Το ερώτημα του τίτλου επιδέχεται πολλές απαντήσεις. Τι εννοούμε; Πόσα κόμματα υπάρχουν γενικά; Αμέτρητα. Πόσα κόμματα κατεβαίνουν στις εκλογές; Ήταν πενήντα, αλλά κόπηκαν για τυπικούς ή για ουσιαστικούς λόγους πεντέξι, του Κασιδιάρη και μερικά που απειλούσαν να κόψουν ψήφους από τη Νέα Δημοκρατία, κι έτσι έχουν απομείνει πάνω από σαράντα.
Αλλά όταν λέμε κόμμα δεν εννοούμε μόνο «τον πολιτικό οργανισμό που εκφράζει, προασπίζει και προωθεί τα συμφέροντα και τις απόψεις ορισμένου κοινωνικού συνόλου, τάξης ή ομάδας και έχει ως στόχο την κατάκτηση της εξουσίας» (ορισμός από το ΛΚΝ). Μπορεί επίσης να εννοούμε «σημείο στίξης (,) με το οποίο δηλώνουμε λογικό χωρισμό και μικρό σταμάτημα της φωνής στο εσωτερικό της περιόδου ή σε μεγάλες φράσεις».
Παρόλο που η οικογένειά μου ήταν πολιτικοποιημένη, νομίζω ότι τα πρώτα κόμματα που έμαθα ήταν ακριβώς τα σημεία στίξης -μάλιστα, στη δευτέρα δημοτικού (τόσο νωρίς που μου φαίνεται περίεργο, αλλά επειδή θυμάμαι την κυρία Δανάη που μας έβαλε την άσκηση είμαι βέβαιος) η δασκάλα μάς είχε βάλει να μάθουμε απέξω τους κανόνες για το πότε μπαίνει κόμμα, και θυμάμαι πως ήταν μια σελίδα πυκνογραμμένη, με εξαιρέσεις και κόντρα εξαιρέσεις, οπότε πήγα στη γιαγιά μου και την έβαλα να με ακούει μέχρι που έμαθα να απαγγέλλω απέξω τη σελίδα με τους κανόνες, αλλά βέβαια τους κανόνες δεν τους έμαθα. Ύστερα ήρθε η δικτατορία και απαγόρεψε τα κόμματα, οπότε δεν ασχοληθήκαμε πλέον με το θέμα.
Η λέξη «κόμμα» λοιπόν στα νέα ελληνικά έχει αυτές τις δύο βασικές σημασίες. Για την άρση της αμφισημίας, θα μπορούσαμε στην πρώτη περίπτωση να προσδιορίσουμε «πολιτικό κόμμα», αλλά στην πράξη τα συμφραζόμενα ξεδιαλύνουν σχεδόν πάντα το νόημα. Βέβαια, τον καιρό που ξέσπασε η κρίση υπήρχε το λογοπαίγνιο, διπλό μάλιστα, ότι ένα λάθος κόμμα μπορεί να σου χαλάσει τη σύνταξη.
H λέξη κόμμα είναι αρχαία, και όπως συνήθως συμβαίνει άλλαξε κάμποσες σημασίες.
Το κόμμα ετυμολογείται βέβαια από το ρήμα κόπτω, και αρχικά σήμαινε την ανάγλυφη σφραγίδα πάνω στο νόμισμα και πιο γενικά την κοπή νομίσματος (χαλκίοις … κοπείσι τω κακίστω κόμματι, χάλκινα νομίσματα με ελεεινή κοπή, στους Βατράχους του Αριστοφάνη). Στη συνέχεια, η λέξη δήλωσε το κομμένο τμήμα και στην ελληνιστική εποχή το βραχύ μέλος πρότασης, ενώ στη συνέχεια η λέξη χρησιμοποιήθηκε και για το σημείο στίξης που χρησίμευε για να χωρίσει το βραχύ μέλος της πρότασης.
Έτσι που το έγραψα στον τίτλο, θυμίζει οικογένεια, με πατέρα, μητέρα και παιδιά. Εκλογές όμως έρχονται, οπότε σκέφτηκα να γράψω μερικά άρθρα για τα λεξιλογικά των εκλογών.
Τόσα χρόνια που λειτουργεί το ιστολόγιο, από το 2009, έχουμε δει πολλές εκλογικές διαδικασίες: έξι εθνικές εκλογές, τρεις ευρωπαϊκές, το δημοψήφισμα του 2015, για να μην αναφερθώ και στις δημοτικές και περιφερειακές. Κι όμως, τόσα χρόνια δεν έχουμε αφιερώσει ειδικό άρθρο για τη λέξη «ψήφος», αν και την πρώτη φορά που είχαμε εκλογές με το ιστολόγιο, τον Ιούνιο του 2009, είχαμε δημοσιεύσει ένα άρθρο για πολλές εκλογικές λέξεις.
Η ψήφος λοιπόν. Ή μήπως ο ψήφος;
Η λέξη ψήφος κανονικά είναι θηλυκή, όμως όλο και περισσότερο ακούγεται και στο αρσενικό, ο ψήφος, τύπος που πέρασε και στα λεξικά για ν’ ανατριχιάζουν οι γλωσσαμύντορες. Υπάρχει μια τάση, τα δευτερόκλιτα θηλυκά να αποκτούν και αρσενικό τύπο, όπως ο άμμος πλάι στην άμμο -κάποια αρχαία έχουν παγιωθεί (αν και δεν μου έρχεται κάποιο παράδειγμα τώρα).
Η ψήφος είναι λέξη αρχαία και ανήκει σε μια λεξιλογική οικογένεια που ανάγεται στο ρήμα *ψήω, «τρίβω, λειαίνω».
Η λέξη αρχικά σήμαινε, στα αρχαία, το βότσαλο, τη μικρή στρογγυλή πέτρα, ας πούμε της θάλασσας -όπως λέει ο Πίνδαρος «οὐκ ἂν εἰδείην λέγειν ποντιᾶν ψάφων ἀριθμόν».
Κι επειδή με τέτοιες πέτρες μπορούσε κανείς να κάνει υπολογισμούς, το ρήμα ψηφίζω αρχικά σήμαινε «μετράω (χρησιμοποιώντας βότσαλα), λογαριάζω, αριθμώ πράγματα». Να προσέξουμε ότι και στα λατινικά τα βότσαλα συνδέθηκαν με τους υπολογισμούς (calx, calculus).
Όμως, τα βοτσαλάκια αυτά τα χρησιμοποιούσαν επίσης στις ψηφοφορίες στα δικαστήρια, κι έτσι πήρε η ψήφος τη σημερινή της σημασία. Αργότερα χρησιμοποιούσαν μικρούς χάλκινους δίσκους: οι καταδικαστικές ψήφοι ήταν τρύπιοι δίσκοι, οι αθωωτικές συμπαγείς (οπότε κάθε δικαστής μπορούσε να διαλέξει χωρίς να ανοίξει τη γροθιά του). Τις ψήφους τις έριχναν σε υδρίες. Και αν ερχόταν ισοψηφία, ο κατηγορούμενος αθωωνόταν -η λεγόμενη «ψήφος Αθηνάς».
Την ίδια περίοδο πήρε τη σημερινή σημασία το ρήμα «ψηφίζω», αν και στα αρχαία χρησιμοποιούσαν συνήθως τη μέση φωνή, ψηφίζομαι, για τη σημασία «ψηφοφορώ, αποφασίζω με ψήφο», ας πούμε ο Ηρόδοτος «Ἀθηναῖοι μὲν δὴ ἀναπεισθέντες ἐψηφίσαντο εἴκοσι νέας ἀποστεῖλαι βοηθοὺς Ἴωσι».
Υποκοριστικά της ψήφου, με την αρχική σημασία του βότσαλου, ήταν η ψηφίδα, απ’ όπου και τα ψηφιδωτά, αλλά και το ψηφίο, στην αρχή χαλικάκι, που πήρε τον Μεσαίωνα τη σημασία του αριθμού και που κυριαρχεί στην ψηφιακή εποχή μας. Οπότε, να το ξέρετε, η ψήφος είναι ψηφιακή.
Μερικές μέρες μετά το Πάσχα, ένας φίλος του ιστολογίου ήρθε με αναστάσιμες ευχές και πέντε απορίες. Τις τέσσερις από τις πέντε τις έχουμε συζητήσει στο ιστολόγιο, την πέμπτη όχι. Του υποσχέθηκα πως θα γράψω κάτι -και επειδή στις μέρες μας δεν είναι για να κάνεις καινούργια χρέη την ώρα που κυνηγάμε τον εθνικό στόχο της επενδυτικής βαθμίδας, σπεύδω να εξοφλήσω αμέσως το χρέος μου.
Γράφει λοιπόν ο φίλος Γρηγόρης:
Χριστός Ανέστη! Έχω 5 λέξεις που άλλαξαν στην πορεία του χρόνου…. Απορία 1η Πώς έγινε ο Άρτος Ψωμί; Απορία 2η Πώς έγινε ο Ιχθύς Ψάρι; Απορία 3η Πώς έγινε το Ήπαρ Συκώτι; Απορία 4η Πώς έγινε το Ύδωρ Νερό; Απορία 5η Πώς έγινε η Όρνιθα Κότα;…. (αντιδάνειο; )
Όπως είπα, στα τέσσερα πρώτα έχουμε δώσει απαντήσεις στο ιστολόγιο, είτε σε ειδικά άρθρα είτε παρεμπιπτόντως, αλλά δεν βλάφτει να επαναλάβουμε εδώ σύντομα την απάντηση, για όσους δεν τη θυμούνται.
Το ψωμί είναι το ελληνιστικό ψωμίον. Στα αρχαία ψωμός είναι η μπουκιά, το κομμάτι, πιθανώς και κρέατος, αλλά στην ελληνιστική εποχή η σημασία εξειδικεύτηκε, και σήμαινε κυρίως τη μπουκιά ψωμί. Στο Ευαγγέλιο του Ιωάννη, χρησιμοποιείται πάντοτε για το ψωμί η λέξη άρτος (πέντε άρτοι κρίθινοι, στο θαύμα του πολλαπλασιασμού) όταν όμως στον μυστικό δείπνο ο Ιησούς θέλει να υποδείξει τον μαθητή που θα τον παραδώσει, παίρνει μια μπουκιά ψωμί και λέει «εγώ βάψω το ψωμίον και δώσω αυτώ» και βουτάει το ψωμί στο κρασί και το δίνει στον Ιούδα (διότι το βάπτω σήμαινε εμβαπτίζω). Με τον καιρό, το ψωμίον δεν σήμαινε πια τη μπουκιά ψωμί αλλά το ψωμί γενικώς· αλλά ο άρτος, σαν λέξη, επέζησε βέβαια· «αυτό δεν είναι ψωμί, είναι άρτος» μας έλεγε η γιαγιά όποτε έφερνε αντίδωρο από την εκκλησία.
Το ψάρι ετυμολογείται από το οψάριον, που είναι υποκοριστικό της λέξης όψον. Όψον ήταν στα αρχαία ελληνικά το προσφάι που συνοδεύει το ψωμί ή ο μεζές που συνοδεύει το κρασί. Λοιπόν, ο φτωχόκοσμος στην αρχαιότητα έτρωγε ψωμί με κάποιο συνοδευτικό για να νοστιμίσει, ή ελιές ή κρεμμύδι ή κάποιο λαχανικό ή ψαράκι (μαρίδα ή γόπα βέβαια, όχι σφυρίδα αθηναϊκή). Ήδη από τον Όμηρο συναντάμε πολλές φορές να γίνεται λόγος για όψον ή όψα, ας πούμε στο Λ της Ιλιάδας ο Νέστορας κερνάει τον Πάτροκλο κρόμυονποτῷὄψον, δηλαδή «κρεμμύδι, μεζέ για το ποτό»
Σε κάποιο απόσπασμα κωμωδίας του Αριστοφάνη διαβάζουμε ότι ο καλύτερος μεζές είναι η φακή (φακῆνἥδιστονὄψων) αλλά δεν είχαν όλοι αυτή τη γνώμη. Φαίνεται πως οι Αθηναίοι ειδικά προτιμούσαν ψαράκι για προσφάι και είναι πολύ χαρακτηριστικό αυτό που γράφει ο Πλούταρχος στα Συμποσιακά του, την τερπνότατη αυτή συλλογή «προβλημάτων» που συζητιούνται μ’ ένα ποτήρι στο χέρι. Λοιπόν, ενώ εξετάζουν αν η θάλασσα ή η ξηρά βγάζει τις πιο νόστιμες λιχουδιές (ποια από τις δυο είναι «ευοψωτέρα»), λέει κάποιος από τους συμποσιαστές ότι «πολλῶν ὄντων ὄψων ἐκνενίκηκεν ὁ ἰχθὺς μόνος ἢ μάλιστά γ’ ὄψον καλεῖσθαι διὰ τὸ πολὺ πάντων ἀρετῇ κρατεῖν», δηλαδή ενώ τα όψα είναι πολλά, τα ψάρια, επειδή είναι πολύ ανώτερα, κατάκτησαν το δικαίωμα να αποκαλούνται αυτά μονάχα «όψα». Παναπεί, το προσφάι που σέβεται τον εαυτό του είναι ψαράκι.
Όψον λοιπόν ήταν το προσφάι, ο μεζές, και οψάριον το υποκοριστικό του, το μεζεδάκι ας πούμε. Αρχικά η λέξη χρησιμοποιείται ακριβώς ως υποκοριστικό του προσφαγιού, αλλά σιγά σιγά, καθώς ο ιχθύς είναι το κατεξοχήν όψον, το οψάριον παίρνει τη σημασία «ψάρι» και έτσι βρίσκουμε τη λέξη πχ στα Ευαγγέλια, όπου στο γνωστό θαύμα του Ιησού, που το αναφέραμε και πιο πάνω, το παιδάριον είχε «πέντε άρτους κριθίνους και δυο οψάρια». Κι έτσι, σιγά σιγά το ψάρι εκτόπισε τον ιχθύ στην καθομιλουμένη γλώσσα, ενώ ο ιχθύς έμεινε στα ζώδια και στις σύνθετες λέξεις (ιχθυάλευρα, ιχθυόσκαλα κτλ.)
Στις δυο πρώτες περιπτώσεις, είδαμε τον ρόλο που έπαιξε ο υποκορισμός στη δημιουργία νέων λέξεων, που δεν είναι πια υποκοριστικά. Στις επόμενες δύο, έχουμε ένα άλλο γλωσσικό φαινόμενο.
Κι επειδή ακόμα δεν έχω επιστρέψει στη βάση μου, καταφεύγω στη λύση της αναδημοσίευσης για να μη σπάσει το σερί της καθημερινής ανάρτησης άρθρου. Θα ξαναδημοσιεύσω ένα άρθρο από το… μποστάνι του ιστολογίου, που αρχικά είχε δημοσιευτεί πριν από 9 και κάτι χρόνια, με κάποιες προσθήκες και αλλαγές.
Δεν εννοώ βέβαια τη συγκινητική στιγμή μιας ταινίας ή ένα τραγούδι που το έχουμε συνδέσει με ωραίες στιγμές της ζωής μας, κυριολεκτώ, άλλωστε θα σας προϊδέασε η εικόνα. Το άρθρο, που δεν είναι το πρώτο που αφιερώνω στα φαγώσιμα, αφορά το κρεμμύδι -και το κρεμμύδι, το ξερό, πράγματι φέρνει δάκρυα σε όποιον το καθαρίζει και το κόβει.
Το κρεμμύδι φέρνει δάκρυα, επειδή περιέχει αιθέρια έλαια που όταν το ψιλοκόβεις απελευθερώνονται και ερεθίζουν τα μάτια. Στη Λυσιστράτη του Αριστοφάνη, σε ένα σημείο όπου ο χορός των γερόντων κάνει κόντρα με τον χορό των γυναικών, ο γέροντας λέει: Βούλομαί σε γραυ κύσαι, παναπεί θέλω να σε φιλήσω, και απαντάει η γυναίκα: Κρομμύων τ’ άρ’ ου σε δει, παναπεί: άρα, δεν θα χρειαστείς κρεμμύδια -εννοώντας ότι θα τον δείρει τόσο που να κλάψει χωρίς να έχει ανάγκη να χρησιμοποιήσει κρεμμύδι για τούτο· ή, στη μετάφραση του Πολ. Δημητρακόπουλου, «Αλλ΄ανάγκη πια δε θάχεις από κρομμυδιού κομμάτια, να σου κλάψουνε τα μάτια».
Το κρεμμύδι βρίσκεται από πολύ παλιά στα μέρη μας -είναι από εκείνα τα λαχανικά που τα μνημονεύει ο Όμηρος -και μάλιστα στην Ιλιάδα, στη ραψωδία Λ, διαβάζουμε ότι πρόσφεραν κρεμμύδι σαν μεζέ για το κρασί (κρόμυον ποτῷ ὄψον), κάτι που σήμερα δεν νομίζω να συνηθίζεται, όσο κι αν το κρεμμύδι, μαζί με ψωμί, ελιές και τυρί ήταν συστατικό στοιχείο στο λαϊκό κολατσιό μέχρι πρόσφατα.
Σίγουρα πάντως οι αρχαίοι έτρωγαν πολύ κρεμμύδι, ιδίως στον στρατό. Στην Ειρήνη του Αριστοφάνη ο Τρυγαίος χαίρεται που δεν θα φοράει πια κράνος και δεν θα τρώει τυρί και κρεμμύδια (κράνους ἀπηλλαγμένος τυροῦ τε και κρομμύων).. Στο βιβλίο «Η γλώσσα της γεύσης» της Μ. Καβρουλάκη βρίσκω ότι ο Ηρόδοτος λέει ότι οι αθλητές έτρωγαν ένα κρεμμύδι το πρωί κι ένα το βράδυ -το κακό όμως είναι ότι δεν το βρίσκω πουθενά στον ίδιο τον Ηρόδοτο, οπότε η πληροφορία ίσως πρέπει να θεωρηθεί «απόφευγμα».
Πριν από καμιά δεκαριά μέρες είχαμε δημοσιεύσει ένα άρθρο για την ετυμολογία και τα λεξιλογικά των χόρτων γενικώς, οπότε ταιριάζει στο σημερινό άρθρο να δούμε δυο από τα γνωστότερα είδη χόρτων -ή λαχανικών, εξαρτάται, αφού η διαφορά είναι ότι τα χόρτα φυτρώνουν άγρια και τα μαζεύουμε ενώ τα λαχανικά τα καλλιεργούμε.
H φωτογραφία που συνοδεύει το άρθρο δείχνει βλίτα βρασμένα, αλλά στον τίτλο έβαλα πρώτα τα ραδίκια οπότε από αυτά θα ξεκινήσουμε.
Κατά το ΛΚΝ, ραδίκια είναι «κοινή ονομασία για ορισμένα είδη χόρτων, συνήθ. αυτοφυών, που τα βράζουμε και τα τρώμε σαλάτα». Από βοτανολογική άποψη, τα είδη αυτά ανήκουν στο γένος Κιχώριον ή Cichorium στα λατινικά. Ανάμεσα στα είδη Κιχωρίου έχουμε το Κιχώριον το εντενές (Cichorium pumilum) που είναι το κοινώς λεγόμενο ραδίκι, που με τη σειρά του διακρίνεται σε διάφορες ποικιλίες, το Κιχώριον το ακανθώδες (Cichorium spinosum), που είναι το σταμναγκάθι, που τόση προβολή έχει γνωρίσει τα τελευταία χρόνια, το Κιχώριον το αντίδιον (Cichorium endivia) που είναι το αντίδι αλλά και το γαλλικό endive, και το Κιχώριον το εντετμημένον (Cichorium intybus), που οι ρίζες του χρησιμοποιήθηκαν (και ακόμα χρησιμοποιούνται) ως υποκατάστατο του καφέ.
Το λατινικό cichorium/cichoreum όπως και τα νεότερα chicory (αγγλ.), chicorée (γαλλ.) κτλ. ανάγονται όλα στο ελληνικό κιχώριον ή κιχόριον, λέξη άγνωστης ετυμολογίας -ίσως συνδέεται με αιγυπτιακή λέξη. Κατά τον Διοσκουρίδη, η γενική ονομασία ήταν «σέρις», άγρια και ήμερη, η δε άγρια ποικιλία ονομαζόταν πικρίς ή κιχόριον, ενώ η καλλιεργούμενη (κηπευτή) χωριζόταν σε δύο υποποικιλίες:
Ήταν όλες οι ποικιλίες πικρές και ευστόμαχες, που είναι χαρακτηριστικό των ραδικιών ίσαμε σήμερα, όπως φαίνεται και από διάφορες λαϊκές ονομασίες όπως πικραλίδα. Ευχάριστη πίκρα πάντως -άλλωστε, τα βράζουν και πίνουν το ζουμί τους, το ραδικόζουμο.
Πάντως τα βοτανολογικά είναι μπερδεμένη υπόθεση -στο προηγούμενο άρθρο, ο φίλος μας ο Μιχάλης μάς είχε πει ότι στην Αμερική τα ραδίκια τα λένε dandelions και τα θεωρούν ζιζάνια, αλλά το dandelion είναι φυτό άλλου γένους, του taraxacum, της ίδιας οικογένειας πάντως.
Αν και το κιχώριον/κιχόριον έγινε διεθνής λέξη, εμείς σήμερα λέμε ραδίκια, που είναι ιταλικό δάνειο, από το radicchio, που κάνει radicchi στον πληθυντικό. Πιθανώς το δάνειο έγινε από τον ιταλικό πληθυντικό, που θεωρήθηκε ενικός. Η ιταλική λέξη ανάγεται στο λατινικό radicula, υποκοριστικό του radix, ρίζα. Ριζούλα δηλαδή είναι το ραδίκι. Εν τω μεταξύ, η ιταλική λέξη έχει ξαναμπεί στα ελληνικά, μέσω αγγλικών, αφού ραντίτσιο είναι μια ποικιλία με βυσσινιά φύλλα που μοιάζει με το μαρούλι.
Το γνωστό ρεμπέτικο, που είναι αδέσποτο αν και έχει κυκλοφορήσει και στο όνομα του Ζαμπέτα, μας λέει ότι «από κάτω απ’ το ραδίκι κάθονται δυο πιτσιρίκοι», που αποτελεί περίπτωση ποιητικής άδειας.
Στη φρασεολογία μας, τα ραδίκια εμφανίζονται στη γνωστή μάγκικη φράση «βλέπει τα ραδίκια ανάποδα», που σημαίνει ότι έχει πεθάνει, και αφού τον έχουν θάψει βρίσκεται κάτω από το χώμα άρα βλέπει από κάτω τα διάφορα φυτά. Λέγεται και ως απειλή: Πρόσεξε γιατί θα δεις τα ραδίκια ανάποδα!
Το άρθρο που θα διαβάσετε σήμερα δημοσιεύτηκε προχτές στο ηλεπεριοδικό 2020mag. Όπως θα ξέρετε, στο ηλεπεριοδικό αυτό δημοσιεύω άρθρα με Λέξεις της επικαιρότητας -σαν εκείνα που δημοσίευα κάθε μήνα στα Ενθέματα της Αυγής. Εδώ μπορείτε να βρείτε όλα μου αυτά τα άρθρα, 23 ως τώρα. Η εικόνα είναι από τη δημοσίευση στο περιοδικό.
Διαβάζω ότι το Υπουργείο Ανάπτυξης σκοπεύει, πιθανώς από τις 2 Νοεμβρίου, να θέσει σε εφαρμογή το «καλάθι του νοικοκυριού», σε μια προσπάθεια να συγκρατηθούν οι τιμές στην αγορά. Πρόκειται για 50 κατηγορίες ειδών πρώτης ανάγκης, κυρίως τροφίμων· τα μεγάλα σουπερμάρκετ θα είναι υποχρεωμένα να προσφέρουν έναν κωδικό (ένα είδος) από κάθε μία από αυτές τις κατηγορίες σε χαμηλή τιμή.
Ακόμα δεν έχουν ξεκαθαριστεί οι λεπτομέρειες του συστήματος, αλλά ήδη γίνεται αρκετός λόγος για το προτεινόμενο μέτρο· αλλά αυτά θα τα διαβάσετε σε άλλες στήλες, περισσότερο ειδικές. Εμείς εδώ, ως γνωστόν, λεξιλογούμε· κι έτσι, το σημερινό μας άρθρο θ’ αφιερωθεί στη λέξη «καλάθι».
Την ιδέα για το σημερινό άρθρο μού την έδωσε ένας φίλος στο Τουίτερ, που μου κοινοποίησε ένα πολύ συμπαθητικό βιντεάκι, που παρουσιάζει ένα μωρό φλαμίνγκο που μαθαίνει πώς να στέκεται στο ένα πόδι. Δεν έχω μάθει όμως πώς να ενσωματώνω τα βιντεάκια αυτά εδώ στο ιστολόγιο, οπότε, αν θέλετε να το δείτε, πρέπει να πάτε στο Τουίτερ.
Δεν διάλεξα όμως καλή φωτογραφία για να συνοδέψει το άρθρο, έπρεπε να βρω μία να δείχνει το πουλί να στέκεται στο ένα πόδι. Ας είναι.
Το φλαμίνγκο της φωτογραφίας ανήκει στο είδος Phoenicopterus roseus, και λέγεται επίσης μεγάλο φλαμίνγκο. Υπάρχουν έξι είδη φλαμίνγκων (ας ακτιβίσω λίγο, δεν μου πάει να το αφήνω άκλιτο, κι έχω να ξεπληρώσω και μερικά «τσίρκο», «παλτό» και «καζίνο»), από τα οποία τα δύο, μεταξύ των οποίων και αυτό που βλέπετε, είναι είδη του παλαιού κόσμου.
Στην Ελλάδα τα φλαμίνγκα είναι αποδημητικά, περνάνε τον Μάρτιο όπως ανεβαίνουν προς βορρά ή τον Οκτώβριο κατεβαίνοντας προς Αφρική. Πολλά όμως μένουν εδώ και ξεχειμωνιάζουν σε παράκτιους υγρότοπους στη Θράκη ή αλλού. Είναι πουλί κοινωνικό, ζει σε μεγάλα σμήνη, που φτάνουν εκατοντάδες άτομα και τρέφεται με διάφορα μαλάκια που βρίσκει στα ρηχά νερά. Το καμπυλωτό ράμφος του έχει πολύ ενδιαφέρον από μηχανική άποψη.
Ο φίλος με ρώτησε πώς το λέγαν οι αρχαίοι το φλαμίνγκο, αν βέβαια το ήξεραν. Φαίνεται πως το ήξεραν, αν και οι αναφορές στην ελληνική αρχαία γραμματεία είναι λίγες. Η πιο σημαντική είναι στους Όρνιθες του Αριστοφάνη, με τον εξής διάλογο:
Παρά τη ραστώνη, το ιστολόγιο επιμένει καλοκαιρινά, αν και το σημερινό άρθρο δεν είναι ακριβώς καινούργιο -πιο πολύ, είναι ανάπτυξη ενός κομματιού από παλιότερο άρθρο, στο οποίο είχαμε εξετάσει τέσσερις-πέντε καλοκαιρινές, θαλασσινές λέξεις. Σήμερα θα σταθούμε σε μία από αυτές, στη λέξη «γιαλός».
Σε αντίθεση με λέξεις όπως παραλία, ακροθαλασσιά, ακρογιάλι, περιγιάλι (όπως και τη λέξη «πλαζ», που σημαίνει την ειδικά διαμορφωμένη παραλία), η λέξη «γιαλός» είναι δίσημη. Όπως θα δείτε σε όλα τα λεξικά, μπορεί να σημαίνει τόσο το τμήμα της ξηράς πλάι στη θάλασσα, όσο και τα ρηχά νερά, το τμήμα της θάλασσας κατά μήκος της ξηράς, κι έτσι η εντολή «πήγαινε γιαλό-γιαλό» μπορεί να δοθεί και σε βαρκάρη και σε πεζοπόρο. Θα το δούμε πιο αναλυτικά παρακάτω, αφού πούμε για την ετυμολογία.
Καλοκαίρι είναι, συνηθίζουμε τα άρθρα με θαλασσινό και ναυτικό περιεχόμενο. Πριν από τρία χρόνια, τέτοιες μέρες περίπου, είχαμε γράψει ένα άρθρο για τα θαλασσινά, όπου λεξιλογήσαμε για χταπόδια, καλαμάρια, γαρίδες και συναφή. Στο άρθρο εκείνο έχω σκοπό να επιστρέψω, για ν’ αναπτύξω περισσότερο ένα από τα ζώα αυτά αλλά προς το παρόν θα βγάλω ένα χρέος.
Εννοώ ότι σε εκείνο το άρθρο περί θαλασσινών είχα αφήσει απέξω τα καβούρια. Όπως είχα γράψει, «στο καβούρι αποφάσισα ν’ αφιερώσω ειδικό άρθρο, καθώς έχει πολύ μεγάλο φρασεολογικό πλούτο -άλλωστε δεν είναι αμιγώς θαλασσινό. Κάποια άλλη φορά λοιπόν θα πούμε για τον κάβουρα και την περπατησιά του, τα καβούρια της τσέπης, τα καβουράκια και την κυρία καβουρίνα».
Ε, η στιγμή αυτή ήρθε σήμερα.
O κάβουρας είναι ζώο που ανήκει στα καρκινοειδή, μαζί με τις γαρίδες, τις καραβίδες και τους αστακούς. Τα καρκινοειδή ειναι μια πολυμελέστατη υποδιαίρεση, ουσιαστικά υποσυνομοταξία. Ο κάβουρας είναι δεκάποδο, με δυο μεγάλες δαγκάνες μπροστά και οχτώ μικρότερα πόδια πίσω, από τέσσερα. Ίσως για τον λόγο αυτό, στη λαϊκή μούσα θα δείτε να γίνεται λόγος για οχτώ πόδια του κάβουρα, ας πούμε:
Οχτώ ποδιά ‘χει ο κάβουρας και πάει μπρος και πίσω
τη νιότη μου στα χέρια σου θα την απαρατήσω.
Μπορεί το δίστιχο να είναι ανακριβές ως προς τον αριθμό των ποδιών του, αλλά σωστά λέει ότι «πάει μπρος και πίσω». Για την ακρίβεια, η κατασκευή των ποδιών του δίνει στο καβούρι την ευχέρεια να μετακινείται με ταχύτητα είτε προς τα μπρος, είτε προς τα πίσω, είτε προς τα πλάγια, για να κρυφτεί στις σχισμές των βράχων ας πούμε, να ξεφύγει από διώκτες ή να πιάσει το θήραμά του. Ο άνθρωπος, μαθημένος να περπατάει με επιδεξιότητα μόνο προς τα μπρος, το προσόν αυτό του κάβουρα το θεώρησε ελάττωμα.
Κι έτσι γεννήθηκε η φράση «πάει σαν τον κάβουρα», που τη λέμε για έργο που προχωράει πολύ αργά ή για κάποιον που δουλεύει με πολύ βραδύ ρυθμό. Και υπάρχει και το ρήμα «καρκινοβατώ», που αυτήν ακριβώς την κατάσταση περιγράφει, όταν ένα έργο προχωράει με πολύ αργό ρυθμό, προσκρούει συνεχώς σε εμπόδια ή και οπισθοδρομεί. Το ρήμα είναι νεότερο, αλλά ήδη από τα αρχαία υπήρχε ο όρος καρκινοβάτης και καρκινοβήτης.
Πλησιάζει η 25η Μαρτίου, που φέτος είναι και τριήμερο. Είναι η εθνική μας εορτή, βέβαια, αν και πέρασαν οι τυμπανοκρουσίες (έστω και με σουρντίνα, λόγω κορόνας) της 200ής επετείου. Σύμφωνα με το έθιμο, η μεθαυριανή μέρα θέλει μπακαλιάρο με σκορδαλιά.
Όμως εγώ βρίσκομαι στα ξένα -αλλά σε περιοχή με ισχυρότατη πορτογαλική παροικία, οπότε πήγα και αγόρασα, για να τιμήσω τη μεθαυριανή μέρα, bolinhos de bacalau, ένα είδος μπακαλιαροκεφτέδες, που θα τους συνοδέψω με aioli, ένα είδος σως με σκόρδο και λάδι, σαν σκορδαλιά αλλά πολύ πιο ρευστή.
Υποκατάστατα, θα πείτε. Οπότε, με το σημερινό άρθρο, αναπληρώνω ας πούμε την έλλειψη της εθνικής μας σκορδαλιάς. Βέβαια, τόσα χρόνια που υπάρχει το ιστολόγιο, έχουμε βάλει άρθρο και για τον μπακαλιάρο (πρόπερσι, σε συνάφεια με το στοκοφίσι και τα νησιά Λοφότεν) και για το σκόρδο (πριν από εφτά χρόνια), οπότε στο σημερινό άρθρο θα επαναλάβω αρκετά πράγματα από το παλαιότερο αυτό άρθρο, αν και θα προσθέσω κάμποσα που αφορούν τη σκορδαλιά.
Το σκόρδο είναι το Allium sativum, κρόμμυον το σκόροδον –και, παρόλο που είναι ιθαγενές της Κεντρικής Ασίας, βρίσκεται στα μέρη μας από πολύ παλιά, αφού, αν πιστέψουμε τον Ηρόδοτο, οι εργάτες που έχτισαν την Πυραμίδα του Χέοπα είχαν στο σιτηρέσιό τους κρεμμύδια, σκόρδα και ραπανάκια.
Όμως και στην αρχαία Ελλάδα ήταν πολύ διαδεδομένο το σκόρδο, όπως φαίνεται από την παρουσία του στις κωμωδίες του Αριστοφάνη –τα μεγαρίτικα σκόρδα ήταν ονομαστά για το μεγάλο μέγεθός τους και στους Αχαρνείς, που είναι γραμμένοι μέσα στον Πελοποννησιακό πόλεμο, ο Μεγαρίτης παραπονιέται στον Δικαιόπολη ότι οι Αθηναίοι στις επιδρομές τους τα ξερίζωναν.
Στα αρχαία λεγόταν σκόροδον, αλλά ήδη από την κλασική εποχή εμφανίζεται και ο τύπος σκόρδον, που τελικά επικράτησε. Αν θέλετε να μάθουμε και δυο περίεργες λέξεις, το κεφάλι του σκόρδου οι αρχαίοι το λέγανε «η άγλις της άγλιθος», ενώ τις σκελίδες, στις οποίες χωρίζεται το κεφάλι, τις έλεγαν γέλγεις.
Το σκόρδο ήταν και είναι το προσφάι των φτωχών, ακόμα περισσότερο στην αρχαιότητα, που το διαιτολόγιο ήταν πολύ φτωχότερο από σήμερα. Ήταν ακόμα βασικό στοιχείο στο σιτηρέσιο των στρατιωτών, γι’ αυτό και οι αρχαίοι είχαν την παροιμιώδη φράση «μη σκόρδου (φάγω)» δηλ. να μη μπλέξω σε περιπέτειες.
Αίσθηση έκανε πριν από καμιά δεκαριά μέρες ένα βίντεο από ένα ντοκιμαντέρ, στο οποίο ο εφοπλιστής Πάνος Λασκαρίδης, σε συζήτηση με δημοσιογράφους είπε, ανάμεσα σε άλλα, μιλώντας στα αγγλικά, “People who are in shipping don’t need the Greek government, don’t need the ministry, don’t need the IMO, don’t need the prime minister. They can shit on the prime minister. They have no need of the prime minister. Why? Because shipping has nothing to do with Greece. There is nothing that a shipowner will gain from Greece. No cargoes to Greece. No contracts from Greece, nothing in Greece. Only his office is here. 80% has foreign flags. They don’t care about the Greek flag.”
Η συζήτηση επικεντρώθηκε στην αθυροστομία, «τον έχουν χεσμένο τον πρωθυπουργό», όπως αποδόθηκε στα περισσότερα μέσα ενημέρωσης, ενώ ίσως θα έπρεπε να σταθεί περισσότερο στις κυνικές δηλώσεις που ακολούθησαν την αθυροστομία. Βέβαια, υπήρχε και αντίστιξη, καθώς οι χεστήριες επισημάνσεις του κ. Λασκαρίδη προβλήθηκαν αμέσως μετά τις γελοία μεγαλόστομες δηλώσεις του υπουργού Ναυτιλίας κ. Πλακιωτάκη ο οποίος, κορδωμένος, αυτοπαρουσιάστηκε ως ο σπουδαιότερος υπουργός Ναυτιλίας στον κόσμο -και τότε οι δημοσιογράφοι τού έδειξαν το χέσιμο που έριξε ο Λασκαρίδης και το αυτάρεσκο χαμόγελο πάγωσε στα χείλη του.
Τα κυβερνητικά παπαγαλάκια στα σόσιαλ, αντι να επισημάνουν το προφανές, ότι δηλαδή η εφοπλιστική χυδαιότητα δεν είχε στόχο ειδικά τον σημερινό πρωθυπουργό αλλά έχει διαχρονική εμβέλεια, επιχείρησαν να θολώσουν τα νερά, ότι τάχα η συνέντευξη είχε παρθεί στις αρχές του 2019 -αλλά αυτό εύκολα διαψεύστηκε απο τους δημοσιογράφους που πηραν τη συνέντευξη και που διευκρίνισαν ότι η στιχομυθία είχε διαδραματιστεί επί πρωθυπουργίας Κυριάκου Μητσοτάκη. Όμως, όπως είπα, το εφοπλιστικό χέσιμο δεν αφορά ειδικά τον σημερινό ΠΘ.
