Τους αμέσως προηγούμενους μήνες δημοσίευσα στο ιστολόγιο, όπως πάντα κάθε δεύτερη Τρίτη και σε συνέχειες, τις δύο πρώτες νουβέλες από το βιβλίο «Ο βενετσιάνικος καθρέφτης» του πατέρα μου, του Δημήτρη Σαραντάκου, που το είχε έτοιμο όταν αδόκητα έφυγε από τη ζωή πριν από οχτώ χρόνια και που το εκδώσαμε λίγο πριν κλείσει χρόνος από τον θάνατό του.
Σήμερα αρχίζω να δημοσιεύω την τρίτη νουβέλα, που ο τίτλος της είναι ίδιος με τον τίτλο του βιβλίου: Ο βενετσιάνικος καθρέφτης. Θα ολοκληρωθεί, όπως λογαριάζω, σε 5-6 συνεχειες.
Όπως αναφέρει ο πατέρας μου στον πρόλογο του βιβλίου, η δράση εκτυλίσσεται το 1995 και έχει επίσης αυτοβιογραφικό χρώμα, αφού ο πατέρας μου πράγματι μετά την συνταξιοδότησή του αφιέρωνε πολύ χρόνο στην ΕΔΙΑ, Εταιρεία Διάσωσης Ιστορικών Αρχείων, της οποίας ήταν ιδρυτικό μέλος και μέλος του Δ.Σ., με πρόεδρο τον επίσης αείμνηστο Βαρδή Βαρδινογιάννη.
Το διήγημα είναι αφιερωμένο στη μνήμη της αγωνίστριας Άννας Τεριακή-Σολωμού
1
Η είδηση πως η Ματίνα έπαθε κάτι σοβαρό –είπανε εγκεφαλικό ή αμνησία ή κάτι παρόμοιο– έπεσε στην παρέα μας σαν κεραυνός. Ήταν το μόνο που δεν περιμέναμε ν’ ακούσουμε, για τη Ματίνα εννοείται, γιατί πολλοί άλλοι φίλοι μας έχουν πάθει όχι μόνο εγκεφαλικά επεισόδια, αλλά πολύ χειρότερα συμβάντα και κάποιοι έχουν αποδημήσει οριστικά και αμετάκλητα. Ώρες ώρες, στις ταχτικές εβδομαδιαίες συγκεντρώσεις μας, παρομοιάζω την παρέα μας με στρατιωτική μονάδα αποδεκατισμένη από τη μάχη της ζωής. Παρόντες οχτώ, απόντες έντεκα: έξι νεκροί τρεις τραυματίες (ένας κατάκοιτος, δύο με ημιπληγία) και δύο αιχμάλωτοι (σε οίκο ευγηρίας).
Η Ματίνα όμως; Αδύνατο να το χωρέσει ο νους μας. Μ’ όλο που πέρασε τα εξηνταπέντε, εξακολουθεί να έχει μια ζωτικότητα που καταπλήσσει. Πάντοτε με μυαλό ζωντανό και πνεύμα σπινθηροβόλο. Έχει κρατήσει όλη τη φλόγα εκείνης της γενιάς, τη ζωντάνια και το κέφι της. Η «αειθαλής επονίτισσα», έτσι τη λέγαμε.