Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία

Το ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου, για τη γλώσσα, τη λογοτεχνία και… όλα τα άλλα

Posts Tagged ‘αρβανίτικα’

Η Τζένη παραθερίζει (διήγημα του Στέφανου Δάφνη)

Posted by sarant στο 28 Ιουλίου, 2019

Στην καρδιά του καλοκαιριού βρισκόμαστε, οπότε σκέφτηκα να δημοσιεύσω σήμερα, που είναι Κυριακή και βάζουμε λογοτεχνική ύλη, ένα καλοκαιρινο διήγημα, ανάλαφρο, δροσερό και παλιομοδίτικο.

Συγγραφέας είναι ο Στέφανος Δάφνης (1882-1947) λογοτέχνης από το Ναύπλιο με σημαντική παρουσία στα γράμματα προπολεμικά. Λεγόταν κανονικά Θρασύβουλος Ζωιόπουλος, αλλά υιοθέτησε λογοτεχνικό ψευδώνυμο και μάλιστα εκείνου του τύπου που ήταν πολύ της μόδας στον μεσοπόλεμο: όνομα και επώνυμο σχηματίζουν μια φράση, με το επώνυμο να είναι θηλυκό ουσιαστικό σε γενική πτώση.

Το «Στέφανος Δάφνης» είναι από τα πιο πετυχημένα παραδείγματα, ενώ πολύ καλό είναι και το Άγγελος Δόξας (Νικ. Δρακουλίδης) καθώς και, διατί να το κρύψομεν, το Άχθος Αρούρης του παππού μου. Μάλιστα, στην περίπτωση του Στ. Δάφνη το ψευδώνυμο το χρησιμοποίησε και η σύζυγός του, η Αιμιλία Δάφνη (Αιμιλία Κούρτελη) που είχε επίσης παρουσία στα γράμματα. Δεν θυμάμαι άλλες περιπτώσεις ζευγαριού με ψευδώνυμο, αν και θα υπάρχουν.

Το διήγημα που θα διαβάσετε δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Μπουκέτο το 1934. Περιγράφει ένα εφηβικό ειδύλλιο σε μια «ηλεκτροφωτισμένη λουτρόπολη» -τότε που ακόμα ήταν καινοτομία ο ηλεκτροφωτισμός στην επαρχία· ένα ειδύλλιο ανάμεσα σε μια έφηβη παραθερίστρια, από πλούσια οικογένεια της Αθήνας, και έναν ντόπιο νεαρό, αγωγιάτη. Το μοτίβο της αρχόντισσας και του αλήτη έχει χρησιμοποιηθεί πάρα πολλές φορές σε λογοτεχνία και κινηματογράφο. Μια ιδιαίτερη πινελιά του διηγήματος, που μας ενδιαφέρει διότι είμαστε γλωσσικό ιστολόγιο, είναι ότι εκτυλίσσεται σε αρβανιτοχώρι και ο νεαρός μιλάει (και) αρβανίτικα -ακούγονται και επεξηγούνται μερικές λέξεις.

Ευχαριστώ τον φίλο Γιάννη Π. για την πληκτρολόγηση και την όλη επιμέλεια.

Η ΤΖΕΝΗ ΠΑΡΑΘΕΡΙΖΕΙ

Κείνο το καλοκαίρι, στην ηλεκτροφώτιστη λουτρόπολη, η μικρούλα Τζένη έφερνε την ομορφιά των δεκάξι της χρόνων, την πρώιμη κοκεταρία της, τ’ ασημένιο της γέλιο. Έφερε όμως και τη δασκάλα της, που ήταν, όπως όλες οι Εγγλέζες μίσσες, ψηλή, ξεραγκιανή και σεμνότυφη σαν ξουρισμένος πάστορας. Λουτρά θα έκαναν μόνο η μαμά της, η κυρία Χατζηγιάννη και η θεία της―άλλη γεροντοκόρη αυτή― που είχαν πιαστεί από την τανάλια της αρθρίτιδας. Η Τζένη και η μις Γουότσον θα έκαναν μόνο εκδρομές στα γύρω, θα ψάρευαν σπάρους με το καλαμίδι και θα διάβαζαν τους τόμους του «Τιτ-Μπιτς» και άλλων περιοδικών, που τους φύλαγαν από τον περασμένο χειμώνα.

Η οικογένεια Χατζηγιάννη επήρε τα καλύτερα δωμάτια του ξενοδοχείου, στο πρώτο πάτωμα, με τη βεράντα ανοιχτή στη θάλασσα. Εκεί η Τζένη, ξαπλωμένη σε μια σεζ-λογκ, άκουγε τη δασκάλα της να διαβάζει και να εξηγεί την ατέλειωτη «Ιστορία της Αγγλίας». Τη στιγμή που ήταν έτοιμη να χασμουρηθεί, άκουσε μια φωνή από κάτω, από το δρόμο:

― Αγωγιάτη θέλετε, κυρίες;… Έχουμε ζα καλά, βασταγερά… ξέρουμε όλα τα κατατόπια…

Η Τζένη σηκώθηκε κι ήρθε στη ράμπα. Κείνος που μιλούσε ήταν ένας νέος χωριάτης, έφηβος ακόμη, ντυμένος με τη ντρίλινη φορεσιά του τόπου. Έστεκε ταπεινά, κρατώντας με το ‘να χέρι το κασκέτο του και με τ’ άλλο το σκοινί ενός γαϊδάρου. Κοιτάζοντας επάνω, περίμενε την απάντηση. Ήταν όμορφο αγόρι, μελαχρινό, με μάτια σα μαύρα κεράσια και μαλλιά σγουρά… Στο μυαλό της Τζένης άστραψε μια ιδέα.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Advertisement

Posted in Διηγήματα, Καλοκαιρινά, Λογοτεχνία, Μεσοπόλεμος, Ψευδώνυμα | Με ετικέτα: , , , , , | 119 Σχόλια »

Για την αγάπη της αλβανικής

Posted by sarant στο 13 Μαρτίου, 2019

Πριν από λίγο καιρό, τότε που άφησε τον μάταιο τούτο κόσμο ο φιλόλογος Σαράντος Καργάκος, διάβασα ξανά στα πεταχτά δυο βιβλία του που έχω στη βιβλιοθήκη μου, που τα είχε εκδώσει στη δεκαετία του ’80, την Αλεξία και την Αλαλία (Υπάρχει και τρίτο, η Αφασία, αλλά δεν το έχω).

Όπως δείχνει και ο τιτλος τους, πρόκειται για βιβλία γεμάτα με θρήνους, κοπετούς και κινδυνολογία για την αιωνίως θνήσκουσα ελληνική γλώσσα.

Βεβαια, επειδή ακριβώς από τότε έχουν περάσει 30+ χρόνια, εύκολα διαπιστώνουμε πως ευτυχώς δεν έχουν επιβεβαιωθεί οι προφητείες και οι διαπιστώσεις που περιέχουν τα βιβλία αυτά του Καργάκου, ας πούμε ότι οι νέοι συνεννοούνται με γρυλλισμούς ή ότι «οι μαθητές του αύριο θα θεωρούν τη “μουσική” ως θηλυκό του “μουσακά” [και] θα συγχέουν το έπος με το πέος». Να το έχουμε αυτό κατά νου όταν διαβάζουμε και τωρινές καταστροφολογικές προβλέψεις για τη γλώσσα.

Ωστόσο, πρόσεξα το εξής απόσπασμα στο βιβλίο Αλαλία του Σ. Καργάκου, σε ένα άρθρο του 1985 στο οποίο διεκτραγωδεί την κατάντια της νεολαίας, της κοινωνίας γενικότερα και της γλώσσας:

Κάποτε -πάνε πολλά χρόνια τώρα- λέγαμε με περισσή έπαρση: «Πας μη Έλλην βάρβαρος». Σήμερα αρχίζουμε να λέμε: «Πας Έλλην βάρβαρος». Ο εξαλβανισμός της γλώσσας μας είναι μια ζώσα πραγματικότητα. Σιγά-σιγά αρχίζουν να σπανίζουν οι λέξεις που δηλώνουν συναισθήματα: αγάπη, στοργή, τρυφερότητα.» (Αλαλία, σελ. 31)

Και εδώ έχει υποσημείωση, στην οποία υποστηρίζει ότι:

Η αλβανική είναι η μόνη γλώσσα απ’ό,τι ξέρω, που δεν έχει στο λεξιλόγιό της τη λέξη «αγάπη».

Αυτό φαίνεται εκ πρώτης όψεως εξωφρενικός ισχυρισμός. Αν ψάξουμε περισσότερο, διαπιστώνουμε πως όχι μόνο φαίνεται αλλά και είναι εξωφρενικός ισχυρισμός. Bέβαια, διατυπώθηκε το 1985, που η Αλβανία έκειτο μακράν και ούτε υπήρχε τρόπος να επαληθευτεί ή να διαψευστεί ένας τέτοιος ισχυρισμός. Αν ισχυριζόταν σήμερα σε άρθρο του κάποιος κάτι ανάλογο, θα αρκούσε να πληκτρολογήσουμε τη λέξη στο google translate για να δούμε ότι υπάρχει η αλβανική λέξη dashuri που σημαίνει «αγάπη».

Ίσως ο Καργάκος ήθελε να πει ότι τα αλβανικά δεν έχουν τη διάκριση ανάμεσα σε «αγάπη» και σε «έρωτα» που έχουν τα ελληνικά, εφόσον χρησιμοποιούν την ίδια λέξη για τις δυο έννοιες, αλλά αυτό δεν είναι ιδιαιτερότητα της αλβανικής. Ούτε στα αγγλικά (love) γίνεται η διάκριση, ούτε στα γαλλικά (amour). Θα έλεγα μάλιστα ότι οι περισσότερες γλώσσες δεν έχουν τη διάκριση που έχει η ελληνική.

Αυτά που έλεγε το google translate τα επιβεβαίωσα ρωτώντας και στην ομάδα Υπογλώσσια, όπου συμμετέχουν πολλοί αλβανόφωνοι και αλβανομαθείς. Κι έτσι καταρρίπτεται, δεν ήταν δα και δύσκολο, ο ισχυρισμός ότι η αλβανική δεν έχει λέξη για την αγάπη.

Αλλά δεν θα έγραφα άρθρο μονάχα για το θέμα αυτό. Όμως, από αγκάθι βγαίνει ρόδο -ή μάλλον απο έναν εξωφρενικά αβάσιμο ισχυρισμό μπορούμε να πούμε δυο λόγια για μια έκφραση που έχουμε στα ελληνικά, αν και μάλλον έχει παλιώσει.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Αργκό, Αιωνίως θνήσκουσα γλώσσα, Φρασεολογικά | Με ετικέτα: , , , , , , , , | 142 Σχόλια »

Ο άγιος Οικουτούτος

Posted by sarant στο 7 Αυγούστου, 2015

Το σημερινό μας άρθρο είναι μικρότερο απ’ό,τι συνήθως, αλλά το καλοκαίρι τα μεγάλα κατεβατά μένουν αδιάβαστα. Επίσης, μπορεί να με κατηγορήσετε ότι λουφάρω, διότι θα σας παραθέσω ένα απόσπασμα από βιβλίο, το οποίο μάλιστα ούτε καν το πληκτρολόγησα, παρά το αντέγραψα από αλλού, και συγκεκριμένα από τον τοίχο μιας ομάδας στο Φέισμπουκ.

Βλέπετε, όταν το διάβασα μου άρεσε πάρα πολύ και το αντέγραψα για να το ανεβάσω κάποτε, επειδή τα κείμενα του Φέισμπουκ δεν γκουγκλίζονται και δεν είναι προσιτά σε όσους δεν είναι μέλη της συγκεκριμένης ομάδας.

Πρόκειται για ένα απόσπασμα από το βιβλίο «Αρβανίτικο λεξικό» του Κωνσταντίνου Τσοπάνη, και έχει ως αντικείμενο μερικές παρεξηγήσεις που έκαναν οι αρβανίτες παπάδες που θα ήξεραν νέα ελληνικά αλλά δεν μπορούσαν να καταλάβουν τη γλώσσα της εκκλησίας.

Τέτοιες παρερμηνείες βέβαια έκαναν και κάνουν και οι φυσικοί ομιλητές της ελληνικής. Είναι γνωστή η εύθυμη ιστορία με τις κυρούλες που ακούγοντας την ευαγγελική περικοπή και λαβών [ο Ιησούς] άρτον ευχαριστήσας έκλασεν… αναφώνησαν, κάνοντας τον σταυρό τους, Μόσκος το πορδάκι σου, Χριστέ μου! Αλλά και η έκφραση «περνάει ζωή χαρισάμενη» από παρερμηνεία του «και τοις εν τοις μνήμασι ζωήν χαρισάμενος» προέρχεται, και οι παρεξηγήσεις είναι αμέτρητες και θα συνεχίζονται στον αιώνα τον άπαντα μια και δεν φαίνεται πιθανό να στέρξει η εκκλησία να μεταφράσει τα ιερά κείμενα στα ελληνικά, αφού είναι γραμμένα στα ελληνικά -όπως και σε άλλα, έτσι και σ’ αυτό θα μάθουμε να ζούμε με το κόκαλο στο λαιμό, αφού ούτε να το καταπιούμε μπορούμε ούτε να το βγάλουμε.

Αλλά πλατειάζω. Οι αρβανίτες της ιστορίας ίσως θα είχαν έναν λόγο παραπάνω να ζητήσουν τα ιερά κείμενα στη γλώσσα τους, αλλά βέβαια η επίσημη Ελλάδα δεν δεχόταν με μεγάλη ευχαρίστηση την ύπαρξη άλλων γλωσσών στον ελλαδικό χώρο. Δίνω τον λόγο στον Κ. Τσοπάνη:

Οι Αρβανίτες των Μεσογείων, καθώς και το Αρβανίτικο στοιχείο της Ελλάδος εν γένει, τελούσε για αιώνες ακατήχητο θρησκευτικώς και ανίδεο εκκλησιαστικώς. Και για να εξηγούμαστε, δεν εννοούμε πως δεν θρήσκευε, αφού είχε βαθειά θρησκευτικότητα, αλλά πως δεν γνώριζε κατ’ ουσίαν το τι πίστευε αφού υπήρχε το βασικό εμπόδιο που ήταν η γλώσσα.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Γενικά γλωσσικά, Γλωσσικά ευτράπελα, Εκκλησία | Με ετικέτα: , | 122 Σχόλια »

Γκιακ θα πει αίμα

Posted by sarant στο 8 Φεβρουαρίου, 2015

b198676Τα Χριστούγεννα αγόρασα ή/και διάβασα κάμποσα βιβλία κι ένα από αυτά θα παρουσιάσω σήμερα. Πρόκειται για μια συλλογή διηγημάτων ενός νέου συγγραφέα, που ταυτόχρονα είναι το πρώτο βιβλίο ενός νεοσύστατου εκδοτικού οίκου. Πράγματι, ο εκδοτικός οίκος Αντίποδες, συνεταιρικό εγχείρημα του Κώστα Σπαθαράκη και του Θοδωρή Δρίτσα, έκανε την εμφάνισή του τον Δεκέμβριο, με πρώτο του βιβλίο τη συλλογή διηγημάτων Γκιακ του Δημοσθένη Παπαμάρκου και δεύτερο την Καρδιά του σκύλου του Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ. Τυχαίνει να γνωρίζομαι με τον Σπαθαράκη, και μου χάρισε τον Μπουλγκάκοφ, αλλά το Γκιακ είχα προλάβει να το αγοράσω -με τράβηξε και ο τίτλος, βλέπετε.

Αν ήταν το πρώτο βιβλίο του εκδοτικού οίκου, το Γκιακ είναι το τέταρτο του συγγραφέα -αν και απ’ ό,τι βλέπω στη Βιβλιονέτ τα δυο πρώτα του, εφηβικά, πρέπει να είναι έργα επιστημονικής φαντασίας (δεν το λέω απαξιωτικά). Ομολογώ ότι δεν έχω διαβάσει άλλο δικό του, αν και τώρα θα αναζητήσω τουλάχιστον το προηγούμενο.

Γκιακ δεν είναι ελληνική λέξη, είναι αρβανίτικη. Όπως μας πληροφορεί μια σημείωση στην αρχή του βιβλίου, γκιακ σημαίνει: 1. αίμα. 2. συγγένεια εξ αίματος. 3. φόνος που γίνεται για λόγους εκδίκησης, αντεκδίκηση. 4. φυλή. Να σημειώσουμε ότι οι σημασίες 2 και 3 έχουν αντιστοιχίες και στα ελληνικά. Λέμε «ο τάδε είναι αίμα μου» (είναι συγγενής εξ αίματος) και «πήρα το αίμα μου πίσω».

Ο Παπαμάρκος είναι γεννημένος στη Μαλεσίνα Λοκρίδας, που είναι αρβανιτοχώρι και όλα τα διηγήματα έχουν ήρωες ανθρώπους από τα αρβανιτοχώρια της Λοκρίδας. Στο βιβλίο τα αρβανίτικα είναι λιγοστά και κυρίως στο πρώτο διήγημα -η αφήγηση γίνεται στη δημοτική, αλλά με κάποια ιδιωματικά στοιχεία που θα τα αντιληφθείτε όταν διαβάσετε το διήγημα που παραθέτω πιο κάτω.

Όλα τα διηγήματα έχουν ένα κοινό στοιχείο, αναπάντεχο για συγγραφέα της νεότατης γενιάς: τη μικρασιατική εκστρατεία. Πράγματι, οι ήρωες των διηγημάτων, όλοι από την περιοχή της Μαλεσίνας, έχουν πολεμήσει στη Μικρασία -αν και η δράση δεν εκτυλίσσεται πάντοτε το 1919-22, αλλά κάποτε αρκετά χρόνια αργότερα. (Και επειδή τον καιρό εκείνο ο στρατός επάνδρωνε τις μονάδες με κοντοχωριανούς, οι συνάδελφοι στον στρατό γνωρίζονται ήδη, και συναντιούνται και στη συνέχεια).

Παρόλο που το θέμα τους συχνά είναι στενάχωρο και παρόλο που κάποια διηγήματα στάζουν από βία, το Γκιακ μου άρεσε πολύ. Τραχιά διηγήματα, με τραχιούς ήρωες, που μιλάνε τραχιά γλώσσα -σε μια αφήγηση-ποταμό, με μια μικρήν ανατροπή στο τέλος, τουλάχιστον στα περισσότερα διηγήματα. Γίνεται λόγος για τα εγκλήματα του πολέμου -και τις δικές μας ωμότητες, και των Τούρκων, αλλά παρεμπιπτόντως. Βία άλλωστε δεν υπάρχει μόνο στη Μικρασία, αλλά και στο χωριό, πριν και μετά το στρατιωτικό.

Διήγημα με τίτλο Γκιακ δεν υπάρχει, είναι μόνο ο γενικός τίτλος του βιβλίου. Αρβανίτικο τίτλο έχει το πρώτο διήγημα (Ντο τ’ α πρες κοτσσίδετε = Θα σου κόψω τις κοτσίδες, που είναι τιτλος ενός ερωτικού αρβανίτικου δημοτικού τραγουδιού) -αλλά δεν θα το παραθέσω εδώ επειδή είναι μεγάλο. Στο διήγημα αυτό γίνεται αναφορά στο Κανούν, λέξη που είναι δάνειο από το ελλ. κανόνας, και σημαίνει το σώμα κανόνων εθιμικού δικαίου που διέπανε τη ζωή των αλβανικών και αρβανίτικων κοινοτήτων μέχρι τα τελευταία χρόνια και που, επειδή κωδικοποιήθηκε τον 15ο αιώνα, έχει αποκτήσει κύρος ημιεπίσημου νομικού κειμένου -άλλωστε στη βόρεια Αλβανία ισχύει σε ένα βαθμό ακόμα και σήμερα. Για παράδειγμα, το Κανούν προβλέπει ότι σε περίπτωση φόνου, η οικογένεια του θύματος έχει δικαίωμα (και υποχρέωση) να βρει δικαίωση για το αίμα της που χύθηκε, χύνοντας αίμα του δράστη ή ενός αρσενικού συγγενή του, αλλά αν ο φόνος είναι εξ αμελείας μπορεί να δοθεί και χρηματική αποζημίωση. Αν όμως το θύμα είναι γυναίκα, τότε μόνο αποζημίωση δίνεται -εκτός αν πρόκειται για βιασμό, οπότε πρέπει να χυθεί αίμα.

Παραθέτω το διήγημα «Ήρθε ο καιρός να φύγουμε». Τύποι όπως «του Χρήστο», «ο πατέρα μου» δεν είναι τυπογραφικό λάθος, έτσι είναι στο πρωτότυπο -άλλωστε παρόμοιοι τύποι ακούγονται και σε άλλα μέρη της Ελλάδας.

ΗΡΘΕ Ο ΚΑΙΡΟΣ ΝΑ ΦΥΓΟΥΜΕ

Ποια; Αυτή που ’βαλε τα τσιγάρα στην τσέπη του μακαρίτη; Αυτή είναι η θεια-Ανθή. Η χήρα που λέμε. Α, νόμιζα που την ήξερες. Όχι, όχι. Δεν τον είχε σόι.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Διηγήματα, Μικρασιατική καταστροφή, Παρουσίαση βιβλίου | Με ετικέτα: , , , , , | 85 Σχόλια »