Πριν από δέκα μέρες, στις 30 Σεπτεμβρίου, είχαμε την Παγκόσμια ημέρα μετάφρασης. Με την ευκαιρία αυτή, η μεταφράστρια Μανίνα Ζουμπουλάκη δημοσίευσε στην Athens Voice ένα άρθρο με μεταφραστικά μαργαριτάρια, ερανισμένα από διάφορες πηγές -κάποια πρέπει να τα διάβασε εδώ στο ιστολόγιο, άλλα είναι από υποτίτλους ταινιών, άλλα από βιβλία.
Καθώς το θέμα του μεταφραστικού λάθους ενδιαφέρει ιδιαίτερα το ιστολόγιο, αναδημοσιεύω εδώ το άρθρο. Και επειδή η Μ.Ζ. αναφέρεται παρεμπιπτόντως σε ένα ενδιαφέρον μεταφραστικό πρόβλημα, τον αμερικανισμό fuckin’ και το πώς περνάει και στα ελληνικά, αποσπώ ένα μεγάλο κομμάτι από παλιότερο ενδιαφέρον άρθρο του Γιάννη Χάρη και το προσθέτω ως επίμετρο.
Πάντως, παρότι μεταφραστής (λάθος: επειδή είμαι μεταφραστής) διαφωνώ με την άποψη που προβάλλει ως προμετωπίδα η Μ.Ζ. στο άρθρο της, δηλαδή ότι «Ο,τι βιβλίο μπορώ να διαβάσω στη γλώσσα στην οποία γράφτηκε, το προτιμάω ορίτζιναλ, όχι μεταφρασμένο». Εννοώ ότι εγώ προτιμώ να τα διαβάζω μεταφρασμένα -ενίοτε και αντικριστά με το πρωτότυπο. Αλλά αυτά είναι επιλογές και προτιμήσεις, δεν χωράει σωστό και λάθος.
Παραθέτω πρώτα το άρθρο της Μανίνας Ζουμπουλάκη (εγώ που δεν διαβάζω Athens Voice το είδα στη Λεξιλογία, όπου αναδημοσιεύονται και άλλα ενδιαφέροντα για μεταφραστές άρθρα).
Σχόλια για τις μεταφράσεις και τους μεταφραστές με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Μετάφρασης, στις 30/9
από τη συγγραφέα και μεταφράστρια Μανίνα Ζουμπουλάκη
Athens Voice (3.10.2019)
«Ο Χ ένιωθε ετοιμοθάνατος», διαβάζω σε ένα (μεταφρασμένο από τα αγγλικά) βιβλίο. Πιο κάτω, ο Χ είναι ακόμα πιο ετοιμοθάνατος, και οι φίλοι του φωνάζουν, «πάμε για ετοιμοθάνατοι!»
Φυσικά κανένας δεν ενθουσιάζεται τόσο με την προοπτική να γίνει ετοιμοθάνατος, αλλά επειδή ο συγγραφέας είναι Σκωτσέζος, κι επειδή οι Σκωτσέζοι λένε “let’s get mortal” όταν ετοιμάζονται να βουτήξουν μέχρι τα αυτιά στο ουίσκι, να γίνουν λιώμα, κομμάτια, ρούγκλες, όπως λέμε εμείς στην Ελλάδα… αυτό που ήθελε να πει ο ποιητής δεν έχει καμιά σχέση με τον θάνατο. Λιωμίδης ήτανε ο Χ, και οι φίλοι του σκοπεύανε να πέσουν στα πατώματα, να κάνουνε κεφάλι, να σκυλο-μεθύσουν μέχρι αηδίας. (Εκτός που η λέξη, στα αγγλικά, σημαίνει «θανάσιμος» όταν ακολουθείται από ουσιαστικό, και «θνητός» όταν χρησιμοποιείται σκέτη. Και δεν κάνω την έξυπνη: από τα βιβλία έμαθα αγγλικά, με λεξικά και υπογραμμίζοντας τις άγνωστες λέξεις…).
