Στο ιστολόγιο αγαπάμε τις ντοπιολαλιές και τακτικά δημοσιεύουμε άρθρα με λέξεις από διάφορες περιοχές της χώρας (πλήρης κατάλογος στο τέλος). Δημοσιεύω σήμερα ένα άρθρο του φίλου μας του Λάμπα, με λέξεις από τη Γορτυνία. Πιο σωστά, ένα ακόμα άρθρο του φίλου μας του Λάμπα, μια και έχει προηγηθεί, περυσι τον Νοέμβριο, ένα πρώτο δικό του άρθρο με 45 λέξεις.
Με την ευκαιρία ανανεώνω την προτροπή προς φίλους του ιστολογίου να στείλουν άρθρα με το λεξιλόγιο της ιδιαίτερης πατρίδας τους. Υπάρχει μια ακόμα συνεργασία στα σκαριά, για νησί αυτή τη φορά, που θα τη δούμε την άλλη Παρασκευή.
Χωρίς περισσότερα, δίνω τον λόγο στον Λάμπα. Όπου έχω κάτι να σχολιάσω, το βάζω σε [αγκύλες]
Άλλες 40 λέξεις από τη Γορτυνία
Τις παρακάτω λέξεις τις έχω συναντήσει όλες στον καθημερινό λόγο. Κάποιες επιλέχτηκαν, επειδή γι’ αυτές έγινε πρόσφατα λόγος στο ιστολόγιο (νόνα, θερίος, την πετσώνω). Δε συμπεριέλαβα λέξεις που, καθώς δεν υπάρχει πια το αντικείμενο στο οποίο αναφέρονται, είναι καταδικασμένες να χαθούν. Ποιον ενδιαφέρει σήμερα τι ήταν π.χ. η χανάκα ή η χαρδαβέλα, από τη στιγμή που δεν υπάρχουν πια χανάκες και χαρδαβέλες; [Α, νομίζω πως πολλούς θα ενδιέφερε τι ήταν η χαρδαβέλα!]
Στην προηγούμενη ανάρτησή μου, προβλήθηκε από κάποιους σχολιαστές η δικαιολογημένη ένσταση ότι κάποιες λέξεις του καταλόγου είναι ευρύτερα γνωστές και, συνεπώς, δεν πρέπει να θεωρούνται ιδιωματικές αλλά λέξεις της κοινής. Γενικά, είναι δύσκολο για το φυσικό ομιλητή ενός ιδιώματος να αντιληφθεί πόσο οικείος είναι στους άλλους ο τρόπος που εκφράζεται (στα πενήντα μου, ακόμη ξαφνιάζομαι με τα χαμόγελα των συναδέλφων, όταν με ακούν να λέω στάει και όχι στάζει). Για παράδειγμα, στον πρώτο κατάλογο δε συμπεριέλαβα το επίθετο λωβός, γιατί το θεώρησα, ως αντώνυμο του καλός, ευρύτατα γνωστό. Όταν, όμως, συμπεριλήφθηκε σε κάποιο μανιάτικο γλωσσάρι που δημοσιεύθηκε εδώ, με έκπληξη διαπίστωσα ότι ήταν παντελώς άγνωστο. Και το αντίθετο: για το ρήμα κουπώνω, που έβαλα στον κατάλογο, υποστηρίχθηκε ότι είναι λέξη της κοινής. Γιατί, όμως, δε λημματογραφείται σε κανένα από τα τρία μεγάλα λεξικά; Άλλωστε, σε πολλές περιπτώσεις το ζητούμενο δεν είναι η ίδια η λέξη, αλλά η μορφολογική απόκλισή της από τον «κανονικό» τύπο ή η σημασιολογική διαφοροποίηση.
Θα ήθελα, τέλος, να παρακαλέσω όποιον έχει τη διάθεση, να συνεισφέρει στην ετυμολογία.
Άμα του πεις κάτι κακό για την ομάδα του, αρχινάει κι αγουριέται. Τον ακούει όλο το χωριό!
Αρρώστησα στην κηδεία. Πώς αγουριότανε έτσι η έρμη η μάνα του!
[Δεν υπάρχει στο Ιστορικό Λεξικό της Ακαδημίας. Μου θυμίζει το «αρουλιέμαι», επίσης πελοποννησιακό, με αυτή τη σημασία]
2. άλυσος (ο) = η αλυσίδα· συχνά στην έκφραση έχει κόψει τον άλυσο = έχει τελείως τρελαθεί, αποχαλινωθεί, «ξεφύγει».
−Δεν έχει βγάλει ούτε το δημοτικό, και θέλει να γίνει δήμαρχος!
− Έχει κόψει τον άλυσο!
3. αποσπερού (επίρρημα) = απόψε
Θα πάω αποσπερού. Κάτσε να πέσει ο ήλιος πρώτα.
[αποσπερινού στο ΙΛΝΕ]
4. αρούκατος = απρόσεκτος και βίαιος στις κινήσεις του, αδέξιος, παρορμητικός, επιπόλαιος, άξεστος, αγενής
Μην ξαναπαίξεις μπάλα μαζί του, είναι μπίτι αρούκατος. Θα σου σπάσει κάνα πόδι!
Έδωσε το χέρι του στη γυναίκα, χωρίς να πλυθεί από τις λάσπες! Αρούκατος άνθρωπος.
5. άταρος = μαλθακός, αδύναμος
Μπίτι άταρο είναι. Ούτε ένα τσουβάλι τσιμέντο δεν μπορεί να σηκώσει. (Μέτρο της σωματικής δύναμης στα χωριά ήταν η δυνατότητα ανταπόκρισης σε συγκεκριμένες εργασίες, στην προκειμένη περίπτωση οικοδομικές, μιας και προέρχομαι από χωριό οικοδόμων.)
6. βελέγκο (επίρρημα) = πολύ γρήγορα, το γρηγορότερο δυνατό, «σφαίρα»
Η νόνα σου (βλ. παρακάτω) δεν είναι καλά. Τρέχα να φωνάξεις το γιατρό! Βελέγκο!
[Πρόκειται για το δελέγκου, ντελέγκου, ντελόγκου, που υπάρχει σε πολλά ιδιώματα, πχ επτανησιακό, και είναι το βενετικό da luogo]
7. γαρς = μήπως; (εισάγει ρητορικές ερωτήσεις που ισοδυναμούν με έντονη άρνηση· υποθέτω το μήγαρις του Σολωμού)
Στις αρχές του μήνα είχα δημοσιεύσει ένα άρθρο με λέξεις από τον Κάλαμο (το νησί του Ιονίου), και σας είχα προτρέψει να γράψετε κι εσείς άρθρα λεξιλογικής περιήγησης για την ιδιαίτερη πατρίδα σας. Πρώτος ανταποκρίθηκε ο φίλος μας ο Spiridione, με άρθρο για κερκυραϊκές λέξεις στο έργο του Ιωαν. Καρτάνου, και σήμερα με πολλή χαρά παρουσιάζω μια συνεργασία του φίλου μας του Λάμπα, ο οποίος μας φέρνει σε στεριανό περιβάλλον, αφού διάλεξε 45 λέξεις από τη Γορτυνία.
Η Γορτυνία ήταν επαρχία του νομού Αρκαδίας, όταν υπήρχαν επαρχίες. Ταυτίζεται περίπου με τον σημερινό καλλικρατικό δήμο Γορτυνίας, που έχει πρωτεύουσα τη Δημητσάνα. Είναι η πιο δυτική από τις τέσσερις επαρχίες του νομού.
Λένε ότι το μοραΐτικο ιδίωμα αποτέλεσε τη βάση για την τυποποιημένη ελληνική μετά τη συγκρότηση του κράτους, αλλά αυτό δεν αποκλείει την ύπαρξη τοπικών ιδιωματισμών που δεν ανήκουν στην κοινή.
Δεν χρειάζονται περισσότερα για εισαγωγή, παραθέτω όσα έγραψε ο φίλος μας ο Λάμπας και περιστασιακά σχολιάζω [μέσα σε αγκύλες]
45 λέξεις από τη Γορτυνία
Τις παρακάτω λέξεις τις έχω συναντήσει όλες στον καθημερινό λόγο. Επειδή όμως το ιδίωμα υποχωρεί και ορισμένες είχα χρόνια να τις ακούσω, χρειάστηκε να συμβουλευτώ, για να επιβεβαιώσω κάποιες σημασίες, το «Τοπικό λεξικό της Γορτυνίας» του Ηλία Καραμάνη και διάφορα τοπικά γλωσσάρια που υπάρχουν στο διαδίκτυο – βρίσκεις, ευτυχώς, πολλά πλέον.
αναζουπάω = ξαναζωντανεύω, συνέρχομαι από λιποθυμία ή αρρώστια, ανακτώ τις δυνάμεις μου
Εκεί που την είχαμε για θάνατο, η γριά αναζούπησε!
ανάκαρο (το) = δυνάμεις, αντοχή
Κάποτε τα έκανα όλα μόνος μου, αλλά τώρα πια δεν έχω ανάκαρο.
[Τη βρίσκουμε συχνά και ως νάκαρο, νάκαρα μάλιστα, στον πληθυντικό: δεν έχω νάκαρα]
ανατσουτσουρώνομαι = αντιδρώ σε έναν κίνδυνο ή μια πρόκληση, παίρνοντας απειλητική στάση.
Έχεις δει τη γάτα πώς ανατσουτσουρώνεται, μόλις δει το φίδι;
Μη μου ανατσουτσουρώνεσαι εμένα! Δε σε φοβάμαι!
βοϊδογλειψιά = η φράντζα. Ο Καραμάνης σημειώνει, εύστοχα νομίζω, ότι η λέξη προέρχεται από το σχήμα που παίρνει το τρίχωμα των νεογέννητων μοσχαριών, όταν τα γλείφει η μάνα τους.
Εδώ και λίγο καιρό άρχισα να δημοσιεύω στο ιστολόγιο, όπως πάντα κάθε δεύτερη Τρίτη και σε συνέχειες, τη νουβέλα «Ο βενετσιάνικος καθρέφτης» από το ομότιτλο βιβλίο του πατέρα μου, του Δημήτρη Σαραντάκου, που το είχε έτοιμο όταν αδόκητα έφυγε από τη ζωή πριν από οχτώ χρόνια και που το εκδώσαμε λίγο πριν κλείσει χρόνος από τον θάνατό του.
Όπως αναφέρει ο πατέρας μου στον πρόλογο του βιβλίου, η δράση εκτυλίσσεται το 1995. Tα μέλη ενός συλλόγου αντιστασιακών μαθαίνουν ότι η Ματίνα, δραστήριο μέλος του συλλόγου, έχει πάθει κάτι σοβαρό. Ο αφηγητής αναλαμβάνει να την επισκεφτεί στην Αρκαδία όπου βρίσκεται -είχε πάει για να μαζέψει αρχειακό υλικό. Mαθαίνουν ότι η Ματίνα έπαθε σοκ ενώ κοίταζε παλιές φωτογραφίες ανταρτών από το αρχείο των οικοδεσποτών της.
Σήμερα ολοκληρώνουμε το τέταρτο κεφάλαιο. Ακολουθεί το πέμπτο και τελευταίο -σήμερα λοιπόν έχουμε την προτελευταία συνέχεια.
Η συζήτηση με τον οικοδεσπότη μας ήταν πολύ ενδιαφέρουσα, αλλά εγώ ήθελα να μάθω τι απέγινε ο γιος του. Δίσταζα όμως να τον ρωτήσω. Σα να μάντεψε τις σκέψεις μου, μου είπε τη συνέχεια
«Το χωριό μας ήταν έδρα τάγματος της 54ης Ταξιαρχίας του Δημοκρατικού Στρατού. Τώρα, μεταξύ μας, τι τα θέλανε αυτά; Πήγαν να φτιάξουν κανονικό στρατό χωρίς να διαθέτουν αξιωματικούς. Τους έμπειρους αξιωματικούς του ΕΛΑΣ, οι ίδιοι τους έστειλαν να τεθούν στη διάθεση του Στρατού κι αυτοί τους εξόρισαν στη Νάξο, απ΄ όπου μια χούφτα μόνο δραπέτευσαν, με τον συνταγματάρχη Κούκουρα επικεφαλής και κατάφεραν και βγήκαν στο βουνό. Οι άλλοι μείνανε στη Νάξο και μετά τους έστειλαν στη Μακρόνησο. Ο Βλάσης μου δεν ήταν της Σχολής Ευελπίδων, ούτε είχε κάνει αξιωματικός στον παλιό στρατό. Ήταν άλλωστε πολύ μικρός τότε. Είχε όμως πολεμήσει στον ΕΛΑΣ και με πρόταση της διοικήσεως της Μεραρχίας πήγε στη Σχολή Αξιωματικών, η οποία λειτουργούσε στο κοντινό χωριό, το Μοναστήρι, και ονομάστηκε ανθυπολοχαγός.
»Είχα την τύχη να γνωρίσω τον διοικητή της Σχολής, τον Κώστα τον Κανελλόπουλο, ένα πραγματικό παλικάρι. Ήταν υπολοχαγός του Στρατού, πολέμησε στην Αλβανία, συνέχισε με τον ΕΛΑΣ και κατόπιν με τον Δημοκρατικό Στρατό. Τέρας μορφώσεως, πολύ ζεστός άνθρωπος και ταυτόχρονα πολύ διορατικός και οξύνους. Όπως μου είχε εκμυστηρευθεί, όταν μετά τη Βάρκιζα άρχισαν οι διωγμοί των Χιτών κατά των αριστερών είχε προτείνει στην ηγεσία της Αριστεράς στην Πελοπόννησο να οργανώσουν ένα είδος Αυτοάμυνας, όχι απέναντι της Χωροφυλακής και του Στρατού, αλλά εναντίον των παρακρατικών. Είχε προτείνει τότε να απευθύνουν τελεσίγραφο προς τους Χίτες: «Έναν δικό μας σκοτώνετε; Δύο δικούς σας θα σκοτώνουμε εμείς. Έναν πιάνετε και φυλακίζετε; Δύο θα πιάνουμε ομήρους εμείς». Δυστυχώς η τότε ηγεσία είχε αυταπάτες για ομαλές εξελίξεις και απέρριψε την εισήγησή του ως εξτρεμιστική. Αυτά έγιναν το 1946. Ύστερα τον έστειλαν στο Μπούλκες, από όπου επανήλθε με τον Γκιουζέλη και το επιτελείο του. Στην αρχή ήταν επιτελάρχης της Μεραρχίας αλλά, μετά την αποτυχία των επιθέσεων κατά της Δημητσάνας και της Ζαχάρως, ο Γκιουζέλης τον υποβίβασε, αναθέτοντας του τη Διοίκηση της Σχολής.
Εδώ και λίγο καιρό άρχισα να δημοσιεύω στο ιστολόγιο, όπως πάντα κάθε δεύτερη Τρίτη και σε συνέχειες, τη νουβέλα «Ο βενετσιάνικος καθρέφτης» από το ομότιτλο βιβλίο του πατέρα μου, του Δημήτρη Σαραντάκου, που το είχε έτοιμο όταν αδόκητα έφυγε από τη ζωή πριν από οχτώ χρόνια και που το εκδώσαμε λίγο πριν κλείσει χρόνος από τον θάνατό του.
Όπως αναφέρει ο πατέρας μου στον πρόλογο του βιβλίου, η δράση εκτυλίσσεται το 1995. Tα μέλη ενός συλλόγου αντιστασιακών μαθαίνουν ότι η Ματίνα, δραστήριο μέλος του συλλόγου, έχει πάθει κάτι σοβαρό. Ο αφηγητής αναλαμβάνει να την επισκεφτεί στην Αρκαδία όπου βρίσκεται -είχε πάει για να μαζέψει αρχειακό υλικό.
Bρισκόμαστε στο τρίτο κεφάλαιο όπου ο αφηγητής επισκέπτεται την Αρκαδία και το σπίτι όπου φιλοξενείται η άρρωστη Ματίνα. Γνωρίζονται με την Αναστασία, τη νεαρή συνεργάτρια της Ματίνας, και τους γηραιούς οικοδεσπότες, τον Στάθη και την Ουρανία.
Καθώς συζητούσαμε με την Αναστασία ήρθε και ο οικοδεσπότης. Σηκώθηκα να τον χαιρετίσω. Ήταν ένας ψηλός ξερακιανός γέρος, ευθυτενής, με ζωηρό βλέμμα, που δεν πρόδιδε τα χρόνια του, γιατί υπολόγισα πως θα πλησίαζε τα ενενήντα.
«Έχω ακούσει για σας και για την προσπάθεια που κάνετε με τον Σύλλογό σας, για να διασωθεί η ιστορική μνήμη. Η καημένη η Ματίνα με ενημέρωσε πλήρως».
Κάθισε σε μια καρέκλα δίπλα μου. Είχε διάθεση για κουβέντα.
«Δεν ξέρετε πόσο καλό μάς έκανε η παρουσία της Ματίνας και της Αναστασίας στο σπίτι μας. Τα τελευταία χρόνια μένουμε μονάχα οι τρεις μας η Ουρανία, η Παρασκευή κι εγώ. Τρεις κούκοι, τρεις γέροι κούκοι για την ακρίβεια. Η επίσκεψή τους μας έκανε πολύ καλό, γιατί δεν ήταν μονάχα η παρουσία νέων ανθρώπων, ήταν η ζωντάνια και η ανοιχτή καρδιά τους. Σας λέω, ξαναζωντανέψαμε. Και δεν ήταν μόνο η παρουσία τους, ήταν και το αντικείμενο της επίσκεψης τους. Εμείς όλα αυτά τα ντοκουμέντα και τις φωτογραφίες τα φυλάγαμε τόσα χρόνια τώρα ως κόρην οφθαλμού. Όχι μόνο σαν αγαπημένα ενθύμια, πιο πολύ σαν ιερά κειμήλια. Είναι βλέπετε ό,τι χειροπιαστό μας έμεινε από μιαν αξέχαστη περίοδο της ζωής μας. Κάποιοι συγχωριανοί μου φιλοδοξούν να φτιάσουν κάποτε μουσείο της εποχής εκείνης και να τα βάλουν εκεί. Γι΄ αυτό και στην τηλεφωνική επικοινωνία με τον κύριο πρόεδρο του Συλλόγου σας, του τόνισα πως δε θα ήθελα να τα αποχωριστώ, αλλά προθύμως να τα θέσω στη διάθεσή σας εδώ, επί τόπου. Έτσι, ήρθαν οι καλές αυτές κοπέλες. Και τώρα να τύχει αυτό το ακατανόητο».
Τον μονόλογό του διέκοψε η εμφάνιση της γυναίκας του. Ήταν μια αδύνατη, μάλλον μικροκαμωμένη γριούλα, που εντούτοις στο ρυτιδωμένο πρόσωπό της διασώζονταν ίχνη παλιάς ομορφιάς. Συμπέρανα πως στα νιάτα της θα πρέπει να ήταν καλλονή.
Εδώ και λίγο καιρό άρχισα να δημοσιεύω στο ιστολόγιο, όπως πάντα κάθε δεύτερη Τρίτη και σε συνέχειες, τη νουβέλα «Ο βενετσιάνικος καθρέφτης» από το ομότιτλο βιβλίο του πατέρα μου, του Δημήτρη Σαραντάκου, που το είχε έτοιμο όταν αδόκητα έφυγε από τη ζωή πριν από οχτώ χρόνια και που το εκδώσαμε λίγο πριν κλείσει χρόνος από τον θάνατό του.
Η προηγούμενη, τρίτη συνέχεια είναι εδώ.
Όπως αναφέρει ο πατέρας μου στον πρόλογο του βιβλίου, η δράση εκτυλίσσεται το 1995. Tα μέλη ενός συλλόγου αντιστασιακών μαθαίνουν ότι η Ματίνα, δραστήριο μέλος του συλλόγου, έχει πάθει κάτι σοβαρό. Ο αφηγητής αναλαμβάνει να την επισκεφτεί στην Αρκαδία όπου βρίσκεται -είχε πάει για να μαζέψει αρχειακό υλικό.
Αφού κάναμε κάποιες αναδρομές στο παρελθόν, σήμερα περνάμε στο τρίτο κεφάλαιο όπου ο αφηγητής επισκέπτεται την Αρκαδία και το σπίτι όπου φιλοξενείται η άρρωστη Ματίνα. Και αυτό το κεφάλαιο είναι μεγάλο, οπότε το χωρίζουμε σε δύο μέρη.
Την Παρασκευή το μεσημέρι, αφού έφαγα κάτι ελαφρό και πήρα μαζί μου τα σάντουιτς και το θερμός με τον καφέ, που μου ετοίμασε η Κική, πήγα στην αφετηρία των υπεραστικών λεωφορείων Πελοποννήσου, στη λεωφόρο Κηφισού και βρήκα θέση στο λεωφορείο που έφευγε στις δύο. Η διαδρομή δεν ήταν κουραστική, μάλλον ευχάριστη, αν εξαιρέσεις την άθλια μουσική που ακουγόταν συνεχώς από το μεγάφωνο του λεωφορείου. Τα καινούργια λεωφορεία των ΚΤΕΛ είναι πολύ άνετα και οι δρόμοι, τουλάχιστον ώς την Τρίπολη, καλοφτιαγμένοι.
Σε όλη τη διαδρομή συλλογιζόμουνα τι μπορεί να έπαθε η Ματίνα. Ο γιατρός απέκλεισε το εγκεφαλικό, αλλά μπορείς να έχεις εμπιστοσύνη σ’ έναν νεαρό που κάνει το αγροτικό του; Να έπαθε ξαφνικά άνοια; Δεν ήξερα αν αυτό το παθαίνει κανείς απότομα ή είναι αποτέλεσμα βραδείας εξέλιξης. Πίστευα πως συνήθως το δεύτερο συμβαίνει. Και το μόνο που δε θα μπορούσα να φανταστώ ήταν να πάθει άνοια η Ματίνα. Θυμήθηκα τις συζητήσεις που είχαμε τα τελευταία χρόνια.
«Τι τα θες» μου είχε πει μια φορά, «δε θα μπορέσω ποτέ να συμβιβαστώ με όσα γίνονται γύρω μας. Όσο δούλευα, οι απαιτήσεις της δουλειάς και οι άλλες δραστηριότητές μου, με απορροφούσαν και δεν έδινα σημασία στα εκφυλιστικά φαινόμενα, που πάνε να κυριαρχήσουν στην κοινωνία μας. Δεν είμαι γκρινιάρα λόγω ηλικίας, σαν κάποιους συνομηλίκους μας, που επικρίνουν τη νεολαία για το φέρσιμο, το ντύσιμο ή τη φρασεολογία της. Όχι, αυτά τα καταλαβαίνω και τα αποδέχομαι. Άλλωστε στον καιρό μας κάπως ανάλογα φερνόμασταν κι εμείς. Εκείνο που με στεναχωρεί είναι η φυγοπονία και ο ευδαιμονισμός που έχουν κυριεύσει τους νέους. Φοβάμαι πως αυτό εγκυμονεί μεγάλους κινδύνους.
»Στο Σύλλογο πάλι η αναδρομή στα αρχεία και τα ντοκουμέντα εκείνης της εποχής, από τη μια με αναζωογονεί –είναι κάτι που μ’ αρέσει– κι από την άλλη με πικραίνει. Δε σου κρύβω πως ώρες ώρες σκέφτομαι “τι θες και τα ανασκαλεύεις; Καλύτερα να τα ξεχάσουμε. Ποιόν ενδιαφέρουν τώρα πια οι ήρωες και οι εξάρσεις;” Ύστερα όμως θυμάμαι τα μάτια του Κώστα, όταν με αποχαιρετούσε, θυμάμαι τη ζωντάνια και το κέφι όλων αυτών των παιδιών που χάθηκαν και λέω πως δεν είναι δυνατό, δεν έχουμε δικαίωμα να ξεχάσουμε. Αν ξεχάσουμε αυτούς τους σπουδαίους ανθρώπους, θα είναι σαn να σκοτώθηκαν για δεύτερη φορά. Δεν είναι κρίμα; Γι’ αυτό κάποτε σκέφτηκα ν’ ασχοληθώ με το γράψιμο. Είναι ένα είδος φυγής. Νιώθω να πνίγομαι έτσι που ζω. Είναι κάτι που δεν το αντέχω. Και συ μου λες πως είμαι μια χαρά βολεμένη…»
Και το πρόσωπό της πήρε μιαν έκφραση τέτοιας θλίψης, που πάντα θα τη θυμάμαι.
