Καθώς διανύουμε τη χρονιά που σημαδεύει τη 200ή επέτειο του ξεσηκωμού του Εικοσιένα, σκέφτηκα να καθιερώσω μια νέα στήλη στο ιστολόγιο, που θα τη δημοσιεύω κάθε δεύτερη Τρίτη, εναλλάξ δηλαδή με το βιβλίο του πατέρα μου, και που θα παρουσιάζει κείμενα της εποχής του 1821. Δεν αποκλείεται να διατηρήσω τις δημοσιεύσεις ως το τέλος της χρονιάς, αν βέβαια υπάρχει ως τότε αρκετό υλικό από μεριάς μου και αρκετό ενδιαφέρον από δικής σας πλευράς. Θα δώσω προτεραιότητα σε κείμενα που δεν είναι διαθέσιμα στο Διαδίκτυο.
Από την προηγούμενή μου τριβή με κείμενα της εποχής, που βέβαια ήταν πολύ έντονη όσο συγκέντρωνα υλικό για το βιβλίο μου Το ζορμπαλίκι των ραγιάδων, έχω υπόψη μου κάμποσα τέτοια κείμενα, αλλά όποιος έχει υπόψη του κείμενο που το θεωρεί αξιόλογο προς δημοσίευση μπορεί να μου το στείλει στο γνωστό μέιλ, sarantπαπάκιpt.lu.
Το σημερινό άρθρο είναι το δέκατο της σειράς – το προηγούμενο βρίσκεται εδώ.
Σήμερα δημοσιεύω ένα σχετικά μικρό αλλά σημαντικό κείμενο, το οποίο -σε αντίθεση με τα περισσότερα της σειράς αυτής- είναι γραμμένο πριν απο τον ξεσηκωμό, το 1817. Το στέλνει από τη Ζάκυνθο, όπου είχε καταφύγει μετά τον αφανισμό των Κολοκοτρωναίων, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης στον Γιώργο Νικολού ή Βαρνακιώτη. Ο Κολοκοτρώνης, αν και ήταν ταγματάρχης (μαγιόρος) στον βρετανικό στρατό, παραπονιέται που βρίσκεται μακριά από την πατρίδα του και που δεν μπορεί να ζει πλουσιοπάροχα όπως ο αρματολός Βαρνακιώτης.
Το κείμενο δεν είναι άγνωστο: το έχει παραθέσει αποσπασματικά ο Βλαχογιάννης και ολόκληρο ο Κ. Παπαγιώργης στα Καπάκια. Η αρχική πηγή είναι η συλλογή κειμένων του Νέαρχου Φυσεντζίδη «Ανέκδοτοι αυτόγραφοι επιστολαί των επιφανεστέρων Ελλήνων οπλαρχηγών…» (Αλεξάνδρεια 1893), ένα βιβλίο που περιέχει επιστολές από το αρχείο του Βαρνακιώτη. Ο Φυσεντζίδης δημοσιεύει το κείμενο διατηρώντας την ορθογραφία του πρωτοτύπου (που δεν ξέρουμε βέβαια αν ήταν του Κολοκοτρώνη ή κάποιου άλλου στον οποίο υπαγόρευε αυτός) και ο Παπαγιώργης τον ακολουθεί σε αυτό με κάποια λαθάκια της αντιγραφής. Προτίμησα να εξομαλύνω την ορθογραφία αλλά παραθέτω το μεγαλύτερο μέρος του κειμένου όπως το έχει ο Φυσεντζίδης, για να πάρετε μιαν ιδέα.
Στο τέλος σχολιάζω όχι ορισμένες λέξεις -δεν υπάρχει καμιά άγνωστη- αλλά την ουσία της επιστολής.
Ευγενέστατε αδελφέ Καπιτάν Γιωργάκη, δουλικώς και πονετικώς σας χαιρετώ. Φιλώ τα μάτια σας ομοίως και εις τα αδέλφια σας.
Με το αδελφικόν μου δεν λείπω να μάθω την καλήν μοι και περιποθητήν μοι υγείαν σας, αν ερωτάτε και διά εμενα τον αδελφόν σας υγιαίνω έως ώρας.
Πολλές φορές η καλοσύνη σας η πολλή ηθελήσατε να γράφετε τους αδελφικούς σας χαιρετισμούς εις του Ραυτόπουλου κυρ Δημητράκη διά όνομα μου.