Ο μεταφραστής δεν οφείλει βέβαια να ξέρει από Σκωτία —αρκεί να ξέρει από Ελλάδα: ο συγχωρεμένος Οδυσσέας Χατζόπουλος, Εκδόσεις «Κάκτος», μας έλεγε με πονηρό ύφος, «Δε με νοιάζει ακριβώς τι γράφει ο Άγγλος, με νοιάζει περίπου τι διαβάζει ο Έλληνας», και τον μελετάω πολλές φορές, όταν ξεμένω από αγγλικό/γαλλικό κείμενο και διαβάζω, αναγκαστικά, το μεταφρασμένο. Ή, όταν διαβάζω στα παιδιά μου παιδικά βιβλία, που είναι το απόλυτο σπλάτερ του μεταφραστή: «Γιατί ο Χάρυ είναι συνέχεια νευρικός;» ρωτούσαν (τα παιδιά μου), μια και το “he was nervous” (=ανήσυχος) έτσι μεταφράζεται σε όλα σχεδόν τα παιδικά. Ο εκδότης του παιδικού θεωρεί τα παιδιά χαζοβιόλικα, αλλιώς δεν εξηγείται το «πιο στο γόνατο, πεθαίνεις» του μέσου μεταφρασμένου παιδικού βιβλίου…
Αλλού, διαβάζω «δεν έχω την πρωτεύουσα στα χέρια μου». Ο ήρωας δεν έχει την πρωτεύουσα, ενώ κανονικά σκασίλα του για την πρωτεύουσα, θα έπρεπε να μην έχει το κεφάλαιο (“the capital” που σημαίνει και πρωτεύουσα αλλά και κεφάλαιο, και κεφαλαίο γράμμα, ανάλογα με τα συμφραζόμενα). Το κλασικό «δεν μπορεί να ξεχωρίσει τον πισινό του από τον αγκώνα του», που στα ελληνικά δεν σημαίνει ντιπ τίποτα μια και ο αγκώνας με τον πισινό, για όνομα, δεν έχουνε καμία σχέση… αλλά στα αγγλικά (“he can’t tell his ass from his elbow”) σημαίνει «δεν ξέρει τι του γίνεται», ή «είναι εντελώς ηλίθιος» ή «τα έχει χαμένα». Επίσης, ο ήρωας που βάζει και ξαναβάζει «μια κούπα καφέ» είναι ο Αμερικάνος (“a cup of coffee”) μια και ο Έλληνας βάζει ΦΛΙΤΖΑΝΙ και όχι ΚΟΥΠΑ, όσο καφέ κι αν πίνει.
Σε αστυνομικό μυθιστόρημα, ο ντέντεκτιβ ανακοινώνει με πρωτοφανή σκληρότητα στους τεθλιμμένους συγγενείς, «ο θείος σας ήταν καθυστερημένος». Ο θείος αποδεικνύεται στη συνέχεια διαβόλου κάλτσα, και ήταν απλώς “late”, που θα μπορούσε να αποδοθεί «άργησε να έρθει στο ραντεβού», ή στη συγκεκριμένη περίπτωση, «αποθανών, εκλιπών, συγχωρεμένος». Τον φόνο του θείου προσπαθούμε να εξιχνιάσουμε, άρα μάλλον έχει τινάξει τα πέταλα, αφού βρέθηκε σφαγμένος ΚΑΙ με δυο σφαίρες στο κεφάλι.
Το κλασικό στα αστυνομικά μυθιστορήματα είναι ο αλκοολικός ντέντεκτιβ που τρώει «ένα λιγδερό σάντουιτς». Έχει επίσης «λιγδερά μαλλιά», γενικά είναι αηδία σκέτη —ενώ θα μπορούσε να τρώει ένα σάντουιτς που στάζει λάδια/λεκιάζει τα χέρια του, και να είναι άλουστος, απλώς. Τα μαλλιά είναι «λιπαρά» και όχι «λιγδερά», όταν μας ζητείται να συμπαθήσουμε τον άλουστο. Αν είναι λιγδιάρης, είναι αντι-ήρωας. Και αν τρώει «με ένα λιγδερό κουτάλι»… σόρι, αλλά στα αγγλικά θα έτρωγε σε ένα “greasy spoon”, που σημαίνει καταγώγιο, φθηνό, τρυπο-ειδές μαγειρείο της γειτονιάς και όχι κουτάλι με λίπος.
