Εδώ και κάμποσο καιρό έχω αρχίσει να δημοσιεύω, κάθε δεύτερη Τρίτη, αποσπάσματα από το βιβλίο του πατέρα μου, του Δημήτρη Σαραντάκου, “Ο άγνωστος ποιητής Άχθος Αρούρης” (εκδ. Ερατώ, 1995, εξαντλημένο), που είναι μια βιογραφία του παππού μου, του Νίκου Σαραντάκου (1903-1977), ο οποίος είχε το ψευδώνυμο Άχθος Αρούρης (που είναι ομηρική έκφραση και σημαίνει ‘βάρος της γης’). Η σημερινή συνέχεια είναι η εικοστή όγδοη. Η προηγούμενη συνέχεια βρίσκεται εδώ και είναι η τριτη συνέχεια από το 7ο κεφάλαιο του βιβλίου “Πόλεμος και κατοχή”.
Τα ανδραγαθήματα του σοφού Προκόπη ήταν σταθερό στοιχείο της οικογενειακής μας μυθολογίας, αλλά τα έχω ακούσει και από άλλους, οικογενειακούς φίλους εννοώ.
Από τότε που εγκαταστάθηκαν στη Μυτιλήνη, τα μόνα κατοικίδια που ζούσανε στο σπίτι μαζί τους ήτανε γάτες. Συνολικά πέρασαν από τη ζωή τους έξι γάτες που όλες είχαν το όνομα Προκόπης. Στο πρώτο γατί, που το απόκτησαν το 1936, η Ελένη ήθελε να του δώσουν το ρομαντικό όνομα Ρολάνδος, (διάβαζε τότε την Ατλαντίδα του Χάουπτμαν), ο Νίκος όμως το απέρριψε λέγοντας: «Σιγά να μη το βγάλουμε Προκόπη», και όπως ήταν αναμενόμενο το γατί ονομάστηκε Προκόπης. Κι όχι μόνο αυτό αλλά και όλα τα επόμενα. Την άνοιξη του ’41, η γειτόνισσά τους η Χρυσούλα η Χατζηγιαννιού, εκκολαπτόμενη ήδη ποιήτρια, τους χάρισε ένα γατάκι, που φυσικά ονομάστηκε κι αυτό Προκόπης, έκτος κατά σειρά. Ήταν γκρίζο, με τιγροειδείς ραβδώσεις στην πλάτη και άσπρη κοιλιά, πανέξυπνο και παιχνιδιάρικο. Κάπως αργά για να αλλάξει το όνομά του, διαπιστώθηκε ότι ήταν θηλυκό.
Μεγαλώνοντας ο/η Προκόπης αποδείχτηκε πως ήταν μια γάτα- μεγαλοφυΐα, γιατί όπως και στους ανθρώπους έτσι κι ανάμεσα στα ζώα υπάρχουν διαβαθμίσεις σε ό,τι αφορά τις πνευματικές τους ικανότητες. Οι δικές του πάντως ξεπερνούσαν κατά πολύ τις συνήθεις γατίσιες. Εξοικειώθηκε αμέσως με τους ανθρώπινους συγκάτοικους του, που ουδέποτε θεώρησε αφεντικά του αλλά μάλλον φροντιστές της δικής του καλοπέρασης. Εξερεύνησε συστηματικά το σπίτι από την καρβουναποθήκη ως το υπερώον και επισήμανε τις μεριές από τις οποίες βγαίναν από τα υποχθόνια ενδιαιτήματά τους οι ποντικοί. Πολύ σύντομα εξελίχθηκε σε δεινό κυνηγό και ποντικοπιάστη, χωρίς παράλληλα να σταματήσει τις συχνές επιδρομές του στις γειτονικές κουζίνες, ιδίως όταν πλάκωσε η πείνα και τα τρόφιμα στο σπίτι λιγόστεψαν δραματικά.
Εκείνον το φοβερό χειμώνα καταβροχθίστηκαν όλα τα οικόσιτα ή κατοικίδια ζώα, αρχής γενομένης φυσικά από τα κοτόπουλα, τα κατσίκια, τα αρνιά και τα γουρούνια, αλλά, καθώς η πείνα θέριευε, σύντομα η μπάλα πήρε τα γαϊδούρια και τα άλογα για να καταλήξει στις γάτες και τους σκύλους. Στη γειτονιά τους απόμειναν μια ή δύο γάτες από τις δεκάδες που κυκλοφορούσαν το καλοκαίρι. Ο Προκόπης, άγνωστο πώς, αντελήφθη τον κίνδυνο που αντιμετώπιζε κυκλοφορώντας στο δρόμο. Ίσως να είδε κάποιον άνθρωπο να πιάνει και να θανατώνει γάτα. Το γεγονός είναι ότι δεν έβγαινε σχεδόν ποτέ στο δρόμο και δεν έμπαινε ποτέ σ’ άλλο σπίτι εκτός από του Ανδρέα, που με την οικογένειά του ήταν εξοικειωμένος. Αλλά και εκεί πήγαινε με μύριες προφυλάξεις, κατοπτεύοντας πρώτα επισταμένα το δρόμο σε όλο του το μήκος και μόνο όταν ήταν απολύτως βέβαιος για την ασφάλεια, τον διέσχιζε σαν σαΐτα και χωνόταν αστραπιαία στον μονίμως ανοιχτό φεγγίτη του υπόγειου του Ανδρέα.
Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »