Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία

Το ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου, για τη γλώσσα, τη λογοτεχνία και… όλα τα άλλα

Posts Tagged ‘Γεώργιος Ζαλοκώστας’

Θυμήθηκα τον Γεώργιο Ζαλοκώστα

Posted by sarant στο 22 Ιανουαρίου, 2023

Ο ποιητής Γεώργιος Ζαλοκώστας (1805-1858) γεννήθηκε στο Συρράκο της Ηπείρου, σπούδασε (λίγο) στην Ιταλία, πήρε μέρος στην Επανάσταση του 21 (ήταν και στην Έξοδο του Μεσολογγίου) και μετά σταδιοδρόμησε στον στρατό και τη χωροφυλακή. Πολλά από τα ποιήματά του είναι εμπνευσμένα από την προσωπική οικογενειακή του τραγωδία -από τα εννιά παιδιά του, τα εφτά πέθαναν μικρά.

Ο Ζαλοκώστας έχει, και δίκαια, τη θέση του στις ανθολογίες. Τον είχαμε αναφέρει πριν από λίγο καιρό, με αφορμή έναν στίχο του που παρέθετε ο Σεφέρης. Έπειτα, θυμήθηκα τις προάλλες, διαβάζοντας το αξιόλογο «μη μυθοπλαστικό μυθιστόρημα» (οξύμωρο, ε;) του Πέτρου Τατσόπουλου «Η καλοσύνη των ξένων», που το βρήκα τερπνό και ενδιαφέρον, αλλά σε ένα σημείο με θύμωσε. Και τέλος, προχτές, είδα στον τοιχο της φίλης Γεωργίας Τριανταφυλλίδου στο Φέισμπουκ μια σελίδα από το λεύκωμα μιας μαθήτριας, το 1914 στο Ηράκλειο, με ένα ποίημα του Ζαλοκώστα -και είπα, αφού τρίτωσαν τα σημάδια, να γράψω το άρθρο.

Θα αδικήσω ίσως τον Τατσόπουλο, αφού όσα γράφει τα γράφει μάλλον μισοαστεία μισοσοβαρά, αλλά θαρρώ πως κι αυτός αδίκησε τον Ζαλοκώστα. Στο κεφάλαιο 14 του βιβλίου του, παραθέτει διάφορα έργα που τον έκαναν να δακρύζει, και ανάμεσά τους αναφέρει και τον Ζαλοκώστα. Ίσως με καλή παρέα, αφού έχει προηγηθεί ο Τενεσί Ουίλιαμς και το Λεωφορείο ο πόθος, αλλά με απαξιωτικές εκφράσεις: Ο Ζαλοκώστας ήταν πονεμένος άνθρωπος. Ήταν και κακός ποιητής. Δεν ήταν ποιητής για την ακρίβεια. Ήταν αξιωματικός της χωροφυλακής …

Ἐως την τελευταία του πνοή συνέχισε να γράφει ποιήματα. Το ένα χειρότερο από το άλλο. …

Το πιο δημοφιλές ποίημά του, ενταγμένο νωρίς νωρίς στα αναγνωστικά του δημοτικού, κι εκείνο που θα μου σηκώνει πάντοτε την τρίχα κάγκελο, δεν παύει να είναι ένα κακό ποίημα -ένα κακό ποίημα με αστείρευτη συγκινησιακή δύναμη: Ο βοριάς που τ’αρνάκια παγώνει. [Για να μην αδικήσω κι άλλο τον Τατσόπουλο, συνεχίζει ως εξής: Ο βοριάς είναι ο θάνατος. Τα αρνάκια είναι τα παιδάκια. Τα επτά απο τα εννέα παιδάκια του Ζαλοκώστα. Τα επτά από τα εννέα παιδάκια οιουδήποτε πατέρα σήμερα στη Σομαλία. Αλλά αμέσως μετά αλλάζει παράγραφο και: Με τον Γεώργιο Ζαλοκώστα δεν πιάσαμε ακόμη πάτο στην αισθητική κατρακύλα –και προχωράει αναλύοντας τις ταινίες του Τζέιμς Πάρις, που επίσης τον έκαναν μικρό να κλαίει].

Να δούμε αυτό το «κακό» ποίημα (με ορθογραφία εποχής)

Ο βοριάς που τ’ αρνάκια παγώνει

Ἦτον νύχτα, εἰς τὴν στέγη ἐβογγοῦσε
Ὁ βορειᾶς, καὶ ψιλὸ ἔπεφτε χιόνι.
Τί μεγάλο κακὸ νὰ ἐμηνοῦσε
Ὁ βορειᾶς ποῦ τ’ ἀρνάκια παγόνει;

Μὲς στὸ σπίτι μιὰ χαροκαμμένη,
Μιὰ μητέρα ἀπὸ πόνους γεμάτη,
Στοῦ παιδιοῦ της τὴν κούνια σκυμμένη
Δέκα νύχταις δὲν ἔκλειγε μάτι.

Εἶχε τρία παιδιὰ πεθαμμένα,
Ἀγγελούδια, λευκὰ σὰν τὸν κρίνο,
Κ’ ἕνα μόνον τῆς ἔμεινεν, ἕνα
Καὶ στὸν τάφο κοντὰ ἦτον κ’ ἐκεῖνο.

Τὸ παιδί της μὲ κλάμμα ἐβογγοῦσε
Ὡς νὰ ἐζήταε τὸ δόλιο βοήθεια,
Κ’ ἡ μητέρα σιμά του ἐθρηνοῦσε
Μὲ λαχτάρα χτυπῶντας τὰ στήθια.

Τὰ γογγύσματα ἐκεῖνα καὶ οἱ θρῆνοι
Ἐπληγόναν βαθειὰ τὴν ψυχή μου.
Σύντροφός μου ἡ ταλαίπωρη ἐκείνη,
Ἄχ, καὶ τὸ ἄῤῥωστο ἦτον παιδί μου.

Στοῦ σπιτιοῦ μου τὴ στέγη ἐβογγοῦσε
Ὁ βορειᾶς, καὶ ψιλὸ ἔπεφτε χιόνι.
Ἄχ, μεγάλο κακὸ μοῦ ἐμηνοῦσε
Ὁ βορειᾶς ποῦ τ’ ἀρνάκια παγόνει.

Τὸν γιατρὸ καθὼς εἶδε, ἐσηκώθη
Σὰν τρελή. Ὅλοι γύρω ἐσωπαίναν·
Φλογεροὶ τῆς ψυχῆς της οἱ πόθοι
Μὲ τὰ λόγι’ ἀπ’ τὸ στόμα της βγαίναν.

«Ὤ, κακὸ ποῦ μ’ εὑρῆκε μεγάλο!
Τὸ παιδί μου, Γιατρέ, τὸ παιδί μου…
Ἕνα τὤχω, δὲν μ’ ἔμεινεν ἄλλο·
Σῶσέ μου το, καὶ πάρ’ τὴν ψυχή μου.»

Κι’ ὁ γιατρὸς μὲ τὰ μάτια σκυμμένα
Πολλὴν ὥρα δὲν ἄνοιξε στόμα.
Τέλος πάντων—ἄχ, λόγια χαμένα—
«Μὴ φοβᾶσαι, τῆς εἶπεν, ἀκόμα.»

Κ’ ἐκαμώθη πῶς θέλει νὰ σκύψῃ
Στὸ παιδὶ, καὶ νὰ ἰδῇ τὸ σφυγμό του.
Ἕνα δάκρυ ἐπροσπάθαε νὰ κρύψῃ
Ποῦ κατέβ’ εἰς τ’ ὠχρὸ πρόσωπό του.

Στοῦ σπιτιοῦ μας τὴ στέγη ἐβογγοῦσε
Ὁ βορειᾶς, καὶ ψιλὸ ἔπεφτε χιόνι.
Ἄχ, μεγάλο κακὸ μᾶς μηνοῦσε
Ὁ βορειᾶς ποῦ τ’ ἀρνάκια παγόνει.

