Θα αναδημοσιεύσω σήμερα μια πρόσφατη συνέντευξη, που έδωσε πριν από 20 περίπου μέρες ο γλωσσολόγος Γιώργος Ξυδόπουλος, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πατρών, στη Lifo και στον Δημήτρη Λαμπράκη. Στη συνέντευξη θίγονται πολλά θέματα που τα έχουμε κατ’ επανάληψη συζητήσει στο ιστολόγιο και πιστεύω πως θα τη βρείτε ενδιαφέρουσα παρά τη σχετικά μεγάλη έκτασή της.
Το θέμα της προφοράς των δανείων, που διάλεξε να το τονίσει ο δημοσιογράφος βάζοντας το στον τίτλο, δεν είναι φυσικά το μοναδικό που θίγεται στη συνέντευξη. Γίνεται επίσης, και περισσότερο, λόγος για αργκό, για γλωσσικές ποικιλίες, για τη σχέση διαλέκτων και γλωσσών, για σώματα κειμένων, για το αν υπάρχουν φτωχές και πλούσιες γλώσσες, για τα γλωσσικά λάθη, τον εξαγγλισμό της ελληνικής (δείτε κι ένα παλιότερο άρθρο μας όπου γίνεται λόγος και για την έρευνα του Ξυδόπουλου), για τον ρόλο του γλωσσολόγου και τη γλωσσική ρύθμιση κτλ.
Αν διαβάσετε το άρθρο θα προσέξετε ότι η φράση του Ξυδόπουλου που μπήκε στον τίτλο της συνέντευξης έρχεται ως απάντηση στο εξής σχόλιο του δημοσιογράφου: Υπάρχει όμως μια διάθεση να τεθούν κάποιοι περιορισμοί, μη κλίνοντας, για παράδειγμα, τις ξένες λέξεις. Στις συνεντεύξεις βέβαια τις ερωτήσεις τις κάνει ο δημοσιογράφος και ο προσκαλεσμένος απαντά, αλλά εγώ θα ήθελα να μπορούσε να ρωτήσει τον δημοσιογράφο τι ακριβώς εννοεί. Το ότι οι δάνειες λέξεις που δεν προσαρμόζονται στο τυπικό της ελληνικής μένουν άκλιτες είναι βεβαίως γνωστό, νομίζω όμως ότι εδώ ο δημοσιογράφος θεωρεί ότι κάποιοι δεν κλίνουν τις δάνειες λέξεις, ενώ θα μπορούσαν να κλιθούν, επειδή με τον τρόπο αυτό θέλουν να βάλουν περιορισμούς στις δάνειες λέξεις ή να τις οριοθετήσουν. Νομίζω δηλαδή πως δεν εννοεί αυτούς που (σωστά) λένε «οι κομπιούτερ» και όχι «οι κομπιούτερς» αλλά εκείνους που, τα τελευταία χρόνια, μιλούν για «του τσίρκο» ή «τα παλτό».
Τέλος πάντων, αυτό είναι δική μου ερμηνεία και μπορεί να μην ισχύει. Όσο για το θέμα της προφοράς των δανείων, έχει δίκιο φυσικά ο Ξυδόπουλος ότι το πρώτο επίπεδο ενσωμάτωσης είναι το φωνητικό, και ότι όταν δανειζόμαστε μιαν αγγλική λέξη δεν την προφέρουμε όπως ο Άγγλος. Αυτό πάλι σημαίνει πως όταν γράφουμε, σε ελληνικό κείμενο εννοώ, μια δάνεια λέξη πρέπει να τη γράψουμε με το ελληνικό αλφάβητο, αφού δεν την προφέρουμε αγγλοπρεπώς ή γαλλοπρεπώς. Δηλαδή, αφού δεν λέμε γεστογάν, θα γράψουμε ρεστοράν, όχι restaurant.
Aλλά πολλά είπα εγώ. Διαβάστε τη συνέντευξη, έχει ενδιαφέρον και τη συζητάμε στα σχόλια.
— Τι είναι οι αργκό και ποια η διαφορά τους από τις διαλέκτους;
Καταρχάς, και τα δύο αφορούν τη γλωσσική ποικιλία. Η μία είναι περισσότερο γεωγραφικά προσδιορισμένη, γι’ αυτό λέγεται γεωγραφική διάλεκτος. Υπάρχει όμως και ένας άλλος όρος, η «κοινωνιόλεκτος», για μια ποικιλία που βασίζεται σε κοινωνικές παραμέτρους (ηλικία, φύλο, κοινωνική τάξη, επάγγελμα κ.λπ.). Η αργκό ή αλλιώς αγοραία γλώσσα, σλανγκ ή περιθωριακή γλώσσα, όπως αποκαλείται πολλές φορές στη βιβλιογραφία, είναι ο τρόπος χρήσης της γλώσσας και το λεξιλόγιο που αφορούν τη μη τυπική χρήση της γλώσσας από συγκεκριμένες ομάδες.
Μη τυπική χρήση της γλώσσας μπορεί να κάνουμε κι εμείς, ασχέτως της δουλειάς μας – κι εγώ στις ανεπίσημες περιστάσεις επικοινωνίας με τους φίλους μου, που αισθάνομαι πιο οικεία, μπορώ να χρησιμοποιώ κάλλιστα και σλανγκ. Δεν υπάρχουν σαφείς διαχωριστικές γραμμές μεταξύ αυτών που τη χρησιμοποιούν και των υπολοίπων.