Περίεργο καρναβάλι το φετινό, κορονιασμένο. Αλλά αυτός δεν είναι λόγος να μην το τιμήσουμε. Ο φίλος μας ο Δημήτρης Μαρτίνος μάς έστειλε ένα φρέσκο αποκριάτικο διήγημά του που το δημοσιεύω παρακάτω.
Βέβαια, σημερα, εκτός από τελευταία Κυριακή της Απόκριας είναι και πρώτη μέρα του μήνα. Κατ’ εξαίρεση το Μηνολόγιο θα μετατεθεί -και μάλιστα όχι αύριο, που έχουμε Κούλουμα, αλλά μεθαύριο.
Ο Δημήτρης προτάσσει στο διήγημά του την εξής σημείωση:
Σὲ ἀντίθεση μὲ τὸ προηγούμενο ἀποκριάτικο διήγημά μου «Φάβα ἀποκριάτικα», τὰ πρόσωπα καὶ τὰ γεγονότα αὐτοῦ τοῦ διηγήματος εἶναι δημιουργήματα τῆς φαντασίας μου, μὲ τὴν ἐξαίρεση κάποιων δευτερευόντων περιστατικῶν ἀνεκδοτολογικοῦ χαρακτήρα ποὺ ἔχω ἀκούσει ἀπὸ διηγήσεις.
ΠΙΟ ΚΑΛΑ ΕΝΑ ΓΑΔΑΡΟ
Ἔβγα στὸ παραθύρι σου ἡ μέρα γιὰ νὰ φέξει
τὸ πρόσωπό σου σὰ θὰ δεῖ, ὁ ἥλιος θὰ ζηλέψει.
Κόντευε νὰ ξημερώσει κι ὁ Μῆτσος ὁ Κακοβέσουλος, μαζὶ μὲ τὸν φίλο του τὸ Γιώργη τὸ Μανώλια, τραγουδοῦσαν μὲ ὅλη τὴ δύναμη τῆς φωνῆς τους κάτω ἀπὸ τὸ παράθυρο τῆς Ἀννούσας. Μέσα στὸ σπίτι ἡ Ἀννούσα τῆς καπτα-Βασίλαινας ἔβραζε ἀπὸ τὸ κακό της.
«Ἀκοῦς ἐκεῖ, νὰ μὲ κάνει ρεζίλι στὴ γειτονιά! Ποιός; Ὁ Κακοβέσουλος!»
…
Ἀπὸ βραδὺς οἱ δυὸ τραγουδιστᾶδες γλεντοῦσαν μὲ τὴν παρέα τους στὸ μαγαζὶ τοῦ Σταματάκη. Ἔπαιζε ὁ Πατέστος ὁ Τσαμπουνιάρης· ἤτανε Τσικνοπέμτη καὶ – ὅπως πάντα τὶς Ἀπόκριες – ἡ τσαμπούνα εἶχε τὴν τιμητική της. Τὸ διαλύσανε πρίν τὸ ξημέρωμα καὶ στὸ δρόμο, λίγο πρὶν χωρίσουν, ὁ Μῆτσος ἔριξε τὴν ἰδέα:
«Πᾶμε γιὰ πατινάδα;»
«Ἔτσι, χωρὶς ὄργανα;» ρώτησε ὁ Γιώργης.
«Ἔτσι. Τί ἀνάγκη ἔχουμε; Ἂς εἶναι καλὰ οἱ φωνές μας», ἀπάντησε ὁ Μῆτσος.
…
Εἶδαν τὶς γρίλιες νὰ φωτίζονται καὶ προχώρησαν – μὲ πιὸ μεγάλη ζέση – στὸ τσάκισμα1:
Ἔβγα στὸ παραθύρι ποὺ τσαλαπετεινοὶ
γλυκολαλοῦν καὶ λένε «ξύπνα μελαχροινή».
Δὲν εἶχαν καλὰ-καλὰ τελειώσει καὶ τὸ παράθυρο ἄνοιξε διάπλατα, φωτίζοντάς τους μὲ τὸ ἀσθενικὸ φῶς ἀπὸ τὸν ἠλεκτρικό γλόμπο τοῦ δωματίου. Ἀμέσως μετὰ ἦρθε ἡ ψυχρολουσία ἀπὸ τὸ νερὸ τοῦ κουβᾶ ποὺ ἄδειασε ἀπάνω τους ἡ Ἀννούσα, μαζὶ μὲ τὶς βρισιές ποὺ τοὺς ἔλουσε.
Τὸ Μῆτσο πιὸ πολὺ τὸν πείραξαν τὰ τελευταῖα λόγια της πρὶν κλείσει τὸ παράθυρο:
«Ἀκοῦς ἐκεῖ! Νὰ πάρω τὸν Κακοβέσουλο! Ἄλλο καὶ δὲν ἤτανε! Πιὸ καλὰ ἕνα γάδαρο!»
…