Ἡ μητέρα ποτὲ δακρυσμένο
Τοῦ γιατροῦ νὰ μὴ νοιώσῃ τὸ μάτι,
Ὅταν ἔχει βαρειὰ ξαπλωμένο
Τὸ παιδί της σὲ πόνου κρεββάτι!


Τὸ μικρὸν τοῦτο καλλιτέχνημα, τὸ πλῆρες ἀφελείας καὶ πάθους, ἐγράφη κατὰ τὸ 1848 εἰς τὸν θάνατον τοῦ τετάρτου υἱοῦ του Χρήστου, συνωνύμου τοῦ πατρὸς αὐτοῦ.

«Πλήρες αφελείας και πάθους», όπως σημειώνει ο Γεώργιος Παράσχος στα Άπαντα, είναι θαρρώ ακριβοδίκαιη εκτίμηση. Το ποίημα το πήρα από τη Βικηθήκη, όπου υπάρχει το μεγαλύτερο μέρος από τα Άπαντα του Ζαλοκώστα -το βιβλίο μπορείτε να το βρείτε στην Ανέμη.

Τα ηρωικά του Ζαλοκώστα, ιδίως όσα είναι γραμμένα σε καθαρεύουσα, άντεξαν λιγότερο στον χρόνο. Ωστόσο, το Χάνι της Γραβιάς, μια ωδή σε 6 μέρη, αντέχει, τουλάχιστον σε αποσπάσματα. Να δούμε ένα απόσπασμα από την αρχή του (υπάρχει και σε σχολικά βιβλία της δευτεροβάθμιας, σαν δείγμα παραδοσιακής ποίησης):

Απο κρότον οργάνων βοϊζει
της Γραβιάς το βουνό αντικρύ,
λάμπουν οπλα χρυσά και λερή
φουστανέλλα μαυρίζει.

Προς το Χάνι χορός καταβαίνει
απ’ οδόν ελικώδη λοξήν
και φλογέρα με ηχον οξύν
χορού ασμα σημαίνει.

Ο Οδυσσεύς ο ταχύπους ηγείται
του μαχίμου εκείνου χορού
και εγκύμων σκοπού τολμηρού
προς το Χάνι κινείται.

Εκεί δε τον χορόν διαλύει
κλεί την μάνδραν και ουτω λαλεί:
Η Πατρίς μας εδώ μας καλεί
στρατιώται ανδρείοι.

Μετ’ ολίγον εδώ καταφθάνει
στρατειά μυριάδων εχθρών
ειναι στάδιον δόξης λαμπρόν
το μικρόν τούτο Χάνι.

Εις το μέγα στενόν θα ξυπνήσουν
οι Αρχαίοι της Σπάρτης νεκροί
και τον τόπον αυτόν φοβεροί
τουρκομάχοι θα σείσουν.

Κ’ η σκιά του Διάκου παρέκει
του εις την σούβλαν ψηθέντος σκληρά
με μεγάλην θ’ακούση χαρά
να βροντά το τουφέκι.

Εκεί κάτω κυττάξετε, φθάνει
ο πομπώδης στρατός των εχθρών.
Ιδού στάδιον δόξης λαμπρόν
Το μικρόν τούτο χάνι.

Από αυτό το ποίημα έμεινε στη γλώσσα μας η παροιμιακή φράση «ιδού στάδιον δόξης λαμπρόν», μια από τις λιγοστές παροιμιακές φράσεις σε καθαρεύουσα που δεν έχουν καταγωγή από την αρχαία γραμματεία ή την εκκλησιαστική γλώσσα. Και μόνο αυτό δεν είναι μικρός έπαινος για τον Ζαλοκώστα.

Το Χάνι της Γραβιάς παλιότερα διαβαζόταν πολύ (από εκεί παρέθεσε μια στροφή ο Σεφέρης) και είχε παρωδηθεί πολύ -η παρωδία είναι ένδειξη δημοτικότητας- ανάμεσα σε άλλους από τον παππού μου, τον Άχθο Αρούρη, το 1933, όταν ήθελε να πειράξει τον Στρατή Παπανικόλα:

Από κρότους δικάνων βουίζει
το ψηλό βουναράκι αντικρύ.
Ο Στρατής με τουφέκι μακρύ
απ’ τα όρη γυρίζει.

(Το υπόλοιπο εδώ. Θα δείτε ότι στην υποσημείωση αναφέρω:  Είμαι σχεδόν βέβαιος ότι είναι σκαρωμένο κατά μίμηση παλιού κλασικού ποιήματος, αλλά το Αλζχάημερ ως φαίνεται έχει προχωρήσει.)

Μια άλλη παρωδία, από τον Σκόκο, υπάρχει στην πρόσφατη ανθολογία παρωδιών των Μικροφιλολογικών, ενώ μια άλλη είχε σκαρώσει, για το Μπάγκειον, ο ποιητής Στέφανος Μπολέτσης, που άρχιζε:

Από κρότους σερβίτσων βοΐζει
η ατμόσφαιρα κι έχει καπνιά
λουκουμάδων γλυκιά ευωδιά
και τσικνίλα μυρίζει

Βέβαια, οι παρωδίες πολλές φορές δείχνουν και ότι το αρχικό ποίημα έχει πια γίνει παρωχημένο.

Όμως, κατά τη γνώμη μου, το αθάνατο ποίημα του Ζαλοκώστα είναι αυτό που βλέπουμε στο μαθητικό λεύκωμα της φωτογραφίας, που δεν έχει όμως τίτλο «Η βοσκοπούλα» αλλά «Το φίλημα»:

Το φίλημα

Μιὰ βοσκοποῦλα ἀγάπησα, μιὰ ζηλεμμένη κόρη,
Καὶ τὴν ἀγάπησα πολὺ, —
Ἤμουν ἀλάλητο πουλὶ,
Δέκα χρονῶν ἀγόρι. —

Μιὰ μέρα ποῦ καθόμασθε στὰ χόρτα τ’ ἀνθισμένα,
— Μάρω, ἕνα λόγο θὰ σοῦ πῶ,
Μάρω, τῆς εἶπα, σὲ ἀγαπῶ,
Τρελαίνομαι γιὰ σένα. —

Ἀπὸ τὴ μέση μὲ ἅρπαξε, μὲ φίλησε στὸ στόμα
Καὶ μοὖπε· — γιὰ ἀναστεναγμοὺς,
Γιὰ τῆς ἀγάπης τοὺς καϋμοὺς
Εἶσαι μικρὸς ἀκόμα. —

Μεγάλωσα καὶ τὴν ζητῶ… ἄλλον ζητᾷ ἡ καρδιά της
Καὶ μὲ ξεχάνει τ’ ὀρφανό…
Ἐγὼ ὅμως δὲν τὸ λησμονῶ
Ποτὲ τὸ φίλημά της.

Το μικρό αυτό ποίημα, τόσο απλό που πολλοί το θεωρούν δημοτικό (μέγιστος έπαινος για τον δημιουργό), έχει μελοποιηθεί πολλές φορές, αλλά η κλασική του μελοποίηση (με δευτερεύουσες αλλαγές στους στίχους) είναι πάνω σε ιταλική μελωδία:

Το ποίημα αυτό έμπνευσε τον Δημήτριο Κορομηλά να γράψει τον Αγαπητικό της βοσκοπούλας, τεράστια θεατρική επιτυχία στα τέλη του 19ου αιώνα, που ήταν και η πρώτη ομιλούσα ταινία του ελληνικού κινηματογράφου.

Και μόνο αυτό να είχε γράψει ο Ζαλοκώστας θα αρκούσε.

Να κλείσουμε με άλλο ένα μελοποιημένο του Ζαλοκώστα, από τον Γιάννη Σπανό. Η αναχώρησίς της (περιέργως, ο Ζαλοκώστας έχει γράψει δύο ποιήματα με τον ίδιο τίτλο):

Ξυπνω καὶ μου ’παν, ἔφυγεν ἡ κόρη ποῦ ἀγαποῦσα,
Καὶ κατεβαίνω στὸ γιαλὸ,
Τὴν θάλασσα παρακαλῶ
Τὴν πικροκυματοῦσα.

