Σήμερα που έχουμε την επέτειο της 25ης Μαρτίου σκέφτηκα να βάλω ένα διήγημα εμπνευσμένο από το 1821, αφού χτες είχαμε το αφιέρωμα στον Πάνο Κουτρουμπούση.
Διάλεξα ένα διήγημα του Καρκαβίτσα, από τη συλλογή Παλιές αγάπες, που δημοσιεύτηκε πρόσφατα στο Λογοτεχνικό ιστολόγιο. Παρουσιάζει ένα μοτίβο που το βρίσκουμε και στη δημοτική ποίηση, για την κοπέλα που ντύνεται ρούχα αντρικά και παίρνει μέρος, σαν άντρας ανάμεσα σε άλλους άντρες, σε δραστηριότητες που θεωρούνται αντρικές -στρατός, πόλεμος, τέτοια -ίσαμε την Πάπισσα Ιωάννα του Ροΐδη. Ο κινηματογράφος το θέμα αυτό το έχει εκμεταλλευτεί πάμπολλες φορές, συνήθως σε κωμωδίες, αλλά ο Καρκαβίτσας εδώ το χειρίζεται αυστηρά και σεμνά.
Η μάνα μου ήταν καλή και αγαθή, όπως όλες οι γυναίκες του καιρού της. Γλυκιά ημέρα ωστόσο δεν είδε με τον πατέρα μου γιατί ― λες κι έφταιγε η δόλια! ― έκανε όλο κορίτσια. Ξέρεις τι θα ειπεί φτωχός και κορίτσια! Έξω απ’ αυτό ακόμη όριζαν Τούρκοι στα Μοριά κι ήταν καλύτερο να μην απόχταε κανείς παιδί παρά ν’ αποχτήσει θηλυκό. Κάθε νοικοκύρης που έβλεπε να πηγαίνει το σπίτι του μπροστά θλιβότανε περισσότερο από κείνον που δεν είχε τίποτα. Για τούτο κι ο πατέρας μου δεν έπαυε κάθε τόσο να της χτυπάει, κάπως στα χωρατά, μα πάντα πικραμένα:
― Μωρέ γυναίκα· δεν κάνεις και συ ένα σερνικό!
Μια βραδιά μπήκε στο σπίτι ολόχαρος.
― Τέλειωσε, Καλομοίρα· είπε μόλις πάτησε στην πόρτα. Ό,τι παιδί κάνεις ― ήταν ετοιμόγεννη η μάνα μου ― θέλω να είναι σερνικό.
Σε λίγο γεννήθηκα εγώ. Όταν πήγαν να του πάρουν τα συχαρίκια, στέναξε βαθιά. ― Ο γέρο Βαρσάμης, σκέφτηκε, οχτώ ντουφέκια· ο Βασίλης πέντε· ο κουμπάρος μου ο Ανέστης τέσσερα ― και τι; ― ένα κι ένα! Εγώ τίποτα για το Γένος! Εμείς θέλουμε ανθρώπους για σπαθί κι η γυναίκα μου γεννάει για τη ρόκα!… Και με το γρόθο του έδωκε μια κι έσπασε το τραπέζι.
― Μα δεν πειράζει· είπε σε λίγο. Εγώ θα το κάμω σερνικό. Θα γένει καλύτερο από σερνικό.
Το είπε κι έγινε. Μόλις μεγάλωσα λίγο, μου φόρεσε αντρίκια και μ’ έλεγε Χρύσαντο από Χρυσή που ήταν τ’ όνομά μου. Στη μάνα μου, σε όλους έτσι έλεγε να με φωνάζουν. Από μικρή με έμαθε στ’ άρματα. Μέρα νύχτα με δασκάλευε να παίζω το σπαθί, να λυγίζω το κορμί, να ρίχνω στο σημάδι. Την καθεμερνή μ’ έπαιρνε στο χωράφι· τη γιορτή στο κυνήγι να κυνηγούμε τους λύκους και τ’ αγριογούρουνα στη Δροσελή.
― Θέλω… να περνάς το βόλι απ’ το δαχτυλίδι· μου έλεγε.