Θα έχετε μια άγνωστη λέξη στον τίτλο, αλλά το έκανα επίτηδες. Για να σας μπερδέψω, την έγραψα ελληνικά, ενώ είναι ισπανική, propina, και σημαίνει πουρμπουάρ, το φιλοδώρημα.
Άρα, ο τίτλος έχει δυο λέξεις που σημαίνουν το ίδιο σε δυο διαφορετικές γλώσσες. Ο φίλος μας ο Στάζιμπος μού έδειξε μια σειρά από τουίτ στο Τουίτερ, ενός ισπανόφωνου χρήστη που ασχολείται με την ετυμολογία, και μου φάνηκε πως υπάρχει ενδιαφέρον υλικό για ένα αρθράκι. Έκλεψα λοιπόν και τη φωτογραφία που συνόδευε τα τουίτ του Ισπανού και γράφω το αρθράκι, προσθέτοντας όμως και πολλά δικά μου.
Ως προς την ελληνική λέξη, διότι ελληνικό είναι βεβαίως το πουρμπουάρ, είναι δάνειο από το γαλλ. pourboire, το οποίο θα πει κατά λέξη «για να πιει», αφού boire είναι το ρήμα «πινω» στα γαλλικά, το απαρέμφατό του (εμείς δεν έχουμε απαρέμφατο, το καταργήσαμε όταν μπήκαμε στη Βαλκανική Ένωση).
Eίναι δηλαδη η γαλλικη λέξη ένα ουσιαστικό «εκ συναρπαγής», αφού φτιάχτηκε από τις λέξεις «pour boire», όπως το δικό μας το διαπασών φτιάχτηκε από το «διά πασών (των χορδών συμφωνία»). Μαρτυρείται από τα μέσα του 18ου αιώνα, ενώ παλιότερα (π.χ στον Μολιέρο) τη βρίσκουμε αναλυμένη («Voilà pour boire»).
Ο Γκονκούρ σημειώνει για το πουρμπουάρ ή μάλλον για το pourboire: Le pourboire, cette générosité essentiellement française, prouve l’humanité d’une nation. Elle veut, la France, qu’à la rémunération tarifée du travail ou du service, il s’ajoute un peu de joie, un peu de bon temps, un peu d’ivresse. Που θα πει περίπου: Το πουρμπουάρ, αυτή η κατά βάση γαλλική μορφή γενναιοδωρίας, αποδεικνύει την ανθρωπιά ενός έθνους. Στη θεσμοθετημένη ανταμοιβή της εργασίας ή της υπηρεσίας, η Γαλλία θέλει να δει να προστίθεται λίγη χαρά, λίγη καλοπέραση, λίγη μέθη. Είναι έτσι; Θα σας γελάσω.
Οπότε, το πουρμπουάρ μάς ήρθε από το Παρίσι -κυριολεκτικά, αφού οι πρώτες ανευρέσεις του όρου σε ελληνικές εφημερίδες, από το γύρισμα του 20ού αιώνα ως το 1910, αφορούν όλες είτε ανταποκρίσεις από το Παρίσι (μερικές του Ζαχ. Παπαντωνίου) είτε μεταφράσεις γαλλικών διηγημάτων.