Το σημερινό άρθρο σκεφτόμουν να το γράψω κάποιαν από αυτές τις μέρες και χτες είχαμε μια εξέλιξη που με έκανε να αποφασίσω: ο χεσιματίας εφοπλιστής, ο κ. Πάνος Λασκαρίδης, με επιστολή του παραιτήθηκε όχι μόνο από το συμβούλιο της Ένωσης Εφοπλιστών αλλά και από την ίδια την Ένωση. Ουσιαστικά, η επιστολή παραίτησης είναι ένα ακόμα χέσιμο προς τους θεσμούς, διότι ο κ. Λασκαρίδης δεν παραιτείται επειδή πρόσβαλε τους θεσμούς της πολιτείας, την κυβέρνηση και τον πρωθυπουργό, αλλά διότι κάποιοι συνάδελφοί του -με ηγετικές θέσεις στην Ένωση- επιδόθηκαν σε «δολοφονία χαρακτήρα» εναντίον του και σε ξεκαθάρισμα λογαριασμών με αφορμή την αθυρόστομη δήλωσή του.
Εμείς όμως εδώ λεξιλογούμε, οπότε στο σημερινό άρθρο θα πάρω αφορμή από την εφοπλιστική τοποθέτηση για να λεξιλογήσω ακριβώς πάνω στο ρήμα «χέζω». Περισσότερα για την ουσία του θέματος δεν θα πω -βεβαίως στα σχόλιά σας εσείς μπορείτε να πείτε ό,τι θέλετε- αντίθετα θα ευχαριστήσω τον κ. Λασκαρίδη που μου δίνει το έναυσμα. Βλέπετε, επειδή μας διαβάζει και η μαμά μου, το ιστολόγιο δεν έχει καλές επιδόσεις στα λεξιλογικά των αθυροστομιών και των ου φωνητών, οπότε κάθε σχετική αφορμή είναι καλοδεχούμενη.
Λοιπόν, το λασκαρίδειο ρήμα είναι αρχαίο. Όχι ομηρικό, αλλά με ατράνταχτα κλασικά διαπιστευτήρια, αφού το βρίσκουμε πολλές φορές στον Αριστοφάνη και σε άλλους κωμικούς της ίδιας εποχής. Οι ετυμολόγοι το ανάγουν σε ινδοευρωπαϊκή ρίζα *ghed- από την οποία και το αλβανικό dhjes.
Καθώς είναι αρχαίο, το ρήμα «χέζω» αναγκαστικά περιλαμβανόταν στα λεξικά ρημάτων της αρχαίας, και θυμάμαι έναν συμμαθητή μου, μάλλον στην πρώτη γυμνασίου ή στη δευτέρα, να ανακράζει με αγαλλίαση «κέχοδα!», όπως είναι ο παρακείμενος -αν και μόνο σε σύνθετα ρήματα εμφανίζεται, π.χ. εγκέχοδα στους Βατράχους. Ο (πρώτος) αόριστος, πάλι, αποδείχνει ολοφάνερα τη συνέχεια της γλώσσας και της φυλής, αφού είναι «έχεσα». Τότε ήμασταν μικροί κι έτσι δεν μάθαμε τα εφετικά ρήματα, που κι αυτά στον Αριστοφάνη τα βρίσκουμε, «χεσείω» και «χεζητιώ», παναπεί «θέλω να χέσω» Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »
Η αστυνομία συνηθίζει, στις ανακοινώσεις για τη σύλληψη πολιτών να αναφέρει αν πρόκειται για ημεδαπούς ή για αλλοδαπούς. Ημεδαποί βεβαίως είναι οι ντόπιοι, οι Έλληνες πολίτες. Αλλοδαποί οι ξένοι.
Στον ταραγμένο κόσμο των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, κάθε φορά που γίνεται λόγος για ημεδαπό που κατηγορείται για κάποιο αδίκημα, είναι μαθηματικά βέβαιο ότι θα βρεθεί κάποιος ξενόφοβος φωστήρας που θα πλειοδοτήσει: Να πάνε στις χώρες τους! Απέλαση αμέσως!
Σε ποιες χώρες όμως να απελαθούν οι ημεδαποί; Μια φορά στο Τουίτερ, σχολιάζοντας κάποιον που απαιτούσε «να σταλεί πίσω στη χώρα του» ένας ημεδαπός που είχε κατηγορηθεί για κάποιο έγκλημα, είχα αναρωτηθεί πού να βρίσκεται αυτή η Ημεδαπία, η χώρα των Ημεδαπών. Κάποιος άλλος είπε για το Ημεδαπιστάν, πιο κοντά στο ασιατικό πνεύμα.
Ολοφάνερα, πολλοί μπερδεύουν τον ημεδαπό με τον αλλοδαπό και φαντάζονται ότι είναι συνώνυμα ή υποθέτουν συγκεχυμένα πως οι ημεδαποί είναι μια ειδική κατηγορία αλλοδαπών.
Πριν από μερικές μέρες, η ανακοίνωση για τον νεαρό που κατηγορείται για προσβολή γενετήσιας αξιοπρέπειας στη Νέα Σμύρνη, μια περίπτωση που απασχόλησε πολύ τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έτσι κι αλλιώς, έδωσε αφορμή για μια ακόμα ερμηνεία της λέξης «ημεδαπός».
Κάτω από την ανακοίνωση της Αστυνομίας για τη σύλληψη του ημεδαπού, σχολιάζει η πρώτη: Είπαν ότι είναι Έλληνας. Και τη διορθώνει ο δεύτερος: Όταν λένε ημεδαπός είναι ξένος με ελληνικά χαρτιά.
Έχω συναντήσει και άλλους που φαντάζονται ότι ο όρος «ημεδαπός» αφορά ειδικά τους πολιτογραφημένους. Κάποιος άλλος, σε συζήτηση στο Τουίτερ, επέμενε ότι ο όρος «ημεδαποί» χρησιμοποιείται για τους Ρομά και μόνο.
Το μπέρδεμα (που δεν είναι πάντοτε αθώο) αναδεικνύεται στο έξυπνο σχόλιο κάποιου:
Σταματήστε επιτέλους να λέτε «ημεδαπός», μπερδεύεται ο κόσμος και δεν ξέρει αν πρέπει να θυμώσει ή να ξεπλύνει.
Κατά τα άλλα, νιώθει κανείς τον πειρασμό να ενδώσει στο στερεότυπο που θέλει τους ακροδεξιούς αμόρφωτους, που δεν ξέρουν καν τι σημαίνει «ημεδαπός». Ας αντισταθούμε όμως διότι δεν είναι πάντοτε τόσο απλό.
Αλλά εμείς εδώ λεξιλογούμε. Να πούμε δυο λόγια για τη λέξη που μας απασχόλησε σήμερα, τον ημεδαπό.
Η λέξη «ημεδαπός» είναι αρχαία, με τη σημασία «ντόπιος, που προέρχεται από τον τόπο μας, που ανήκει στον τόπο μας».
Σήμερα, τον όρο τον χρησιμοποιούμε μόνο για πρόσωπα, αλλά στην αρχαιότητα λεγόταν επίσης και για άψυχα, τη γη ή το νόμισμα, ή για αφηρημένα. Ας πούμε, στον Αριστοφάνη (στ. 220) ο Τρυγαίος, ακούγοντας τον Ερμή να του μεταφέρει μια στιχομυθία Αθηναίων, παραδέχεται ότι «ο γουν χαρακτήρ ημεδαπός των ρημάτων», δηλαδή ότι «έχει του τόπου μας τη βούλα αυτή η κουβέντα» στη μετάφραση του Θρ. Σταύρου.
Ετυμολογικά, ο ημεδαπός παράγεται από το θέμα ημε- της αντωνυμίας «ημείς», όπως π.χ. ο ημέτερος και απο το παραγωγικό τέρμα -απός, με ανάμεσά τους ένα πρόσφυμα -δ-. Ο ημεδαπός πλάστηκε κατά το μοντέλο του αντίθετού του, της λ. αλλοδαπός, που είναι λέξη ομηρική.
Πριν από δυο μήνες περίπου, σε ένα από τα σαββατιάτικα άρθρα μας, είχαμε δει ένα μεζεδάκι όπου κάποιος στο Φέισμπουκ, σχολιάζοντας την υπόθεση του παιδιού που παραλίγο να πνιγεί δίπλα στο φέρι μποτ, έγραψε αυτό που βλέπετε στην εικόνα: Ευτυχώς που σώθηκε το παιδάκι. Μπράβο στους σωσίες του.
Mπράβο, δηλαδή σε αυτούς που έσωσαν το παιδάκι. Αλλά σώζει ο σωσίας;
Ο σωσίας, όπως ξέρουμε, είναι αυτός που μοιάζει εντυπωσιακά με κάποιον άλλον. Αυτός που σώζει δεν λέγεται σωσίας, αλλά σωτήρας.
Όπως έγραψα τότε, κι άλλη φορά έχω δει να αποκαλείται «σωσίας» αυτός που έσωσε κάποιον, αντί για «σωτήρας», διότι αυτός που σώζει είναι «αναμενόμενο» να λέγεται «σωσίας».
Από τη μια, ο σωσίας δεν έχει καμια ετυμολογική ή άλλη συνάφεια με την «εκπληκτική ομοιότητα»· από την άλλη όμως είναι μια λέξη ζωντανή, που χρησιμοποιείται συνεχώς με την κανονική της σημασία, του εμφανισιακά όμοιου.
Αυτά είχα γράψει πριν από δυο μήνες, και, απαντώντας σε μιαν ερώτηση του φίλου μας του Νεοκίντ συμπλήρωσα τη μοιραία επωδό «Ευκαιρία λοιπόν για ιδιαίτερο άρθρο».
Το άρθρο που ακολουθεί δημοσιεύτηκε χτες, πρώτη Κυριακή του μήνα, στα Ενθέματα της Αυγής, στη στήλη μου «Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία». Εδώ το αναδημοσιεύω προσθέτοντας στο τέλος ένα υστερόγραφο περί υπευθυνότητας.
Ατομική ευθύνη, κρατική ανευθυνότητα
Μια από τις φράσεις που ακούστηκαν πολύ και που έγιναν κλισέ κατά την πανδημική περίοδο που διάγουμε, ιδίως μάλιστα κατά το δεύτερο στάδιό της, είναι και η «ατομική ευθύνη». Ταιριάζει λοιπόν στο σημερινό άρθρο, το πρώτο μετά την καλοκαιρινή ανάπαυλα, που ανοίγει τούτον τον παράξενο πανδημικό Σεπτέμβρη, που μόνο με καινούργια αισιόδοξη αρχή δεν μοιάζει, ν’ ασχοληθούμε με αυτή τη λέξη που ολοένα και περισσότερο ακούμε, την ευθύνη.
Κατά το λεξικό, ευθύνη είναι «η υποχρέωση κάποιου να ανταποκριθεί σε ορισμένη εντολή, υπόσχεση, καθήκον κτλ. και να λογοδοτήσει, να απολογηθεί για τις σχετικές ενέργειες». Η λέξη είναι αρχαία, αλλά όχι ακριβώς έτσι· οι αρχαίοι είχαν την εύθυνα.
Στην αρχή της ετυμολογικής αλυσίδας βρίσκεται ο ευθύς, ο ίσιος, λέξη χωρίς ινδοευρωπαϊκή ετυμολογία, που έχει τον παλαιότερο, ομηρικό τύπο ιθύς, απ’ όπου έχουν επιβιώσει ως τα σήμερα οι ιθύνοντες και η ιθύνουσα τάξη. Από τον ευθύ και το ρήμα ευθύνω, κατά λέξη ισιώνω, που όμως πήρε γρήγορα σημασίες μεταφορικές: διευθύνω, κατευθύνω, εξετάζω.
Από το ρήμα ευθύνω και η εύθυνα, ένας πολύ ενδιαφέρων θεσμός της αθηναϊκής δημοκρατίας. Κάθε δημόσιος αξιωματούχος στο τέλος της θητείας του ήταν υποχρεωμένος να λογοδοτήσει δημόσια για τα πεπραγμένα του· η διαδικασία αυτή ήταν η εύθυνα και ο πολίτης που κληρωνόταν για να ασκήσει αυτόν τον δημόσιο έλεγχο ήταν ο εύθυνος -ενώ ο ελεγχόμενος αξιωματούχος λεγόταν υπεύθυνος.