Τις Κυριακές συνηθίζω να βάζω θέματα λογοτεχνικά, οπότε τέτοιο σκέφτηκα και για σήμερα. Από μιαν άποψη πρόκειται για ξαναζεσταμένο φαγητό, αφού το άρθρο βασίζεται σε κείμενο που έχω ανεβάσει στον ιστότοπό μου, υπάρχει όμως κι ένα καινούργιο στοιχείο.
Στα χαρτιά του Βάρναλη βρέθηκε και ένα αντίτυπο από την πρώτη έκδοση του Φωτός που καίει, όπως το είχε δώσει στον πρωθυπουργό Μιχαλακόπουλο κάποιος καλοθελητής, γεμάτο υποτιμητικά και δήθεν αγανακτισμένα σχόλια, για να τιμωρήσει τον Βάρναλη. Ο Γ. Κατσίμπαλης, συγγενής του πρωθυπουργού, συνηγόρησε υπέρ του Βάρναλη, κι ο Μιχαλακόπουλος του έδωσε το επίμαχο αντίτυπο, κι αυτός το χάρισε στον Βάρναλη. Αριστερά βλέπετε φωτογραφία του εξωφύλλου, με τα χειρόγραφα σχόλια του εθνικόφρονα ρουφιάνου, όπως δημοσιεύεται στην τελευταία (2003) έκδοση του Φωτός που καίει από τον Κέδρο σε υποδειγματική επιμέλεια Γιάννη Δάλλα.
Όπως ξέρουν όσοι ασχολούνται με τον Βάρναλη, ο ποιητής κυκλοφόρησε το Φως που καίει σε πρώτη έκδοση στην Αλεξάνδρεια το 1922 , με το ψευδώνυμο Δήμος Τανάλιας. Το ψευδώνυμο το χρησιμοποίησε επειδή ήταν δημόσιος υπάλληλος, καθηγητής στη Μέση Εκπαίδευση, ήταν όμως φύλλο συκής, αφού όλοι ήξεραν τον πραγματικό συγγραφέα.
Το Φως που καίει συζητήθηκε εκτενώς από την κριτική. Ξαφνικά, όπως συχνά συμβαίνει, χωρίς προφανή λόγο, τρία χρόνια μετά την κυκλοφορία του, ξεκίνησε από την εφημ. Εστία και εξαπλώθηκε μια εκστρατεία που επιδίωκε να τιμωρηθεί ο Βάρναλης επειδή, όντας εκπαιδευτικός, έγραφε κατά της Πατρίδας και της Θρησκείας.
Πράγματι, το αρμόδιο πειθαρχικό συμβούλιο τιμώρησε τον Βάρναλη με εξάμηνη παύση. Στη συζήτηση που έγινε στη Βουλή, κάποιοι βουλευτές ζήτησαν την οριστική του απόλυση, αλλά ο πρωθυπουργός Αλ Ανδρ. Μιχαλακόπουλος δήλωσε αναρμόδιος για το θέμα αφού το αρμόδιο συμβούλιο επέβαλε μόνο την ποινή της εξάμηνης παύσης. Ταυτόχρονα, κυκλοφόρησε κείμενο διαμαρτυρίας για την τιμωρία του Βάρναλη -ή μάλλον δύο κείμενα, ένα στην Αθήνα (που το υπόγραφαν και πολιτικοί, π.χ. ο Γ. Παπανδρέου – μπορείτε να το δείτε εδώ) και ένα στην Αλεξάνδρεια (με την υπογραφή και του Καβάφη). Τελικά όμως, πριν εκπνεύσει η ποινή της εξάμηνης παύσης είχε κηρυχθεί η δικτατορία του Πάγκαλου, η οποία και απέλυσε οριστικά τον ποιητή.
Αργότερα, ο Βάρναλης έκανε νέα έκδοση του ποιήματός του, την οποία υπογράφει με το όνομά του. Είναι αυτή που κυκλοφορεί σήμερα. Η δεύτερη έκδοση διαφέρει ριζικά από την πρώτη, σε σημείο που δεν θα ήταν άστοχο να μιλήσουμε για δυο διαφορετικά έργα. Για να πάρετε μια γεύση από την πρώτη έκδοση, παραθέτω στον ιστότοπό μου το τρίτο μέρος από το Φως που καίει του Δήμου Τανάλια, που τόσο ερέθισε τους συντηρητικούς το 1925. Στο Φως που καίει του Κ. Βάρναλη ο ελεύθερος στίχος έχει μετατραπεί σε ρίμα και μέτρο και απουσιάζει η περίφημη «Καταδίκη των ποιητών» (το τελευταίο κομμάτι).
Ας γυρίσουμε στο εξώφυλλο και στις σημειώσεις του εθνικόφρονα ρουφιάνου. Επειδή μπορεί να μη διαβάζονται καλά, τα χειρόγραφα σχόλια λένε τα εξής:
Βάρναλης, καθηγητής εις την Παιδαγωγικήν Ακαδημίαν, δηλαδή την αυθαίρετον Σχολήν του Γληνού.
