Ο φίλος μας ο Δημήτρης Μαρτίνος είχε δημοσιεύσει εδώ, σε συνεχόμενα σχόλια, πριν από μερικές μέρες, το αφήγημά του «Το γριπάκι», όπου περιγράφει ιστορίες από νεανικά καλοκαίρια στα Θερμιά. Του ζήτησα να μου το στείλει ολόκληρο να το βάλω κάποια στιγμή το καλοκαίρι, κι έτσι έγινε, και μαζί μού έστειλε κι ένα μικρότερο, το Περίπτερο, που το παρουσιάζω σήμερα.
Μια και ο Δημήτρης είναι παλιός συνάδελφος, και είναι και μεγαλύτερός μου, από σεβασμό δεν αλλάζω το πολυτονικό που διαλέγει να χρησιμοποιεί, παρόλο που η γλώσσα του είναι καθαρή, στρωτή νεοελληνική, δηλαδή δεν έχει ανάγκη τα αλεξαντριανά σκουληκάκια σε τίποτα. (Τελικά, ο φίλος μας ο Στάζιμπος μού έστειλε μονοτονισμένο το κείμενο και το βάζω στο τέλος για όσους διαβάζουν από κινητές συσκευές και έχουν πρόβλημα με τους τονισμένους χαρακτήρες).
Νησιώτικο το αφήγημα και ψαράδικο, έχει και την ανάλογη ορολογία. Εμείς εδώ λεξιλογούμε, οπότε στο τέλος λέω δυο πράγματα.
ΤΟ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟ
Σεπτέμβρης τοῦ ᾿79, τελευταῖο Σαββατοκύριακο. Μὲ δυὸ φίλους ταξιδεύουμε, Σάββατο πρωί, γιὰ τὰ Θερμιὰ μὲ τὸ Ἅγιος Γεώργιος, τὸ πρῶτο, τὸ μικρὸ φερυμπὼτ τοῦ Βεντούρη. Δεύτερος μηχανικὸς στὸ βαπόρι ἕνας ᾿ξάδερφος καὶ μᾶς προσκαλεῖ γιὰ καφὲ στὸ σαλόνι τῆς πρώτης θέσης. Μετὰ τὰ γενικὰ ἡ κουβέντα γυρίζει στὸ ψάρεμα.
-«Τί γίνεται ρὲ ψηλέ, πιάνεις κανένα ψάρι;» μὲ ρωτάει.
-«Νὰ σοῦ πῶ», τοῦ ἀπαντῶ. «Ἔχω βρεῖ ἕνα περίπτερο κάτω ἀπ᾿ τὸ Φανάρι. Θὰ περάσω τ᾿ ἀπόγεμα νὰ πάρω δυὸ σαργούς, ἴσαμ᾿ ἑνάμισι κιλὸ κι οἱ δυὸ μαζί.»
-«Καλὰ, δεμένα τά ᾿χεις;» ξαναρωτάει ὁ ᾿ξάδερφος.
-«Αὔριο τ᾿ ἀπόγεμα ποὺ θὰ γυρίζουμε θὰ σοῦ πῶ», τοῦ ξαναλέω.
Δὲν συνήθιζα νὰ κάνω «δηλώσεις» τέτοιου εἴδους πρὶν ἀπὸ τὸ ψάρεμα, γιατὶ εἶχα ἀρκετὴ πεῖρα ὁ ἴδιος γιὰ νὰ ξέρω πὼς δὲν ὑπάρχει τίποτα πιὸ ἀβέβαιο. Ἐκτὸς αὐτὰ ποὺ λέγαν οἱ παλιοί: «τὰ ψάρια στὸ γιαλό, τὸ τσουκάλι στὴ φωτιὰ» ἢ «τοῦ κυνηγοῦ καὶ τοῦ ψαρᾶ τὸ πιάτο δέκα φορὲς εἶν᾿ ἀδειανὸ καὶ μιὰ φορὰ γεμᾶτο» εἶχα καὶ ὁ ἴδιος «πικρὰν πεῖραν». Δὲν ξεχνοῦσα τὸ κάζο ποὺ εἴχαμε πάθει λίγα χρόνια πρίν. Ἐκεῖ κατὰ τὰ μέσα τῆς δεκαετίας τοῦ ᾿70 εἴχαμε φτιάξει στὸ Μέριχα μιὰ παρέα νεανική, φοιτητὲς οἱ περισσότεροι, τὴν περίφημη «κουσέρβα». Τ᾿ ὄνομα τὸ «κλέψαμε» ἀπὸ τοὺς ψαράδες ποὺ ὀνόμαζαν ἔτσι τοὺς περιστασιακοὺς συνεταιρισμοὺς ποὺ ἔκαναν, ὅποτε μαζεύονταν γιὰ νὰ κάνουν ψαρέματα ποὺ ἤθελαν πολλὰ χέρια ἢ πολλὰ σκάφη.