Είναι γνωστές οι ιστορικές μεταφραστικές κοτσάνες: «Ο Άρσον είναι ύποπτος» από το “Arson is suspected”, άρα κάποιος πυρομανής έβαλε τα μαναφούκια και όχι ο Άρσον (που σημαίνει «εμπρησμός»), με τα χεράκια του. Ή ο τίτλος ελληνικής εφημερίδας του 1939 περί της μυστηριώδους χώρας «Νομανσλάνδης», που στην πραγματικότητα ήτανε «No man’s land». Ή το σάιτ που έβγαλε τίτλο πριν μερικά χρόνια, «Ο Χόλυ Κραπ, ο γιος του Κλιντ Ηστγουντ, είναι καυτός!», μεταφράζοντας στον αυτόματο το “Holy crap, Clint Eastwood’s son is super hot!”. Ο αυτόματος μεταφραστής είναι τσίρκο κανονικό, αλλά μιλάμε για λογοτεχνία, οπότε τον αφήνουμε ήσυχο. Οι σύγχρονες κοτσάνες δεν οφείλονται σε άγνοια της ξένης γλώσσας αλλά σε άγνοια της ελληνικής – όπως και στο ότι τα περισσότερα μαγαζιά (=εκδοτικοί οίκοι) δεν χρησιμοποιούν πλέον επιμελητές, ή οι επιμελητές πληρώνονται τρίχες, και οι μεταφραστές ακόμα τριχότερες τρίχες… Ίσως γι’ αυτό έχουν περάσει στη γλώσσα μας εκφράσεις όπως «η γαμημένη η δουλειά μου» (“my fucking job”) αντί για «τη γαμοδουλειά μου», όπως λέγαμε παλιά, ή «δεν έχω γαμημένο μέλλον» (“no fuckin’ future”) αντί για το ελληνικότατο «δεν έχω μέλλον, γαμώτο».
Αξεπέραστος παραμένει ο ρεσεψιονίστ που λέει στην ηρωίδα, «λυπάμαι, η κάμαρα είναι απασχολημένη». Η ηρωίδα δεν ρωτάει με ΤΙ απασχολείται η κάμαρα: Πλέκει; Παίζει τάβλι; Ανοίγει φύλο; Βάζει ρόλεϊ; Γιατί ξέρει ότι η γαλλική φράση “La chambre est occuppée” («το δωμάτιο είναι κατειλημμένο») έχει κακο-μεταφραστεί —θα μπορούσε να ήταν απασχολημένη αν ήτανε κομμώτρια, αλλά είναι κάμαρα, οπότε είναι κατειλημμένη, ας το πάρουμε απόφαση. Άλλο κοτσανο-ειδές από τα γαλλικά είναι ο ήρωας ο οποίος “il marche a côté de ses pantoufles”, που μεταφράζεται «βαδίζει πλάι στις παντόφλες του»… Αλλά στις γαλλόφωνες χώρες η έκφραση χρησιμοποιείται μεταφορικά και σημαίνει «δεν έχει επαφή με τον εαυτό του, δεν ξέρει τι του γίνεται», όχι βγάζει τις παντόφλες του βόλτα. Που δεν φωτίζει καθόλου τον ήρωα, στο ελληνικό κείμενο.
«Ανασήκωσε το δίδυμο τόξο των φρυδιών της» η ηρωίδα, και ο ήρωας «είπε τραβώντας το σκούρο υπογώνειό του», «Μα την αλήθεια, Ρότζερ!», που δεν το λέει κανένας Έλληνας, με ή χωρίς τον Ρότζερ (παρά μόνο σε θεατρικά έργα). Η φράση «μέρα με τη μέρα έδενε η ρόδινη σάρκα του» αναφέρεται σε μωρό και όχι σε τσόντα ή σε ψητό γουρουνόπουλο. Κάποιος είχε «μακριά, ποταμιστά γένια και μαλλιά», ενώ ο κακός της ιστορίας είχε «γκρίζα, σιδερόχρωμα μαλλιά» και φώναζε «Μα την αλήθεια!» με κάθε ευκαιρία.
Όλα αυτά και χίλια ακόμα, τα πετυχαίνω σε μεταφρασμένα αστυνομικά ή λογοτεχνικά βιβλία. Μου κόβεται η φόρα, όταν πέφτω πάνω σε τέτοια μαργαριτάρια, και βγαίνω από την ατμόσφαιρα του έργου, αλλά γελάω κι όλας. Γι’ αυτό τα σημειώνω εδώ, επειδή έχουνε την πλάκα τους…
Όπως είπα, μου κίνησε το ενδιαφέρον η αναφορά στη μετάφραση του fuckin’ και εγώ προσωπικά το my fuckin job δεν θα το απέδιδα «η γαμωδουλειά μου» αλλά «η κωλοδουλειά μου» και αν είχα τον υπότιτλο «put out that fucking cigarette» δεν θα τον απέδιδα ούτε «σβήσε το γαμημένο το τσιγάρο σου» ούτε «το γαμωτσιγάρο» αλλά «σβήστο το κωλοτσίγαρο».
Όμως τα έχει πει πολύ καλύτερα ο φίλος Γιάννης Η. Χάρης σε ένα παλιό του άρθρο. Μεταφέρω τα σχετικά αποσπάσματα:
Fucking, αυστηρώς ακατάλληλη λέξη
Πανηγύρισε άλλη μια φορά ο κόσμος της Μπαρτσελόνα για τα δύο γκολ του βιρτουόζου Λιονέλ Μέσσι στον πρώτο ημιτελικό του Τσάμπιονς Λιγκ με τη Ρεάλ. Ειδικά για το δεύτερό του, πανηγύρισε όλος ο ποδοσφαιρικός κόσμος: «Ο Μέσι είναι η γ…ένη αυθεντία» μετέφερε την αποθεωτική κραυγή ένα σχετικό ρεπορτάζ, έτσι γράφει κι ένα μπλουζάκι που διαφημίζεται στο ίντερνετ: «Messi is the fucking master». Ή «Μessi is a fucking hero», πάλι από το ίντερνετ.
Όμως Μέσσι και γαμημένος; όταν πρόκειται για πανηγυρισμούς;
Αυθεντία, μάστορας, τεχνίτης, αρχηγός, και «γαμημένος»; πάνε μαζί; Ή ήρωας «γαμημένος”; δεν στέκει! «Γαμάτος» θα λέγαμε εδώ, ή καλύτερα: «Ο Μέσσι είναι και γαμώ τους αρχηγούς / τους ήρωες» κτλ. Βέβαια, η αγγλική λέξη fucking σημαίνει καταρχήν ή γενικά «γαμημένος», και κατά κανόνα έτσι μεταφράζεται, εύλογα και μοιραία. Αλλά σωστά; τουλάχιστον: πάντα σωστά; Προφανώς όχι, όπως βλέπουμε στην περίπτωση του Μέσσι.
Υπάρχει βεβαίως η «νόμιμη» τρέχουσα χρήση: «Δεν αντέχω άλλο σ’ αυτό το γαμημένο σπίτι» μεταφράζουμε, ή και λέμε και στα ελληνικά. Εναλλακτικά; «… σ’ αυτό το κωλόσπιτο». Το ίδιο και το «γαμημένο βιβλίο», το «κωλοβιβλίο» κτλ. Πιο εύκολα πάντως ακούγεται, ή λέγεται, κατά τη γνώμη μου, το «γαμημένο» χωρίς το ουσιαστικό. Π.χ. ψάχνω το βιβλίο μου, ή όποιο άλλο αντικείμενο: «πού πήγε αυτό το γαμημένο;»
Λέμε ίσως «Πάρε / Τράβα το γαμημένο χέρι σου αποπάνω μου», όμως συχνότερα λέμε: «πάρ’ το ξερό σου», χωρίς τη λ. «χέρι», «κάτω τα κουλά σου» κ.ά. Όμως ο μεταφραστής θέλει το «γαμημένος», ο χρήστης το ίδιο, αύριο πιθανότατα θα έχει επικρατήσει, όπως γίνεται με πολλούς ξενισμούς.
Ώς τότε, ας προσέξουμε ότι στα αγγλικά η εξαιρετικά κοινόχρηστη αυτή λέξη μπορεί να μη λέει σχεδόν τίποτα, να μεταφέρει απλώς την ένταση της στιγμής, που άλλοτε επιδέχεται άλλη μετάφραση, άλλη λέξη, καθημερινή πάντως ή αργκό, κάποια περίφραση κτλ., άλλοτε παραλείπεται άνετα, ή και πρέπει να παραλειφθεί.
Παραδείγματα (η ελεύθερη απόδοση του fucking με πλάγια στοιχεία):
«Is anyone fucking hearing?» φωνάζει απελπισμένα κάποιος, ζητώντας βοήθεια για τον φίλο του που πεθαίνει: «Ακούει [ή: Δεν ακούει] κανείς, γαμώτο μου;»
«Don’t fucking move!» φωνάζει αγριεμένος ο ένας στρατιώτης στον άλλο, στο Tigerland: «Μην [τυχόν και] κουνηθείς!» μαζί ίσως με άλλη βρισιά, λόγου χάρη: παλιομαλάκα. Όπως και στο «You ’re sick, you ’re fucking sick!», «Είσαι άρρωστος, είσαι άρρωστος, ρε μαλάκα!» σε μια κομεντί του Τζέιμς Ρότζερς («Say it isn’t so»).
Αλλά, πάλι με αφορμή τη νίκη της Μπαρτσελόνα: «I’m fucking loving this game. I’m fucking loving this team»: «Τρελαίνομαι μ’ αυτό το παιχνίδι, τρελαίνομαι μ’ αυτή την ομάδα», «κόβω φλέβες» και πολλά άλλα, οτιδήποτε εκτός από κατά λέξη μετάφραση.
«Αm I happy? Of course I’m fucking happy», «Αν είμαι ευτυχισμένος; Και βέβαια είμαι ευτυχισμένος, άκου λέει!» απαντάει ενθουσιασμένος σε συνέντευξή του ο Ρόμπι Γουίλλιαμς.
«I can’t fucking hear you!», «Δεν [σας] ακούω, [μάγκες]!» φωνάζει στο κοινό ο Όζι Όσμπορν σε μια συναυλία.
«Αren’t you fucking ashamed?» «Δεν ντρέπεσαι, ρε συ;» εξαγριώνεται ο Ντε Νίρο, σε μια ταινία με τον Χάρβεϊ Καϊτέλ.
«You’re not fucking pregnant», «Εσύ δεν είσαι έγκυος, παναθεμά σε» ουρλιάζει η έγκυος στον αδιάφορο σύντροφό της, στην «Τελευταία μέρα ενός εργένη».
Προ καιρού είχα διασκεδάσει μ’ ένα ευρηματικό αλυσιδωτό μήνυμα (chain-mail), δημοσιευμένο στο πολύ ενδιαφέρον ιστολόγιο Gravity and the wind, παρωδία των αλυσιδωτών μηνυμάτων, το ηλεκτρονικό αντίστοιχο των παλιών δικών μας γραμμάτων προς τον άγιο Νεκτάριο. Έλεγε:
«Προωθήστε αυτό το μήνυμα […] και fucking nothing will happen… Το δοκίμασα δυο φορές και δούλεψε και τις δυο. Absolutely fucking nothing happened»: «Δεν θα συμβεί απολύτως τίποτα» και «Δεν συνέβη απολύτως τίποτα» μετέφραζε, «επί το ευγενικότερον», όπως έλεγε, ο ιστολόγος· κι όμως, μετέφραζε απολύτως σωστά. Ένα τόσο δα εμφατικό χρειάζεται λοιπόν.
Ή και τίποτα. Τι να βάλεις σ’ ένα τραγούδι του Εμινέμ («Love the way you lie»), λόγου χάρη, όπου το συναντούμε τρις (το παραλείπω στη μετάφραση):
She fucking hates me and I love it… (Με σιχαίνεται αλλά γουστάρω…)
Now you’re getting fucking sick… (Τώρα αρρωσταίνεις…)
If she ever tries to fucking leave again… (Έτσι και ξαναφύγει…)
Ώστε fucking, λέξη… αυστηρώς ακατάλληλη, ή σίγουρα επικίνδυνη, για μετάφραση.