Σήμερα κλείνουν σαράντα χρόνια από την εξέγερση του Πολυτεχνείου και προς στιγμή σκέφτηκα να αναδημοσιεύσω το περυσινό άρθρο, έστω επικαιροποιημένο. Επειδή όμως είναι Κυριακή, που βάζουμε λογοτεχνική και φιλολογική ύλη, αποφάσισα να βάλω ένα σχετικό λογοτέχνημα. Και τελικά κατέληξα να ευλογήσω τα γένια μου, αφού αποφάσισα να σας παρουσιάσω ένα δικό μου διήγημα, που περιλαμβάνεται στην πρώτη μου συλλογή διηγημάτων (Για μια πορεία, 1984) και που το είχα ανεβάσει στον παλιό μου ιστότοπο μαζί με άλλα λογοτεχνικά έργα για το Πολυτεχνείο. Η εικόνα είναι παρμένη από μια άλλη αναδημοσίευση του διηγήματος στον ιστότοπο της Bibliothèque.
Το Νοέμβρη, λοιπόν
Από τότε που το τανκς εκείνο το Νοέμβρη γκρέμισε την κεντρική πύλη τού Πολυτεχνείου, της οδού Πατησίων, η είσοδος αυτή δεν χρησιμοποιείται· εκείνη η συγκεκριμένη καγκελόπορτα, βέβαια, ρημαγμένη απ’ τις ερπύστριες, ωστόσο όχι ολότελα ξεχαρβαλωμένη, φυλάγεται κάπου σαν κειμήλιο του αγώνα και μοναχά στους γιορτασμούς εκτίθεται στο κοινό προσκύνημα. Αλλά και η τωρινή η πόρτα σπανιότατα ανοίγει, κι αυτό σ’ ανάλογες περιστάσεις, κατά τις επετείους δηλαδή. Μόνο τα παραπόρτια της άνοιγαν συχνά-πυκνά, αλλά κι αυτά τώρα κλειστά τα κρατούν, θαρρώ· έτσι όλος ο κόσμος, καθημερνώς, από τις πύλες των οδών Στουρνάρα και Τοσίτσα μπαινοβγαίνει, αλλά καθώς αυτή η τελευταία τα απογέματα κλείνει νωρίς, οι πιο πολλοί απ’ τη Στουρνάρα εξυπηρετούνται. Μπροστά στην πόρτα αυτή κόσμος μαζεύεται όχι μόνο τα πρωινά, αλλά ολημέρα, γιατί έχει καθιερωθεί από τους φοιτητές σαν μέρος για να δίνουν ραντεβού· κι έτσι, σε ώρες καίριες, σημαδιακές εξόδου, οχτώ-οχτώμιση ας πούμε, ή κι αργότερα, πλήθος θα βρεις εκεί να περιμένει, είτε πολλούς μαζί να κουβεντιάζουν μεγαλόφωνα, είτε μοναχικούς στημένους να μέμφονται το έτερον ήμισυ κοιτώντας κάθε λίγο το ρολόι τους, και δεν είναι σπάνιο δυο ή τρεις ξεχωριστές παρέες που ’χουνε δώσει εκεί τα ραντεβού τους να ενωθούν, κι όλοι μαζί να πάνε στο σινεμά ή στην ταβέρνα ή όπου αλλού. Συνήθως κάποιος αργοπορεί περισσότερον του δέοντος, οπότε οι σύντροφοί του φεύγουν αφήνοντας του μήνυμα, «Γιάννη θα ’μαστε εκεί κι εκεί», γραμμένο πάνω σε μια απ’ τις αφίσες — κατά προτίμηση να έχει άσπρο φόντο — που θα σκεπάζουν τις κολώνες εκατέρωθεν της πόρτας· γιατί οι αφίσες διακοσμούν ολοχρονίς τους εξωτερικούς τοίχους τού «ιδρύματος», ιδίως δε τις δυο πλευρές τού