Από την προπροηγούμενη εβδομάδα άρχισα να δημοσιεύω, σε συνέχειες, το μυθιστόρημα του αλησμόνητου πατέρα μου, του Δημήτρη Σαραντάκου, «Τα έπη των Αριμασπών» (2004). Η σημερινή συνέχεια είναι η τρίτη. Η προηγούμενη συνέχεια βρίσκεται εδώ. Όσο είμαστε στο καλοκαίρι θα δημοσιεύουμε συνέχειες κάθε Τρίτη.
Ο αφηγητής, ο Νίκος, σε μια σύσκεψη στο γραφείο του μεγαλοεκδότη Βελή, αναγνωρίζει στο πρόσωπο ενός νεοφερμένου συνεργάτη τον παλιό του φίλο Χρήστο, συναγωνιστή του από την ΕΠΟΝ και αναλαμβάνει να συνεργαστεί μαζί του για την έκδοση ενός τόμου.
Γύρισα στο σπίτι αληθινά αναστατωμένος από την απρόσμενη επανεμφάνιση του παλιού μου φίλου, που, χρόνια τώρα, τον είχα χαμένο. Η Μαργαρίτα από το ύφος μου κατάλαβε πως κάτι έτρεχε και με ρώτησε σχετικά. Της είπα τα καθέκαστα. Από τότε που γνωριστήκαμε την είχα μπάσει στην παρέα μου και ήξερε αρκετά καλά πολλούς φίλους μου εκείνης της εποχής, ενώ της είχα πει πολλά για τον Τάκη και τον Χρήστο, που χάθηκαν στον Εμφύλιο.
Ήρθε πράγματι τη Δευτέρα, συνεπής στο ραντεβού του κι αυτή τη φορά ήταν ο εγκάρδιος φίλος που θυμόμουνα. Αγκαλιαστήκαμε και φιληθήκαμε σταυρωτά. Τον σύστησα στην Μαργαρίτα και στα παιδιά, που τα πρόλαβε πριν ξεπορτίσουν. Η Μαργαρίτα μας κέρασε γλυκό και τσέρι και αφού κάθισε μαζί μας για λίγο, μας άφησε μόνους να τα πούμε με την ησυχία μας. Ήμασταν κι οι δύο πολύ συγκινημένοι. Καθόμουν και τον κοιτούσα πολλήν ώρα. Τον θυμόμουν ένα ψηλό, αδύνατο παλικάρι, με θεληματικό πηγούνι και κάπως παιχνιδιάρικο βλέμμα. Τώρα ήταν ένας γεροδεμένος άντρας, καλοστεκούμενος για την ηλικία μας, αν και ελαφρά κυρτωμένος, με γκρίζα μαλλιά. Διατηρούσε όμως το ίδιο παιχνιδιάρικο βλέμμα.
“Να που συμβαίνουν και νεκραναστάσεις”, έσπασε επί τέλους τη σιωπή ο Χρήστος.
Φάγαμε πολλήν ώρα ανταλλάσσοντας πληροφορίες και αναπολώντας τα παλιά, από τα γυμνασιακά μας χρόνια, ως τότε που βγήκε στο βουνό. Κατάλαβα πως τον φίλο μου τον συγκινούσε πιο πολύ η αναδρομή στα χρόνια που ζήσαμε μαζί στη Νέα Σμύρνη και σεβάστηκα αυτό το δικαιολογημένο του συναίσθημα. Μου είπε για τους γονείς του, που πέθαναν πριν από χρόνια, το μικρότερο αδερφό του, που μετανάστευσε και μου εξήγησε πως η ιδέα να διαδοθεί πως είχε σκοτωθεί ήταν δικιά του για να μην υπάρξουν συνέπειες για τον αδελφό του. Θυμηθήκαμε παλιούς φίλους και συμμαθητές, τους καθηγητές μας και την καζούρα που τους κάναμε, τύπους της γειτονιάς μας και “τ΄ ανθισμένα, ωραία κορίτσια” που στολίζανε τα όνειρά μας. Συζητώντας για τον καιρόν εκείνο ο Χρήστος ξανάγινε στα μάτια μου ο φαρσέρ και καλαμπουριτζής αρχηγός της παρέας μας, ο αναγνωρισμένος καρδιοκατακτητής και ο γραμματέας της επονίτικης ομάδας μας στο Γυμνάσιο. Εγώ όμως ήθελα να μου μιλήσει για αυτά που αγνοούσα. Τι απέγινε όταν βγήκε στο βουνό, πώς σκοτώθηκε ο Τάκης και πώς εκείνος κατέληξε στην Τασκένδη.