Εδώ και μερικούς μήνες άρχισα να δημοσιεύω σε συνέχειες, κάθε δεύτερη Τρίτη, το ιστορικό μυθιστόρημα του πατέρα μου, του Δημήτρη Σαραντάκου, «Οι εσταυρωμένοι σωτήρες». Η σημερινή συνέχεια είναι η δέκατη έβδομη. Η προηγούμενη συνέχεια βρίσκεται εδώ. Βάζω μαζι και τις υποσημειώσεις, παρόλο που είναι πάρα πολλές.
Σήμερα θα παραθέσω το 12ο κεφάλαιο, στο οποίο εμφανίζεται ο Ιωάννης και γίνεται λόγος για τις Αποκαλύψεις.
ΣΥΝΕΡΧΟΜΕΝΩΝ ΥΜΩΝ ΕΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑι ΑΚΟΥΩ ΣΧΙΣΜΑΤΑ ΥΜΙΝ ΥΠΑΡΧΕΙΝ
Κατά το δέκατο έτος της ηγεμονίας του Καίσαρα Νέρωνα1, ενώ επίτροπος της Ιουδαίας είχε οριστεί ο Γκέσσιος Φλώρος και τετράρχης Βαταναίας και Τραχωνίτιδος ήταν ο Ηρώδης Αγρίππας ο δεύτερος, όλη η οικουμένη βρισκόταν σε αναβρασμό. Η αιώνια πόλη καταστράφηκε από φοβερή πυρκαϊά, συνωμοσίες εξυφαίνονταν κατά του Καίσαρα και η Ιουδαία είχε φτάσει στο χείλος της εξέγερσης. Έχουν ήδη περάσει τριάντα χρόνια από τα δραματικά γεγονότα που σημάδεψαν το τέλος της ηγεμονίας του Πόντιου Πιλάτου και οδήγησαν στη θανάτωση των μεγάλων ανθρώπων της αφήγησής μου.
Από τους επώνυμους ήρωες της ιστορίας μου ζούνε ακόμη ο Παύλος, φυλακισμένος στη Ρώμη, ο Βαρνάβας, που κηρύττει στην Κύπρο, ο Ιάκωβος ο Δίκαιος, επικεφαλής της εκκλησίας στα Ιεροσόλυμα, ίσως ο Πέτρος, που έχουν χαθεί τα ίχνη του και ο Μαναήν, που έχει πάρει τη μεγάλη απόφαση. Θα αφήσει την άνετη και ασφαλή ζωή του πλούσιου αριστοκράτη για να πορευθεί στους επικίνδυνους δρόμους της οικογενειακής του παράδοσης. Τους δρόμους που πήρανε οι πριγκηπες του οίκου του Δαυίδ: ο προπάππος του Εζεκίας, ο παππούς του Ιούδας, ο πατέρας του Ιησούς και οι θείοι του Ιακώβ και Συμεών. Η κατάσταση στην Ιουδαία έχει εκτραχυνθεί σε επικίνδυνο σημείο. Στη διάρκεια των τριάντα αυτών χρόνων σημειώθηκαν στην ύπαιθρο της Παλαιστίνης τουλάχιστον δέκα σημαντικές στάσεις και εξεγέρσεις, για τις οποίες έγραψα στο 9ο κεφάλαιο και κατά τις οποίες θανατώθηκαν χιλιάδες Ζηλωτές, πολλοί από τους οποίους ήταν Γαλιλαίοι, οπαδοί του Γαλιλαίου Χριστού2.
Παράλληλα όμως σε πολλές πόλεις, στην Παλαιστίνη αλλά και έξω από αυτήν, εξαπλώθηκε το κήρυγμα του Ιησού του Ναζωραίου. Η εξάπλωση αυτή στις περισσότερες περιπτώσεις γινόταν με τις προσωπικές σχέσεις των Ναζωραίων με Ιουδαίους και Εθνικούς φίλους τους και, σπανιώτερα, με την προσηλυτιστική δράση των Αποστόλων3, για την οποία τα αρχαία βιβλία ελάχιστες πληροφορίες δίνουν4. Όπως φαίνεται, εκτός από τον Πέτρο και τον Ιωάννη, όσοι από τους λοιπούς μαθητές του Ιησού του Ναζωραίου συνέχισαν το κήρυγμά του, δεν είχαν καμιάν αποστολική δράση. Ο Παύλος και ο Βαρνάβας, ιδίως ο πρώτος, είχαν πολύ μεγαλύτερη αλλά δεν υπήρξαν μαθητές του. Χάρη σ’ αυτούς όμως η Αντιόχεια έγινε σιγά σιγά μεγαλύτερο κέντρο προσυλητισμού στη νέα πίστη, υποσκελίζοντας τα Ιεροσόλυμα.
Πάντως, τριάντα περίπου χρόνια μετά τη σταύρωση του Ιησού του Ναζωραίου, αδελφότητες-εκκλησίες των πιστών του υπήρχαν σε πολλές σημαντικές πόλεις, τόσο στην Παλαιστίνη όσο και έξω από αυτήν. Στην Παλαιστίνη, οι επιφανέστερες από τις εκκλησίες αυτές βρίσκονταν στα Ιεροσόλυμα, στη Σαμάρεια, στην Καισάρεια, στην Τιβεριάδα και στην Πτολεμαϊδα. Στη Συρία, στην Αντιόχεια και τη Δαμασκό. Στην Κύπρο, στη Σαλαμίνα. Στην Αίγυπτο, στην Αλεξάνδρεια. Στην (Μικρα) Ασία, υπήρχαν οι περισσότερες. Οι σημαντικότερες από αυτές είχαν ιδρυθεί στην Εφεσο, στις Σάρδεις, στα Θυάτειρα, στη Σμύρνη, στην Πέργαμο, στη Λαοδίκεια, στη Φιλαδέλφεια, στις Κολοσσές, αλλά και σε κάποιες πόλεις της Πισιδίας, της Λυκαονίας και της Γαλατίας, όπου υπήρχαν μικρότερης σημασίας εκκλησίες με ολιγάριθμους πιστούς. Στη Μακεδονία, εκκλησίες είχαν ιδρυθεί στους Φιλίππους, στη Θεσσαλονίκη και στη Βέρροια. Στην Αχαϊα (Νότια Ελλαδα) στην Κόρινθο. Στην Ιταλία τέλος, στη Ρώμη5.
Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »