Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία

Το ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου, για τη γλώσσα, τη λογοτεχνία και… όλα τα άλλα

Posts Tagged ‘Γρηγ. Ξενόπουλος’

Tα κόκκινα αυγά (Ροΐδης και Ξενόπουλος)

Posted by sarant στο 22 Απριλίου, 2022

Πλησιάζει το Πάσχα και δεν έχουμε ακόμα βάλει κάποιο εντελώς πασχαλινό άρθρο -αν και θα βάλουμε ανήμερα και τη Δευτέρα δυο πασχαλινά αναγνώσματα. Ο λόγος είναι ότι τα λεξιλογικά του Πάσχα (Πάσχα, αρνί, οβελίας κτλ.) τα έχουμε λίγο πολύ εξαντλήσει και πολυεπαναλάβει, το ίδιο και τα φρασεολογικά του (ζωή χαρισάμενη κτλ.) αφού τούτο εδώ είναι, αν θέλετε το πιστεύετε, το δέκατο τέταρτο ιστολογικό μας Πάσχα. 

Σήμερα θα βάλω μιαν επανάληψη λοιπόν, αλλά επαυξημένη. Ένα κείμενο του Εμμ. Ροΐδη για τα κόκκινα αυγά, που το είχαμε δημοσιεύσει το 2013 και που απαντά χαριτολογώντας στο ερώτημα «γιατί βάφουμε κόκκινα τα αυγά», συμπληρωμένο με ένα παιδικό κείμενο του Γρηγ. Ξενόπουλου από τη Διάπλασι των Παίδων, το οποίο είχε εισφέρει ως σχόλιο μια φίλη σε εκείνο το παλιό μας άρθρο. Για να προλάβω ερωτήσεις και ενστάσεις, αναγνωρίζω κοκκινίζοντας (όπως τ’ αυγά!) ότι εδώ και 13 χρόνια χρωστάω άρθρο για την ορθογραφία της λέξης «α*γό»!

Το άρθρο του Ροΐδη το πήρα από ένα πασχαλινό τεύχος του Μπουκέτου, του 1925, αλλά μετά έκανα αντιπαραβολή με το κείμενο που υπάρχει στα πεντάτομα Άπαντα. Ο χωρισμός σε παραγράφους είναι του περιοδικού, στα Άπαντα όλο το κείμενο είναι σε μια μεγάλη παράγραφο. Διατηρώ την ορθογραφία του πρωτοτύπου, αλλά το έχω μονοτονίσει.

Ο συγγραφέας που επικαλείται ο Ροΐδης όταν λέει «κατά τον Βένφεϋν» πρέπει να είναι ο Γερμανός ανατολιστής Theodor Benfey, οπότε το «ν» είναι της αιτιατικής. Από την άλλη, διόρθωσα εδώ δύο λάθη του πρωτοτύπου, που μάλιστα υπάρχουν και στα Άπαντα: Αίλιος Λαμπρίδιος αντί Λαμπίδιος και Σευήρου αντί Σεύκρου.

Τα κόκκινα αυγά (του Εμμ. Ροΐδη)

Ζητήσας πολλάκις να μάθω διατί τρώγομεν αυγά την Λαμπρήν, και διατί μόνον τότε τα θέλομεν κόκκινα και σκληρά, όχι μόνον ημείς αλλά και όλοι από τον Πόλον μέχρι του Ισημερινού οι χριστιανοί, ηναγκάσθην επί τέλους να κατατάξω την απορίαν μου μεταξύ των αλύτων. Περί τούτου τω όντι ουδέν λέγουσιν ο νόμος και οι προφήται, ουδέ καν οι Ευαγγελισταί, αν δε ερευνήση τις δέκα σοφούς, είναι βέβαιος ότι θα λάβη παρ’ αυτών άλλας τόσας διαφόρους απαντήσεις, απαραλλάκτως ως αν τους ηρώτα ποίον είναι το ιατρικόν της φθίσεως ή το άριστον των πολιτευμάτων. Κατά τινάς μεν το ωόν είναι σύμβολον της αναστάσεως, διότι καθώς συντρίβει ο νεοσσός το κέλυφος, και αναπηδά ζων εξ αυτού, ούτω και ο Ιησούς από του μνήματος την πλάκα. Κατ’ άλλους όμως οι ταύτα διδάσκοντες είναι αγράμματοι και το χειρότερον ασεβείς, τα δε πασχαλινά ημών αυγά κατάγονται κατ’ ευθείαν γραμμήν από εκείνα τα οποία οι κακότροποι Ρωμαίοι ετοποθέτουν ζέοντα υπό την μασχάλην των χριστιανών μαρτύρων, ως γίνεται ακόμη και σήμερον, αν πιστεύσωμεν τους κακόγλωσσους, εις τα υπόγεια της ημετέρας αστυνομίας. Περί τούτων όμως ουδέν θέλουσι ν’ ακούσωσιν οι Σημειολόγοι οι επιμένοντες ότι το ωόν ήτο σύμβολον της γονίμου Ίσιδος και η καθ’ ωρισμένας εορτάς αυγοφαγία έθιμον φοινικικόν μεταδοθέν εις τους εβραίους και τους έλληνας, ως μαρτυρεί ο κρόκος αυτού, όστις κατά τον Βένφεϋν (β’ 179) είναι αυτόχρημα ο Χαλδαϊκός κορκόμ.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Advertisement

Posted in Επαναλήψεις, Λαογραφία, Πασχαλινά, Παλιότερα άρθρα | Με ετικέτα: , , , | 93 Σχόλια »

Εμμανουήλ Κριαράς (1906-2014)

Posted by sarant στο 24 Αυγούστου, 2014

Αθάνατος θα μείνει σίγουρα, αλλά τελικά δεν ήταν απέθαντος, όπως είχαμε πιστέψει. Ο καθηγητής Εμμανουήλ Κριαράς έφυγε από τη ζωή προχτές το βράδυ, αφού πρόλαβε να δει τα δοκίμια του 19ου τόμου του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας, του έργου που ο ίδιος είχε ξεκινήσει και που μπορεί να θεωρηθεί το έργο ζωής του. Ο άγιος Κριαράς, συνήθιζα να τον αποκαλώ, επειδή πρωτοστάτησε στην καθιέρωση του μονοτονικού και βοήθησε να απαλλαγούν οι νεότερες γενιές από τον βραχνά των μακρών και των βραχέων σε μια γλώσσα που δεν κάνει τέτοιες διακρίσεις. Όπως μου είχε πει ένας κοινός γνωστός, όταν είχε δει τον χαρακτηρισμό αυτό (στο βιβλίο μου Γλώσσα μετ’ εμποδίων) είχε σχολιάσει «Ακόμα δεν πέθανα και βιάζονται να με κάνουν άγιο», ή κάτι τέτοιο.

Οπότε, το σημερινό άρθρο θα είναι αφιερωμένο στη μνήμη του Εμμανουήλ Κριαρά κι ελπίζω να τιμήσουμε τη μνήμη του περισσότερο απ’ ό,τι ο ημιμαθής πρωθυπουργός μας, που αποκάλεσε τον μεγάλο νεκρό «καθηγητή της φιλοσοφίας«, χωρίς απ’ όσο ξέρω κάποιος σύλλογος φιλολόγων να διαμαρτυρηθεί για την απρέπεια.

Διάλεξα να δημοσιεύσω εδώ αποσπάσματα από δυο νεανικά κείμενα του Κριαρά, που τα έγραψε πριν από 82 χρόνια, δηλαδή το 1932, τότε που υπέγραφε «Μανόλης Κριαράς». Πρόκειται για έναν διαξιφισμό που είχε, μέσα από τις στήλες της Νέας Εστίας, με τον αγαπημένο μου ποιητή Ναπολέοντα Λαπαθιώτη. Ο Λαπαθιώτης υποστήριζε ασαφώς τη «μουσικότητα στη γλώσσα» ενώ ο Κριαράς επέμενε ότι αυτό είναι χαρακτηριστικό του ατομικού ύφους και όχι της γλώσσας. Επίσης, ενδιαφέρουσες σκέψεις ανταλλάσσουν σχετικά με το ρόλο που διαδραματίζουν λογοτέχνες και γλωσσολόγοι στη διαμόρφωση της γλώσσας.

Πρώτη επιστολή, Κριαράς στη Νέα Εστία, τχ. 137 (1.9.1932, σελ. 939)

¨Μουσική», «ευφωνία», κ.ά.

Τον κ. Λαπαθιώτη τον εχτιμώ ως διαλεχτό ποιητή και διανοούμενο. Αυτό βέβαια δε μ’ εμποδίζει ν’ ανασκευάσω μερικά σημεία απ’ όσα έγραψε στο προηγούμενο τεύχος (αρ. 135, σελ. 827κ.ε.) της «Νέας Εστίας», απαντώντας σ’ ένα σημείο της κριτικής του κ. Ν.Α.[νδριώτη] για το βιβλίο του κ. Γιαννίδη «Γλωσσικά Πάρεργα», που ατομικά τον αφορούσε.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Γενικά γλωσσικά, Δημοτικισμός, Εις μνήμην, Λαπαθιώτης, Λογοτεχνία | Με ετικέτα: , , , , | 130 Σχόλια »

Ποιος γέλασε τελευταίος;

Posted by sarant στο 20 Ιανουαρίου, 2013

 

Τις Κυριακές έχουμε συνήθως θέμα φιλολογικό, και το σημερινό μας φιλολογικό είναι, παρά τον ελαφρώς αινιγματικό τίτλο του. Ξέρουμε ότι κατά την παροιμία γελάει καλύτερα όποιος γελάει τελευταίος, αλλά εδώ ζητάμε να μάθουμε ποιος γέλασε τελευταίος. Βέβαια, για κάποιον που ξέρει καλά την ποίηση του μεσοπολέμου, η ερώτηση δεν είναι μυστηριώδης, και η απάντηση ίσως να είναι προφανής.

Βέβαια, αρχικά το ερώτημα δεν είχε διατυπωθεί ακριβώς έτσι, αλλά σε χρόνο μέλλοντα. Ποιος θα γελάσει τελευταίος; Ή, για να το αναπαράξω (σικ, είπαμε) όπως ακριβώς ειπώθηκε αρχικά, «ποιος τελευταίος θα γελάσει;»

Θα το καταλάβατε, είναι ο τελευταίος στίχος του ποιήματος του Κ. Καρυωτάκη «Μικρή ασυμφωνία εις Α μείζον», που ο ποιητής το ονόμασε έτσι επειδή όλες οι ρίμες του αρχίζουν από το γράμμα άλφα, και που είναι μια σαρκαστική επίθεση προς έναν άλλον ποιητή, τον Μιλτιάδη Μαλακάση. Θα το έχετε σίγουρα ακούσει:

karyotkyr2

Α! κύριε, κύριε Μαλακάση,
ποιος θα βρεθεί να μας δικάσει,
μικρόν εμέ κι εσάς μεγάλο
ίδια τον ένα και τον άλλο;
Τους τρόπους, το παράστημά σας,
το θελκτικό μειδίαμά σας,
το monocle που σας βοηθάει
να βλέπετε μόνο στο πλάι
και μόνο αυτούς να χαιρετάτε
όσοι μοιάζουν αριστοκράται,
την περιποιημένη φάτσα,
την υπεροπτική γκριμάτσα,
από τη μια μεριά να βάλει
της ζυγαριάς, κι από την άλλη
πλάστιγγα να βροντήσω κάτου,
μισητό σκήνωμα, θανάτου
άθυρμα, συντριμμένο βάζον,
εγώ, κύμβαλον αλαλάζον.
Α! κύριε, κύριε Μαλακάση,
ποιος τελευταίος θα γελάσει;