Βασικές μας ἀσχολίες τὸ ψαροντούφεκο καὶ τὸ «καμάκι». Τὸ ψαροντούφεκο, ἐκτὸς ἀπὸ τὴ διασκέδαση ποὺ μᾶς ἔδινε, τροφοδοτοῦσε τὶς βραδινές μας κρασοκατανύξεις μὲ λαχταριστοὺς θαλασσινοὺς μεζέδες. Συνήθως ὅ,τι πιάναμε τὰ πηγαίναμε στὶς ταβέρνες τῆς κυρα-Ρήνης ἤ τῆς Καλλιόπης ποὺ μᾶς τά ᾿φτιαχναν καὶ παίρναμε ἀπὸ τὸ μαγαζὶ τὶς σαλάτες καὶ τὸ κρασί. Ἔτσι τὴ βγάζαμε πολὺ φτηνά, γιατὶ τὰ λεφτά μας ἦταν λιγοστά. Τὶς πιὸ πολλὲς φορὲς τὸ ρεφενὲ τὸν πλήρωναν κάποιοι φίλοι, μεγαλύτεροι στὴν ἡλικία, οἰκογενειάρχες, ἐργαζὸμενοι, πιὸ ἄνετοι οἰκονομικὰ ἀπὸ ἐμᾶς τὸ φοιτηταριό, ποὺ γουστάρανε τὴν παρέα μας καὶ συχνὰ μᾶς συντρόφευαν σ᾿ αὐτὲς τὶς κρασοκατανύξεις.
Συνήθως ἀκολουθοῦσε γλέντι, μὲ κασέτες τὶς περισσότερες φορές, ἐνῶ, πιὸ σπάνια, σὲ εἰδικὲς περιπτώσεις, παίρναμε τὰ βιολιά. Τὰ γλέντια αὐτὰ κρατοῦσαν μέχρι τὸ πρωὶ συνήθως καὶ ξενυχτούσαμε ὅλο το Μέριχα μὲ τὶς φωνές, τοὺς χοροὺς καὶ τὰ τραγούδια μας. Κανένας ὅμως δὲ μᾶς γκρίνιαζε, γιατὶ χαιρόταν ποὺ ἐμεῖς οἱ «ἀξύριστοι μαλλιάδες» γλεντούσαμε Θερμιώτικα.
Μιὰ μέρα, ἐκεῖ ποὺ πίναμε καφὲ στὸν καφενὲ τοῦ Μάρκου κοντὰ στὴ θάλασσα, πέρασε ὁ Μανώλας μὲ τὸ παραγάδι παραμάσχαλα. Παλιὸς ψαράς, παραγαδιάρης καὶ «φουσεκάς». Παρ᾿ ὅλο πού ᾿χε γιὸ πιὸ μεγάλον ἀπὸ μᾶς, γούσταρε τὴν παρέα μας καὶ πάντα εἶχε ἕτοιμο τὸ καλαμποῦρι γιὰ νὰ μᾶς πειράξει, συνήθως γιὰ τὶς τουρίστριες πού, ὅπως εἴπαμε, ἦταν μιὰ ἀπὸ τὶς βασικές μας ἀσχολίες. Αὐτὴ τὴ φορὰ ὅμως μᾶς ζύγωσε μὲ ὕφος συνωμοτικὸ καὶ μᾶς εἶπε μὲ χαμηλὴ φωνή:
«Ρὲ σεῖς, ἔχω σκοτώσει κάτι ψάρια ἐκειδὰ στὴν ξέρα τοῦ Μπιλίνου, ἀπὸ τὴ μέσα μεριά, στὸ μπουγαζάκι. Μάζεψα κάτι λίγα ποὺ βγήκανε στὸν ἀφρό, ὅμως τὰ πιὸ πολλὰ βουλιάξανε. Άντέτε νὰ τὰ μαζέψετε, δὲν εἶναι βαθιὰ, πεντέξι ὀργιές. Ὅμως τὸ νοῦ σας, τσιμουδιὰ σὲ κανέναν!»
