Το κείμενο που ακολουθεί δημοσιεύτηκε στο τεύχος 39 (άνοιξη 2016) του περιοδικού «Μικροφιλολογικά» της Λευκωσίας, με το οποίο συνεργάζομαι ταχτικά. Παρουσιάζω σε αυτό ένα αθησαύριστο ποίημα του Ν. Λαπαθιώτη, ενός ποιητή που με το έργο του ασχολούμαι εδώ και πολλά χρόνια. Γενικά, μου αρέσει να αναζητώ αθησαύριστα έργα και χαίρομαι πολύ όταν τα ανακαλύπτω, παρόλο που πολύ σπάνια ένα χαμένο έργο θα αλλάξει την εικόνα που έχουμε για έναν λογοτέχνη -θα προσθέσει απλώς μια ψηφίδα.
Αναδημοσιεύω εδώ το άρθρο μου, προσθέτοντας συνδέσμους. Επίσης, βάζω και ένα άλλο (όχι άγνωστο) ποίημα του Λαπαθιώτη, που κάνει αντίστιξη με το «Σάλπισμα» και που δεν το έβαλα στο έντυπο άρθρο επειδή υπήρχε περιορισμός χώρου. Εδώ, δόξα ο Θεός, δεν φοβόμαστε μήπως εξαντληθούν τα καναδέζικα ηλεδάση.
Ένα αθησαύριστο φιλοπόλεμο Σάλπισμα του Ναπ. Λαπαθιώτη
Σε προηγούμενα τεύχη των Μικροφιλολογικών έχω παρουσιάσει αθησαύριστα επικαιρικά ποιήματα του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη γραμμένα την εποχή του πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. («Εις τον θάνατον των υιών του Ριτσιότη Γαριβάλδη» (τχ. 29, 51-54), δημοσιευμένο τον Ιανουάριο του 1915, και «Κατάρα» (τχ. 31, 29-32), δημοσιευμένο τον Ιούνιο του 1917). Επικαιρικό και αθησαύριστο είναι και το ποίημα που θα παρουσιάσω σήμερα, αλλά έχει γραφτεί νωρίτερα, την εποχή των βαλκανικών πολέμων.
Ως τώρα, είναι γνωστά δύο ποιήματα του Λαπαθιώτη για τους βαλκανικούς πολέμους: τα «Stabat Mater Dolorosa» (Νουμάς, Νοέμβριος 1912) και «Οι αγύριστοι» (Ακρόπολις, 22 Ιουλίου 1913). Και τα δύο είναι αντιπολεμικά, μάλιστα το πρώτο είχε γίνει και αντικείμενο χλεύης και παρωδίας από τον συντηρητικό τύπο της εποχής του (βλ. Λαπαθιώτη Η ζωή μου, σε επιμέλεια Γιάννη Παπακώστα, σελ. 210-212). Και τα δυο εστιάζονται όχι σε πολεμικές δόξες αλλά στον καημό των μανάδων που θρηνούν τους νεκρούς γιους τους, ενώ και τα δυο είναι γραμμένα ύστερα από μιαν αποφασιστική καμπή του πολέμου: το πρώτο ύστερα από την κατάληψη της Θεσσαλονίκης, ενώ το δεύτερο μετά την ανακωχή και τον τερματισμό των επιχειρήσεων στον Β’ Βαλκανικό πόλεμο.
Το ποίημα που θα παρουσιάσω σήμερα διαφέρει ριζικά: όχι απλώς δεν είναι αντιπολεμικό, αλλά μάλλον πολεμοχαρές πρέπει να χαρακτηριστεί. Αυτό άλλωστε εξαγγέλλει και ο ποιητής στους δυο πρώτους στίχους του.
Δημοσιεύτηκε στην Ακρόπολι στις 4 Ιουλίου 1913, στη 2η σελίδα. Στην εδώ δημοσίευση μονοτονίζω και εκσυγχρονίζω την ορθογραφία αλλά διατηρώ τη γραφή κάποιων λέξεων με αρχικό κεφαλαίο.
Σάλπισμα!…
Το Λυδικόν τρόπο ας κοιμήσω,
τον πλιο γερό ρυθμό να πάρω,
τα σωτικά να τρικυμίσω,
ναν τα γιομίσω από το Μίσο
της Βουλγαριάς και των Βουλγάρω.
Πέρα απ’ το πέλαο το γαλάζο
σα μπόρα την Κραυγή μου λύνω,
τον πράο το στίχο τον αλλάζω,
και μέσ’ στα τρίστρατα αλαλάζω
την παλιά Δόξα των Eλλήνω.
Εντός μου εκόχλασεν η μπόρα,
και μιαν αποθυμιάν ελύθη
μέσ’ την ψυχή μου· πώς να ημπόρα
ναν τα μεταναστήσει τώρα
όσα που τα κατάπιε η Λήθη.
Τα χρυσά χρόνια, τα χαμένα
Ώ Λαέ, καλέ και τρισμεγάλε.
Τραβώντας τα απ’ τον ύπνο –ωιμένα.
Δοσμένο ας ήτανε σε μένα,
στον Ήλιο ναν τα υψώσω πάλε!
Τη Δόξα –του κορμιού του αλκίμου
που σκέπη το ίδιο φως του εφόρειε
μελώδισέ τη, ω μουσική μου.
(Κάτου απ’ τα δάφνα κοίμου, ω κοίμου.
Τρισεύγενε Αθηναίε πανώριε…)
Ω Παρθενώνες κι Εικοσιένα
χρόνια χρυσά, μέρες και μήνες.
Ελάτε, ελάτε ασημωμένα,
ω Παρθενώνες κι Εικοσιένα,
Μαραθώνες και Σαλαμίνες!
Απάνου απ’ όλους θαν τις σείσω
τις Δόξες σας –κι από το νόημά τους
τα στήθια θαν τα πλημμυρίσω·
–από θυμόν παλικαρίσον
όλους ναν τους ιδώ γιομάτους.
Όλη η Φυλή, η Φυλή ν’ αντρειέψει,
να γίνει θάμπος μέσ’ τα θάμπη,
κι ιλαρό δάκρυο να μουσκέψει
τα μάτια –και να λάμψει η Σκέψη
όπου το θείο τους νόημα θα ’μπει…
Ω Πνεύμα, Δίκαιο Πνεύμα, δράμε
εσύ που τ’ άκουσες και τα ’δες,
και την ψυχήν μας όλην κάμε
μια φλόγα, ένα σπαθί, να πάμε
εκδικητές και νικητάδες…