Εδώ και κάμποσο καιρό έχω αρχίσει να δημοσιεύω, κάθε δεύτερη Τρίτη, αποσπάσματα από το βιβλίο του πατέρα μου, του Δημήτρη Σαραντάκου, “Ο άγνωστος ποιητής Άχθος Αρούρης” (εκδ. Ερατώ, 1995, εξαντλημένο), που είναι μια βιογραφία του παππού μου, του Νίκου Σαραντάκου (1903-1977), ο οποίος είχε το ψευδώνυμο Άχθος Αρούρης (που είναι ομηρική έκφραση και σημαίνει ‘βάρος της γης’). Η σημερινή συνέχεια είναι η τριακοστη πρώτη. Η προηγούμενη συνέχεια βρίσκεται εδώ. Βρισκόμαστε πάντοτε στην Κατοχή.
Να προσθέσω ότι αύριο συμπληρώνονται τρία χρόνια από τον θάνατο του πατέρα μου. Τον θυμόμαστε πάντοτε.
Τον πρώτο κιόλας χειμώνα της Κατοχής, ενώ οι Γερμανοί είχαν φτάσει έξω από τη Μόσχα και το Λένινγκραντ, ο ποιητής καταπιάστηκε να μάθει ρωσικά.
«Όταν θα κατηφορίσει κατά δω ο Κόκκινος Στρατός, θα τον προσφωνήσω στη γλώσσατου», έλεγε στον μπατζανάκη του που τα ’χε βάψει μαύρα με την προέλαση των χιτλερικιύν. Ο ίδιος ούτε στιγμή δεν αμφέβαλλε πως τελικά οι Ρώσοι θα νικούσαν τον Χίτλερ και πως θα λευτέρωναν την Ευρώπη. Οι νίκες των Γερμανών το καλοκαίρι δεν μπόρεσαν να μειώσουν ούτε στο ελάχιστο την αισιοδοξία του.
«Στρατηγικό σχέδιο του Μουστάκια είναι η υποχώρηση. Έτσι έκαναν οι Σκύθες με τον Δαρείο, έτσι έκαναν αργότερα οι Ρώσοι με τον Κάρολο XII της Σουηδίας και με το Ναπολέοντα. Ο Χίτλερ θα πάθει χειρότερη νίλα».
Οι φίλοι του, που δε συμμερίζονταν την αισιοδοξία του, τον είχαν βγάλει «επιτελάρχη του Κόκκινου Στρατού».
Δεν ήταν μονάχα η ιδεολογική του τοποθέτηση που τον έσπρωξε να μάθει ρωσικά. Εξ απαλών ονύχων είχε αγαπήσει τη ρωσική λογοτεχνία. Θαύμαζε απεριόριστα τον Ντοστογιέφσκι, αγαπούσε πολύ τον Γκόγκολ, τον Τσέχωφ και τον Γκόρκι, καθώς και τους ελάσσονες, τον Κορολένκο, τον Τουργκένιεφ, τον Αρτσιμπάτσεφ, τον Αντρέιεφ, ενιύ αντίθετα ο Τολστόι δεν του άρεσε. Βέβαια δεν είχε διαβάσει τότε το Πόλεμος και Ειρήνη, που δεν είχε μεταφραστεί ακόμα στα ελληνικά, αλλά στο εξώφυλλο της Ανάστασης είχε σημειώσει σαν υπότιτλο: «Βιβλίον ιδιαζόντως ηλίθιον». Στη βιβλιοθήκη του είχε όλα τα βιβλία του Ντοστογέφσκι και των άλλων συγγραφέων που είχαν μεταφραστεί στα ελληνικά, τα περισσότερα από τα γαλλικά και από ανώνυμους κι αδόκιμους μεταφραστές, σε εκδόσεις του Βασιλείου, του Γανιάρη, του Φέξη και άλλων.