Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία

Το ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου, για τη γλώσσα, τη λογοτεχνία και… όλα τα άλλα

Posts Tagged ‘Γιώργος Κάτος’

Η καρδιά μου δεν ισορρόπα

Posted by sarant στο 26 Μαΐου, 2021

Ένα μικρό άρθρο σήμερα, για ένα ραμόνι -όπως λέμε στο ιστολόγιο τα παρακούσματα τραγουδιών, του τύπου «με βιολί σαν του Ροβιόλη, θα χορέψουν κι οι διαβόλοι», ενώ κανονικά ο στίχος του Φέρρη λέει «με βιολί σαντουροβιόλι». Κι επειδή το σαντουροβιόλι είναι λέξη που δεν την ξέρουν όλοι, κάποιοι την αναλύουν λάθος και φαντάζονται πως υπήρξε κάποιος δεξιοτέχνης βιολιστής ονόματι Ροβιόλης. Αλλά αυτά τα ξέρετε, τα έχουμε ξαναπεί πολλές φορές, ας πούμε σε αυτό το παλιότερο άρθρο.

Πριν από μερικές μέρες κυκλοφόρησε στο Τουίτερ το εξής τιτίβισμα:

Σήμερα έμαθα ότι το τραγούδι λέει «Ώπα, καρδιά μου ισορρόπα» κι όχι ώπα η καρδιά μου η σορόπα.

ΜΗ ΜΟΥ ΜΙΛΑΤΕ ΑΦΗΣΤΕ ΜΕ ΜΟΝΗ ΜΟΥ

Παραλείπω το (γυναικείο) χρηστώνυμο, διότι δεν έχει νόημα να μεταφέρουμε συζητήσεις από άλλα μέσα -και, έτσι κι αλλιώς, η άποψη είναι διαδεδομένη. Επίσης, αλλάζω το «ώπα» σε «όπα» χωρίς να αλλάζει τίποτα.

Αν δεν είναι ειρωνικό, η κυρία που το έγραψε ομολογεί με συντριβή το λάθος μέσα στο οποίο ζούσε τόσα χρόνια, όταν νόμιζε ότι το γνωστό τραγούδι λέει «Όπα, η καρδιά μου η σορόπα» -και μόνο πρόσφατα είδε το φως της ή μάλλον άκουσε το σωστό, που είναι, όπως μας λέει, «Όπα, καρδιά μου ισορρόπα».

Για να πούμε την αλήθεια, ανάλογη «αποκάλυψη» συμβαίνει συχνά με τα ραμόνια. Κάθε φορά που δημοσιεύω άρθρο για ραμόνια, όπως το άρθρο για τον Ροβιόλη που λέγαμε (το έχω βάλει 2-3 φορές ήδη) πάντοτε βρίσκεται κάποιος που λέει «Μη μου πείτε ότι το τραγούδι λέει ‘σαντουροβιόλι’ κι όχι ‘σαν του Ροβιόλη’!» (ή: μη μου πείτε ότι λέει «στην οδό γράφει μόνος» κι όχι «στην οδό Γραφημώνος» κτλ.)

Μόνο που εδώ, έχουμε ανάποδο ραμόνι (ινομάρ). Θέλω να πω, το τραγούδι όντως λέει «η καρδιά μου η σορόπα», επομένως η φίλη τιτιβίστρια κακώς διορθώθηκε δηλ. κακώς πίστεψε ότι τόσον καιρό το άκουγε λάθος!

Βέβαια, ξαναλέω, μπορεί και να το γράφει ειρωνικά. Όμως έχω συναντήσει πολλούς στο Διαδίκτυο που πιστεύουν ότι όντως το σωστό είναι «ισορρόπα» και όχι «η σορόπα», όπως θα δούμε στη συνέχεια, οπότε το πιθανότερο (και το απλούστερο) είναι να το πάρουμε τοις μετρητοίς, ότι το εννοεί.

Αλλά να πάρουμε τα πράγματα από την αρχή, διότι είπα πιο πάνω «το γνωστό τραγούδι» χωρίς να αναφέρω για ποιο πρόκειται. Μπορεί να είναι πασίγνωστο, τουλάχιστον για τους παλιότερους σαν κι εμένα, αλλά ίσως κάποιοι να μην το ξέρουν -ή να μην έχουν αναγνωρίσει τους στίχους, για ποιο τραγούδι πρόκειται.

Είναι ένα αρχοντορεμπέτικο, που θα το θυμόμαστε κυρίως από την επανεκτέλεση της Βίκης Μοσχολιού, αλλά λέω να το ακούσουμε σε απόσπασμα από την εξαιρετική κωμωδία Ένα βότσαλο στη λίμνη με τον Βασίλη Λογοθετίδη (1952):

Ο τίτλος είναι «Άλα!» αλλά αρκετά συχνά αναφέρεται επίσης «Άνοιξε κι άλλη μπουκάλα». Μουσική του Μιχάλη Σουγιούλ, στίχοι των Αλέκου Σακελλάριου-Χρ. Γιαννακόπουλου.

Οι στίχοι:

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Advertisement

Posted in Κινηματογράφος, Λεξικογραφικά, Μεταμπλόγκειν, Ραμόνια, Ρεμπέτικα, Τραγούδια | Με ετικέτα: , , , , , , , , , | 119 Σχόλια »

Έφτασε στο νυν και αεί

Posted by sarant στο 23 Απριλίου, 2019

Καθώς μπήκε η Μεγαλοβδομάδα, ταιριάζει ένα άρθρο σαν το σημερινό, παρόλο που δεν συνδέεται άμεσα με την ειδικώς πασχαλινή φρασεολογία. Όπως όμως θα δείτε πιο κάτω, υπάρχει και κάποια σχέση με την επικαιρότητα.

Νυν και αεί θα πει «τώρα και πάντοτε», είναι φράση στερεότυπη που την ξέρουμε από την εκκλησία. Την ξέρουμε και για έναν ακόμα λόγο, τουλάχιστον οι της γενιάς μου, καθώς αποτελεί τον τίτλο ενός από τους πιο σημαντικούς δίσκους του έντεχνου τραγουδιού -εννοώ βέβαια το Νυν και αεί του Σταύρου Ξαρχάκου και του Νίκου Γκάτσου, με τη Βίκη Μοσχολιού και τον Νίκο Δημητράτο, έναν δίσκο του 1975 αν δεν κάνω λάθος, που τον είχαμε συζητήσει και παλιότερα στο ιστολόγιο, με αφορμή τη μυστηριώδη λιόστρα.

Το «νυν και αεί» υπάρχει και στη φρασεολογία μας. Λέμε λοιπόν «φτάνω στο νυν και αεί» εννοώντας, όπως λέει το λεξικό, εξαντλούμαι τελείως, φτάνω στο τέλος: H υπομονή μου έφτασε στο νυν και αεί. Δεν αντέχω άλλο, έφτασα στο νυν και αεί.