— Ἐγὼ τὰ πρωτοδέχθηκα τ’ ἀφράτα της τὰ κάλλη,
Μοῦ εἶπε ἕνα κῦμα, καὶ γιὰ αὐτὸ
Μὲ πόθο καὶ μὲ γογγυτὸ
Φιλῶ τὸ περιγιάλι.

— Τὰ μάτια της, ἐρώτησα, μὴν ἦταν δακρυσμένα;
Ἕνα ἄλλο κῦμα μοῦ μιλεῖ·
— Σὰν τὸ χαρούμενο πουλὶ
Ἐπήγαινε στὰ ξένα. —

Τὸ τρίτο κῦμα ἐρώτησα· — ἐμὲ γιατί ν’ ἀφήσῃ
Νὰ κλαίγω καὶ νὰ λαχταρῶ;
Περνάει τὸ κῦμα τὸ σκληρὸ
Χωρὶς νὰ μοῦ μιλήσῃ.

Το ακούμε από τον Μιχάλη Βιολάρη:

Εκατόν εξήντα πέντε χρόνια μετά τον θάνατό του, συζητάμε ακόμα για τον Ζαλοκώστα. Ε, δεν είναι και λίγο!

Advertisement

Posted in 1821, Αφιερώματα, Μελοποιημένη ποίηση, Παρωδίες, Ποίηση | Με ετικέτα: , , , , , , , , | 113 Σχόλια »

Οι Οσκέδες, οι Μπεσκέδες και άλλα μικροδιορθωτικά

Posted by sarant στο 23 Νοεμβρίου, 2022

Στο σημερινό άρθρο θα ασχοληθούμε με τρεις παρωνυχίδες, τρεις διορθώσεις που έχω να κάνω σε σημαντικά έργα, δύο από τα οποία κυκλοφόρησαν πρόσφατα. (Πρόπερσι, που είχα ένα παρεμφερές άρθρο, είχα βάλει τον τίτλο Παρωνυχίδες).

Το πρώτο, που μας δίνει και την εικονογράφηση του άρθρου, αλλά και τον τίτλο του με τους μυστηριώδεις Οσκέδες και Μπεσκέδες, είναι το τεύχος 34 των Μικροφιλολογικών Τετραδίων, που κυκλοφόρησε πρόσφατα στη Λευκωσία ως παράρτημα του 52ου τεύχους του περιοδικού Μικροφιλολογικά.

Δυστυχώς, θα είναι το τελευταίο τεύχος των Μικροφιλολογικών, ενός περιοδικού που είχα την τιμή να είμαι συνεργάτης του, τουλάχιστον σε υλική, χάρτινη μορφή. Να ελπίσουμε ότι ο φίλος Λευτέρης Παπαλεοντίου θα έχει το κουράγιο να το συνεχίσει ηλεκτρονικά, που έτσι θα μπορεί να φτάσει και σε άλλους αναγνώστες.

Το τελευταίο τεύχος των Τετραδίων είναι αφιερωμένο στις Παρωδίες στη νεοελληνική ποίηση (από τον μεσοπόλεμο και μετά) -οι προηγούμενες περίοδοι καλύφθηκαν σε προηγούμενα τεύχη. Το επιμελήθηκαν ο Λευτέρης Παπαλεοντίου, ο Τραϊανός Μάνος και ο Γιώργος Κεχαγιόγλου. Είναι μια εξαιρετική δουλειά, που υπόσχομαι πως θα την παρουσιάσω στο ιστολόγιο, μια και η λεπτή τέχνη της παρωδίας μού αρέσει ιδιαίτερα.

Μου άρεσε επίσης ότι οι ανθολόγοι ανθολόγησαν όχι μόνο ποιήματα-παρωδίες αλλά π.χ. και σκίτσα του Μποστ που παρωδούν ποιήματα. Έχω μια επιφύλαξη αν το γνωστό ποίημα του Σεφέρη με τα μονοκοτυλήδονα και τη Μαλάμω είναι παρωδία (του Σουρή, διαβάζω) αλλά μπορεί να λαθεύω.

