Το άρθρο που θα διαβάσετε σήμερα δημοσιεύτηκε χτες, πρώτη Κυριακή του μήνα, στη μηνιαία στήλη μου στα Ενθέματα της κυριακάτικης Αυγής. Οι ισχυρομνήμονες αναγνώστες θα αναγνωρίσουν ότι περίπου το μισό άρθρο είναι παρμένο από παλιότερο άρθρο που είχαμε δημοσιεύσει στο ιστολόγιο (αλλά δεν είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα). Σημειώνω επίσης ότι στο ιστολόγιο έχουμε ήδη δημοσιεύσει άρθρο για τα λεξιλογικά της Αριστεράς, οπότε μας μένει μόνο το Κέντρο.
Δεξιά και ακροδεξιά
Στις ευρωπαϊκές εκλογές, στις 26 Μαΐου, αναμένεται σε πολλές χώρες της Ευρώπης σημαντική -και ανησυχητική- ενίσχυση των ακροδεξιών κομμάτων. Σε άλλες σελίδες της Αυγής θα έχετε διαβάσει για την πολιτική διάσταση του θέματος· στη δική μας στήλη λεξιλογούμε, οπότε θα λεξιλογήσουμε σήμερα για τη δεξιά και την ακροδεξιά.
Και αφού λεξιλογούμε, θα εξετάσουμε τις λέξεις απ’ όλες τους τις πτυχές και όχι μόνο τις πολιτικές· διότι, αν η ακροδεξιά χρησιμοποιείται μόνο στην πολιτική ορολογία, το επίθετο “δεξιός” έχει βέβαια και πολλές άλλες σημασίες.
Η λέξη «δεξιός» είναι αρχαία, μάλιστα ήδη μυκηναϊκή. Πιθανώς να έχει απώτερη ετυμολογική σχέση με το «δέχομαι». Για τους περισσότερους ανθρώπους το δεξί χέρι είναι το πιο ικανό, και αυτή η διαφορά καθόρισε από πολύ παλιά τη μοίρα της λέξης “δεξιός”, που από τ’ αρχαία χρόνια πήρε μια σειρά θετικές σημασίες
Έτσι, ήδη από την αρχαιότητα, δεξιός σήμαινε και «επιδέξιος» ή «σωστός» ή «καλοφτιαγμένος» (π.χ. «Ευριπίδου δράμα δεξιώτατον»), ενώ επίσης πήρε τη σημασία «ευνοϊκός» στην οιωνοσκοπία. Αντίθετα, όπως ξέρουμε, η αριστερή πλευρά θεωρήθηκε δυσοίωνη και γι’ αυτό για να ονοματιστεί χρησιμοποιήθηκαν ευφημισμοί, όπως «ευώνυμος» -αλλά και το «αριστερός» ευφημισμός είναι, παράγωγο του «άριστος».
Στις διαλέκτους σώζεται η αρχαία σημασία αφού “δέξιος” είναι ο ικανός, ο επιδέξιος που λέμε, αλλά και στην κοινή γλώσσα ονομάζουμε “δεξιότητες” τις ικανότητες που έχει αποκτήσει ή πρέπει να διαθέτει κάποιος. Και όποιος δεν είναι ικανός, είναι αδέξιος. (Έφυγαν οι δεξιοί και ήρθαν οι αδέξιοι, ήταν μια εξυπνακίστικη ατάκα το 1981). Στη συνθηματική γλώσσα των μαστόρων του 19ου αιώνα, δέξος ήταν ο Έλληνας και ζέρβος ο Τούρκος.