Θα μπορούσα να τα πω και «μεταμελημένα» μεζεδάκια με αφορμή την κίνηση του Άδωνη Γεωργιάδη ανήμερα της Ημέρας Μνήμης του Ολοκαυτώματος να ζητήσει συγνώμη επειδή, επί πολλά χρόνια, πρόβαλλε αντισημιτικές απόψεις, ιδίως σε σχέση με το διαβόητο βιβλίο του Κώστα Πλεύρη που το διαφήμισε και το υπερασπίστηκε ποικιλότροπα (δείτε και εδώ).
Δεν τα ονόμασα τελικά έτσι, παρόλο που την κίνηση του Άδωνη τη θεωρώ υποκριτική, επειδή θεωρώ ότι, έστω και υποκριτική, η συγνώμη του ακροδεξιού Άδωνη είναι κάτι θετικό, ιδίως αν σκεφτούμε ότι στην πατρίδα μας ο αντισημιτισμός δυστυχώς δεν περιορίζεται στη δεξιά. Διάβασα, ας πούμε, στο Φέισμπουκ την ενοχλημένη αντίδραση μιας γνωστής που δυσανασχέτησε επειδή χτες στα σχολεία έγινε λόγος για το Ολοκαύτωμα (όπου έγινε, διότι μου λένε πως σε πολλά σχολεία δεν είπαν τίποτα) αντί, λεει, για τη γενοκτονία των Χούτου. Λες και το Ολοκαύτωμα είναι κάτι που έγινε μακριά μας, σε άλλην ήπειρο, λες και υπήρχαν δεκάδες χιλιάδες Έλληνες Χούτου που θυσιάστηκαν ή ότι το μεγαλύτερο πανεπιστήμιο της χώρας είναι χτισμένο πάνω σε καταπατημένα μνήματα των Χούτου.
Κι έτσι προτίμησα μιαν ουδέτερη, ημερολογιακή ονομασία στο σημερινό άρθρο.
* Πάντως, από τη συγνώμη (την υποκριτική, αλλά ωστόσο θετική, επαναλαμβάνω) του Άδωνη, στη δήλωση του κ. αντιπροέδρου της ΝΔ πρόσεξα μια περίεργη διατύπωση. Όπως γράφει, «Με την ευκαιρία της Ημέρας Μνήμης για τα θύματα του Ολοκαυτώματος, επιθυμώ να αποσαφηνίσω την ξεκάθαρη θέση μου σχετικά με τις απόψεις μου για τον αντισημιτισμό…»
Αλλά, αν η θέση του είναι ξεκάθαρη, δεν έχει ανάγκη να την αποσαφηνίσει. Κι αν χρειάζεται αποσαφήνιση η θέση του, δεν είναι ξεκάθαρη. Ή είμαι ψείρας;
* Τα σημερινά μεζεδάκια θα μπορούσα επίσης να τα ονομάσω «οργισμένα», διότι σύμφωνα με τα Παραπολιτικά στη χώρα επικρατεί «πανελλήνια οργή«. Για ποιο λόγο λέτε να είναι οργισμένο το πανελλήνιο; Μα… φυσικά, για την αποπομπή του ταξίαρχου Μανώλη Σφακιανάκη από την ΕΛΑΣ.
Στο αγιογραφικό άρθρο θα δείτε και την ανορθόγραφη ανακοίνωση που ανέβασε ο ίδιος ο Σφακ στο Φέισμπουκ (π.χ. «θα με βρίσκετΑΙ στο Ινστιτούτο μου»), ενώ το αγιογραφικό άρθρο, που είναι γραμμένο σε εξίσου κακά ελληνικά, μας πληροφορεί ότι ο κ. Σφακιανάκης είχε «διατελέσει σημαντικό έργο».
Το έργο όμως το επιτελείς ή το εκτελείς. Δεν το διατελείς, εκτός αν θυμηθούμε εκείνο το αστείο επεισόδιο στη Λωξάντρα όπου ο μη μου άπτου συγγενής στέλνει τηλεγράφημα «διατελώ υμέτερος» και του τηλεγραφεί αγανακτισμένος ο ξάδερφος «θα έρθω εκεί και θα σε διατελέσω εσένα και όλο του το σόι» -ή κάτι τέτοιο, παραθέτω από μνήμης.
* Ο Θάνος Πλεύρης, που φαίνεται να ξεπέρασε την περιπέτεια που είχε με την υγεία του και να ξαναβρήκε τη συνηθισμένη φόρμα του, σχολίασε όπως βλέπετε αριστερά την υπόθεση των νεοσύλλεκτων που έκαναν το σήμα του αετού.
Θα έλεγα ότι για να υπηρετούν στον στρατό οι νεαροί, θα έχουν ήδη πάρει υπηκοότητα, αλλά ποιος είμαι εγώ μπροστά στον Θάνο Πλεύρη, που είναι και νομικός;
* Μιλώντας για υπηκοότητα, είδα κάπου ένα βιντεάκι του Κ. Βελόπουλου, που ήταν παλιός συναγωνιστής του Πλεύρη, του Βορίδη και του Άδωνη στο ΛΑΟΣ, αλλά δεν έδειξε καλά ρεφλέξ στη στροφή κι έτσι δεν τους ακολούθησε στη φιλελεύθερη Νέα Δημοκρατία.
Ο Βελόπουλος λοιπόν αποκαλύπτει το καταχθόνιο σχέδιο εκείνων που θέλουν να πάνε σχολείο τα προσφυγόπουλα. Όπως μας λέει, υπάρχει νόμος που προβλέπει ότι όποιο παιδί πάει σχολείο στην Ελλάδα, αυτομάτως παίρνει ιθαγένεια.
Πρόκειται για λαθροχειρία ολκής που έχει στόχο να υποδαυλίσει τις αντιδράσεις που έχουν ξεκινήσει από «γονείς» σε διάφορα σχολεία όπου πρόκειται να φοιτήσουν προσφυγόπουλα -και λεω ότι είναι λαθροχειρία διότι ο νόμος μιλάει για παιδιά που μένουν «μόνιμα και νόμιμα» και που έχουν φοιτήσει στην Ελλάδα για το σύνολο της εννιάχρονης υποχρεωτικής εκπαίδευσης ή για τα έξι χρόνια της δευτεροβάθμιας. Ο Βελόπουλος διαβάζει τον νόμο μέχρι ενός σημείου αλλά αποσιωπά την προϋπόθεση της εννιάχρονης φοίτησης!
Φυσικά ο Βελόπουλος συντηρεί επίσης την πλανημένη αντίληψη ότι η ιθαγένεια διαφέρει από την υπηκοότητα. Το έχουμε πει αρκετές φορές: σε ό,τι αφορά την ελληνική έννομη τάξη ιθαγένεια και υπηκοότητα είναι το ίδιο πράγμα.
* Θα προσέξατε επίσης ότι στο βιντεάκι ο Βελόπουλος δυο φορές απευθύνεται σε κάποιον άλλον και του λέει «κύριε Τσαμτσίκα μου». Υποψιάζομαι ότι πρόκειται για τον παροιμιώδη Νίκο Τσιαμτσίκα. (Δεν τον ξέρετε; Σε τι κόσμο θα φέρετε τα παιδιά σας😉
* Φίλος από τα Γιάννενα μού έστειλε την πρόγνωση καιρού ενός τοπικού σάιτ: Δε φείδεται κρύου ο φετινός χειμώνας.
Ομολογώ ότι πάγωσα διαβάζοντας την ελληνικούρα. (Όχι, γραμματικά δεν είναι λάθος).
* Διάβασα τις προάλλες μια συνέντευξη του καλού σκηνοθέτη Δήμου Αβδελιώδη, που θα τον θυμάστε από το «Δέντρο που πληγώναμε» και τις άλλες πολύ προσωπικές γλυκύτατες ταινίες του. Ο Αβδελιώδης πέρυσι παρουσίασε, με μεγάλη επιτυχία, την Απολογία του Σωκράτη, στο αρχαίο κείμενο του Πλάτωνα, αλλά βέβαια με ελληνικούς και αγγλικούς υπερτίτλους -μπορείτε να πάρετε μια γεύση εδώ, από το επίσημο σποτάκι του ΚΘΒΕ.
Προσωπικά, βρίσκω πολύ πιο θελκτική την ανάγνωση του μεταφρασμένου κειμένου από τον Κώστα Καστανά, που υπάρχει κι αυτή στο Διαδίκτυο -ψάχνοντας μάλιστα τη βρήκα και οπτικοποιημένη, δηλαδή ακούγεται η φωνή του Καστανά ενώ προβάλλεται απόσπασμα από τη γνωστή ταινία του Ροσελίνι για τη ζωή του Σωκράτη. Αλλά γούστα είναι αυτά, και δεν αποκλείω η παράσταση του Αβδελιώδη να πρόσφερε «μια σπάνια βιωματική εμπειρία και για τους θεατές, που νοιώθουν επίσης βιωματικά τον τελετουργικό χαρακτήρα μιας αναπαράστασης, σαν να μεταφέρονται στην πραγματική ατμόσφαιρα της δίκης του Σωκράτη», όπως λέει το δελτίο τύπου.
Διαβάζοντας όμως τη συνέντευξη, προσέχω την εξής άποψη του Δήμου Αβδελιώδη: « Όμως για να φανεί πόσο απερίσκεπτο είναι να θεωρεί κανείς άχρηστα τα αρχαία ελληνικά, θα αναφέρω ένα μόνο παράδειγμα από τα πολλά, που πρόσφατα εντόπισα στο πόνημα ενός φίλου, αναλύοντας τη λέξη φθόνος. Ποτέ δεν θα μπορέσει κανείς να καταλάβει τόσο πειστικά κι από κανένα ψυχολόγο, τη σημασία της λέξης φθόνος, όσο από την αναζήτηση της ετυμολογίας της ίδιας της λέξης, η οποία προέρχεται από το αρχαίο ρήμα φθίω & φθίνω=αφανίζομαι, εξασθενώ∙ οπότε σημαίνει, ότι αν έχω φθόνο για κάποιον, εγώ ο ίδιος πρώτα εξασθενώ και αφανίζομαι. Εγώ χάνω τη δύναμή μου, και όχι αυτός που θα ήθελα να το πάθει. Ένα δωρεάν μάθημα δηλαδή αυτογνωσίας και αυτοθεραπείας.»
Το δυστύχημα είναι πως αν ανοίξετε ένα ετυμολογικό λεξικό (τον Μπαμπινιώτη ας πούμε ή τον Chantraine) θα δείτε ότι η λέξη «φθόνος», παρά την ηχητική ομοιότητα, δεν έχει καμιά ετυμολογική σχέση με το ρήμα «φθίνω», πράγμα που σημαίνει ότι όλο το επιχείρημα για το «δωρεάν μάθημα αυτογνωσίας και αυτοθεραπείας» καταρρέει.
Το χειρότερο είναι ότι η άποψη για την δήθεν ετυμολογική σχέση των λέξεων «φθόνος» και «φθίνω» και τον φθόνο που «μας φθίνει» προέρχεται από… πόνημα της γνωστής εθνικίστριας παρετυμολόγου Άννας Τζιροπούλου.
Σε πολύ μολυσμένα νερά ψαρεύει τις απόψεις του ο Δήμος Αβδελιώδης.
* Τα άχρηστα εισαγωγικά της εβδομάδας σε τίτλο άρθρου του nooz.gr για τη βασίλισσα Ελισάβετ:
Πρώτη «εμφάνιση» της Ελισάβετ μετά την ασθένεια
Ειλικρινά αναρωτιέμαι για ποιον λόγο μπήκαν τα εισαγωγικά. Ποια να είναι τάχα η διαφορά μεταξύ εμφάνισης και «εμφάνισης»;
* Είστε Αρκάς; Δεν εννοώ τον εξαιρετικό γελοιογράφο που αποφάσισε τώρα στα γεράματα να γίνει μέντορας του Κούλη, κάτι που έχει ολέθριες συνέπειες για το χιούμορ του. Εννοώ αν έλκετε την καταγωγή από την Αρκαδία. Αν λοιπόν είστε Αρκάς μπορείτε να είστε περήφανος, διότι, σύμφωνα με έγκριτη μελέτη που διάβασα σε φιλικό τοίχο στο Φέισμπουκ, εσείς οι Αρκάδες είστε όχι απλώς αυτόχθονες αλλά και… αρχαιότεροι της Σελήνης!
Την εμβριθή μελέτη την υπογράφει κάποιος καθηγητής ΤΕΙ (!) και ιδρυτής της Λεξαριθμικής θεωρίας. Σχόλια θαρρώ δεν χρειάζονται.
* Και κλείνω με την αθλιότητα της εβδομάδας.
Ο Στέφανος Κασιμάτης αφιέρωσε το μεγαλύτερο μέρος της χτεσινής επιφυλλίδας του στην Καθημερινή στο να κοροϊδέψει την θεατρική παράσταση του Θ. Πελεγρίνη και την τελευταία ποιητική συλλογή του Τάσου Κουράκη.
Από το χιούμορ του χορτάτου αποικιοκράτη δεν θα μπορούσε να λείπει ο ρατσισμός. Γράφει, αναφερόμενος στο θεατρικό έργο του Θ. Πελεγρίνη:
Απορία μού προκαλεί πάντως και το τιμολόγιο: «Γενική είσοδος 10 ευρώ· άνεργοι, φοιτητές, ΑμεΑ, 5 ευρώ». Υπό το πρίσμα της τελευταίας ιδιότητας, δεν θα έπρεπε η τιμή των 5 ευρώ να ισχύει για όλους τους θεατές ανεξαιρέτως;
Το πιάσατε το υπονοούμενο, έτσι; Να τον χαίρεστε τον μεγάλο διανοητή, ω φιλελεύθεροι φίλοι!