Πριν από ένα μήνα και κάτι είχαμε βάλει ένα άρθρο για τα χάπια, που έτυχε να το κοιτάξω ξανά χτες, διότι ήθελα να το στείλω σε έναν φίλο στο Φέισμπουκ που με ρώτησε κάτι σχετικό. Και καθώς κοίταζα τα σχόλια του άρθρου εκείνου, είδα ότι είχαμε αναφερθεί στον σπετσέρη, που είναι παλιά ονομασία του φαρμακοποιού, οπότε σκέφτηκα να γράψω ένα άρθρο για ολόκληρη αυτή την οικογένεια λέξεων -ποια οικογένεια; Θα δείτε.
Ο σπετσιέρης ή σπετσέρης είναι μια από τις 366 λέξεις που έχω στο βιβλίο μου Λέξεις που χάνονται. Πράγματι χάνεται, διότι τα λεξικά δεν την έχουν και επιβιώνει μόνο ως επίθετο -βρίσκω μάλιστα πως οι δυο τύποι, Σπετσέρης και Σπετσιέρης, επιχωριάζουν στον Αστακό και στο Αργοστόλι. Υπήρχε κι ο παλιός ποδοσφαιριστής Τάκης Σπετσέρης, στυλοβάτης της Προοδευτικής πριν από καμιά πενηνταριά χρόνια.
Σπετσέρης είναι ο φαρμακοποιός, και σπετσαρία ή σπετσερία το φαρμακείο. Δάνειο από τα ενετικά (spezier). Η υποκατάσταση του σπετσέρη από τον φαρμακοποιό θεωρείται ένα από τα επιτεύγματα των λογίων της καθαρεύουσας μετά την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, ωστόσο η παλιά λέξη έχει αφήσει ίχνη.
Πέρα από τις αναφορές στη λογοτεχνία, έχουμε το γνωστό αδέσποτο ρεμπέτικο Καλέ μάνα δεν μπορώ, όπου η άρρωστη κόρη ζητάει «το γιατρό και το σπετσέρη με τα φάρμακα στο χέρι». Το έχει περάσει σε δίσκο ο Μάρκος Βαμβακάρης στο όνομά του, αλλά ολοφάνερα είναι αδέσποτο και κατά πάσα πιθανότητα βασίζεται σε δημοτικό άσμα.
Αυτό το μοτίβο με τον γιατρό και τον σπετσιέρη σαν δίδυμο είναι αρκετά κοινό. Σε ένα άλλο ρεμπέτικο, στο Βασανάκι του Χατζηχρήστου, το βρίσκουμε κάπως τροποποιημένο: «Το γιατρό και τον σπετσέρη δεν ζητώ, μανάκι μου· πάρε με στην αγκαλιά σου, βασανάκι μου».
Αλλά και σε ένα παλιό χρονογράφημα βρίσκω σε ταβέρνα να συμβουλεύουν κάποιον να κατεβάσει ένα κατοσταράκι και να μην έχει ανάγκη ούτε γιατρό ούτε σπετσέρη.