Εάν επιθυμείτε και έχετε καιρόν αναγνώσατέ το όλον, αλλά πάντως αναγνώσατε τας σελίδας 40 (τελευταίον στίχον) 53 όπου υβρίζει την Παναγίαν, τέλος δε από της σελίδος 61 μέχρι τέλους.
Το κτήνος αυτό είναι Βουλγαρικόν. Είναι και κωφόν. Εν τούτοις, επειδή είναι μαλλιαρόν, εν γνώσει των πίστεών του, το απέστειλαν δις ή τρις υπότροφον!
Ο Βάρναλης ήταν πράγματι βαρήκοος, ενώ ο χαρακτηρισμός Βουλγαρικόν κτήνος μάλλον εννοεί το ότι ο Βάρναλης είχε γεννηθεί στην Ανατολική Ρωμυλία (και όχι ότι ήταν αριστερός μια και το 1925 δεν αποκαλούσαν Βούλγαρους τους κομμουνιστές). Για τον υπερσυντηρητικό, βλέπετε, η αναπηρία είναι ένδειξη ότι κάποιο αμάρτημα πρέπει να έκανε ο ανάπηρος (ή οι γονείς του) για να τιμωρηθεί από τον πάνσοφο Θεό. Και, παρόλο που η εθνικοφροσύνη έσκιζε τα ρούχα της, υποτίθεται, για τον εκτός συνόρων ελληνισμό, δεν έπαυε να αποκαλεί Βούλγαρους τους ομογενείς από τη Ρωμυλία.
Ως πρόσφατα, δεν ήξερα ποιος ήταν ο εθνικόφρων ρουφιάνος, που δεν κατονομάζεται στην έκδοση του Κέδρου. Ξεφυλλίζοντας όμως παλιές εφημερίδες, και ως συνήθως άλλο πράγμα ψάχνοντας, έπεσα πάνω σε ένα ρεπορτάζ του νεαρού τότε Φώντα Λάδη, στην Αυγή του 1965, από μια εκδήλωση τιμητική για τον Βάρναλη, που τότε είχε περάσει τα ογδόντα, και στην οποία εκτέθηκαν και διάφορα ενθύμια που είχε στα χαρτιά του ο ποιητής, μεταξύ των οποίων και το επίμαχο αντίτυπο. Στην Αυγή ο Βάρναλης είχε αναφέρει ότι ο ρουφιάνος ήταν ο Ευστράτιος Κουλουμβάκης (1872-1958), βουλευτής Οιτύλου που έκανε και υπουργός. Υπερσυντηρητικός και αντιδημοτικιστής, αλλά αντιμοναρχικός, ο Κουλουμβάκης ήταν επιφανές στέλεχος των βενιζελικών κομμάτων -αργότερα επρόκειτο να εξελιχθεί σε κομμουνιστοφάγο και απολογητή των ταγματασφαλιτών. Αυτό είναι και το καινούργιο στοιχείο σε σχέση με την παλιότερη δημοσίευσή μου.
ΥΓ Ο Κουλουμβάκης και δημόσια δεν τσιγκουνευόταν τους χαρακτηρισμούς. Το 1930 έστειλε στο περιοδικό Πειθαρχία, που το εξέδιδε ο φιλελεύθερος δημοσιογράφος Γ. Λύχνος, επιστολή στην οποία μεταξύ άλλων γράφει: Όταν γράφωνται άρθρα διακηρύττοντα ως ηθικότητα την επίβασιν πάντων επί πασών, δηλαδή την κατάλυσιν της οικογενείας, πηγής πασών των αρετών, εν αγνοία ότι η ρύθμισις της ισχυροτάτης γενετησίου ορμής είνε η πασών μεγίστη εις πολιτισμόν πρόοδος του ανθρώπου, όταν γράφωνται άρθρα, εν αγνοία στοιχειωδών της επιστήμης και της ιστορίας δογμάτων, σαρκάζοντα πάσαν περί έθνους αντίληψιν και καταλύοντα πάσαν πατριωτικήν αφοσίωσιν … όταν αχαλίνωτοι εις τας στήλας σας οργιάζουν ο Καρζής, ο Σερούιος, ο Λαπαθιώτης, ανθρώπινα ομοιώματα, μωρότατοι, αμαθέστατοι, αναρχικώτατοι, δύνασθε, εάν θέλετε, να με πληροφορήσετε, πόθεν έρχεσθε και πού πηγαίνετε;
Ο Ν. Λαπαθιώτης στη δική του απάντηση, αρκέστηκε να σχολιάσει: Αλήθεια τι γυρεύει αυτό το φάντασμα του παρελθόντος αναμεταξύ μας; Υπάρχει ακόμα; Κι’ εγώ, που δεν πίστευα ποτέ μου στους βρυκόλακες…