαναέφυγε στο εξωτερικό ως ανταποκριτής σοβιετικών εφημερίδων (ανάμεσα στ’ άλλα κάλυψε τον ισπανικό εμφύλιο), γύρισε στη Σοβιετική Ένωση το 1940 -στον πόλεμο συμμετείχε γράφοντας ακατάπαυστα άρθρα, πολλά άρθρα κάθε μέρα, σε πολλά από τα οποία προσπαθεί να καλλιεργήσει το μίσος για τον Γερμανό εισβολέα, κάτι που ήταν απαραίτητο στις συνθήκες της εποχής. Μετά τον πόλεμο ήταν και πάλι μια από τις εξέχουσες μορφές πνευματικών ανθρώπων της ΕΣΣΔ, ενεργός στο κίνημα για την υπεράσπιση της ειρήνης.
Ο Έρενμπουργκ πορεύτηκε δεκαετίες πάνω σε τεντωμένο σκοινί, κρατώντας μια ενδιάμεση γραμμή ανάμεσα στους αντιφρονούντες και στους ευθυγραμμισμένους με την κομματική γραμμή συγγραφείς, δεχόμενος μομφές και από τους μεν και από τους δε, από τους μεν ως συνεργάτης του καθεστώτος και από τους δε ως εχθρός της σοσιαλιστικής πατρίδας. Το 1954, το μυθιστόρημά του «Τα χιόνια λιώνουν», Ότεπελ (оттепель) στα ρώσικα, έδωσε το όνομα στην εποχή φιλελευθεροποίησης που ακολούθησε τον θάνατο του Στάλιν μετά την ανάδειξη του Χρουστσόφ. Ωστόσο, αριστούργημά του θεωρώ τα εξάτομα απομνημονεύματά του, που έχουν και μεγάλο ενδιαφέρον επειδή περιγράφει πολλές μεγάλες μορφές του παγκόσμιου πολιτισμού που μαζί τους είχε συνδεθεί φιλικά. Σας συνιστώ θερμά να το διαβάσετε -αν το βρείτε, διότι πρέπει να είναι εξαντλημένο. Είναι αριστοτεχνικά μεταφρασμένο από τον Άρη Αλεξάνδρου.
Ο πέμπτος τόμος του έργου είναι αφιερωμένος στον μεγάλο πατριωτικό πόλεμο. Διάλεξα να παρουσιάσω ένα από τα πιο σύντομα κεφάλαια, το 5ο, που είναι αφιερωμένο σε μια σκοτεινή μορφή, τον επιφανέστερο Σοβιετικό προδότη εκείνου του πολέμου, τον στρατηγό Βλάσοβ.
Μερικές σημειώσεις:
* μονοτονίζω και εκσυγχρονίζω ελάχιστα την ορθογραφία
* ο πρίγκιπας Κούρμπσκι ήταν ευγενής και στρατηγός της εποχής του Ιβάν του Τρομερού, αρχικά ευνοούμενος του Τσαρου, που ήρθε σε σύγκρουση μαζί του και αυτομόλησε και συνεργάστηκε με τους Λιθουανούς.
* ο Αλέξανδρος Σουβόροβ ήταν Ρώσος στρατηγός του 18ου αιώνα που θεωρείται ο μεγαλύτερος στρατηγικός νους που ανέδειξε η χώρα -αλλά δεν είμαι ειδικός σε θέματα στρατιωτικής ιστορίας οπότε δεν θα πω περισσότερα.* στα ρώσικα ονόματα κρατάω τη σύμβαση του Αλεξάνδρου, δηλαδή Βλάσοβ και όχι Βλασόφ.
* θα προσέξατε το περίεργο «Σοβιετός», που είναι ιδιοφυής έμπνευση του Αλεξάνδρου για να λυθεί η αμφισημία που υπήρχε επί ΕΣΣΔ, όταν η λέξη «σοβιετικός» χρησίμευε και για επίθετο και για εθνωνύμιο (ενώ λέμε: ο Γερμανός στρατηγός- ο γερμανικός στρατός, λέγαμε: ο Σοβιετικός στρατηγός – ο σοβιετικός στρατός). Ο Αλεξάνδρου πρότεινε για το εθνωνύμιο να χρησιμοποιείται το «Σοβιετός» (άρα, ο Σοβιετός στρατηγός, ο σοβιετικός στρατός) αν και όπως θα προσέξετε ούτε ο ίδιος το τηρεί με συνέπεια. Τελικά, η ζωή έλυσε το δίλημμα διαφορετικά, αφού δεν υπάρχει πλέον Σοβιετική Ένωση (αν και θα συνεχίσουμε να αναφερόμαστε σε αυτήν).
Πολλά είπα όμως, ιδού το κεφάλαιο του Έρενμπουργκ για τον προδότη στρατηγό.
5
Κάθουμαι τώρα και αναλογίζομαι τούτο το βιβλίο· γράφω το προτελευταίο μέρος, πλησιάζω συνεπώς στο τέλος. Ο αναγνώστης μπορεί να ρωτήσει, γιατί τα χρόνια που έζησα φαντάζουν συχνότατα μαύρα, ενώ οι άνθρωποι που έτυχε να συναντήσω, έχουν σκιαγραφηθεί με αγάπη κι έχουν τονιστεί οι καλές τους πλευρές. Φυσικά, συνάντησα καταδότες, συμφεροντολόγους, αυτόμολους, αριβιστές, δεν έπιασα όμως φιλίες με δαύτους, όχι επειδή διέθετα καμιά ιδιαίτερη διορατικότητα, αλλά γιατί απλούστατα με ευνόησε η τύχη. Είχα κι εγώ τις απογοητεύσεις μου, γιατί κι αν δεν έπιανα φιλίες, είχα πάντως τυπικές σχέσεις με ανθρώπους που αποδείχτηκαν μικρόψυχοι, άκαρδοι, προτιμώ ωστόσο, τώρα που ξαναφέρνω στη μνήμη μου πολλά και διάφορα, να μην κάνω λόγο γι’ αυτούς, μα για τα χρόνια, για τις περιστάσεις που ευνοήσανε την ψυχική κατάπτωση, δεδομένου μάλιστα δτι δεν είμαι καθόλου σίγουρος για την αμεροληψία μου.