τετραγώνου, από την Πατησίων και τη Στουρνάρα, που και πιο πολυσύχναστες είναι, και άφθονο ωφέλιμο χώρο προσφέρουν στον αφισοκολλητή· βλέπεις, απ’ τη μεριά τής Μπουμπουλίνας το κτίριο έχει κάγκελα όπου ως γνωστόν είναι αδύνατο να κολληθεί επιτυχώς χαρτί, ενώ η Τοσίτσα είναι δρόμος ιδιόμορφος, στα εκεί παγκάκια και παρτέρια την αράζουν τουρίστες, υπερήλικες και ζευγαράκια ερωτευμένα που η πείρα απέδειξε πως σπάνια προσέχουν τη φωνή των τοίχων· έχει κι αυτή όμως το μερίδιό της. Στους τοίχους άλλωστε, εκτός από αφίσες, βρίσκεις και συνθήματα· άλλα είναι γραμμένα σε χαρτί και κολλημένα, οπότε λέγονται χαρτοπανώ, και άλλα έχουν κατευθείαν φιλοτεχνηθεί — με σπρέι και σπανιότερα μπογιά — απάνω στο γυμνό τοίχο· γράφουνε και με μαρκαδόρο, συνήθως ευφυολογήματα, αλλά αυτά δεν είναι ορατά παρά μονάχα εκ του πλησίον και δεν μπαίνουν στο λογαριασμό. Παλιότερα, όλη αυτή η δραστηριότητα δεν άρεσε καθόλου στη Σύγκλητο του ιδρύματος και σε τακτά χρονικά διαστήματα πλάκωνε συρφετός ολόκληρος κλητήρες, επιστάτες, θυρωροί, που αρματωμένοι με μάνικες και βούρτσες, με σπάτουλες και άλλα αιχμηρά αντικείμενα απογύμνωναν τους τοίχους μ’ αξιοπρόσεχτη επιμονή και υπομονή και έσβηναν, σκεπάζοντάς τα με μπεζ μπογιά, όσα συνθήματα ήσαν γραμμένα· παράλληλα, σε περίοπτα κι απρόσιτα σημεία, ψηλά-ψηλά, χέρι ανθρώπου να μη μπορεί να τα ζυγώσει, κάρφωσαν πινακίδες όμορφες μεταλλικές, που μας προέτρεπαν να σεβαστούμε το μνημείο· του κάκου βέβαια, γιατί εμείς οι ασεβείς διαρκώς κολλάγαμε, παρόλο που μας λέγαν ακαλαίσθητους. Και για να πούμε του στραβού το δίκιο, ακόμα και από αισθητικής πλευράς, συνήθως ήταν όμορφο το κτίριο ντυμένο ολόγυρα λογιώ-λογιώ πολύχρωμες αφίσες να σχηματίζουν διάφορα περίεργα κολλάζ όπως τυχαία βρίσκονταν η μια δίπλα και πάνω από την άλλη –και οπωσδήποτε, πολύ πιο όμορφο ήτανε τότε, παρά μετά από κάθε «επιχείρηση αρετής» του αφισοκτόνου αποσπάσματος, άθλιο θέαμα πεδίου μάχης οι τοίχοι, γεμάτοι ξέφτια θλιβερά χαρτιού, με τόπους-τόπους γκρίζα ή μπεζ μπαλώματα και από κάτω να αχνοφαίνονται τα ρωμαλέα κόκκινα γράμματα των συνθημάτων αλλά είπαμε –σύστημα λερναίας ύδρας, Παρασκευή απόγεμα τα καθαρίζανε, Δευτέρα βράδι είχαν πάλι ξεφυτρώσει και η διελκυστίνδα συνεχίστηκε μέχρι που πάψαν ν’ ασχολούνται με την αισθητική και την καθαριότητα οι συγκλητικοί μας.
Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »