Στο τέλος του πρόσφατου άρθρου «λεξιλογικής περιήγησης» με λέξεις από τον Κάλαμο, το νησί του Ιονίου, είχα απαριθμήσει τα ανάλογα άρθρα του ιστολογίου και είχα προσθέσει ότι μας λείπουν άρθρα από την Κέρκυρα, τη Χίο, τη Μακεδονία ή τη Θράκη και άλλες περιοχές, ελπίζοντας ότι έτσι θα παρακινούσα κάποιον αναγνώστη να μας στείλει άρθρο για τη ντοπιολαλιά της ιδιαίτερης πατρίδας του.
Ο φιλος μας ο Spiridione έσπευσε να ανταποκριθεί στο έμμεσο κάλεσμα, και μάλιστα με πρωτότυπο τρόπο. Μας στέλνει μια εκτενή εργασία στην οποία αποδελτιώνει λέξεις του κερκυραϊκού ιδιώματος από το έργο του Ιωαννίκιου Καρτάνου. Ο Καρτάνος ήταν μοναχός του 16ου αιώνα, ο οποίος περί το 1530 μετέφρασε αποσπάσματα της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης στη δημώδη γλώσσα της εποχής, προσφέροντάς μας ένα πολύτιμο δείγμα του δημώδους εκκλησιαστικού λόγου της εποχής του. Χρωστάω άρθρο για τον Καρτάνο, αλλά μια γεύση μπορείτε να πάρετε εδώ.
Όπως λέει και ο ίδιος στην εισαγωγή του, διάλεξε 70 λέξεις από το Γλωσσάριο του έργου του Καρτάνου οι οποίες όμως υπάρχουν αυτούσιες ή σε παραπλήσια μορφή στο (σύγχρονο) κερκυραϊκό γλωσσάρι του Χυτήρη -κι έτσι αφενός γεφυρώνει τον 16ο αιώνα με τον 20ό, αφετέρου δε δεν εμποδίζει άλλους Κερκυραίους να παρουσιάσουν στο μέλλον κάποιο άρθρο με άλλες κερκυραϊκές λέξεις, νεότερες ας πούμε.
Αλλά δεν χρειάζεται να γράψω εγώ περισσότερα, δίνω τον λόγο στον Σπύρο. Ελάχιστα δικά μου σχόλια, κυρίως ετυμολογικά, είναι σε [αγκύλες].
Λέξεις του κερκυραϊκού ιδιώματος από τον Ιω. Καρτάνο
Στον παρακάτω κατάλογο υπάρχουν ορισμένες λέξεις, 70 επιλεγμένες λέξεις για την ακρίβεια, από το γλωσσάρι της Παλαιάς τε και Νέας Διαθήκης του Ιωαννίκιου Καρτάνου (εκδ. ΚΕΓ, 2000, επιμέλεια Ελένη Κακουλίδη – Πάνου, γλωσσικό επίμετρο Ελένη Καραντζόλα), οι οποίες υπάρχουν, με την ίδια ή παραπλήσια μορφή ή σημασία, και στο Κερκυραϊκό Γλωσσάρι του Γεράσιμου Χυτήρη (1987). Ο Καρτάνος έγραψε το έργο του αυτό, που εκδόθηκε στη Βενετία το 1536, στη ζωντανή δημώδη γλώσσα της εποχής του, με πολλά στοιχεία απ’ το μητρικό του κερκυραϊκό ιδίωμα. Στον κατάλογο, από πάνω είναι τα λήμματα απ’ το γλωσσάρι του Καρτάνου, με κάποια παραθέματα που έχω προσθέσει, και από κάτω του Χυτήρη, χωρίς τις ετυμολογήσεις του (που δεν είναι και πάντα εύστοχες).
- αγκωνή, η: γωνιά, «είχε τες πόρτες χάλκινες εις πάσα αγκωνή της χώρας» (Καρ).
‒ αγκωνή, η: γωνία, και αγκωνιάζω σπρώχνω κάποιον στη γωνία με εχθρικές διαθέσεις και τον ακινητώ «τον αγκώνιασε και του ‘δωκε τση χρονιάς του» (Χυτ.).
- αλατρεύω: καλλιεργώ «δεν είχεν βρέξει τότες εις την γην και άνθρωπος δεν ήτονε ότι να την αλατρέψει» (Καρ.).
‒ αλατρεύω: αροτριώ (Χυτ.).
- αμαχεύομαι: φιλονικώ, γίνομαι εχθρός «διατί να αμαχευομέστεν εγώ και εσύ και οι βοσκοί μας, οπού είμεσθεν αδελφοί;», και αμάχη, η έχθρα, μίσος (Καρ.).
‒ αμαχεύομαι: εχθρεύομαι, «αδρέφια π’ αμαχεύονται, γονιό δε λογαριάζουν» (παροιμ.), και αμαχεμός, ο έχθρα, ψυχρότητα, διακοπή σχέσεων «τι σου ‘καμα, τι σου ’πραξα, αμαχεμό να μου ‘χεις» (δημ. στίχος), και αμάχη, η φρ. «βάνω σ’ αμάχη» (Χυτ.).
- αμπλάθρι, το: έμπλαστρο «ώσπερ κάνουν οι καλοί και οι έμπειροι ιατροί εις τες λαβωματίες των ανθρώπων, όπου βάνουν τ’ αμπλάθρι και τα ιατρικά φάρμακα» (Καρ.).
‒ μπλάθρης, ο: έμπλαστρο και μπλαθρώνω τοποθετώ έμπλαστρο σε κάποιον, περιαλοίφω «τον εμπλάθρωσε με σκ…». (Χυτ.).
- αμπώνω: σπρώχνω, πιέζω «και ηβλέποντας ο Σαούλ ότι οι εχθροί εσίμωναν να τον πιάσουν, … και το ξίφος το βάνει εις την κοιλίαν του και αμπώνει το και απέρασέ τον έως την ράχην» (Καρ.).
‒ αμπώνω: απωθώ, συνωθώ, και αμπωσιά, η σπρωξιά «τον εβγάλανε τσι αμπωσιές» (Χυτ.).
- αναισχυντώ, ανασχυντώ: προσβάλλω, ντροπιάζω, επιτιμώ, επιπλήττω «έπειτα (ο Βολουσιανός) γυρίζει προς τους Εβραίους και ανασχυντά και υβρίζει τους» (Καρ.).
‒ ανασκυντάω: επιπλήττω, εξελέγχω, και ανασκύντια, η επίπληξη. (Χυτ.).
- αναπίασμα, το: ζύμη, προζύμι «και υπήραν ο λαός το αναπίασμα οπού είχαν πριν να το ζυμώσουν να το κάμουν ψωμί, μόνον ζυμάρι ήτονε» (Καρ.).
‒ αναπιαίνω: ρίχνω το προζύμι στο αλεύρι, ζυμώνω και σκεπάζω τη σκάφη, περιμένοντας να φουσκώσει, και αναπίασμα, το η ενέργεια, αλλά και η φύραση (Χυτ.).
- αναχαράζω: μηρυκάζω, μασώ «και ήξευρεν και τούτο, ότι τα ψάρια δεν αναχαράζουν, μόνον ο σπάρος λέγουν ότι αναχαράζει» (Καρ.).
‒ αναχαράζω: μηρυκάζω (Χυτ.).
- απανωθίο: επιρ. πάνω από, αποπάνω «έπειτα απετάγει απανωθίο την φωλίαν του» (Καρ.).
‒ αποπανουθιό: επιρ. άνωθεν, από το επάνω μέρος, Και αντίστοιχα αποκατουθειό. (Χυτ.).