Τα ίδια περίπου βρίσκουμε και στα άλλα λεξικά, τόσο γενικά όσο και ειδικά, όπως το Λεξικό της λαϊκής και περιθωριακής γλώσσας του Γιώργου Κάτου, που γράφει (σε εικόνα διότι δεν επιτρέπει κοπυπάστη):

Στο βιβλίο μου «Λόγια του αέρα», όπου καταγράφω 1001 παγιωμένες ή στερεότυπες εκφράσεις, γράφω:

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Λεξικογραφικά, Μεταμπλόγκειν, Φρασεολογικά | Με ετικέτα: , , , | 117 Σχόλια »

Τζιμάνι, μια ανακεφαλαίωση

Posted by sarant στο 7 Νοεμβρίου, 2018

Στο σημερινό άρθρο θα πούμε πράγματα γνωστά στους ταχτικούς και στους ισχυρομνήμονες αναγνώστες του ιστολογίου, αφού θα ανακεφαλαιώσουμε πράγματα που έχουν ήδη γραφτεί σε σχόλια. Ανακεφαλαίωση σημαίνει και ανακύκλωση, σ’ ένα βαθμό, γι’ αυτό και ζητώ προκαταβολικά συγγνώμη που θα διαβάσετε πράγματα που τα έχουμε ξαναπεί και μάλιστα πολύ πρόσφατα.

Ωστόσο, η ανακεφαλαίωση είναι απαραίτητη κατά τη γνώμη μου, επειδή η αρχική συζήτηση είχε γίνει στα σχόλια ενός εντελώς άσχετου άρθρου, η δε αναφορά που έκανα προχτές δεν ήταν πλήρης. Με τη σημερινή ανακεφαλαίωση παρουσιάζεται πλήρης η εικόνα της ετυμολογίας της λέξης «τζιμάνι» έτσι ώστε να μπορεί κανείς να βρει σε ένα μέρος όλα όσα έχουμε πει και να τα σχολιάσει, ενώ ελπίζω ότι με τα σχόλιά σας μπορεί να ξεκαθαρίσουν μια-δυο εκκρεμότητες που υπάρχουν. Και άλλα άρθρα του ιστολογίου χρειάζονται τέτοιο νοικοκύρεμα.

Πράγματι, η αρχική συζήτηση είχε γίνει πριν από δυόμισι χρόνια, σε ένα άρθρο για τις λέξεις γέμελος και μπινιάρης (σημαίνουν και οι δυο «δίδυμος»). Εκεί, ο φίλος μας ο Κόρτο είχε αναρωτηθεί αν η λέξη «τζεμάλι», παράλληλος τύπος της γνωστότερης «τζιμάνι», μπορεί να προέρχεται από την ιταλική  gemelli (δίδυμοι).

Η εικασία αυτή δεν ήταν σωστή, αλλά αναπόφευκτα τέθηκε στη συζήτηση η ετυμολογία της λέξης «τζιμάνι». Βγάλαμε ορισμένα συμπεράσματα, τα οποία τα ανέφερα την περασμένη Παρασκευή, πολύ περιληπτικά, στην ομιλία μου για τα Ληξιαρχεία της γλώσσας, που αναδημοσιεύτηκε και εδώ προχτές. Η αναδημοσίευση προκάλεσε νέες συζητήσεις καθώς και κάποια ερωτήματα -που θα τα συζητήσουμε σήμερα.

Το αρχικό ερώτημα του Κόρτο είναι πολύ καλά διατυπωμένο:

Τζεμάλι: τζιμάνι ή τζεμάνι, ο πολύ ικανός, που καταπιάνεται με όλα και τα καταφέρνει όλα.
Γνωστή η λέξη από το τραγούδι του Αντώνη Νταλγκά το μπαγλαμαδάκι σπάσε:

«Ήτανε παιδί τζεμάλι, πρώτος στον λουλά
και τον εζηλεύαν όλοι μες τη γειτονιά».

Επίσημη ετυμολογία: αγγλ. g-man `ειδικός πράκτορας του FBI

Δεν πείθομαι ιδιαιτέρως με τον πράκτορα του FBI στην προπολεμική Ελλάδα. Υπάρχει καμιά άλλη προσέγγιση; Ίσως κάποια σχέση με τον γέμελο;

Να προσέξουμε ότι για το τζιμάνι όλα τα λεξικά: ΛΚΝ, Μπαμπινιώτη (Γενικό αλλά και Ετυμολογικό), Χρηστικό, αλλά και το πρόσφατο ΜΗΛΝΕΓ, δίνουν την ίδια ετυμολογία, με την ίδια διατύπωση. Αυτή η ομοφωνία είναι βέβαια σημαντικό στοιχείο, αλλά όποιος έχει λεξικογραφική πείρα ξέρει ότι πολλές φορές δεν σημαίνει και πάρα πολλά: όταν δεν έχει προβληθεί κάποια εναλλακτική άποψη, τα λεξικά συνηθίζουν να υιοθετούν τις ετυμολογίες των προγενέστερων -είναι ανθρωπίνως αδύνατο να κάνεις ειδική ετυμολογική έρευνα για κάθε μία από τις χιλιάδες λέξεις του λεξικού σου, οπότε φυλάς τους πορους σου για τις αμφισβητούμενες περιπτώσεις. Για τη λέξη «τζιμάνι» δεν είχε εγερθεί ως τώρα αμφισβήτηση.

Ώστε τζιμάνι ο τζι-μαν, ο πράχτορας του FBI, ικανός, έξυπνος και γενναίος, που λογικό είναι να αποτελεί αντικείμενο θαυμασμού, και που θα μπορούσε να έχει περάσει και στην ελληνική γλώσσα μέσα από τις ταινίες του υποκόσμου και τα περιοδικά τύπου Μάσκας. Αυτή την εξήγηση την δεχόμουν κι εγώ, κι αν ανατρέξετε στη συζήτηση στο προπέρσινο άρθρο θα δείτε ότι αρχικά αυτήν υποστήριζα και ήμουν δύσπιστος σε εναλλακτικές εξηγήσεις -όμως, επειδή έχω μάθει πια να μην ερωτεύομαι ετυμολογίες και θεωρίες, όταν είδα ότι τα στοιχεία υπέρ της εναλλακτικής θεωριας ήταν παραπάνω από πειστικά, αναθεώρησα.

Διότι, το βασικό εδώ είναι η χρονολόγηση, και το λέει θαυμάσια ο Κόρτο πιο πάνω: δεν πείθει ιδιαίτερα ο πράκτορας του FBI στην προπολεμική Ελλάδα. Στη μεταπολεμική, θα έπειθε. Αφενός επειδή, με εξαίρεση τις ναυτικές λέξεις, είναι ελάχιστες οι λέξεις που πέρασαν απευθείας από τα αγγλικά στα ελληνικά, χωρίς δηλ. να μεσολαβήσει η γαλλική ή η ιταλική, πριν από το 1945.

Για να γενικεύσω λίγο, νομίζω ότι αυτός ο εμπειρικός κανόνας έχει ισχύ σχεδόν αξιώματος: δεν υπάρχουν λαϊκά δάνεια απευθείας από τα αγγλικά στην προπολεμική γλώσσα, εκτός ναυτικών λέξεων και ειδικής ορολογίας (πχ. σπορ). Κάποιοι προτείνουν σαν πιθανό δίαυλο δανεισμού τους μετανάστες, που κάποιοι από αυτούς (λίγοι πάντως) επέστρεφαν ήδη από τα πρώτα χρόνια του 20ού αιώνα, αλλά δεν ξέρω καμιά λέξη που να μπήκε στην ελληνική γλώσσα από τους ελληνοαμερικάνους μετανάστες πριν το 1940. Ξέρετε εσείς;

Αυτό θα αρκουσε, αλλά υπάρχει και μια επιπρόσθετη δυσκολία, ότι και τα αγγλικά ο όρος G-man, από τον οποίο υποτίθεται ότι φτιάχτηκε η ελληνική λέξη, εμφανίζεται μάλλον αργά. Το 1930 κατά το etymonline που επαναλαμβάνει την αναφορά του OED (η παλαιότερη ανεύρεση του 1917 αφορά ιρλανδική χρήση και δεν μας ενδιαφέρει), το 1928 κατά τo Merriam-Webster. Μιλάμε για πρώτες ανευρέσεις, αλλά ο όρος έγινε γνωστός και ευρέως διαδεδομένος αργότερα, ίσως στα χρόνια του Β’ Παγκ. Πολέμου (απ’ όπου και η αφίσα αριστερά).

Είναι δύσκολο μέσα σε λίγα χρόνια από την πρώτη εμφάνισή του, ενώ καλά καλά δεν είχε διαδοθεί ευρέως ο όρος στην Αμερική, να πέρασε στην Ελλάδα, και ειδικά και μόνο στην Ελλάδα χωρίς να περάσει σε άλλες χώρες. Δεν είναι αδύνατο, αλλά είναι πολύ δύσκολο.

Χαρακτηριστικό είναι ότι ο Γιώργος Κάτος, στο λεξικό της περιθωριακής γλώσσας, γράφει για τη λέξη τζιμάνι: ότι διαδόθηκε στην Ελλάδα μεταπολεμικά από τα αμερικανικά αστυνομικά έργα όπου πρωταγωνιστής, δηλ. τζίμαν, ήταν ο αστυνομικός Λέμι Κόσιον που τον ερμήνευε ο Έντι Κονσταντίν. Ο Κάτος είναι καλός ερευνητής αλλά δεν είναι ιστορικός γλωσσολόγος και εδώ αστοχεί διότι η λέξη «τζιμάνι» έχει μπει στη γλώσσα μας πριν από το 1945.

Καιρός όμως να ανατρέξουμε στα σώματα κειμένων, να δούμε πότε εμφανίζεται ο τύπος «τζιμάνι» και ο παράλληλος τύπος «τζιμάλι» και «τζεμάλι».

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Ανακεφαλαιώσεις, Γλωσσικό ληξιαρχείο, Ετυμολογικά, Ιστορίες λέξεων, Λεξικογραφικά, Ρεμπέτικα | Με ετικέτα: , , , , , | 150 Σχόλια »

Τι ήταν το «άγαλμα» στο τραγούδι του Λευτέρη Παπαδόπουλου;

Posted by sarant στο 11 Οκτωβρίου, 2018

Διάβασα κάπου ότι ο δίσκος «Ο δρόμος» του Μίμη Πλέσσα και του Λευτέρη Παπαδόπουλου, με βασικό ερμηνευτή τον Γιάννη Πουλόπουλο, που κυκλοφόρησε το 1969, έχει κάνει τις περισσότερες πωλήσεις από όλους τους ελληνικούς δίσκους μακράς διαρκείας, ξεπερνώντας το 1 εκατομμύριο ήδη από την εποχή του βινυλίου.

Τον δίσκο τον ξανάκουσα τώρα, πριν γράψω το άρθρο, και, πέρα από την απόλαυση και τη νοσταλγία, πρόσεξα λίγο περισσότερο τους στίχους του Λευτέρη Παπαδόπουλου, που αγγίζουν κατά τη γνώμη μου τη στιχουργική τελειότητα. Μπορείτε να θυμηθείτε κι εσείς τη θαυμάσια αυτή δουλειά εδώ, αλλά στο σημερινό άρθρο δεν θ’ ασχοληθούμε με ολόκληρο τον δίσκο, αλλά μ’ ένα μονάχα τραγούδι του, το πασίγνωστο Άγαλμα. Ας το ακούσουμε:

Το μόνο κακό μ’ αυτά τα τραγούδια, αναπόφευκτο για εμάς τους κάπως μεγαλύτερους, είναι ότι τα έχουμε ακούσει χιλιάδες φορές κι έχουν, όσο και να το κάνεις, κάπως τριφτεί.

Όμως εδώ δεν θα μουσικολογήσουμε, αλλά ούτε και θα λεξιλογήσουμε -έτσι γι’ αλλαγή. Θα μυθολογήσουμε ή πιο σωστά θ’ ασχοληθούμε με κάτι που λέγεται για το τραγούδι αυτό, που το βρίσκω αβάσιμο -και με έναυσμα τη συγκεκριμένη περίπτωση, θα πούμε και μερικά γενικότερα πράγματα.

Λοιπόν, πριν από μερικές μέρες, ο συγγραφέας Χρήστος Χωμενίδης ανέβασε στον τοίχο του στο Φέισμπουκ το γιουτουμπάκι με το Άγαλμα, συνοδεύοντάς το από το εξής σχόλιο:

Θα μαλλιάσει η γλώσσα μου να το επαναλαμβάνω.

Ο Λευτέρης Παπαδόπουλος δεν είναι παράφρων να βάζει τον ερωτοκαμμένο ήρωά του να πιάνει την κουβέντα με προτομές ή με αδριάντες ηρώων ή ευεργετών.

«Αγάλματα» έλεγαν στον καιρό του τις κοπέλες που έκαναν πεζοδρόμιο, που έστεκαν στο ίδιο πόστο με καύσωνα ή με αγιάζι. Από μια τέτοια παρηγορείται ο ήρωας του τραγουδιού. Ακούστε το έτσι και θα σάς φανεί ασυγκρίτως συγκινητικότερο.

Πριν προχωρήσω, και επειδή μας διαβάζουν και παιδιά, να παρατηρήσω ότι κανονικά ο «ερωτοκαμένος», όπως και ο σκέτος καμένος γράφονται με ένα μι. Ο υπουργός Πάνος μπορεί να γράφει όπως θέλει το επώνυμό του, όπως και ο πρώην πρωθυπουργός κ. Πικραμμένος, αλλά οι μετοχές αυτές γράφονται κανονικά με ένα μι, καμένος, πικραμένος. Αλλά πλατειάζω.

Λοιπόν, ο Χρ. Χωμενίδης προβάλλει τον εντυπωσιακό ισχυρισμό ότι λάθος ακούγαμε τόσα χρόνια το κοσμαγάπητο αυτό τραγούδι, ότι θα ήταν παράφρων ο Λευτέρης Παπαδόπουλος αν έβαζε το άγαλμα να σκουπίζει τα μάτια του άτυχου ερωτευμένου, ότι στην καθομιλουμένη της εποχής έλεγαν «αγάλματα» τις κοπέλες που έκαναν πεζοδρόμιο και ότι μια τέτοια κοπέλα παρηγόρησε τον νεαρό. Η ανάρτηση είχε αρκετή απήχηση, αφού αναδημοσιεύτηκε 29 φορές.

Οι εντυπωσιακοί ισχυρισμοί χρειάζονται και εντυπωσιακά καλή τεκμηρίωση, και ο Χωμενίδης δεν παρουσιάζει κανένα τεκμήριο που να στηρίζει τα όσα λέει. Ομολογώ ότι, αν και μεγαλύτερος σε ηλικία, δεν έχω πουθενά συναντήσει να αποκαλούν «αγάλματα» τις κοπέλες που κάνουν πεζοδρόμιο. Τροτέζες, ναι. Καλντεριμιτζούδες, ναι. Αγάλματα, όχι.

Θα μου πείτε, μπορεί να το λέγανε και να μην το ξέρω. Ωστόσο, ανέτρεξα και σε λεξικά, γενικά και ειδικά, χωρίς αποτέλεσμα. Στο πληρέστατο λεξικό Γεωργακά, που συντάχθηκε ακριβώς στη δεκαετία του 1960, δεν υπάρχει καμία αναφορά τέτοιας σημασίας. Θα μου πείτε, ήταν όρος της αργκό. Μα, ούτε στο λεξικό της Λαϊκής, του Δαγκίτση, ούτε στο λεξικό της πιάτσας, του Καπετανάκη βρίσκω τίποτα. Ούτε στο slang.gr, αλλά ούτε και στο, εξαντλητικά πλήρες, Λεξικό της Λαϊκής και της Περιθωριακής Γλώσσας, του Γιώργου Κάτου, που υπάρχει ονλάιν.

Αλλά ποιος ο λόγος να προσφεύγουμε σε λεξικά για ένα κείμενο που ο δημιουργός του ζει και βασιλεύει. Κάποτε που είχα αμφιβολία αν καταλαβαίνω σωστά έναν στίχο του Φώντα Λάδη, του έστειλα μέιλ και τον ρώτησα (και είχα καταλάβει λάθος). Επειδή όμως δεν έχω την τύχη να γνωρίζω τον Λευτέρη Παπαδόπουλο, καταφεύγω σε μια συνέντευξή του στο Ποντίκι, όπου, για καλή μας τύχη, μιλάει για το τραγούδι αυτό.

Αυτά που γράφετε στους στίχους σας είναι πράγματα που έχετε ζήσει ή που θα θέλατε να έχετε ζήσει;
Κατά κανόνα, πράγματα που έχω ζήσει, αλλά, όταν γράφεις, δημιουργείς στην ψυχή σου συνθήκες που σου επιτρέπουν να γράψεις. Τα περισσότερα μπορεί να είναι επινοημένα. Αλλά ξέρεις, για παράδειγμα, πώς είναι να είσαι προδομένος, να πονάς. Το «Άγαλμα» μιλάει για απεριόριστη μοναξιά. Αυτός δεν έχει να πάει πουθενά, πού να μιλήσει, είναι όλες οι πόρτες σφαλιστές. Το άγαλμα τον ακούει, και φεύγει από το βάθρο του για να τον συντροφέψει στον δρόμο.

Κατόπιν τούτου, θαρρώ πως είμαστε αναγκασμένοι να συμπεράνουμε πως  η εκδοχή που πλασάρει ο Χ. Χωμενίδης δεν έχει καμιά σχέση με την πραγματικότητα. Γράφω «που πλασάρει», διότι βλέπω στον ιστότοπο των στίχων να αναφέρεται η ίδια θεωρία από το 2006: Ίσως να χαλάω την εικόνα που μπορεί να έχει κάποιος όσον αφορά το υπέροχο αυτό άσμα, αλλά πρέπει να ξέρετε ότι τις δεκαετίες 60-70, αγάλματα αποκαλούσαν τις γυναίκες του πεζοδρομίου. Ίσως αυτό εννοούσε ο Παπαδόπουλος.

Θα μου πείτε, δεν ενισχύει αυτό τη θεωρία Χωμενίδη; Δεν θα το έλεγα. Το ότι υπάρχουν και άλλοι που διαδίδουν την ίδια θεωρία, σημαίνει απλώς ότι είναι κάτι που έχει ειπωθεί από παλιότερα και ότι δεν το σκέφτηκε τώρα ο Χ. Χωμενίδης. Για να φέρω ένα άλλο παράδειγμα, μόλις χτες είδαμε ότι, σύμφωνα με δεκάδες ιστότοπους, η παρετυμολογία της Αιγύπτου από τη φράση «υπτίως του Αιγαίου» οφείλεται στον αρχαίο γεωγράφο Στράβωνα. Κι όμως αυτό δεν ισχύει. Επειδή κάτι το επαναλαμβάνουν πολλοί δεν σημαίνει ότι ισχύει.

Και εδώ που τα λέμε, στα δικά μου τουλάχιστον τα μάτια είναι εξαιρετικά υποβλητική η εικόνα του άψυχου, χάλκινου ή μαρμάρινου, ψυχρού αντικειμένου που συγκινείται από τον καημό του νεαρού και βουρκώνει -και μετά κατεβαίνει από το βάθρο του για να τον παρηγορήσει. Με απογοητεύει ότι ένας συγγραφέας βρίσκει «παραφροσύνη» την ποιητικότατη αυτή εικόνα, που βέβαια αντλεί από ένα γνωστό μοτίβο της παγκόσμιας λογοτεχνίας, που το βρίσκουμε π.χ. στον Ντον Ζουάν του Μολιέρου (και στην όπερα Ντον Τζοβάνι του Μότσαρτ), και στο παλιότερο έργο του Τίρσο ντε Μολίνα και στον θρύλο του Δον Ζουάν, όπου το άγαλμα του Διοικητή κατεβαίνει από το βάθρο του, όχι από συγκίνηση πια αλλά για να τιμωρήσει τον αμαρτωλό κεντρικό ήρωα. Δεν θα έλεγε βέβαια κανείς… παράφρονα τον Μολιέρο ή τον Λορέντσο ντα Πόντε.

Για να γενικεύσουμε λίγο, και να μη μου πείτε ότι σπατάλησα ολόκληρο άρθρο για να διορθώσω τον καημένο τον Χωμενίδη, τέτοιες «ανασκευές» είναι συχνές τον καιρό του Διαδικτύου. Πολύ χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα με τη φράση «πράσινα άλογα» που τη λέμε για κάτι το παράλογο. Βγήκε κάποτε κάποιος εξυπνάκιας και είπε «Μα, τρελοί είσαστε; Υπάρχουν πράσινα άλογα; Δεν ξέρετε την αρχαία φράση «πράσσειν άλογα», που θα πει ‘φέρομαι παράλογα’;» Βέβαια, όπως έχουμε πει αναλυτικά στο ειδικό άρθρο που έχουμε αφιερώσει στην έκφραση αυτή, τέτοια «αρχαία φράση» δεν παραδίδεται πουθενά στη γραμματεία, ενώ για μια σειρά λόγους είναι μάλλον εύλογο να θεωρείται το πράσινο (ανύπαρκτο) άλογο ως σύμβολο μιας παράλογης κατάστασης -άλλωστε ανάλογες εκφράσεις, με πράσινα άλογα, υπάρχουν και σε άλλες γλώσσες.

Ο άνθρωπος είναι πλάσμα φιλέρευνο, αναζητά εξηγήσεις των φυσικών φαινομένων, θέλει να βρίσκει την αιτία των πραγμάτων και την προέλευσή τους -μαζί και των λέξεων ή των εκφράσεων. Το να δίνεις μιαν εξήγηση διαφορετική από αυτήν που φαίνεται πεζή και εύλογη, είναι ένας τρόπος να ξεχωρίσεις, να τέρψεις το κοινό σου, να τραβήξεις την προσοχή. Το ίδιο ισχύει και όταν προσφέρεις μιαν εξήγηση για μια έκφραση για την προέλευση της οποίας καμιά πειστική θεωρία δεν έχει διατυπωθεί.

Αυτό άλλωστε έκανε κατά κόρον ο μακαρίτης ο Τάκης Νατσούλης, που τις ευφάνταστες εξηγήσεις του τις έχουμε κατ’ επανάληψη ανασκευάσει σε διάφορα άρθρα -έχουμε, μάλιστα, πλάσει και τον όρο «νατσουλισμός» για όποιον πλάθει ανάλογες εξηγήσεις.

Θα κλείσω εξετάζοντας μια τέτοια θεωρία, που υποψιάζομαι, χωρίς να μπορώ να το αποδείξω, ότι είναι νατσουλισμός πρώτης γραμμής.

Σε άρθρο που δημοσιεύτηκε στη Μηχανή του Χρόνου, αλλά μάλλον είναι αναδημοσίευση από το Πειραιόραμα του Στέφανου Μίλεση, υποστηρίζεται ότι η πασίγνωστη έκφραση «έγινε της Πόπης» γεννήθηκε από το πολύνεκρο ναυάγιο του ατμοπλοίου Πόπη, το 1934, πολύ κοντά στον Πειραιά. Όπως γράφει ο κ. Μίλεσης:

Ο πανικός που επικράτησε κατά την εγκατάλειψη του πλοίου, καθώς η πρόσκρουση έγινε νύχτα, βοήθεια από το πλήρωμα δεν υπήρξε, τηλέγραφο το πλοίο δεν διέθετε, έμεινε βαθιά χαραγμένη για πάντα στη μνήμη του ναυτικού κόσμου και των νησιωτών ώστε η έκφραση «έγινε της «Πόπης»», έγινε ταυτόσημη με τον πανικό και την αταξία της νύχτας του ναυαγίου….

Στο άρθρο παρατίθενται εκτενή αποσπάσματα από τα ρεπορτάζ των εφημερίδων της εποχής (ένα από τα καλά -αλλά και τα κακά του Διαδικτύου), όμως δεν τεκμηριώνεται πουθενά ότι το ναυάγιο της Πόπης γέννησε την έκφραση. Δικαιούμαστε να πούμε ότι ο συγγραφέας κάνει απλώς αυτή την εικασία, αλλά δεν μας λέει ότι είναι απλώς η εικασία του.

Αυτό το φαινόμενο, της «παράπλευρης τεκμηρίωσης» (ή να την πούμε «παρατεκμηρίωση»;) το βλέπουμε συχνά σε γραπτά ελληνοκεντρικών παραγλωσσολόγων. Για παράδειγμα, εκείνος ο ανεκδιήγητος καθηγητής Θεοφανίδης, ετυμολογούσε το αγγλικό hello από το ομηρικό «ούλε» και για να το τεκμηριώσει παρέθετε φωτογραφίες της σελίδας του Λίντελ Σκοτ με το λήμμα «ούλε», κι όταν του έλεγες ότι λέει ανοησίες σου απαντούσε «ώστε αποκαλείς ανόητο το Λίντελ Σκοτ;». Αλλά κανείς δεν αμφισβήτησε ότι υπήρχε λέξη «ούλε». Τη σχέση μεταξύ ούλε και hello αμφισβητούμε, και αυτήν δεν την τεκμηριώνει το Λίντελ Σκοτ.

Αλλά ας γυρίσουμε στην Πόπη. Όπως είπα και στην αρχή, δεν έχω τη δυνατότητα να αποδείξω ότι είναι σφαλερή η άποψη για προέλευση της έκφρασης «έγινε της Πόπης» από το ναυάγιο της Πόπης. Το ένστικτό μου, με βάση τα τόσα χρόνια που μελετάω τη φρασεολογία μας, με κάνει να θεωρώ σχεδόν απίθανη την εξήγηση, αλλά για να το αποδείξω πέρα από κάθε αμφιβολία θα έπρεπε να βρω χρήση της έκφρασης πριν από το 1934, και δεν έχω βρει τίποτα τέτοιο.

Νομίζω ότι το ναυάγιο αυτό, ένα μόνο από τα πολλά πολύνεκρα που έγιναν στον εικοστόν αιώνα, δεν είναι τόσο βαρυσήμαντο γεγονός ώστε να γέννησε την έκφραση. Υπάρχουν εκφράσεις που έχουν γεννηθεί από ιστορικά γεγονότα, αλλά δεν είναι τόσο πολλές και κυρίως τα γεγονότα είναι πολύ πιο βαρυσήμαντα, πχ «έγινε της Κορέας» από τον πόλεμο της Κορέας, «έγινε Λούης» από τη νίκη του Σπύρου Λούη στους αγώνες του 1896 ή «η σφαγή των Αρμεναίων» από τη γενοκτονία των Αρμενίων. Όλα αυτά τα γεγονότα είναι και σήμερα ζωντανά στη μνήμη μας, σε αντίθεση με το ξεχασμένο ναυάγιο της Πόπης.

Εικάζω ότι αυτό που έγινε, απλώς, είναι ότι ο κ. Μίλεσης, διαβάζοντας για το ναυάγιο της Πόπης, σκέφτηκε, νατσουλικώς, ότι θα μπορούσε να έχει γεννηθεί από εκεί η έκφραση και την υπόθεσή του την παρουσίασε ως βεβαιότητα. (Ο φίλος μας το Σπαθόλουρο, που δυστυχώς δεν γράφει πια εδώ, είχε χαρακτηρίσει «ατάσθαλο» το ιστολόγιο του κ. Μίλεση).

Θα μου πείτε, αφού δυσπιστείς για την παραγωγή του «έγινε της Πόπης» από το ναυάγιο του ατμοπλοίου «Πόπη» έχεις να προτείνεις κάποια πιο πειστική εξήγηση;

Καταρχάς, μπορεί κανείς να έχει επιφυλάξεις για μια θεωρία χωρίς να έχει να προτείνει μια πιο πειστική. Αλλά στην προκειμένη περίπτωση τυχαίνει να μπορώ να προτείνω μιαν άλλη εξήγηση, που τη βρίσκω πολύ πιο πειστική από το ναυάγιο του 1934.

Η έκφραση «έγινε της Πόπης» είναι συνώνυμη της «έγινε της πουτάνας». Δεν θέλει και πολύ φιλοσοφία για να σκεφτούμε ότι, όπως όταν θέλουμε να κατεβάσουμε κανένα καντήλι με την Παναγία, για να μη μας πούνε βλάσφημους το γυρίζουμε στην Παναχαϊκή Πατρών ή στην… πανακόλα, έτσι και, αντί να πουν κάποιοι το «έγινε της πουτάνας» που θα ενοχλούσε αρκετούς, το έστριψαν αντικαθιστώντας την «πουτάνα» από την «Πόπη», που κάνει και παρήχηση και που είναι ένα όνομα λαϊκό, άρα ευτελές. Τη συσχέτιση των δύο εκφράσεων την κάνει και ο Κάτος, που θεωρεί το «έγινε της Πόπης» παραλλαγή του συνηθέστερου «έγινε της πουτάνας».

Νομίζω ότι αυτή είναι πιθανότερη εξηγηση -αλλά έχει το…. μειονέκτημα ότι δεν σχετίζεται με κάποιο ιστορικό γεγονός που θα μου έδινε τη δυνατότητα να μπαζώσω δυο σελίδες περιγράφοντάς το: εξαντλείται σε μισή παράγραφο και δεν είναι καθόλου συναρπαστική.

‘Ομως πρέπει να μάθουμε να δυσπιστούμε στα συναρπαστικά παραμύθια.

Posted in Γλωσσικοί μύθοι, Λεξικογραφικά, Μύθοι, Μεταμπλόγκειν, Τραγούδια, Φρασεολογικά | Με ετικέτα: , , , , , , , | 357 Σχόλια »

Έγινε φέσι: οι 50 αποχρώσεις της μέθης

Posted by sarant στο 27 Ιουνίου, 2018

Σε μια συζήτηση τις προάλλες στη γλωσσική ομάδα Υπογλώσσια στο Φέισμπουκ, ένας φίλος διηγήθηκε ότι ενώ βρισκόταν σε μια πολυεθνική παρέα, οι Έλληνες της παρέας έλεγαν για κάποιον που μέθυσε πολύ, που έγινε τύφλα στο μεθύσι, που έγινε φέσι, που έγινε ντίρλα, και χρησιμοποίησαν την έκφραση «έγινε κομοδίνο». Τότε ένας Τούρκος συνάδελφός τους γελώντας τούς εξήγησε ότι στα τούρκικα χρησιμοποιούν τον χαρακτηρισμό komodin για κάποιον άχρηστο, αυτόν που δεν έχει άλλη αξία παρά να στέκεται διακοσμητικός σε μια άκρη. «Γιατί πολεμάμε με αυτούς τους ανθρώπους;» αναρωτήθηκε ο συνάδελφος.

Ομως το σημερινό άρθρο δεν έχει σκοπό να προβληματιστεί για τα κοινά στοιχεία Ελλήνων και Τούρκων ούτε να κάνει κήρυγμα για τη φιλία των λαών, αλλά να διερευνήσει το κομοδίνο και τις άλλες 50 (να είναι τόσες; ή περισσότερες;) αποχρώσεις της μέθης.

Βέβαια στον τίτλο δεν έβαλα την έκφραση «έγινε κομοδίνο» επειδή δεν είναι τόσο κοινή, προτίμησα να βάλω γνωστότερες. Για να πω μάλιστα την αλήθεια, την έκφραση αυτή, το λέω χωρίς να κοκκινίζω, δεν την ήξερα -ο φίλος που τη χρησιμοποίησε είναι αρκετά νεότερος, και κάθε γενιά έχει (και) δικές της λέξεις για να περιγράψει το μεθύσι. Μεθάμε κι εμείς οι γεροντότεροι αλλά το περιγράφουμε αλλιώς.

Γιατί κομοδίνο ο μεθυσμένος; Δεν είναι πάντα εύκολο να εξηγήσεις πώς γεννήθηκε μια έκφραση, αλλά ο φίλος θεωρεί ότι βγήκε επειδή περιγράφει κάποιον «που έχει πιει τόσο, που οι διανοητικές του λειτουργίες είναι σε κατάσταση επίπλου». Πιθανώς την ίδια προέλευση να έχει και μια άλλη έκφραση που αναφέρθηκε στην ίδια συζήτηση, το «έγινε μπαούλο».

Σκέφτηκα να συγκεντρώσω λοιπόν σε αυτό το άρθρο όλες τις εκφράσεις που βρήκα και που θυμήθηκα για την περιγραφή των μεθυσμένων, πάντοτε της μορφής «έγινε Χ» ή «είναι Χ» ή «Χ στο μεθύσι». Σημειώνω και μερικές παλιότερες, ως και αρκετά παλιότερες. Η αργκό, το είπαμε και χτες, γερνάει γρήγορα και ανανεώνει γρήγορα το λεξιλόγιό της, οπότε οι νεότεροι δεν θα ξέρουν πολλές από τις εκφράσεις του καταλόγου. Ρώτησα και τις κόρες μου, τι λένε όταν μεθάνε, και μου είπαν κάποιες μάλλον κοινές εκφράσεις όπως έγινε ντίρλα, σκνίπα, φέσι, κώλος, χώμα, τάπα.

Από την άλλη, στο Λεξικό της Λαϊκής του Δαγκίτση βρήκα τις εξής εκφράσεις: έγινε βαποράκι, γκον, κουρούνα, κουτούκι, μούσκεμα, σκνίπα, σκρου, στουπί, στύφα, τάβλα, τύφλα, φέσι. Στο λεξικό των συνωνύμων του, ο Δαγκίτσης προσθέτει και το παπόρι. Περίπου τα ίδια έχει και ο Βλαστός στα Συνώνυμα και συγγενικά: κουτουκι, τύφλα, τάβλα, στουπί, τάπα, σκρου, φέσι, σκνίπα· κουρούνα, μούσκεμα. Βαποράκι.

Η σκνίπα, το στουπί, η τύφλα και το φέσι είναι σε χρήση και σήμερα, καναδυό ακόμα μπορεί να είναι γνωστές, κάποιες δεν θα τις ξέρετε.

Στο λεξικό συνωνύμων του Μπαμπινιώτη δίνονται: σκνίπα, τύφλα, πίτα, στουπί, τάβλα, κουδούνι, σταφίδα, χώμα, φέσι.

Περισσότερες εκφράσεις καταγράφονται στο Λεξικό της περιθωριακής γλώσσας του Γιώργου Κάτου, που υπάρχει και ονλάιν αλλά δεν βρήκα τρόπο να λινκάρω στη σελίδα των αποτελεσμάτων της αναζήτησης, ενώ αρκετές υπάρχουν στο Πιπέρι στο στόμα, τη μελέτη για τις λέξεις-ταμπού που έχουμε παρουσιάσει κι εδώ. Από διαδικτυακές πηγές, το slang.gr έχει φυσικά πολλές εκφράσεις, που επίσης τις έχω συμπεριλάβει στον κατάλογο.

Πρέπει να πούμε ότι πολλές από τις εκφράσεις αυτές ισχύουν όχι μόνο για το μεθύσι αλλά και για την κατανάλωση ουσιών ή ακόμα και για τη σωματική εξάντληση π.χ. η «είμαι χώμα». Κάποιες βέβαια είναι μόνο για το μεθύσι, όπως εκείνες που δηλώνουν διαβροχή (έγινε στουπί). Σε πολλές από τις εκφράσεις ο μεθυσμένος παρομοιάζεται με αλοιφή ή συναφές υλικό, σε άλλες με ζώο ή έντομο, σε άλλες με έπιπλο.

Τον κατάλογο τον έφτιαξα συνενώνοντας όσα υπάρχουν στις πηγές που ανέφερα παραπάνω, χωρίς να σημειώνω ολες τις παραπομπές. Πρόσθεσα μερικά που έχω αποδελτιώσει απο τη λογοτεχνία.

Ας δούμε λοιπόν τον κατάλογο με κάποιο σχολιασμό για κάποιες εκφράσεις. Σε αλφαβητική σειρά:

  1. έγινε/είναι αλιάδα (Κάτος)
  2. έγινε/είναι άλογο (slang.gr)
  3. έγινε/είναι αλοιφή (Κάτος)
  4. είναι αποκαής. Παπαδιαμαντικό. Το βάζω τιμής ένεκεν, αν και διαφέρει λίγο αφού περιγράφει την ειδική κατάσταση του μεθύστακα που με ελάχιστη ποσότητα μεθάει πάλι, όπως ο φούρνος που μόλις έχει αρχίσει να κρυώνει.
  5. έγινε/είναι βαποράκι (Δαγκίτσης, Βλαστός) Ανεξάρτητα από τη χρήση βαποράκι = αυτός που μεταφέρει λαθραία, ιδίως ναρκωτικά, για λογαριασμό άλλου.
  6. έγινε/είναι γκάιντα (Κάτος)
  7. έγινε/είναι Γκόγκολ (slang.gr) Παιγνιώδης πλατειασμός του «γκολ»
  8. έγινε/είναι γκολ (slang.gr, Κάτος) Εικάζω ότι είναι εξέλιξη του «έγινε γκον», όταν χάθηκε η διαφάνειά του
  9. έγινε/είναι γκον (Κάτος, Δαγκίτσης) Ο Κ. Καραποτόσογλου, «Δυσετυμολόγητα της νέας Ελληνικής» ΒΥΖΑΝΤΙΝΑ 15 (1989), το ετυμολογεί από το gone=drunk, dead drunk, υποστηρίζοντας ότι «πέρασε στην ελληνική είτε από τους μετανάστες που γύριζαν στις ιδιαίτερες πατρίδες τους, είτε από τους διαλόγους των κινηματογραφικών ταινιών». Το βρίσκω πειστικό. Ενδιαφέρουσα είναι και η ετυμολόγηση του Ζάχου από το γκογκ, που ο Καραποτόσογλου τη βρίσκει «πληρέστερη αλλά όχι και απόλυτα πειστική».
  10. είναι «εν τη δόξη του». Παπαδιαμαντικό, τιμής ένεκεν.
  11. έγινε/είναι ένα με τη γη (Κάτος)
  12. έγινε/είναι ένα με το χώμα (Κάτος)
  13. έγινε/είναι ζάντα (slang.gr)
  14. έγινε/είναι ζάντα φε (slang.gr)
  15. έγινε/είναι ζούνα. Παπαδιαμαντικό. Ήτο αγγλικόν ρούμι, και με ολίγας δόσεις εγένετο κανείς «ζούνα». (Βαρδιάνος στα σπόρκα).
  16. έγινε/είναι κόκαλο (slang.gr)
  17. έγινε/είναι κομμάτια (slang.gr) Βέβαια η έκφρ. «κομμάτια να γινει» έχει άλλη σημασία.
  18. έγινε/είναι κομοδίνο (Υπογλώσσια)
  19. έγινε/είναι κουδούνι (Κάτος)
  20. έγινε/είναι κουνουπίδι (slang.gr, Κάτος). Περί τη μία μεταμεσονύχτιο διαλύθηκαν -κουνουπίδι απαξάπαντες- για να μεταβούν έκαστος εις τα ίδια (Καραγάτσης, Το 10).
  21. έγινε/είναι κουρούνα (Δαγκίτσης, Βλαστός) κι οι σκαπανείς μαζευονται απ το κρασί κουρούνα, στίχος του Σουρή περί το 1880
  22. έγινε/είναι Κουστώ (slang.gr) Διότι έχει πιει πολύ και την έχει ακούσει.
  23. έγινε/είναι κουτούκι (Δαγκίτσης, Βλαστός) …είμαι κουτούκι, σε στίχο του Σουρή, 1882
  24. έγινε/είναι κωλίδι (slang.gr)
  25. έγινε/είναι κώλος (slang.gr)
  26. έγινε/είναι λάσπη (slang.gr, Κάτος)
  27. έγινε/είναι λέσι (Κάτος)
  28. έγινε/είναι λιάδα (Κάτος)
  29. έγινε/είναι λιάρδα (slang.gr) Κατά το σλανγκρ, από το αρβανίτικο λιάρδα που σημαίνει λιώμα. Ωστόσο, πρέπει να είναι από το «λιάδα» δηλαδή αλιάδα, δηλαδή σκορδαλιά.
  30. έγινε/είναι λιώμα (slang.gr, Κάτος)
  31. έγινε/είναι μανουάλι (slang.gr)
  32. έγινε/είναι μούσκεμα (Δαγκίτσης,, Βλαστός)
  33. έγινε/είναι μπαούλο (Υπογλώσσια)
  34. έγινε/είναι Μπομπ Ντίρλαν (slang.gr) Παιγνιώδης πλατειασμός του «έγινε ντίρλα»
  35. έγινε/είναι ντέφι (Κάτος)
  36. έγινε/είναι ντίρλα (slang.gr, Κάτος). Εικάζω ότι προέρχεται από το Ντιρλαντά-ντιρλανταντά.
  37. έγινε/είναι ντούρλα. Ίσως παραλλαγή της ντίρλας. Κι ένα βράδυ, που ήταν υπηρεσία στη μονάδα, αφού πρώτα έγινε ντούρλα στο μεθύσι, βγήκε «εφόδου», και δεν ήξερε πού πάν’ τα τέσσερα. (Τόλης Καζαντζής, Ματαιότης ματαιοτήτων).
  38. έγινε/είναι παϊτόνι (Κάτος)
  39. έγινε/είναι παπόρι (Δαγκίτσης)
  40. έγινε/είναι πατάτα (Κάτος)
  41. έγινε/είναι πίτα (slang.gr, Κάτος) Και πίτας (Κάτος)
  42. έγινε/είναι σκατά (Κάτος)
  43. έγινε/είναι σκνίπα (slang.gr, Κάτος, Δαγκίτσης) Και σκνίπας (Κάτος) Ίσως επειδή οι σκνίπες διαγράφουν τροχιές που θυμίζουν το περπάτημα του μεθυσμένου με οχτάρια. Οι ξυλένιοι φαφλατάδες από το μεθύσι σκνίπες, στίχος του Σουρή.
  44. έγινε/είναι σκρου (Δαγκίτσης, Βλαστός)
  45. έγινε/είναι σούπα (Κάτος)
  46. έγινε/είναι σούρα (Κάτος)
  47. έγινε/είναι σπανακόπιτα (Κάτος)
  48. είναι στα πράματα. Παπαδιαμαντικό.
  49. έγινε/είναι σταφίδα (Κάτος, Μπαμπινιώτης)
  50. έγινε/είναι στειλιάρι. Κι εγώ στηλιάρι έγινα με κόκκινο κρασί στίχος του Σουρή στον Ρωμηό, 1889,
  51. έγινε/είναι στουπί (Κάτος, Δαγκίτσης)
  52. έγινε/είναι στύφα (Δαγκίτσης) Υπάρχει και η παραλλαγή: στούφα στο μεθύσι.
  53. έγινε/είναι τάβλα (Κάτος, Δαγκίτσης, Βλαστός)
  54. έγινε/είναι τάπα (Κάτος, Βλαστός) «ένας μόρταρος … από το μεθύσι τάπα» σε στιχούργημα του Λαπαθιώτη, 1933.
  55. έγινε/είναι τέζα (Κάτος)
  56. έγινε/είναι τούνγκα (Κάτος)
  57. έγινε/είναι τούντζι. Του Καραγάτση, π.χ. Σύντομα γίνηκαν τούντζι απαξάπαντες («Γιούγκερμαν»)
  58. έγινε/είναι τούρνα (Κάτος)
  59. έγινε/είναι τύφλα (Κάτος, Δαγκίτσης). Και τύφλας (Κάτος) Τύφλα στο μεθύσι της η Πλάση, δεν πρόσεξε καθόλου το σβήσιμο τ’ ακριβού της. Καρκαβίτσας, Αρχαιολόγος
  60. έγινε/είναι φέσι (Κάτος, Δαγκίτσης, Βλαστός).
  61. έγινε/είναι φέτα (Κάτος)
  62. έγινε/είναι χάλια (Κάτος)
  63. έγινε/είναι χημείο (slang.gr)
  64. έγινε/είναι χέσμα (slang.gr)
  65. έγινε/είναι χότζας (Κάτος)
  66. έγινε/είναι χύμα (Κάτος)
  67. έγινε/είναι χώμα (slang.gr)
  68. έγινε/είναι ψάθα (Πιπέρι στο στόμα) Είναι η παλαιότερα καταγραμμένη από τις εκφράσεις, αφού τη βρίσκουμε σε ποίημα του Σούτσου, 1835: Κι εγώ τρέχω ζαλισμένος κι από το μεθύσι ψάθα

Είχα πει για 50 αποχρώσεις αλλά πλησιάζουμε τις εβδομήντα και δεν αποκλείεται, μαζί με τα σχόλια, να ξεπεράσουμε και τις εκατό.

Περιμένω λοιπόν να πλουτίσετε τον κατάλογο στα σχολια!

 

 

Posted in Αργκό, Γενικά γλωσσικά, Ευτράπελα, Λεξικογραφικά, Παπαδιαμάντης, Ποτά, Φρασεολογικά | Με ετικέτα: , , , , , , | 200 Σχόλια »

Κωστής Παλαμάς ακατάλληλος δι’ ανηλίκους

Posted by sarant στο 17 Φεβρουαρίου, 2017

Το σημερινό άρθρο έπρεπε να δημοσιευτεί χτες, που ήταν Τσικνοπέμπτη, μέρα που αφηνόμαστε στις κάθε λογής καταχρήσεις, τις γαστριμαργικές και τις άλλες. Χτες όμως είχαμε τα όγδοα γενέθλια του ιστολογίου, και με παιδιά οχτώ χρονών δεν παίζεις -απαιτούν να σβήσουν κεράκια, δεν παίρνουν από λόγια. Οπότε το άρθρο που ήτανε για χτες, δημοσιεύεται σήμερα Τσικνοπαρασκευή, κι ας κινδυνεύει να βρεθεί εκτός κλίματος, καθότι πέρασε πια η βραδιά της κραιπάλης, και ίσως σήμερα η τσίκνα να μας ενοχλεί.

Οπότε, προειδοποιώ πως το σημερινό άρθρο είναι ακατάλληλο δι’ ανηλίκους -το έβαλα και στον τίτλο για να μην έχουμε παρεξηγήσεις.

Θα μου πείτε, γιατί αποκαλώ ακατάλληλο δι’ ανηλίκους τον Παλαμά, τον μεγάλο ποιητή μας, που βέβαια, είναι η αλήθεια, στις μέρες μας διαβάζεται αρκετά λιγότερο. Ο χαρακτηρισμός δεν έχει να κάνει με τον ίδιο τον ποιητή ή με το έργο του, αλλά παραπέμπει σε ένα εφηβικό ευφυολόγημα, που συνηθίζαμε να λέμε τον καιρό που πήγαινα στο Γυμνάσιο, στη δεκαετία του 1970, και που νομίζω πως λέγεται και σήμερα -αν και αυτό θα μου το επιβεβαιώσετε εσείς.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Αθυροστομίες, Λαογραφία, Ποίηση, Φρασεολογικά | Με ετικέτα: , , , , | 323 Σχόλια »