Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία

Το ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου, για τη γλώσσα, τη λογοτεχνία και… όλα τα άλλα

Posts Tagged ‘Γιάννης Βλαχογιάννης’

Εσείς κουμουλώνετε στα Κούλουμα;

Posted by sarant στο 27 Φεβρουαρίου, 2023

Καθαροδευτέρα σήμερα, ή αλλιώς Κούλουμα, που το ιστολόγιο εύχεται να τα περάσετε ζεστά και όμορφα, με αγαπημένη παρέα και με άφθονο κρασί και μεζέδες. (Ο ιστολόγος δυστυχώς θα τα περάσει στα ξένα, επομένως ξενέρωτα). 

Θα επαναλάβω σήμερα ένα άρθρο που το είχα βάλει το 2015, το οποίο, μια και εδώ λεξιλογούμε, περιστρέφεται γύρω από δύο λέξεις, τη μία λόγω της ημέρας και την άλλη από σπόντα. 

Λόγω της ημέρας, για τα Κούλουμα. Από σπόντα, επειδή σε παλιότερο άρθρο είχα αναφέρει το ρήμα «γκουμουλώνω» ή «κουμουλώνω», που εμείς στην οικογένεια το χρησιμοποιούμε σαν σχετλιαστικό συνώνυμο του «τρώω», ιδίως όταν κανείς τρώει πολύ. Τη λέξη την έχω δυο-τρεις φορές χρησιμοποιήσει και στο ιστολόγιο, πχ κάποτε είχα γράψει:

Βέβαια, κάποιοι ξεπερνούν και τη χόρταση, κυριολεκτικά ή μεταφορικά: καταβροχθίζουν, χλαπακιάζουν, γουρουνιάζουν, σαβουρώνουν, γκουμουλώνουν, ντερλικώνουν, τρώνε τον αγλέουρα, τον αβλέμονα, τον άμπακο, τον περίδρομο, το καταπέτασμα, την κάνουν ταράτσα.

(Λείπει από τον παραπάνω κατάλογο και το «φαρμακώνω» που το έλεγε η γιαγιά μου η Αιγινήτισσα).

Ωστόσο, η λέξη αυτή δεν υπάρχει στα μεγάλα λεξικά, αλλά και ελάχιστα γκουγκλίζεται, ενώ σε προηγούμενο άρθρο που σας είχα ρωτήσει δεν νομίζω να την ήξερε κανείς. Βρίσκω όμως το «κουμουλώνω» σε κάποια τοπικά γλωσσάρια, με τη σημασία «σωρεύω, μαζεύω πολλά πράγματα το ένα πάνω στο άλλο», και αλλού «γεμίζω δοχείο ξέχειλο», ενώ το έχει χρησιμοποιήσει και ο Καζαντζάκης στην Οδύσσεια. Κι έτσι δεν πρόκειται για οικογενειακή μας λέξη, αν και ανανεώνω το ερώτημα, αν εσείς ξέρετε τη λέξη «(γ)κουμουλώνω».

Βέβαια, η ετυμολογία της είναι προφανής: από το κούμουλο = σωρός, ιδίως σωρός από χώμα ή πέτρες, δάνειο από το λατινικό cumulus. H λέξη έχει μπει από τον Μεσαίωνα τουλάχιστον στη γλώσσα: ο Μανουήλ Μαλαξός περιγράφει, στους πρώτους αιώνες της Τουρκοκρατίας, τη σκηνή της αποπομπής ενός πρώην Πατριάρχη από το χριστεπώνυμον πλήθος:

καὶ ἔρρυπταν πέτραις ἀπὸ τῆς στράταις καὶ ἀπὸ τοὺς φόρους, καὶ ἔκαμναν κουμούλια μὲ ταῖς πέτραις, ἀναθεματίζοντες αὐτὸν…

Όσο για τα Κούλουμα, τα ενδιαφέροντα σημεία (πέρα από το τι κρασί θα πιούμε και με τι μεζέδες θα το συνοδέψουμε) είναι δύο, αφενός η εξάπλωση του όρου και αφετέρου η ετυμολογία του.

Πράγματι, στις προηγούμενες συζητήσεις πολλοί σχολιαστές επισήμαναν ότι στην παιδική τους ηλικία και στον τόπο καταγωγής τους η λέξη «Κούλουμα» ήταν άγνωστη και ότι την έμαθαν αργότερα, στην Αθήνα ή/και από την τηλεόραση. Φαίνεται ότι η λέξη δεν ήταν γνωστή στη Μακεδονία και τη Θράκη, ενώ δεν θυμάμαι να την έλεγε κι η μυτιληνιά γιαγιά μου. Αλλού όμως ήταν γνωστή από παλιά, π.χ. στην Κέρκυρα και στην Κεφαλονιά, ή στο Γαλαξίδι, άρα δεν πρόκειται για αυστηρά αθηναϊκή λέξη.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Advertisement

Posted in Επαναλήψεις, Ετυμολογικά, Εορταστικά, Ιστορίες λέξεων | Με ετικέτα: , , , , , | 151 Σχόλια »

Κείμενα του Εικοσιένα (18) – Ο Γ. Βλαχογιάννης γράφει για το Σύνταγμα

Posted by sarant στο 7 Σεπτεμβρίου, 2021

Καθώς διανύουμε τη χρονιά που σημαδεύει τη 200ή επέτειο του ξεσηκωμού του Εικοσιένα, σκέφτηκα να καθιερώσω μια νέα στήλη στο ιστολόγιο, που κανονικά θα τη δημοσιεύω κάθε δεύτερη Τρίτη, εναλλάξ δηλαδή με το βιβλίο του πατέρα μου, και που θα παρουσιάζει κείμενα της εποχής του 1821. Δεν αποκλείεται να διατηρήσω τις δημοσιεύσεις ως το τέλος της χρονιάς, αν βέβαια υπάρχει ως τότε αρκετό υλικό από μεριάς μου και αρκετό ενδιαφέρον από δικής σας πλευράς. Θα δώσω προτεραιότητα σε κείμενα που δεν είναι διαθέσιμα στο Διαδίκτυο.

Από την προηγούμενή μου τριβή με κείμενα της εποχής, που βέβαια ήταν πολύ έντονη όσο συγκέντρωνα υλικό για το βιβλίο μου Το ζορμπαλίκι των ραγιάδων, έχω υπόψη μου κάμποσα τέτοια κείμενα, αλλά όποιος έχει υπόψη του κείμενο που το θεωρεί αξιόλογο προς δημοσίευση μπορεί να μου το στείλει στο γνωστό μέιλ, sarantπαπάκιpt.lu.

Το σημερινό άρθρο είναι το δέκατο όγδοο της σειράς – το προηγούμενο βρίσκεται εδώ.

Πριν από μερικές μέρες είχαμε την επέτειο της 3ης Σεπτεμβρίου, που είναι γνωστή από την επανάσταση του 1843 με την οποία πείσθηκε ο έως τότε απόλυτος μονάρχης Όθων να δώσει Σύνταγμα κι έτσι το πολίτευμα μετατράπηκε από απόλυτη μοναρχία σε συνταγματική μοναρχία. Αλλά η διεκδίκηση Συντάγματος είχε ξεκινήσει ήδη από τα χρόνια της Επανάστασης και επί Καποδίστρια, οπότε το σημερινό θέμα αν και αφορά γεγονότα που συνέβησαν μετά την καταληκτική μάχη της Πέτρας, ασφαλώς έχει συνάφεια με το Εικοσιένα.

Θα δούμε σήμερα ένα σύντομο κείμενο του Γιάννη Βλαχογιάννη, τον κορυφαίο ιστορικό ερευνητή του Εικοσιένα, στον οποίο οφείλουμε ανάμεσα σε πολλά άλλα την ανακάλυψη του χειρόγραφου του Μακρυγιάννη, στο οποίο εξετάζεται το πώς προσέλαβε ο λαός τη διεκδίκηση για το Σύνταγμα, δίνοντάς του μαγικές διαστάσεις και υπερφυσικές δυνάμεις, ακόμα και προσωποποιώντας το, ο Σύνταμας.

Το κείμενο αποτελεί τις καταληκτικές παρατηρήσεις του Βλαχογιάννη στο τέλος του τρίτου τόμου των Στρατιωτικών Ενθυμημάτων του Νικ. Κασομούλη, που είναι ο δεύτερος απομνημονευματογραφικός ογκόλιθος που οφείλουμε στον συγγραφέα από τον Έπαχτο. Το βρίσκω πολύ καλογραμμένο, πέρα από τα στοιχεία που δίνει για το θέμα -και ανεξάρτητα από τη θέση του συγγραφέα ως προς το αν ήταν άκαιρη ή πρόωρη η διεκδίκηση Συντάγματος.

Επί του γλωσσικού, βλέπουμε ότι ο λαϊκός τύπος είναι Σύνταμα. Τον ίδιο τύπο χρησιμοποιεί και ο Μακρυγιάννης, που κάνει λόγο για «Σύνταμα κι Εθνική Συνέλεψη».

Ο λόγος στον Βλαχογιάννη:

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in 1821, Ιστορία, Κείμενα | Με ετικέτα: , , , , | 84 Σχόλια »

Κείμενα του Εικοσιένα – 10: Και τρώτε κριάς αζύγιαστο (Το παράπονο του Κολοκοτρώνη)

Posted by sarant στο 18 Μαΐου, 2021

Καθώς διανύουμε τη χρονιά που σημαδεύει τη 200ή επέτειο του ξεσηκωμού του Εικοσιένα, σκέφτηκα να καθιερώσω μια νέα στήλη στο ιστολόγιο, που θα τη δημοσιεύω κάθε δεύτερη Τρίτη, εναλλάξ δηλαδή με το βιβλίο του πατέρα μου, και που θα παρουσιάζει κείμενα της εποχής του 1821. Δεν αποκλείεται να διατηρήσω τις δημοσιεύσεις ως το τέλος της χρονιάς, αν βέβαια υπάρχει ως τότε αρκετό υλικό από μεριάς μου και αρκετό ενδιαφέρον από δικής σας πλευράς. Θα δώσω προτεραιότητα σε κείμενα που δεν είναι διαθέσιμα στο Διαδίκτυο.

Από την προηγούμενή μου τριβή με κείμενα της εποχής, που βέβαια ήταν πολύ έντονη όσο συγκέντρωνα υλικό για το βιβλίο μου Το ζορμπαλίκι των ραγιάδων, έχω υπόψη μου κάμποσα τέτοια κείμενα, αλλά όποιος έχει υπόψη του κείμενο που το θεωρεί αξιόλογο προς δημοσίευση μπορεί να μου το στείλει στο γνωστό μέιλ, sarantπαπάκιpt.lu.

Το σημερινό άρθρο είναι το δέκατο της σειράς – το προηγούμενο βρίσκεται εδώ.

Σήμερα δημοσιεύω ένα σχετικά μικρό αλλά σημαντικό κείμενο, το οποίο -σε αντίθεση με τα περισσότερα της σειράς αυτής- είναι γραμμένο πριν απο τον ξεσηκωμό, το 1817. Το στέλνει από τη Ζάκυνθο, όπου είχε καταφύγει μετά τον αφανισμό των Κολοκοτρωναίων, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης στον Γιώργο Νικολού ή Βαρνακιώτη. Ο Κολοκοτρώνης, αν και ήταν ταγματάρχης (μαγιόρος) στον βρετανικό στρατό, παραπονιέται που βρίσκεται μακριά από την πατρίδα του και που δεν μπορεί να ζει πλουσιοπάροχα όπως ο αρματολός Βαρνακιώτης.

Το κείμενο δεν είναι άγνωστο: το έχει παραθέσει αποσπασματικά ο Βλαχογιάννης και ολόκληρο ο Κ. Παπαγιώργης στα Καπάκια. Η αρχική πηγή είναι η συλλογή κειμένων του Νέαρχου Φυσεντζίδη «Ανέκδοτοι αυτόγραφοι επιστολαί των επιφανεστέρων Ελλήνων οπλαρχηγών…» (Αλεξάνδρεια 1893), ένα βιβλίο που περιέχει επιστολές από το αρχείο του Βαρνακιώτη. Ο Φυσεντζίδης δημοσιεύει το κείμενο διατηρώντας την ορθογραφία του πρωτοτύπου (που δεν ξέρουμε βέβαια αν ήταν του Κολοκοτρώνη ή κάποιου άλλου στον οποίο υπαγόρευε αυτός) και ο Παπαγιώργης τον ακολουθεί σε αυτό με κάποια λαθάκια της αντιγραφής. Προτίμησα να εξομαλύνω την ορθογραφία αλλά παραθέτω το μεγαλύτερο μέρος του κειμένου όπως το έχει ο Φυσεντζίδης, για να πάρετε μιαν ιδέα.

Στο τέλος σχολιάζω όχι ορισμένες λέξεις -δεν υπάρχει καμιά άγνωστη- αλλά την ουσία της επιστολής.

Ευγενέστατε αδελφέ Καπιτάν Γιωργάκη, δουλικώς και πονετικώς σας χαιρετώ. Φιλώ τα μάτια σας ομοίως και εις τα αδέλφια σας.

Με το αδελφικόν μου δεν λείπω να μάθω την καλήν μοι και περιποθητήν μοι υγείαν σας, αν ερωτάτε και διά εμενα τον αδελφόν σας υγιαίνω έως ώρας.

Πολλές φορές η καλοσύνη σας η πολλή ηθελήσατε να γράφετε τους αδελφικούς σας χαιρετισμούς εις του Ραυτόπουλου κυρ Δημητράκη διά όνομα μου.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in 1821, Επιστολές, Κείμενα | Με ετικέτα: , , , , | 80 Σχόλια »

Κείμενα του Εικοσιένα – 3: Μπασκίνια να μη γίνωνται…

Posted by sarant στο 9 Φεβρουαρίου, 2021

Μια και μπήκαμε στη χρονιά που σημαδεύει τη 200ή επέτειο του ξεσηκωμού του Εικοσιένα, πριν από λίγο καιρό σκέφτηκα να καθιερώσω μια νέα στήλη στο ιστολόγιο, που θα τη δημοσιεύω κάθε δεύτερη Τρίτη, εναλλάξ δηλαδή με το βιβλίο του πατέρα μου, και που θα παρουσιάζει κείμενα της εποχής του 1821. Σκοπεύω να διατηρήσω τις δημοσιεύσεις τουλάχιστον έως τα τέλη Μαρτίου αλλά και πιθανώς ως το τέλος της χρονιάς, αν βέβαια υπάρχει ως τότε αρκετό υλικό από μεριάς μου και αρκετό ενδιαφέρον από δικής σας πλευράς. Θα δώσω προτεραιότητα σε κείμενα που δεν είναι διαθέσιμα στο Διαδίκτυο.

Από την προηγούμενή μου τριβή με κείμενα της εποχής, που βέβαια ήταν πολύ έντονη όσο συγκέντρωνα υλικό για το βιβλίο μου Το ζορμπαλίκι των ραγιάδων, έχω υπόψη μου κάμποσα τέτοια κείμενα, αλλά όποιος έχει υπόψη του κείμενο που το θεωρεί αξιόλογο προς δημοσίευση μπορεί να μου το στείλει στο γνωστό μέιλ, sarantπαπάκιpt.lu.

Το σημερινό άρθρο είναι το τρίτο της σειράς – το προηγούμενο βρίσκεται εδώ.

Σήμερα θα παρουσιάσουμε ένα στιγμιότυπο από την Αθήνα, στο διάστημα που ήταν ελεύθερη και πριν πολιορκηθεί.

Το κάστρο της Αθήνας, η Ακρόπολη, έπεσε στα χέρια των επαναστατημένων Ελλήνων το καλοκαίρι του 1822. Όπως γράφει ο Μακρυγιάννης «Και σώθη το νερό τους και ο ζαϊρές τους, των Τούρκων, και παραδόθηκαν με συνθήκη. Κι η συνθήκη έμεινε εις το χαρτί μοναχά. Ρίχτηκαν στους παραδομένους κι έσφαξαν πλήθος γυναικόπαιδα κι άντρες πολλούς. Γλίτωσαν και καμπόσοι δια την συνθήκη κι άλλοι εις τα προξενεία». Όμως αμέσως παρουσιάστηκαν διαφωνίες και οι νικητές χωρίστηκαν σε δυο μερίδες και παραλίγο να συγκρουστούν μεταξύ τους. Όταν τον Αύγουστο του 1822 εμφανίστηκε ο Οδυσσέας Ανδρούτσος με 150 άντρες, το κοινό των Αθηνών του πρότεινε να αναλάβει φρούραρχος. «Αφού του ξηγηθήκανε τα αίτια και του είπαν πως τον θέλουν αφέντη, αυτός γύρευε κάστρο εις τον ουρανό κι’ όταν το ’βρε εις την γης, έτρεξε σαν το όρνιον εις το ψοφίμι». Τότε ήρθε και ο Μακρυγιάννης στην Αθήνα και διορίστηκε πολιτάρχης. Στα Απομνημονεύματά του περιγράφει πολλές αυθαιρεσίες του Ανδρούτσου και των ανθρώπων του, ιδίως του Μαμούρη (ο οποίος αργότερα έμελλε να τον δολοφονήσει), κατά των Αθηναίων.

Θα δημοσιεύσω ένα κείμενο που υπάρχει στο Αθηναϊκόν Αρχείον του Βλαχογιάννη, με το οποίο διορίζονται «επιστάται», αστυνόμοι θα λέγαμε, ο Μακρυγιάννης και ο Σπυρ. Πατούσας. Φέρει χρονολογία 1 Ιανουαρίου 1823. Στη συνέχεια σχολιάζω λεξιλογικά και άλλα. Σημειώνω ότι ο Μακρυγιάννης στο 5ο κεφάλαιο του 1ου βιβλίου των Απομνημονευμάτων του αναφέρει αρκετά επεισόδια από τη θητεία του αυτή.

Διατηρώ την ορθογραφία του πρωτοτύπου πλην μονοτονικού. Να σημειωθεί ότι οι δυο πρώτες λέξεις είναι σε δοτική.

Κοινήι γνώμηι διορίζονται οι Κύριοι Σπυρίδων Πατούσας και Μακρηγιάννης με εξήντα ανθρώπους αχωρίστως να καθίσωσιν εις την κοινήν πόρταν επιστάται κατά την συνήθειαν και να επαγρυπνώσιν εις την φύλαξιν των νόμων και ευταξίαν της πόλεως, εκτελούντες ακριβώς τα χρέη των και φυλάττοντες απαραβάτως τα εξής νομικά κεφάλαια:

1ον. Να υπακούωσι με το προσήκον σέβας και να εκτελώσι τας διαταγάς του Καπιτάνου και της Εφορίας.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in 1821, Όχι στα λεξικά, Αθηναιογραφία, Κείμενα, Παλιότερα ελληνικά | Με ετικέτα: , , , , , , , | 97 Σχόλια »

Υπογλώσσια σφηνάκια Νο 4

Posted by sarant στο 8 Σεπτεμβρίου, 2020

Υπογλώσσια είναι τα φάρμακα που παίρνουμε για την καρδιά, για να μην πάθουμε καρδιακή προσβολή (επειδή μας διαβάζει κι η μαμά μου διευκρινίζω πως ο πληθυντικός είναι της περιγραφής, όχι πραγματικός). Ακόμα, ένα κλισέ σε κάποιους αντρικούς ή αθλητικούς ιστότοπους, όποτε είναι να βγάλουνε καμιά με μπικίνι, είναι να λένε «ετοιμάστε τα υπογλώσσια».

Υπογλώσσια όμως είναι και μια ομάδα γλωσσικών ενδιαφερόντων στο Φέισμπουκ, που φτιάχτηκε στα τέλη του 2017 και στην οποία συμμετέχω.

Σφηνάκια είναι βέβαια οι μικρές δόσεις ποτού, όμως έτσι έχω αποκαλέσει και τα σύντομα άρθρα. Με τη διαφορά ότι σπανίως βάζω σύντομα άρθρα, οπότε δεν θα το θυμάστε. Στα Υπογλώσσια ομως γράφω πότε-πότε σύντομα σημειώματα, που δεν βολεύει πάντοτε να τα εντάξω σε κάποιο άρθρο.

Κι έτσι, το σημερινό άρθρο είναι μια συλλογή από μικρά κείμενά μου από τα Υπογλώσσια, με γλωσσικό δηλαδή ενδιαφέρον, που δεν (θυμάμαι να) τα έχω δημοσιεύσει εδώ στο ιστολόγιο. Κάποια άλλα σχόλια που κάνω εκεί, τα μεταφέρω στα σαββατιάτικα μεζεδάκια, αλλά αυτά εδώ δεν νομίζω να τα έχετε δει, εκτός αν συμμετέχετε και στα Υπογλώσσια. Τα σφηνάκια μοιάζουν αρκετά με τα μεζεδάκια, αλλά διαφέρουν κιόλας σε κάποια σημεία.

Με αυτόν τον τυποποιημένο πρόλογο έχω ήδη δημοσιεύσει τρία άρθρα στο ιστολόγιο, ένα τον Φλεβάρη του 2019, άλλο ένα τον Οκτώβριο του 2019 και το τρίτο φέτος τον Μάιο. Τελειώνοντας εκείνο το παλιό άρθρο είχα υποσχεθεί (ή απειλήσει) ότι Σε τρία τέρμινα, που θα έχω μαζέψει κι αλλα, θα σερβίρω άλλον έναν γύρο! Σημερα λοιπόν δημοσιεύω το τέταρτο άρθρο της σειράς αυτής. ‘Εχω επικαιροποιήσει κάποια πράγματα και έχω προσθέσει και υλικό απο τα σχόλια που έγιναν.

* Κορονιός λοιπόν

Μου γράφει φίλος από Κέρκυρα και μεταφέρω χωρις να προσθέσω τίποτα:

Το έχω ακούσει κάμποσες φορές εδώ, αλλά επειδή τώρα δα έτυχε να το ακούσω δυο φορές μέσα σε δύο λεφτά, τη μία από έναν λαϊκό τύπο που φώναζε στο κινητό στ’ αριστερά μου και την άλλη από έναν σοβαρό κύριο που μιλάει χαμηλόφωνα στα δεξιά μου, σκέφτηκα να το γράψω: Εδώ λοιπόν, τον γνωστό κορονοϊό, πολλοί στην καθημερινή κουβέντα τον λένε κορονιό, τρισύλλαβα και με το ι ημίφωνο.

Αυτό για όσους λένε ότι κάποιοι φωνητικοί κανόνες χάθηκαν στα νέα ελληνικά (αυτά με τη «χασμωδία» ή όπως αλλιώς τα λένε), επειδή έτσι αποφάσισαν καλοσιδερωμένοι φιλόλογοι και επιμελητές.

Εδώ προσθέτω. Στα σχόλια πολλοί είπαν ότι έχουν ακούσει κι αυτοί να λένε κάποιοι «κορονιός» -και το βρίσκω απολύτως φυσικό. Κι εγώ έχω ακούσει το «κορονιός» αν και πιο απλά ακούω «κορόνα» -έπαθε κορόνα, κόλλησε κορόνα.

* Skalkottas

Πριν από μερικές μέρες έφυγε από τη ζωή ο σκακιστής Νίκος Σκαλκώτας, γιος του μεγάλου συνθέτη Νίκου Σκαλκώτα -που δεν πρόλαβε να γνωρίσει, αφού ο πατέρας πέθανε δυο μέρες πριν γεννηθεί ο γιος.

O σκακιστής Σκαλκώτας (1949-2020) ήταν εξαιρετικός άνθρωπος, λένε όσοι τον γνώρισαν -εγώ από μακριά μόνο τον είχα δει, σε διάφορους αγώνες. Ήταν ο πρώτος Έλληνας σκακιστής που νίκησε σε διεθνές τουρνουά στο εξωτερικό.

Ο πατέρας γράφεται στη διεθνή βιβλιογραφία Skalkottas. Απορούσα γιατί και σήμερα έμαθα χάρη σε ποστ φίλου.

Ο ίδιος έβαλε το tt όταν ζούσε στη Γερμανία γιατί το Skalkotas οι Γερμανοί το πρόφεραν Σκαλκόοτας.

Στα σχόλια κάποιος επισήμανε ότι ο Χωραφάς γράφει το όνομά του στα γαλλικά Cοrraface.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in 1821, Γενικά γλωσσικά, Πανδημικά, Σφηνάκια, Σκάκι, γαλλικά | Με ετικέτα: , , , , , | 139 Σχόλια »

Μας κάνουν χάζι οι σκυλο-Μοραΐται (ένα γράμμα του 1823)

Posted by sarant στο 12 Ιουνίου, 2020

Μας ενδιαφέρουν πάντοτε τα δείγματα παλιότερων κειμένων, ιδίως όταν είναι γραμμένα σε γλώσσα που πλησιάζει την εκάστοτε δημώδη. Δημοσιεύω λοιπόν σήμερα μια επιστολή οπλαρχηγών της Ρούμελης που έχει και γλωσσικό ενδιαφέρον αλλά και κάποιο ενδιαφέρον στο περιεχόμενό της.

Η κατάσταση στη Στερεά Ελλάδα διέφερε πολύ από τον Μοριά: η Στερεά ήταν πολύ περισσότερο εκτεθειμένη στις τουρκικές επιθέσεις από τον Βορρά, ενώ οι καπετάνιοι της ήθελαν να κρατήσουν τα αρματολίκια τους -παρόλο που από το 1822 είχε αποφασιστεί η διάλυσή τους. Ο Βλαχογιάννης στα σχόλια που κάνει στα Ενθυμήματα του Κασομούλη εξηγεί αρκετά τις αντιφάσεις και τα διλήμματα με τα οποία βρίσκονταν αντιμέτωποι οι οπλαρχηγοί της Ρούμελης.

Το καλοκαίρι του 1823 ο Μουσταή (Μουσταφά) πασάς της Σκόντρας, στρατιωτικός με μεγάλη αξία, κατεβαίνει για να υποτάξει τη Δυτική Στερεά και ν’ απειλήσει το Μεσολόγγι. Τελικά δεν θα τα καταφέρει, αλλά θα νικήσει τους Έλληνες στη μάχη της Καλιακούδας (28.8.1823). Ακόμα πιο σημαντική απώλεια ίσως είναι ότι στη -νικηφόρα για τους Έλληνες- αψιμαχία στο Κεφαλόβρυσο, μια βδομάδα νωρίτερα, σκοτώθηκε ο Μάρκος Μπότσαρης.

Η επιστολή που μας ενδιαφέρει έχει ημερομηνία 22 Σεπτεμβρίου 1823 και γράφεται από τον Προυσό, υπογράφουν δε γνωστοί καπεταναίοι της Ρούμελης, ανάμεσά τους και ο Γ. Καραϊσκάκης. Ξέρουμε ότι ο Καραϊσκάκης ήταν πολύ άρρωστος την εποχή εκείνη και τελικά έφυγε για την Κεφαλονιά να αναρρώσει. Η επιστολή υπάρχει στον τόμο «Τα Σπετσιωτικά«, σελ. 403-4, που μπορείτε να τον βρείτε και ονλάιν, και έχει πλήθος έγγραφα του αγώνα που βρέθηκαν στο αρχείο του νησιού και εκδόθηκαν τον 19ο αιώνα.

Τολμώ να σκεφτώ πως ο Βλαχογιάννης δεν είχε υπόψη του την επιστολή, διότι στην επιμέλεια των Ενθυμημάτων του Κασομούλη (τόμ. 1, σελ. 346) γράφει ότι «τίποτε δεν ξέρουμε τι έκανε ο Καραϊσκάκης και πού έμενε από τέλη Αυγούστου [μάχη Καλιακούδας] ως τέλη Οχτώβρη [που εμφανίζεται στο Λαζαρέτο του Αργοστολιού]». Στην προηγούμενη σελίδα ο Κασομούλης αναφέρει πως ο Καραϊσκάκης ήταν ημιθανής και είχε προσκαλέσει τον Στορνάρη να συναντηθούν «εις την μονήν…» αφήνοντας κενό το όνομα. Ξέρουμε πως ήταν η μονή Προυσού, πληροφορία που υπάρχει πχ. στη βιογραφία του Καραϊσκάκη από τον Φωτιάδη.

Το γράμμα (μονοτονίζω αλλά, ετσι για αλλαγή, δεν αλλάζω την ορθογραφία)

Αδελφοί, Καπετάν Οδυσσέα και Καπ. Πανουργιά, σας χαιρετούμεν

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in 1821, τούρκικα, Όχι στα λεξικά, Παλιότερα ελληνικά | Με ετικέτα: , , , , , , , , , | 114 Σχόλια »

Δέκα λέξεις του Κασομούλη

Posted by sarant στο 28 Μαΐου, 2020

Καθώς πλησιάζει η επέτειος της επανάστασης του 2021, το ιστολόγιο δημοσιεύει, σποραδικά, άρθρα για τον μεγάλο ξεσηκωμό, συνήθως λεξιλογικά -αφού εδώ λεξιλογούμε.

Πέρυσι είχαμε δημοσιεύσει ένα άρθρο με λέξεις από τον Μακρυγιάννη, σήμερα θα δούμε το αντίστοιχο άρθρο με λέξεις από τα Ενθυμήματα Στρατιωτικά του Νικ. Κασομούλη. Είχαμε πει δυο λόγια για το σημαντικό έργο σε ένα πρόσφατο άρθρο μας που ήταν εστιασμένο σε μια έκφραση που παραδίδει ο Κασομούλης.

Ο Κασομούλης, είχαμε πει, δεν γράφει τη γλώσσα που μιλούσε. Προσπαθεί να γράψει σε καθαρεύουσα, και φαίνεται να προσπαθεί, σε πολλά σημεία, να «εξελληνίσει» τουρκικά ή ιταλικά δάνεια, συχνά κατασκευάζοντας δικούς του, όχι πάντα πετυχημενους, όρους. Αλλά δεν είναι, ευτυχώς, συνεπής σε αυτή την καθαριστική προσπάθεια, ενώ επίσης μεταφέρει σχετικά πιστά τους διαλόγους ή τα γραπτά τεκμήρια (που βεβαια και αυτά είναι, τα περισσότερα, σε γλώσσα σιδερωμένη).

Στο σημερινό άρθρο διαλέγω 10 λέξεις από το βιβλίο του Κασομούλη -είχα ξεκινήσει για 15, όμως με έπιασε φλυαρία και το άρθρο παραμεγάλωσε κι έτσι σταμάτησα στις δέκα. Για κάθε λέξη παραθέτω το σχετικό απόσπασμα, και γράφω δυο λόγια για την ετυμολογία και τη σημασία της καθεμιάς. Φυσικά διαλέγω λέξεις που δεν τις έχουν τα σύγχρονα λεξικά μας (ΛΚΝ, Μπαμπινιώτης, Χρηστικό), δηλ. ακολουθώ την ίδια προσέγγιση που είχα όταν κατάρτισα το λημματολόγιο του βιβλίου Λέξεις που χάνονται. Η παραπομπή γίνεται στην πεντάτομη έκδοση του Κασομούλη (εκδ. Βεργίνα) που έχω πρόχειρη. Είναι παρόμοια με την τρίτομη που υπάρχει στην Ανέμη, αλλά φυσικά σε άλλη σελιδοποιηση.

1. ειδίσματα

Σε συζητήσεις με Τούρκους για να γίνει ειρήνη στα Άγραφα, ο οπλαρχηγός Νικ. Στορνάρης θέτει όρους (Β26):

όταν επιστρέψετε τους αιχμαλωτισμένους αθώους με τα ειδίσματά των έως εις το βελόνι….

Λέξη της Ηπείρου και της Δυτικής Στερεάς περισσότερο, τα ειδίσματα είναι τα αντικείμενα του σπιτιού, σκεύη, ρούχα. Ωστόσο, σε πολλές χρήσεις είναι ειδικώς κοσμήματα, τιμαλφή, ακόμα ειδικότερα, οι βέρες των αρραβώνων. Για παράδειγμα, στον σπαραχτικο «Πολιτισμό εις το χωρίον» του Παπαδιαμάντη, ο μπάρμπα – Στέργιος, για να βρει τα έξοδα της ταφής του παιδιού του, δίνει στον άτεγκτο ενεχυροδανειστή μερικά ειδίσματα: δύο ασημένια σκουλαρίκια κι ένα δαχτυλίδι. Στα Απομνημονεύματά του ο Μακρυγιάννης αφηγείται ότι με δική του παρέμβαση αναγκάστηκε ο Παπαφλέσσας «να δώσει πίσου τα ειδίσματα ολουνών των ανθρώπων» που είχε λεηλατήσει.

Πάλι στον Κασομούλη (Γ226) γίνεται αναφορά στη γνωστή διαμάχη για την προίκα της κόρης της Μπουμπουλίνας (και χήρας του Πάνου Κολοκοτρώνη), όπου ο νέος της σύζυγος κατηγορούσε τον Γέρο ότι «κατακρατεί τα ειδίσματά της», εδώ με τη σημασία των κοσμημάτων.

2. ιλτιζάμι

Στορνάρης και Λιακατάς από το Μεσολόγγι γράφουν στον Κασομούλη:

Είδαμεν καλά τα όσα μας γράφετε διά τους λοφέδες μας, οπού ακόμα δεν εκατορθώσεταν τίποτες, παρά σας προβάνουν να πάρετε ιλτιζάμια [προσόδους] εις την Γαστούνην. Ημείς διά ιλτιζαμτζήδες [έμποροι προσόδων] δεν είμασθον όταν έπρεπεν, όχι τώρα οπού δεν έχομεν τελείως κατάστασιν.

Ιλτιζάμι είναι η εκμίσθωση του δικαιώματος είσπραξης φόρων του κράτους σε ιδιώτες, που γινόταν συνήθως έπειτα από πλειστηριασμό. Ο δικαιούχος προκατέβαλλε στο κράτος το ποσό που υπολογιζόταν να εισπραχθεί από τη συγκεκριμένη περιοχή και στη συνέχεια εισέπραττε τους φόρους ο ίδιος ή υπενοικίαζε με τη σειρά του το δικαίωμα είσπραξής τους.

Ήταν καθιερωμένος θεσμός στο οθωμανικό κράτος, συνήθως με ετήσια διάρκεια. Από τουρκ. iltizam. Ο κάτοχος του ιλτιζαμιού λεγόταν mültezim, που πρέπει να είναι η ίδια λέξη με το μουλτεζίμι που έχουμε στο τάβλι.

Εδώ, οι καπεταναίοι διαμαρτύρονται διότι, αντί για μισθό (λοφέδες) τούς υποσχέθηκαν το ιλτιζάμι της Γαστούνης, που όμως θα έπρεπε να έχουν κεφάλαια για να το πάρουν.

3. ίρτζι

Τον Μάιο του 1827, μετά τη μάχη του Ανάλατου, ο Κασομούλης που βρίσκεται ακόμα στο στρατόπεδο στην Καστέλα έχει ζητήσει από τον Γαρδικιώτη Γρίβα, ο οποίος έχει φύγει στη Σαλαμίνα, να επιστρέψει. Ο Γρίβας απαντάει (Γ435):

Μου γράφετε, αδελφοί, διά να έλθω· αν θέλω το ίρτζι μου [την τιμήν] να σηκωθώ να έρθω.

Η επεξήγηση είναι από τον Κασομούλη.

Λίγο νωρίτερα, τον Απρίλιο, οι Τούρκοι που ήταν οχυρωμένοι στο Μοναστήρι, δέχονται να παραδοθούν, «πλην να φυλαχθεί το ίρτζι των [υπόληψίς των] και να έβγουν με τα άρματά των και με τις αποσκευάς των»

Οπως έγραφα στις Λέξεις που χάνονται, ίρτζι είναι η τιμή, η αξιοπρέπεια, η υπόληψη. Τουρκικό δάνειο, από το irz, που σημαίνει «τιμή». Δεν υπάρχει σε κανένα λεξικό, παλιότερο ή νεότερο, εκτός από το Μείζον. Ωστόσο, χρησιμοποιείται πολύ σε κείμενα της εποχής του 1821, π.χ. «ή χάνομεν τα κεφάλια μας ή κάμνομεν το ίρτζι μας τεκμίλι» (την τιμή μας κλοτσοσκούφι), όπως διαβάζουμε σε επιστολή του Καραϊσκάκη στον Μαυροκορδάτο.

Όπως και στο παραπάνω απόσπασμα με τους πολιορκημένους, η λέξη χρησιμοποιείται αρκετά σε κείμενα συμφωνιών παράδοσης. Π.χ. ο Τρικούπης παραδίδει τη συνθήκη παράδοσης των Τούρκων του Νιόκαστρου το 1821 οπου οι Έλληνες καραβοκύρηδες δεσμεύονται «και να έχουμε χρέος να τους πηγαίνουμε εις την Αραπιά, εις Τούνεζι, εις το πόρτον Ακαλμπέντι με το ίρτζι τους και ζωήν τους και βιος τους, και χωρίς ναύλον».

Η φράση έχει γίνει διάσημη από την ταινία Ο ατσίδας, όπου ο Βέγγος ως σερβιτόρος θυμώνει όταν ο Ηλιόπουλος χτυπάει παλαμάκια, και δικαιολογείται λέγοντας: «Είναι το ίρτζι μου». Βέβαια, στη σημερινή χρήση, εξαιτίας του αποσπάσματος με τον Βέγγο, υπάρχει μετατόπιση της σημασίας: το ίρτζι έφτασε πια να σημαίνει την παραξενιά, την ιδιοτροπία, π.χ. «συγγνώμη που επιμένω πολύ στην καθαριότητα, αλλά είναι το ίρτζι μου»

Στο 0.50 του αποσπάσματος, το ίρτζι του Θρασύβουλα:

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in 1821, Όχι στα λεξικά | Με ετικέτα: , , , , | 156 Σχόλια »

Το καταντήσαμε Τζορτζίνα το κριτήριο…

Posted by sarant στο 7 Μαΐου, 2020

Στοιχηματίζω πως, στη φράση του τίτλου αρκετοί θα έχετε μια-δυο άγνωστες λέξεις και θα δυσκολεύεστε να βγάλετε νόημα, εκτός αν ξέρετε τη φράση, που είναι αρκετά διάσημη. Γκουγκλίζεται άλλωστε και ούτε έχω σκοπό να βάλω κουίζ, κάθε άλλο.

Αλλά να πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά. Πριν από δυο περίπου εβδομάδες, που είχαμε τη γιορτή του αγίου Γεωργίου, είχα γράψει ότι υπάρχει μια φράση «με το όνομα Γεωργία ή παραλλαγή του, αλλά δεν την αναφέρω τώρα διότι θέλω να τη βάλω σε ξεχωριστό άρθρο». Ε, σήμερα ήρθε το πλήρωμα του χρόνου γι’ αυτό το άρθρο. Πρέπει όμως να πω πως τα περισσότερα που θα διαβάσετε τα έχω αντλήσει από μια συζήτηση που έγινε στην ομάδα «Τα υπογλώσσια» του Φέισμπουκ.

Τα «Ενθυμήματα στρατιωτικά» του Νικ. Κασομούλη είναι από τα πιο σημαντικά έργα που γράφτηκαν από αγωνιστές του 1821. Ο Κασομούλης (1795-1872) ήταν Μακεδόνας και στην αρχή του ξεσηκωμού έδρασε στη Μακεδονία, αλλά μετά την ήττα της επανάστασης εκεί κατέβηκε νοτιότερα, πολέμησε μαζί με τον Καραϊσκάκη και ήταν στο πολιορκημένο Μεσολόγγι -μάλιστα αυτός συνέταξε την απόφαση για την Έξοδο και είχε τον γενικό συντονισμό της. Στο νεοελληνικό κράτος ακολούθησε στρατιωτική σταδιοδρομία και το 1832 έγραψε τα Ενθυμήματα.

Σε αντίθεση με τον Μακρυγιάννη, που ήταν σχεδόν αγράμματος (έχουμε γράψει για το θέμα) ο Κασομούλης, που ήταν νοικοκυρόπουλο, είχε πάει σχολείο και ήξερε γράμματα -μάλιστα, κατά καιρούς εκτελούσε εκτάκτως χρέη γραμματικού ή τον περνούσαν για γραμματικό, εξαιτίας και της νεαρής του ηλικίας. Δυστυχώς, αντί να γράψει στη γλώσσα που μιλούσε, στο βιβλίο του προσπαθεί να μιμηθεί την καθαρεύουσα που είχε ήδη υιοθετηθεί στο νεοπαγές κράτος, με αποτέλεσμα να σολοικίζει διαρκώς. Πέρα από τα πολλά ορθογραφικά λάθη, μπερδεύει τις σημασίες λέξεων (πχ χρησιμοποιεί το «παραχωρώ» σαν να σημαίνει «υποχωρώ» και αντίστροφα), κάνει παρανοήσεις, τις μετοχές τις χρησιμοποιεί αφειδώς αλλά δεν προσέχει πάντοτε τη συμφωνία γένους και αριθμού, υπερδιορθώνει και παρετυμολογεί (πχ φρούδα αντί φρούτα). Ο Βλαχογιάννης, που εξέδωσε και του Κασομουλη τα Ενθυμήματα, πλάι στου Μακρυγιάννη και τόσων άλλων αγωνιστών, συνεχώς στις υποσημειώσεις του επισημαίνει τα γλωσσικά αστοχήματα του κειμένου.

Όμως ο Κασομούλης διασώζει διαλόγους και φράσεις των αγωνιστών, που τις μεταφέρει στο κείμενό του χωρίς πολύ σιδέρωμα. Επίσης, η απλή καθαρεύουσά του δεν είναι ομοιόμορφη, αφού συνεχώς η ζωντανή γλώσσα σηκώνει κεφάλι και διεκδικεί τα δικαιώματά της. Πχ πολύ συχνά παραλείπει την εσωτερική αύξηση στα σύνθετα ρήματα (π.χ. επίμενε, αντίτεινα) -αλλά δεν θα γράψω τώρα άρθρο για τη γλώσσα του Κασομούλη, αν και θα άξιζε (υποθέτω πως θα έχει γραφτεί).

Λοιπόν, στον πρώτο τόμο των Ενθυμημάτων (αν έχετε την τρίτομη έκδοση), ο Κασομούλης αφηγείται τη δίκη του Καραϊσκάκη, που έγινε τέλη Μαρτίου του 1824 στο Ανατολικό (Αιτωλικό σήμερα) με την κατηγορία της συνεννόησης με τους Τούρκους -συγκεκριμένα, ότι ειδοποίησε τον φίλο του Ομέρ Βρυώνη πως οι Έλληνες έχουν σκοπό να επιτεθούν στην Άρτα.

Δικαστές ήταν, με απόφαση του Μαυροκορδάτου, άλλοι οπλαρχηγοί, χρέη προέδρου είχε ο γηραιός Γαλάνης Μεγαπάνου ή Πάνος και ρόλο εισαγγελέα, ας πούμε, είχε ο Πορφύριος Άρτης.

Οπότε διαμείφθηκε ο εξής διάλογος, όπως τον καταγράφει ο Κασομούλης:

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in 1821, Όχι στα λεξικά, Παλιότερα ελληνικά, Φρασεολογικά | Με ετικέτα: , , , , , , | 201 Σχόλια »

Πώς έγραφε ο Μακρυγιάννης

Posted by sarant στο 22 Ιανουαρίου, 2020

Καθώς πλησιάζει η επέτειος των 200 χρόνων από την επανάσταση του 1821 είναι επόμενο να αναζωπυρώνεται το ενδιαφέρον για κείμενα της εποχής -και ανάμεσά τους αναγκαστικά ξεχωριστή θέση έχουν τα Απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη, που είναι ίσως το μοναδικό εκτενές δείγμα κειμένου αγωνιστή του 1821 που μας έχει έρθει χωρίς να περάσει από το φίλτρο κάποιου εγγράμματου διαμεσολαβητή, όπως του Κολοκοτρώνη από τον Τερτσέτη.

Στο Διαδίκτυο μπορούμε να βρούμε το κείμενο του Μακρυγιάννη, ας πούμε στη Βικιθήκη. μπορούμε να μελετήσουμε τη γλώσσα του και να θαυμάσουμε το ύφος του. Αλλά για τη γλώσσα και για την προσωπικότητα του Μακρυγιάννη έχουν γραφτεί εκατοντάδες άρθρα και δεκάδες βιβλία, οπότε δεν θα έχει νόημα να πούμε κάτι ακόμα στο ιστολόγιο. Στο σημερινό άρθρο θα εστιαστούμε σε μια πτυχή που μάλλον είναι λιγότερο γνωστή, δηλαδή στο πώς από το χειρόγραφο του Μακρυγιάννη φτάσαμε στο κείμενο που έχουμε σήμερα και διαβάζουμε στην οθόνη μας.

Τα απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη τα χρωστάμε ολοκληρωτικά στον Γιάννη Βλαχογιάννη, τον ακαταπόνητο λόγιο που έβαλε σκοπό ζωής να σώσει από την αφάνεια και τη φθορά κάθε λογής αρχειακό υλικό, αλλά κυρίως υλικό σχετικό με το 1821. Ο Βλαχογιάννης έφερε στην επιφάνεια και εξέδωσε πάρα πολλά κείμενα, αλλά το διαμάντι του στέμματος, μπορούμε να πούμε, είναι τα γραφτά του Μακρυγιάννη.

Όπως έγραψε ο ίδιος, από τις έρευνές του σε παλιές εφημερίδες της εποχής του Όθωνα, είχε σχηματίσει την εντύπωση ότι ο Μακρυγιάννης, άνθρωπος που επιδίωκε επίμονα να εκφράζει τη γνώμη του στον Τύπο, ήταν πολύ πιθανό να είχε γράψει και κάποιου είδους απομνημονεύματα. Οπότε, ο Βλαχογιάννης άρχισε να επισκέπτεται ταχτικά τον γιο τού αγωνιστή, τον συνταγματάρχη του Μηχανικού Κίτσο Μακρυγιάννη, ο οποίος έμενε στο ίδιο σπίτι, και να τον πιέζει να ψάξει σε υπόγεια και σε κασέλες μήπως βρει γραφτά του πατέρα του. Και πράγματι, μια μέρα ο Κίτσος Μακρυγιάννης του ανάγγειλε με κραυγές χαράς πως μέσα σε έναν τενεκέ, χωμένο κάτω από παλιοκάσονα, είχε βρει μισοσαπισμένο ένα χειρόγραφο του στρατηγού.

Ο Βλαχογιάννης αφιέρωσε δεκαεφτά μήνες στην ανάγνωση και τη μεταγραφή του χειρογράφου. Τα απομνημονεύματα εκδόθηκαν αρχικά με έξοδα του Κίτσου Μακρυγιάννη και της αδελφής του.

Το χειρόγραφο του Μακρυγιάννη ίσως να το έχετε δει σε κάποιο οπισθόφυλλο. Ο στρατηγός γράφει με πολύ κόπο, στρογγυλά μεγάλα γράμματα, αλλά χωρίς τόνους και στίξη. Να μια σελίδα:

Τα βγάζετε τα γράμματα;

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in 1821, χειρόγραφα, Μεταγραφές κειμένων, Παρουσίαση βιβλίου | Με ετικέτα: , , , , | 164 Σχόλια »

Ο μοναδικός φίλος του Παπαδιαμάντη

Posted by sarant στο 19 Νοεμβρίου, 2017

Το σημερινό άρθρο βασίζεται σε ένα σύντομο σημείωμά μου στο περιοδικό Μικροφιλολογικά (τχ. 42, φθινόπωρο 2017) το οποίο σχολιάζει ένα σημείο από προηγούμενο άρθρο του Λάμπρου Βαρελά. Εδώ έχω ξαναγράψει και επεκτείνει πολύ το κείμενο.

Σε άρθρο της εφημερίδας Εμπρός με τίτλο «Πού έμενε ο Παπαδιαμάντης», που δημοσιεύτηκε στις 14.7.1911, λίγους μήνες δηλαδή μετά τον θάνατο του Παπαδιαμάντη, γίνεται λόγος για το τελευταίο ενδιαίτημα του Παπαδιαμάντη στην Αθήνα, ένα ημιυπόγειο δωμάτιο στη Δεξαμενή.

Στο άρθρο δεν αναφέρεται οδός και αριθμός, αλλά υπάρχει μια φωτογραφία του δωματίου, αυτή που βλέπετε αριστερά.

Το σύντομο άρθρο διεκτραγωδεί τη φτώχεια του Παπαδιαμάντη:

– Δέκα λεπτά ψωμί και πέντε λεπτά τυρί, άλλη μέρα πάλι έπαιρνε μια πεντάρα ψωμί και μία δεκάρα σαρδέλες τηγανιτές. Αυτό ήταν το φαγί του…

Και προσθέτει: Την πληροφορίαν μάς την δίδει ένας αχώριστος φίλος του, ο ιδιόρρυθμος τύπος της Δεξαμενής που όλοι τον φωνάζουν ‘κύριε Πρόεδρε’. Ο κύριος Πρόεδρος μας πληροφορεί επίσης ότι κάποτε εκερνούσε τον Παπαδιαμάντην κρασί και ότι κάθε Πάσχα του έκανε σπίτι του τραπέζι. Αυτά διά την ιστορίαν.

Στο άρθρο του «Το δωμάτιο του Παπαδιαμάντη στη Δεξαμενή» (Μικροφιλολογικά, τεύχος 41, σελ. 18) ο Λάμπρος Βαρελάς αναφέρει και άλλες πηγές στις οποίες γίνεται λόγος γι’ αυτόν τον κυρ Στέφανο. Κατ’ αρχάς, ο ίδιος ο Παπαδιαμάντης, σε γράμμα του από τη Σκιάθο στις 25.3.1909 προς τον Βλαχογιάννη γράφει: «Παρακαλώ, ειπέ εγκαρδίους ασπασμούς μου εις τον κυρ Στέφανον, τον Πρόεδρον. Ενθυμούμαι την φιλοξενίαν του και την μεγαλοψυχίαν και καλόκαρδον ευθυμίαν του, αυτάς τας ημέρας. Δύο Πάσχα έκαμα σπίτι του». (Και σε επόμενη επιστολή προς Βλαχογιάννη, στις 3.6.1909 ο Παπαδιαμάντης γράφει: Χαιρετίσματα και εις τον κ. Πρόεδρον).

Ο Λ. Βαρελάς αναφέρει επίσης ένα άρθρο του Κ. Βάρναλη, που δημοσιεύτηκε ανώνυμα στην Πρωία στις 2.5.1937 με τίτλο «Άλλοι καιροί. Το Πάσχα του Παπαδιαμάντη εις την Δεξαμενήν», όπου επίσης γίνεται λόγος για τον κυρ Στέφανο, τον Πρόεδρο.

Προσθέτω ότι ο κυρ Στέφανος εμφανίζεται σε ένα από τα πιο σημαντικά αθηναϊκά διηγήματα του Παπαδιαμάντη, τα Τραγούδια του Θεού, όπου μαθαίνουμε και το αρχικό γράμμα του επωνύμου του, που ήταν Μ., αν τουλάχιστον πιστέψουμε τον Παπαδιαμάντη (και γιατί να μην τον πιστέψουμε). Το διήγημα αυτό το έχουμε ξανασυζητήσει στο ιστολόγιο με αφορμή τη δεύτερη αθηναϊκή οικογένεια με την οποία διατηρούσε φιλικές σχέσεις ο Παπαδιαμάντης, του οπωροπώλη Νικόλα Μπούκη, που κατονομάζεται ολογράφως. Στο διήγημα δεν δίνονται πολλές πληροφορίες για τον κυρ Στέφανο, αλλά η περιγραφή της πασχαλινής ευωχίας είναι κλασική στη λογοτεχνία μας.

Έχουμε όμως την τύχη να γνωρίζουμε αρκετά γι’ αυτόν τον φίλο του Παπαδιαμάντη κυρίως μέσα από τα γραφτά του Κώστα Βάρναλη. Ειδικά στις αναμνήσεις που δημοσίευσε το 1935 στον Ανεξάρτητο, τις οποίες εξέδωσε ο Κώστας Παπαγεωργίου (Κέδρος 1981) με τον τίτλο Φιλολογικά απομνημονεύματα, ο Βάρναλης αφιερώνει πάνω από δύο σελίδες βιβλίου (σ. 78-80) στον κυρ Στέφανο, στο κεφάλαιο «Η φιλολογική μποέμ της Δεξαμενής». (Θα παραθέσω το πλήρες κείμενο πιο κάτω, εδώ δίνω μια περίληψη όπως τη δημοσίευσα στο περιοδικό, που είχε περιορισμένο χώρο).

Από εκεί μαθαίνουμε ότι ο κυρ Στέφανος ήταν παλαιότερα αμαξάς στο επάγγελμα, και μάλιστα πρόεδρος του σωματείου των αμαξηλατών. Όταν γέρασε άφησε το αμάξι στον γιο του αλλά κράτησε τον τίτλο του προέδρου και το καμάρι πως είχε μεταφέρει με το αμάξι του όλες τις διασημότητες της εποχής και πως είχε δει τον κόσμο «δυο μέτρα ψηλότερα από όλο το κοινό πλήθος των πεζών». Έμενε στην οδό Σπευσίππου και από τότε που σταμάτησε να δουλεύει σπανιότατα κατέβαινε στο κέντρο της Αθήνας, αν και είχε ταξιδέψει στο Παρίσι όπου ζούσε ο άλλος γιος του. Ήταν «το στοιχειό της Δεξαμενής» ή αλλιώς ο «Πρόεδρος της Δεξαμενής». Είχε παιδιάστικα γαλανά μάτια, ήταν κουρεμένος σύρριζα,  υπέφερε από ρευματισμούς και γι’ αυτό φορούσε χειμώνα-καλοκαίρι γκέτες, και του άρεσε να μιλάει με ελληνικούρες, διαστρέφοντας τις λέξεις (π.χ. νάπτες). Όταν έμαθε τον θάνατο του Παπαδιαμάντη στη Σκιάθο, ο κυρ Στέφανος θυμόσοφα αποφάνθηκε πως ο φίλος του «γλίτωσε από την κακοχυμία του κόσμου τούτου».

Ολοφάνερα ο Βάρναλης γνωριζόταν καλά με τον κυρ Στέφανο και όχι μόνο μέσω του Παπαδιαμάντη. Τον αναφέρει αρκετές φορές σε χρονογραφήματά του· ο κυρ Στέφανος συμπρωταγωνιστεί μαζί με τον Παπαδιαμάντη στο χρονογράφημα «Το Πάσχα του Παπαδιαμάντη» (Πρωία 23.5.1943) αλλά μνημονεύεται επίσης ανεξάρτητα από τον Σκιαθίτη τουλάχιστον σε άλλα τέσσερα χρονογραφήματα, δυο φορές όταν γίνεται λόγος για άμαξες και αμαξάδες («Περασμένα μεγαλεία», Πρωία 17.5.1941· «Ποδάρια και τροχοί», Προοδ. Φιλελεύθερος 27.5.1950), μια φορά («Καλώς όρισες!», Προοδ. Φιλελεύθερος 12.5.1950) όταν ο Βάρναλης παρεμπιπτόντως αναφέρει πως ο κυρ Στέφανος συνήθιζε να λέει για «ραβδαία βροχή» (αντί ραγδαία) και άλλη μια φορά («Απησχόλει…», Προοδ. Φιλελεύθερος 12.8.1950) όπου ο Βάρναλης γράφει:

Τι λέει η Γραφή, όπως την ερμήνευε ο κυρ Στέφανος της Δεξαμενής; «Μην απολύεις τον δούλον σου, δέσποτα», γιατί θα σε καβαλικέψει. Και μια και θυμηθήκαμε τον κυρ Στέφανο ας αναφέρουμε κι έναν από τους πολλούς θυμοσοφικούς αφορισμούς του: «Αυτός ο κόσμος είναι Δούναβης και Λαβύρινθος» δηλ. δούναι και λαβείν. Με τη διαφορά, πως πάντοτε το λαβείν πρέπει να είναι περισσότερο από το δούναι.

Ο Βάρναλης τον αποκαλεί μοναδικό φίλο του Παπαδιαμάντη, τον μόνο άνθρωπο που είχε το προνόμιο και την ελευθερία να τον πλησιάζει. Να σημειωθεί επίσης και μια άλλη μικροφιλολογική λεπτομέρεια: το άρθρο του Βάρναλη στην Πρωία, που αναφέρει ο Λάμπρος Βαρελάς, το οποίο αργότερα ο Βάρναλης το ενέταξε, με κάποιες αλλαγές, στο βιβλίο του «Άνθρωποι», είναι σημαντικό και για έναν άλλο λόγο: είναι το πρώτο της πολύχρονης και γόνιμης συνεργασίας του ποιητή με την εφημερίδα αυτή. Ανυπόγραφο βέβαια, εξαιτίας της δικτατορίας του Μεταξά, όπως και ανυπόγραφη ή ψευδώνυμη ήταν όλη η συνεργασία του Βάρναλη στην Πρωία ως τον Οκτώβριο του 1940.

Για να θυμηθούμε λοιπόν τον Παπαδιαμάντη και να γνωρίσουμε τον μοναδικό του φίλο, τον κυρ-Στέφανο, τον Πρόεδρο της Δεξαμενής, παραθέτω όσα έγραψε ο Βάρναλης το 1935 (σήμερα στα Φιλολογικά απομνημονεύματα):

Παπαδιαμάντης και Κονδυλάκης

Στη Δεξαμενή κυριαρχούσανε τότες και μας προκαλούσανε το σεβασμό οι άριστοι του πεζού και του ποιητικού λόγου της Ελλάδος. Ό Βλαχογιάννης με το μαύρο του μουστάκι (τότες), τη συν­οφρυωμένη του σοβαρότητα και ολιγολογία· ο Μαλακάσης ωραίος κι ευγενικός και υπερόπτης και… ονειροπαρμένος· ο Κονδυλάκης (λιγάκι αργότερα) μάς ήρθε με τα γαλανά του μάτια, την ανημποριά του να… κυβερνήσει τα πόδια του όταν περπατούσε, το αστρα­φτερό του πνεύμα και την απέραντη καλοσύνη του και εντιμότητα, που προσπαθούσε να τις κρύψει και τις δυο του αυτές αρετές σα να ήτανε η άδύνατη πλευρά του, κάνοντας αδέξια τον άγριο, τον κακό και το… μάγκα. Και κει στην άκρη, απομονωμένος απάνου σε μια καρέκλα, προσπαθώντας να πιάνει όσο μπορούσε λιγότερο τόπο στη ζωή, ο Παπαδιαμάντης με την αγιογραφική του γενειάδα και με γυρμένο το  κεφάλι στον αριστερό του ώμο, δειλός και αποφεύγοντας τις γνωριμίες και τις παρέες και μη κοιτάζοντας ποτέ τούς άλλους στα μάτια, βυθιζότανε στη μυστική ενατένιση των αγγελικών του οραμάτων.

Όλοι σεβόντανε τη μόνωσή του, τη δυστυχία του και το  μεγάλο του ταλέντο. Και κανένας δεν τον ανησυχούσε. Ένας μονάχα άνθρωπος είχε το  προνόμιο και την ελευθερία να τον πλησιάζει, οποτε ήθελε. ο πρόεδρος της Δεξαμενής, ο κυρ Στέφανος με τα παιδιάτικα γαλανά του μάτια, το  κουρεμένο σύρριζα κρανίο του, τα ποδήματα, που τα φορούσε μέσα από τα μπατζάκια του  πανταλονιού του χειμώνα – καλοκαίρι, με τη φιλοσοφική του απαισιοδοξία και το  ευγε­νικό κοίταγμα της ματαιότητας των άνθρώπων — και πιο πολύ με τη μανία του να διαστρέφει τη γραμματική της ελληνικής γλώσ­σας. Ο κυρ Στέφανος τον έπαιρνε τον Παπαδιαμάντη κάθε Πάσχα στο σπίτι του και του έκανε το τραπέζι. Κι ο Παπαδιαμάντης, ο κυρ Αλέξανδρος, όπως τον έλεγε ο πρόεδρος, για ν’ αρχίσει το  φαγί του, έπρεπε να πιει πρώτα μια κούπα κρασί. Την έπαιρνε με τις δυο του φούχτες, που τρέμανε σα να κρατούσε τα άγια των αγίων και την άδειαζε ολάκερη. «Ήτο ωραίον ρετσινάτο, όλον άρωμα και πτήσις και αφρός…», λέγει σε κάποιο του διήγημα. Και τώρα πείτε μου, αν άλλος ‘Έλληνας ποιητής αντίκρισε ποτές με τέτοιο βαθύ και λυρικό καημό το  κρασί, — «το άρωμα, την πτήσιν και τον αφρόν!». Η φήμη έλεγε πώς ήτανε αλκοολικός.

 

Οι νέοι ποιηταί και το σεληνόφως

Ο κυρ Στέφανος ήτανε αμαξάς στην εποχή των… γάμων του  διαδόχου. Και πρόεδρος του  σωματείου των αμαξηλατών. Είχε ένα ωραίο αμάξι με δυο άλογα και στάθμευε μπροστά στη «Μεγάλη Βρετανία». Είχε γνωρίσει και μεταφέρει με τ’ αμάξι του όλες τις επισημότητες του  παλιού καιρού κι είχε ιδεί τον κόσμο, όπως καυ­χιότανε μοναχός του, δυο μέτρα ψηλότερα από όλο το  κοινό πλήθος των πεζών ανθρώπων. Έτσι έπισκοπώντας «αφ’ υψηλού» τη ζωή είχε γνωρίσει καλύτερα απ’ όλους το βαθύτερο νόημά της, τη ματαιότητα. Κι όταν γερασμένος πιά παραχώρησε το… θρόνο του  αμαξιού στο γιο του, ήρθε κι «εγκατέστησε» στη Δεξαμενή, κάτου από τα πεύκα του καφενείου του κυρ Γιάννη, τα εβδομήντα του χρόνια, τούς ρευματισμούς του (γι’ αυτό φορούσε ποδήματα χειμώνα καλοκαίρι), την απαισιοδοξία του, την αγαθότητά του και τον τίτλο του προέδρου.

Ήτανε το  στοιχειό της Δεξαμενής. Μέσα σε τριάντα χρόνια κι απάνου δεν κατέβηκε στην πόλη παρά μια-δυο φορές. Αφού το  πρωί έπλενε τ’ αμάξι στην αυλή του  σπιτιού του (οδός Σπευσίππου) ανέ­βαινε κατά τις δέκα στο καφενείο με το  χοντρό του μπαστούνι, έπαιρνε βόλτες και στεκότανε μπροστά στα τραπεζάκια των γνω­στών του πελατών του  καφενείου στηριγμένος στο μπαστούνι του και πάντα «είχε τον λόγον».

 

Η φιλοσοφία του κυρ Στέφανου

Το βράδυ, μόλις άρχιζε να σουρουπώνει, ο κυρ Στέφανος χτυπώντας το μπαστούνι του στα χαλίκια κατηφόριζε για την πλατεία του Κολωνακιού. Πήγαινε στο φαρμακείο του  Γεωργιάδη κι εκεί, όπως ήτανε μαζεμένοι γιατροί και γειτόνοι «τούς τα έψελνε» ένα χεράκι:

— Είστε ψεύτες ούλοι σας. Παραδομανία και γυναικομανία — κι ύστερα τα σκουλήκια της γής. Κι οι παπάδες πρωί-βράδυ το  χαβά τους: «τον άρτον ημών τον επιούσιον δος ημίν σήμερον και άφες» (δώσε μας, Θεέ, να φάμε κι άσε μας ήσυχους, μη μάς σκοτίζεις!).

Αγράμματος όπως ήτανε, άκουε κι εξηγούσε, όπως αυτός ήθελε, τα διάφορα εκκλησιαστικά ρητά. το  «νυν απολύεις τον δούλον σου δέσποτα» το άκουε και το συμπλήρωνε έτσι: «μην απολύεις τον δούλον σου, δέσποτα, γιατί θα σε καβαλικέψει!».

Είχε τη μανία να μιλάει ΧΧΧ τις λέξεις και τα ονόματα. Τους «ναύ­τες» τούς έκανε… «νάπτες», τη «Δευτέρα»… «Δεπτέρα», το  «βρέχει ραγδαία»… «βρέχει ραβδαία», το  «μηδέν» «μεδέν», την «πλατεία των Ανακτόρων» «πλατεία των Ανάχθορ» κ.τ.λ.

Καταλαβαίνει κανείς, πως γι’ αυτές του τις ιδιορρυθμίες όλοι τον κάνανε γούστο και τον προκαλούσανε να λέγει. Μα και κανένας δεν του  φερνότανε άσκημα. Γιατί έξω από την ηλικία του και την αγα­θότητά του, ήτανε πολύ αξιοπρεπής. Δεν δεχόταν από κανένανε το  παραμικρό κέρασμα.

Κάποτε είχε πάγει στο Παρίσι να ιδεί έναν από τους γιους του, που ήταν εγκατεστημένος εκεί. Από το Παρίσι έστειλε μια κάρτα στον κυρ Γιάννη. Στην κάρτα αυτήν είχε γράψει μια σειρά θαυμαστικά κι άλλη μια σειρά μηδενικά κι από κάτου: «μεδέν ο κόσμος». Αυτή ήτανε η εντύπωση του  κυρ Στέφανου (πού είχε ιδωμένο τον κόσμο από δυο μέτρα ψηλότερα παρ’ όλοι οι άλλοι θνητοί) από την κοσμούπολη του  φωτός, της ομορφιάς και του  γλεντιού.

Όταν ήρθε ή είδηση στο καφενείο, πώς πέθανε ο Παπαδιαμάντης στη Σκιάθο, ο πρόεδρος, σαν άνθρωπος που περιμένει πολύ χειρότερα πράγματα σ’ αυτήν την κοιλάδα του Κλαυθμώνος περιορίστηκε να πει:

— Γλίτωσε από την… κακοχυμία του κόσμου τούτου!

Σημείωση: Η φράση «Είχε τη μανία να μιλάει ΧΧΧ τις λέξεις και τα ονόματα» είναι τυπωμένη στο βιβλίο χωρίς το ΧΧΧ, δηλαδή «Είχε τη μανία να μιλάει τις λέξεις και τα ονόματα». Με βάση και τα συμφραζόμενα, είναι σίγουρο πως λείπει τουλάχιστον μία λέξη (π.χ. «διαστρέφοντας» ή «παραμορφώνοντας») ενώ θα μπορούσε να λείπει και ολόκληρη αράδα (π.χ. «παραμορφώνοντας με πολύ πρωτότυπο τρόπο»). Δεν εχω πρόσβαση στη δημοσίευση στην εφημερίδα κι έτσι δεν ξέρω αν έτσι δημοσιεύτηκε εξαρχής.

Posted in Αθηναιογραφία, Αναμνήσεις, Μικροφιλολογικά, Παπαδιαμάντης, Φιλολογία, Χρονογραφήματα | Με ετικέτα: , , , , , , , | 79 Σχόλια »

Ή ποτέ σου δεν τις έφαγες ή ποτέ σου δεν τις μέτρησες

Posted by sarant στο 17 Οκτωβρίου, 2017

Ο μύθος λέει πως δίκαζαν κάποιον, και ο πασάς ή ο καδής (ή ο δικαστής, μην κολλάμε σε λεπτομέρειες) ατάραχος απάγγειλε την ποινή:

– Εκατό βουρδουλιές!

Και ύστερα, όπως θέλει το έθιμο, ρώτησε τον κατηγορούμενο αν έχει να πει τίποτα.

– Ή ποτέ σου δεν τις έφαγες ή ποτέ σου δεν τις μέτρησες, αφέντη, είπε εκείνος -κι έγινε παροιμία.

Δεν την έβγαλα από το μυαλό μου την ιστορία, την αφηγείται ο Γιάννης Βλαχογιάννης στην Ιστορική Ανθολογία του.

Η ιστορία αυτή μού ήρθε στο νου καθώς διάβαζα για την απόρριψη της αίτησης αναστολής της φυλάκισης της Ηριάννας Β.Λ. μέχρι να εκδικαστεί η υπόθεση στο Εφετείο. Παρόλο που, μεταξύ μας, δεν ήμουν και πολύ αισιόδοξος για την αίσια έκβαση της υπόθεσης, αυτό που κυρίως με εξόργισε ήταν τα αυτάρεσκα σχόλια του εισαγγελέα, ότι «δεν αποδείχτηκε ανεπανόρθωτη βλάβη» στη διδακτορική διατριβή της Ηριάννας αν συνεχιστεί η φυλάκιση έως την εκδίκαση της έφεσης.

Κοινώς, δεν χάθηκε ο κόσμος κι αν καθίσεις μέσα άλλους έξι μήνες τζάμπα και βερεσέ.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Αναδημοσιεύσεις, Δικαιώματα, Επικαιρότητα, Παροιμίες | Με ετικέτα: , , , | 160 Σχόλια »

Ο Αρχιμήδης και οι κύκλοι του -και άλλα τελευταία λόγια

Posted by sarant στο 14 Ιουλίου, 2016

Κοίταζα τις προάλλες σε ένα γαλλικό βιβλίο μια συλλογή με τα «τελευταία λόγια» μεγάλων ανδρών -και γυναικών βεβαίως. Τα «τελευταία λόγια» είναι μια πολύ ειδική κατηγορία αποφθεγμάτων: πρόκειται για φράσεις δηλαδή που τις είπαν συγγραφείς, στρατιωτικοί, πολιτικοί, καλλιτέχνες, διανοούμενοι, επιστήμονες, με δυο λόγια οι δυνατοί και οι διάσημοι του κόσμου, λίγο πριν πεθάνουν ή και την ώρα που πέθαιναν.

Οι τυχεροί, βέβαια, πεθαίνουν στον ύπνο τους, κι έτσι δεν αφήνουν κάποιον τελευταίο λόγο κληρονομιά στις επόμενες γενιές. Άλλοι, επίσης τυχεροί, περνούν τις τελευταίες τους στιγμές περιστοιχισμένοι από συγγενείς και φίλους –τότε προαισθάνονται το τέλος τους, κι αν έχουν τη δύναμη προφέρουν έναν τελευταίον αποχαιρετισμό. Άλλοι βγάζουν μια κραυγή αγωνίας. Μια ειδική περίπτωση που εύλογα υπεραντιπροσωπεύεται στους σχετικούς καταλόγους, είναι τα τελευταία λόγια που προφέρει κάποιος που ξέρει ότι θα πεθάνει από βίαιο θάνατο, συνήθως με εκτέλεση (στην αγχόνη, στη γκιλοτίνα, στο εκτελεστικό απόσπασμα) ή βλέποντας τον φονιά να πλησιάζει -όπως ο Καίσαρας, που λέγεται ότι είπε στον Βρούτο «και συ τέκνον;» -και μάλιστα στα ελληνικά.

Έτσι κι αλλιώς, τα τελευταία λόγια έχουν ενδιαφέρον όχι μόνο και όχι τόσο καθαυτά, αλλά επειδή τα είπε κάποιος διάσημος, σεβαστός, αγαπητός ή και μισητός. Η κραυγή αγωνίας «Φως! Περισσότερο φως!» πιθανότατα έχει ειπωθεί από πολλούς ετοιμοθάνατους –αλλά όταν ξέρουμε ότι την είπε ο Γκέτε αποκτά βάθος που δεν το έχει όταν το λέει ένας κοινός θνητός. Ακόμα περισσότερο, πάμπολλοι ανώνυμοι έχουν παραπονεθεί λέγοντας «Πονάω εδώ» χωρίς να μείνει στην ιστορία· όταν όμως το είπε (ça fait mal ici) ο ντε Γκολ, καταγράφτηκε, το ίδιο και το απελπισμένο Ωχ ωχ (oh wow τρεις φορές) του Στιβ Τζομπς.

Μια μάστιγα που πλήττει τα αποφθέγματα, ιδίως στην εποχή του Διαδικτύου, είναι η διάδοση ανύπαρκτων φράσεων, που ποτέ δεν τις είπε εκείνος στον οποίο αποδίδονται –πρόκειται για τα αποφεύγματα, σύμφωνα με τον όρο που έπλασε ο φίλος Νίκος Λίγγρης, όρο που τον έχω υιοθετήσει έκτοτε και τον χρησιμοποιώ στο ιστολόγιο. Στην περίπτωση των τελευταίων λόγων έχουμε κι έναν επιπρόσθετο παράγοντα νόθευσης: ότι τα τελευταία λόγια του εκλιπόντος τα μεταφέρει, φυσικά, κάποιος από τους παρευρισκόμενους, που δεν αποκλείεται να θέλησε να καλλωπίσει τα λεγόμενα και να τους προσθέσει ουσία αν τα πραγματικά τελευταία λόγια του εκλιπόντος τού φάνηκαν κοινότοπα –ή αν ο άνθρωπος πέθανε χωρίς να πει τίποτα. Το πρόβλημα βέβαια είναι άλυτο, αλλά δεχόμαστε πως ό,τι παραδίδεται από τις πηγές είναι έγκυρο.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Αποφθέγματα, Αρχαίοι, Το είπε/δεν το είπε | Με ετικέτα: , , , | 197 Σχόλια »

Ποδοκόπι, ιστορία μιας λέξης (συνεργασία του Ορεσίβιου)

Posted by sarant στο 22 Αυγούστου, 2014

Το σημερινό άρθρο είναι γραμμένο από την αρχή μέχρι το τέλος από τον Ορεσίβιο, τον παλιό καλό μου φίλο που έχει στείλει κι άλλες συνεργασίες του στο παρελθόν (θα ξεχωρίσω το άρθρο για τα Μουρτατοχώρια της Ηλείας). Εξετάζει εξαντλητικά, μπορώ να πω, την ιστορία μιας λέξης μισοξεχασμένης, αφού δεν περιλαμβάνεται στα μεγάλα σύγχρονα λεξικά μας (ΛΚΝ και Μπαμπινιώτη) ενώ υπάρχει σε παλαιότερα (Δημητράκο). Τον ευχαριστώ και μεταφέρω κοπυπαστηδόν όσα μου έστειλε, μην αλλάζοντας ούτε γιώτα.

 

ΠΟΔΟΚΟΠΙ, μια λέξη με μακρά οδοιπορία στο χρόνο και ενδιαφέρουσα (δική της) ιστορία.

Τώρα που οι φόροι πέφτουν στα κεφάλια μας σαν το κοκορόβι (έτσι λέμε στα μέρη μας το πολύ χοντρό χαλάζι), έχει ενδιαφέρον να παρουσιάσουμε την ιστορία και τις σημασίες της λέξης ποδοκόπι. Γιατί το ποδοκόπι φίλοι μου, παρ’ ότι τα λεξικά λένε ότι σημαίνει φιλοδώρημα, επιτρέψτε μου να παρουσιάσω ντοκουμέντα που αποδεικνύουν ότι επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, Επανάστασης του 1821 αλλά και επί δεκαετίες στη συνέχεια, σήμαινε κάτι πιο βαρύ από ένα απλό φιλοδώρημα. Ήταν τόσο πολλά τα υποχρεωτικά ποδοκόπια που πλήρωναν οι ραγιάδες (των Τούρκων αρχικά και των κοτζαμπάσηδων ελλήνων κυβερνητών στη συνέχεια) που τους ξεπαράδιαζαν. Ταχυδρόμους, στρατιώτες, καπεταναίους, αγροφύλακες, γιατρούς ως και στους δεσμοφύλακές τους κατέβαλαν ποδοκόπι.

Είναι μια … ιστορική λέξη και πιστεύω πως ο καλύτερες χώρος να παρουσιαστεί είναι στου Σαραντάκου, όπου Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία.

Το ποδοκόπι έχει βέβαια και άλλες σημασίες. Ας ξεκινήσουμε από τα λεξικά.

Τουρκοελληνικό λεξικό : bağış, bahşiş (μπαξίσι) = ποδοκόπι, φιλοδώρημα.

Λεξικό Δημητράκου: ποδοκόπιον, λέξη μεσαιωνική, δημ. ποδοκόπι (γράφεται και πεδοκόπι) και σημαίνει: 1. φιλοδώρημα δια παρασχεθείσαν μικρά τινα υπηρεσίαν, μπαξίσι, πουρμπουάρ. 2. Σπανίως ο κρότος ρυθμικού βηματισμού πολλών ομού, συγγ. ποδοβολή, ποδοβολητό.

Στην Ηλεία χρησιμοποιούμε τη λέξη ποδοκόπι όταν αναφερόμαστε σε κοπιώδη ποδαρόδρομο μεγάλης απόστασης («Τα δικά σας χωράφια είναι δίπλα στο χωριό. Εμάς μας τρώει το ποδοκόπι για να πηγαινορχόμαστε στην Κάπελη»).

Χρησιμοποιούμε ενίοτε και το ρήμα ποδοκοπώ: περπατώ ασταμάτητα πέρα – δώθε, συνήθως προκαλώντας θόρυβο («Σταμάτα παιδί μου να ποδοκοπάς. Μας ζάλισες!»).

Με την ίδια σημασία χρησιμοποιείται η λέξη και σε άλλες περιοχές της Πελοποννήσου.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Όχι στα λεξικά, Ιστορίες λέξεων, Μοριάς, Συνεργασίες, Τουρκοκρατία | Με ετικέτα: , , | 145 Σχόλια »

Φιλολογικός καβγάς για μια γαλοπούλα

Posted by sarant στο 29 Δεκεμβρίου, 2013

Την προηγούμενη Κυριακή παρουσίασα ένα αφήγημα του Μιλτιάδη Μαλακάση, δημοσιευμένο στο Μπουκέτο τα Χριστούγεννα του 1930, με αναμνήσεις από την παρέα της Δεξαμενής, στο γύρισμα του 20ού αιώνα, στο οποίο πρωταγωνιστεί ένας λόγιος, ο φοβερός Ευρυσθένης Τσανάκας, και μια γαλοπούλα, την οποία ο Τσανάκας βρήκε ξεκομμένη από το κοπάδι της και την μετέτρεψε σε χριστουγεννιάτικο έδεσμα, έναν πειρασμό στον οποίο ακόμα και ο άγιος των γραμμάτων μας, ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, δεν μπόρεσε ν΄ αντισταθεί, ίσως επειδή το κρασί του κυρ-Γιάννη, του καφετζή της Δεξαμενής, ήταν αγνό και γλυκόπιοτο, «όλον άρωμα και πτήσις και αφρός», όχι σαν το πετρέλαιο των άλλων καφενείων!

Όμως η ιστορία δεν τελείωσε εδώ. Ένας σημαντικός λόγιος αναγνώρισε τον εαυτό του στο πρόσωπο του Ευρυσθένη Τσανάκα και αντέδρασε με ένα βίαιο κείμενο που θα δούμε στη συνέχεια, στο οποίο όχι μόνο καταγγέλλει τον Μαλακάση ότι διαστρέβλωσε την αλήθεια σχετικά με το περιστατικό της γαλοπούλας, αλλά και περνάει σε αντεπίθεση διατυπώνοντας βαρύτατες κατηγορίες για το ποιόν και την ηθική συγκρότηση του «Θανάση», όπως παρονομάζει τον Μαλακάση, αφού τον κατηγορεί ότι συνδεόταν με πλούσιες γυναίκες για να τους απομυζά την περιουσία. Ο λόγιος αυτός ήταν ο Γιάννης Βλαχογιάννης, στον οποίο χρωστάμε, ανάμεσα στ’ άλλα, το ότι ανέδειξε τα Απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη.

Όπως ήταν φυσικό, ο Μαλακάσης αντέδρασε, και σε μια σύντομη επιστολή του έκανε λόγο για μήνυση -που δεν ξέρω αν έγινε, και τι απέγινε. Στο περιοδικό δημοσιεύτηκε και μια άλλη σύντομη επιστολή, του Κώστα Πασαγιάνη, ο οποίος αναφέρθηκε από τον Μαλακάση ως μάρτυρας του περιστατικού, αλλά διέψευσε ότι συνέβη ποτέ κάτι τέτοιο. Κι έτσι τελείωσε αυτός ο φιλολογικός καβγάς πριν από 83 χρόνια, ένας καβγάς που θα παρακολουθήσετε τώρα εσείς στα επόμενα.

Τα κείμενα έχουν εκσυγχρονιστεί ορθογραφικά. Ευχαριστώ πολύ τον Σκύλο της Βάλιας Κάλντας και τον Αλέξη για την πληκτρολόγηση.

ΑΜΟΛΑ!
[Δημοσιεύτηκε στο Μπουκέτο, 15.1.1931, με το εξής εισαγωγικό κείμενο του περιοδικού: Στο φύλλο των χριστουγέννων δημοσιεύτηκε μια φιλολογική σελίς, με τον τίτλο «Ένα γεύμα την παραμονή των Χριστουγέννων». Στη σελίδα αυτή απαντά σήμερα δια των κατωτέρω ο γνωστός λογογράφος, ιστορικός και Διευθυντής των Αρχείων του Κράτους κ Γιάννης Βλαχογιάννης]

(Κριτική όχι φιλολογική, μα κριτική αληθινή, σωφρονιστική και επανορθωτική του συγγραφέα του αριστουργηματικού και μόνου πεζογραφήματος περί Γαλοπούλας, γραμμένου από τον περίφημο στα Ελλ. Γράμματα Καζανόβα, εσχάτως επονομασθέντα και Θανάση, άρχοντα ξεπεσμένο, ποιητή χρεωμένο και πνευματικώς χρεοκοπημένο από τα Μποχωρογάλατα, κριτική συρραφείσα και εις βούρδουλα ματαβληθήσα από τον πεθαμένο κριτικό Τσανάκα, αργήσασα εξ αγνοίας του, αλλά τέλος φθάσασα από τα ύψη της Δεξαμενής).

Ο Καζανόβας ο νεότερος τρέμει τους ζωντανούς, ας είναι και «θρασύδειλοι». Γι΄αυτό παρασταίνει στο διήγημά του των ήρωα Τσανάκα πεθαμένο, και αφίνει ζωντανό τον άλλο ήρωα το Θανάση, δηλ. τον εαυτό του, να μιλεί ακράτητα. Αυτοί είναι οι δύο ήρωές του οι αριστουργηματικοί· ο ένας, σαν πεθαμένος, δε μιλεί, κι΄ο Θανάσης γενναία τα παραλέει, γιατί φαντάζεται πως δεν φοβάται τίποτα απ΄ τον πεθαμένο. Ο Δον Κισώτος έπλαθε φανταστικούς εχθρούς κι ύστερα τους πολεμούσε αλλά ο Καζανόβας ή Θανάσης, τους πεθαίνει πρώτα με το νου του, κι ύστερα τους πολεμάει. Μ΄αυτό τον τρόπο έχει την πλάνη πως είναι σίγουρος απ΄το κακό, σαν κάτι ζούδια που κρύβουν το κεφάλι τους στην τρύπα και λουφάζουν, ήσυχα πια για τη μικρή τους ύπαρξη.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Μικροφιλολογικά, Παλιότερα άρθρα, Περιοδικά, Φιλολογικοί καβγάδες | Με ετικέτα: , , , , , | 63 Σχόλια »