Το ποίημα περιλαμβάνεται στην τελευταία συλλογή του Καρυωτάκη, την «Ελεγεία και σάτιρες», αλλά είχε προδημοσιευτεί, μαζί με το ποίημα «Σταδιοδρομία», στην εφημερίδα «Κυριακή του Ελεύθερου Βήματος», στις 20 Νοεμβρίου 1927. Το άλλο ποίημα είχε κι αυτό έναν σαρκαστικό υπαινιγμό για άνθρωπο των γραμμάτων, την ποιήτρια Κλεαρέτη Δίπλα-Μαλάμου, αλλά το έχω παρουσιάσει σε παλιότερο άρθρο μου, το οποίο αναπόφευκτα έχει κάποια κοινά στοιχεία με το παρόν ποίημα. Όπως έλεγα σε εκείνο το παλιότερο άρθρο, η Κυριακή του Ελεύθερου Βήματος ήταν μια βραχύβια αλλά ποιοτική κυριακάτικη εφημερίδα (σαν περιοδικό) που έβγαινε το 1927 από τον οργανισμό Λαμπράκη. Είχε εκλεκτή φιλολογική ύλη με συνεργασίες των γνωστότερων Ελλήνων λογοτεχνών της εποχής.

Ο Καρυωτάκης συνεργαζόταν με την «Κυριακή» και εκεί είχε προδημοσιεύσει και άλλα ποιήματά του. Παρεμπιπτόντως, στο αναλυτικό χρονολόγιο Καρυωτάκη, που έχει συντάξει ο Γ.Π.Σαββίδης (στον β’ τόμο των Απάντων Καρυωτάκη, από τις εκδ. Ερμής), η δημοσίευση των 2 ποιημάτων στην Κυριακή έχει ξεχαστεί, ενώ οι άλλες αποδελτιώνονται.

Όπως βλέπετε κάτω από το ποίημα, ο Καρυωτάκης έκρινε σκόπιμο να βάλει απολογητική υποσημείωση στην οποία διευκρινίζει: “Οι στίχοι αυτοί απευθύνονται στον κοσμικό κύριο, και όχι στον ποιητή Μαλακάση, του οποίου δεν θα μπορούσε να παραγνωρίσει κανείς το σημαντικό έργο“. Και δυο μέρες αργότερα, ίσως επειδή έκρινε ανεπαρκή τη διευκρίνιση, έστειλε γράμμα στον Μαλακάση, με το οποίο του ζήτησε συγνώμη και χαρακτήρισε “μια τρέλα” το ποίημά του, τρέλα στην οποία τον παρέσυραν “κυρίως οι δυνατότητες της ομοιοκαταληξίας”.

Βρισκόμαστε στα τέλη του 1927. Ο Καρυωτάκης είναι ένας 31χρονος ανερχόμενος ποιητής, με δυο συλλογές στο όνομά του που δεν έκαναν και πολύ μεγάλη εντύπωση, αν και όσοι παρακολουθούσαν τα λογοτεχνικά περιοδικά της δεκαετίας του 1920 θα είχαν ήδη διαβάσει τα περισσότερα από τα ποιήματα της τρίτης συλλογής του, που τον καθιέρωσε. Ο Μαλακάσης κοντεύει τα εξήντα (γεννήθηκε το 1869), είναι καταξιωμένος και πασίγνωστος ποιητής, πρόσφατα (1924) τιμημένος με το Αριστείο Γραμμάτων. Από πλούσια οικογένεια, μπόρεσε να αφιερωθεί στη λογοτεχνία χωρίς να νοιάζεται για τον βιοπορισμό, συμμετέχει στους κοσμικούς κύκλους της Αθήνας και, πράγματι, φοράει και μονόκλ.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Μικροφιλολογικά, Ποίηση, Φιλολογία | Με ετικέτα: , , , , , , , | 105 Σχόλια »