Το συζητήσαμε και στα μεζεδάκια του Σαββάτου, αλλά νομίζω πως σηκώνει να το… αναπτύξω σε άρθρο. Λοιπόν, πριν από μερικές μέρες, η υπουργός Παιδείας κτλ. κ. Κεραμέως δημοσίευσε το εξής τουίτ, το οποίο προκάλεσε πολλές συζητήσεις.
Bλέπετε υπογραμμισμένη τη λέξη «ανάπτυξα».
Πολλοί σχολιαστές, που σε γενικές γραμμές κατατάσσονταν στην εξ αριστερών αντιπολίτευση, θεώρησαν ότι είναι λάθος ο τύπος «ανάπτυξα», λάθος απαράδεκτο για υπουργό και μάλιστα αρμόδια για την Παιδεία.
Διαφώνησα και έγινε ενδιαφέρων διάλογος με κάποιους, όσο επιτρέπει τον διάλογο το όριο 280 χαρακτήρων του Τουίτερ.
Κατά τη γνώμη μου, ο τύπος «ανάπτυξα» δεν είναι λάθος, διότι η εσωτερική συλλαβική αύξηση δεν είναι υποχρεωτική, μπορεί κανείς να διαλέξει αν θα τη βάλει ή όχι ανάλογα με το ρήμα ή με το ύφος του κειμένου του.
Από την άλλη, η αλήθεια είναι ότι στα σώματα κειμένων της σημερινής γλώσσας οι αναύξητοι τύποι αποτελούν μειοψηφία -και πάλι, όμως, ανάλογα με το ρήμα.
Κι έτσι, παρακινήθηκα να γράψω το σημερινό άρθρο.
Το θέμα της εσωτερικής αύξησης ή όχι στους παρελθοντικούς χρόνους συνδέεται κατά τη γνώμη μου και με τον σχηματισμό της προστακτικής -τη θέση μου αυτή την έχω αναπτύξει σε παλιότερο άρθρο. Σήμερα ωστόσο θα περιοριστώ στους παρελθοντικούς χρόνους και θ’ αποφύγω να αναφερθώ στην προστακτική.
Για την αύξηση στους παρελθοντικούς χρόνους γενικώς, πολλοί γλωσσολόγοι τη θεωρούν κενό μορφολογικό στοιχείο, απλώς φορέα του τόνου. Πράγματι, στα νέα ελληνικά, όταν το ρήμα είναι δισύλλαβο και ανήκει στην 1η συζυγία, παίρνει ε- μόνο όταν χρειάζεται να φέρει τον τόνο στην προπαραλήγουσα: λέμε έγραψα, αλλά γράψαμε, όχι εγράψαμε, τουλάχιστον στην κοινή νέα ελληνική. Στα αρχαία ελληνικά όμως η αύξηση ήταν υποχρεωτική σε όλα τα πρόσωπα (εγράφομεν), ήταν λοιπόν εγγενές κλιτικό στοιχείο. Εξάλλου, στα νέα ελληνικά, στα τρισύλλαβα ρήματα, όπου υπάρχει φορέας του τόνου, δεν σημειώνεται αύξηση: κέρδισα, πίστευε, πότισα, ενώ στα αρχαία σημειωνόταν. Γι’ αυτό και κάποιοι γλωσσολόγοι αρνούνται ολωσδιόλου τον όρο «αύξηση», αν και οι γραμματικές χρησιμοποιούν, όλες, αυτόν τον όρο.
(Βέβαια, σε πολλές γλωσσικές ποικιλίες της ελληνικής υπάρχει προθηματικό ε- ή τέλος πάντων αύξηση και εκεί που δεν δικαιολογείται στην κοινή, πχ επαίζαμε, επότιζα).
Εσωτερική αύξηση εμφανίζεται σε σύνθετα ρήματα με αρχαίες προθέσεις: διαφέρω – διέφερα / μεταφέρω – μετέφερα. Και πάλι, η αύξηση εμφανίζεται μόνο στα πρόσωπα όπου υπάρχει στο απλό ρήμα: διέφερα, αλλά διαφέραμε. (Τα σύνθετα με άλλα προθήματα δεν εμφανίζουν εσωτερική αύξηση: κακόμαθε, καιρόριχνε, στραβόκοψε).
Η εσωτερική αύξηση δεν εμφανίζεται σε όλα τα σύνθετα ρήματα -ας πούμε, δεν την σχηματίζουν σχεδόν ποτέ ρήματα όπως περιμένω, διαλέγω ή τη σχηματίζουν σπάνια ρήματα όπως συναντώ, απαντώ. Στη μεγάλη πλειοψηφία όμως των ρημάτων, η εσωτερική αύξηση συνηθίζεται από τους περισσότερους ομιλητές.
Το ζήτημα είναι κατά πόσον αυτή η εσωτερική αύξηση θεωρείται υποχρεωτική. Να δούμε τι λένε οι γραμματικές.