Ανάμεσα στις παρωδίες του τόμου είναι και τέσσερις του παππού μου, ανάμεσά τους και μια καβαφική, Άλλωστε, το έχουμε ξαναπεί πως ο Καβάφης είναι ο πιο πολυπαρωδημένος ποιητής μας. Και ανάμεσα στις καβαφικές παρωδίες είναι και η ακόλουθη, του Κώστα Βούλγαρη (γενν. 1958):

Η «Σοφοκλέους»

Σαν βγεις στον πηγαιμό στη «Σοφοκλέους»

να εύχεσαι να ’ναι μικρός ο δρόμος,

χωρίς περιπέτειες, γεμάτος κέρδη.

«Μπεσκέδες» και «Οσκέδες» μη φοβάσαι・

τέτοια στον δρόμο σου ποτέ δεν θα βρεις,

αν μέν’ η σκέψη σου υψηλή

αν το μυαλό σου μελετά

των αριθμών και των «δεικτών» το πνεύμα.

Του «καγκελίτη» τις φωνές μην τις ακούς

και μην τρομάζεις όταν σφίγγουν τα χαρτιά,

είναι πολλοί αυτοί που τα «πιέζουν».

Πάντα στον νου σου να ’χεις τα «γερά χαρτιά»,

μην θαρρευτείς ποτέ με τα «σαπάκια».

Μην ξεχαστείς κι αφαιρεθείς ελπίζοντας στο μέλλον.

Σε λίγους μήνες, πολλά να περιμένεις

και νέος πια γρήγορα ν’ απολαύσεις

τα πλούτη που εκέρδισες στον δρόμο

μην προσδοκώντας «τα πολλά» όταν γεράσεις.

Και αν φτωχός βρεθείς, η «Σοφοκλέους» δεν σε γέλασε.

Έτσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα,

ήδη θα το κατάλαβες η «Σοφοκλέους» τί σημαίνει!…

Το ποίημα δημοσιεύτηκε το 1990 στην Καθημερινή, τις εποχές της άνθισης του χρηματιστηρίου, και προφανώς παρωδεί την Ιθάκη του Καβάφη. Αλλά ποιοι είναι οι Μπεσκέδες και οι Οσκέδες (αντί για τους καβαφικούς Λαιστρυγόνες και Κύκλωπες) που μας καλεί ο παρωδός να μη φοβηθούμε;

Στο (πολύ καλό) Γλωσσάρι που συνοδεύει το τεύχος, εξηγούνται και οι δυο όροι:

μπεσκέδες (πληθ.): ίσως «μπες και δες», παρωνύμιο για κατηγορία παικτών του χρηματιστηρίου που συμμετέχουν επιφυλακτικά, αλλά θετικά σε συγκεκριμένη αγοραπωλησία

οσκέδες (πληθ.): ίσως αρνητές (< όσκε = όχι), παρωνύμιο για κατηγορία παικτών του χρηματιστηρίου που αρνούνται να μπουν σε συγκεκριμένη αγοραπωλησία

H επιφύλαξη του συντάκτη είναι δικαιολογημένη, διότι οι εικασίες που κάνει για την εξήγηση των δύο όρων είναι λαθεμένες. Εσείς ξέρετε περί τίνος πρόκειται;

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in 1821, Όχι στα λεξικά, Διορθωτικά, Καβαφικά, Μικροφιλολογικά, Παρωδίες | Με ετικέτα: , , , , , , , , , , , , | 80 Σχόλια »

Ο Σεφέρης και ο «Μπέης της Αίγινας»

Posted by sarant στο 20 Νοεμβρίου, 2022

Έναυσμα για το σημερινό άρθρο στάθηκε μια ηλεσυζήτηση που είχα με τον φίλο Δημήτρη Ραπτάκη, που τον ευχαριστώ.

Στις Μέρες, το πολύτομο ημερολόγιο του Γιώργου Σεφέρη, στον Β’ τόμο, υπάρχει μια αξιοπρόσεκτη εγγραφή, που ξεχωρίζει όχι μόνο για το περιεχόμενό της ή τη μεγάλη της έκταση (κάπου τέσσερις σελίδες βιβλίου) αλλά και επειδή ο ποιητής δηλώνει πως την καθαρόγραψε και τη συμπλήρωσε το 1967, ενώ αρχικά την είχε γράψει στις 25 Μαΐου 1932, 35 χρόνια νωρίτερα, από το Λονδίνο, όπου υπηρετούσε στην ελληνική πρεσβεία. Την παραθέτω και μετά θα τη σχολιάσω.

25 Μάη (Καθαρογραμμένο και συμπληρωμένο, 1967.)

Έκλεισε χρόνο που ο Σεφέρης είδε το φως της Αττικής: πάλι καλά. Συλλογίστηκα το Χάνι τής Γραβιάς:

Διαβαίνων και σφάζων λαμβάνει
ο Σεφέρης βαρείαν πληγήν
και βαρύγδουπος πίπτει εις την γην
αλλά πριν αποθάνει

τον φονέα με σφαίραν ευρίσκει
εις το στήθος. «Θεέ των πιστών,
εις τους κόλπους σου δεξου κι αυτόν,
υπέρ σού αποθνήσκει».

Δεν είμαι ολωσδιόλου σίγουρος για τη μνήμη μου. Το «βαρύγδουπος» με κάνει να σκέπτομαι ότι πρέπει να ήταν κι αυτός σωματώδης, ο θετός προπάππος μου. Κι αυτά μού φέρνουν στο νου οικογενειακές κουβέντες για τους άλλους, τους φυσικούς, προγόνους.

Τον πρώτο που θυμούνταν η φαμίλια ήταν ο Σεφέρης Αί(γ)ιναμπέογλου, γεννημένος γύρω στην επανάσταση του Ορλώφ· παντρεύτηκε στην Καισάρεια τη Μαγλή, την κόρη του Μιλλέτμπαση· ο θείος μου ο Σωκράτης τον θυμούνταν στη Σμύρνη, τριγυρισμένον από καναρίνια σέ κλουβιά· πρέ­πει να τον διασκέδαζαν τα πουλιά, στα γερατειά του τουλά­χιστο. (Δε θυμάμαι πού, σέ κάποια εγκυκλοπαίδεια υπο­θέτω, είδα ότι στα περίχωρα τής Καισάρειας υπήρχε παροι­κία από Αιγινήτες.) Ο γερο-Σεφέρης έκαμε εφτά παιδιά· το πρώτο ήταν ο Πρόδρομος, ο πατέρας του πατέρα μου, γεννημένος στα 1820 ή 1821, και το δεύτερο ο Αναστάσης, ο πατέρας του θείου μου του Σωκράτη· (η μάνα μου θυμούν­ταν το πρόσωπό του με κάποιο δέος· ήταν όλο μαχαιριές από ληστές που τον έπιασαν κάποτε). Ο Πρόδρομος παντρεύ­τηκε στη Σμύρνη τη Χαρίκλεια Αγγελίδη που πέθανε πολύ νέα από κακοήθη πυρετό (30 Ιουνίου 1880). Το πρώτο από τα δυο αγόρια της, ο πατέρας μου Στέλιος, είχε γεννηθεί 1η Αυγούστου 1873. Είχαμε, θυμούμαι, τη φωτογραφία της στο οικογενειακό λεύκωμα — την αντέγραψε αργότερα σέ λάδι ο ζωγράφος Ευάγγελος Ιωαννίδης —, καθώς και του πατέρα της, του «παππουλάκου του Αγγελή». Ήταν ευγενικότατες φυσιογνωμίες και οι δυο· τα φορέματά τους τούς έδειχναν αρχοντάνθρωπους. Ο πατέρας μου έλεγε πως κατάγουνταν από τη Δημητσάνα και είχαν συγγένεια με τον Οι­κουμενικό Πατριάρχη Γρηγόριο τον Ε’.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Όχι στα λεξικά, Αίγινα, Ημερολόγια, Μικρά Ασία, Ονόματα, Ποίηση | Με ετικέτα: , , , , , , , , , , , , | 123 Σχόλια »