Στὸ λεπτὸ πάρθηκε ἡ ἀπόφαση καὶ κανονίστηκε ποιοὶ θὰ πήγαιναν. Ἐγὼ εἶχα κάποια δουλειὰ καὶ δὲ θὰ πήγαινα. Ἡ ἀλήθεια εἶναι πώς, ἐκτὸς ἀπ᾿ τὴ δουλειά, ψιλοφοβόμουνα κιόλας γιατὶ μοῦ ᾿χε πεῖ ὁ Δημήτρης, ὁ γιὸς τοῦ Μανώλα, πὼς μιὰ φορὰ ποὺ εἶχε βουτήξει γιὰ σκοτωμένα ψάρια, ἦρθε μούρη μὲ μούρη μ᾿ ἕνα σκυλόψαρο ποὺ εἶχε πάει νὰ τὰ φάει. Ἔτσι ἀποφασίστηκε νὰ μὴν πάει ὁλόκληρη ἡ παρέα γιὰ νὰ μὴν ἁπλώσει πολὺ τὸ πράμα καὶ μαθευτεῖ. Ἐξ ἄλλου τὰ ψάρια περίμεναν ἐκεῖ, σκοτωμένα, κι οὔτε κυνῆγι ἤθελαν, οὔτε ντουφέκισμα.
Ὅπως κι ἔγινε. Ὅσοι πῆγαν μάζεψαν τὰ ψάρια στὸ ἅψε-σβῆσε καὶ μετὰ ἄρχισαν νὰ τὰ τρυποῦν μὲ τὸ καμάκι πάνω στὴ βάρκα. Σὲ λίγη σχετικὰ ὥρα γύρισαν στὸ λιμάνι, ὅπου εἶχε μαζευτεῖ καὶ ἡ ὑπόλοιπη παρέα μαζὶ μὲ τοὺς συνηθισμένους περίεργους. Καθὼς τοὺς εἶδαν νὰ γυρίζουν νωρὶς ἄρχισαν τὰ σχόλια τοῦ τύπου «νηστικοὶ θὰ μείνουμε ἀπόψε» ἀπὸ ἐκείνους ποὺ δὲν ξέρανε τί ἔτρεχε ἀκριβῶς. Μόλις ὅμως εἴδανε τὰ ψάρια μείνανε μὲ τὸ στὸμα ἀνοιχτό. Ἕνας εἶπε μάλιστα: «Γιὰ δὲς ἀστεῖα-ἀστεῖα οἱ μαλάκες!», φράση ποὺ ἔμεινε παροιμιώδης γιὰ τὴν παρέα καὶ τὴ θυμόμαστε ἀκόμα, ὅποτε βρισκόμαστε ὅσοι ἔχουμε ἀπομείνει.
Τὸ βράδυ ἀκολούθησε ψαροφαγία καὶ οἰνοποσία, ὅπου καὶ ἀποφασίστηκε μεγάλη ἐξόρμηση γιὰ τὴν ἄλλη μέρα. Θὰ πήγαινε ὅλη ἡ ὁμάδα σὲ πλήρη σύνθεση καὶ μάλιστα μὲ δυὸ βάρκες, ἐπειδὴ δὲ χωρούσαμε σὲ μιά. Ἀκούγοντας αὐτὰ ὁ Κώστας, ποὺ δὲν ἤξερε τὸ μυστικὸ τῆς τελευταίας ψαριᾶς, προσφέρθηκε νὰ κάνει τὸ μάγειρα: «Ρὲ σεῖς δὲν ἐρχόσαστε αὔριο στὸ σπίτι μου, στὴν Πισκοπή; Θὰ πάρω τὸ καζάνι τοῦ πανηγυριοῦ ὰπὸ τὸν Ἅι-Βλάση καὶ θὰ φτιάξουμε κακκαβιά!» Βλέποντας τὴν ποσότητα τῶν ψαριῶν ποὺ εἶχε πιάσει ἡ μισὴ ὁμάδα σὲ λίγη ὥρα, ἦταν σίγουρος πὼς τὴν ἑπομένη, ποὺ θά ᾿μαστε ὅλοι καὶ μάλιστα ἀπὸ νωρίς, θὰ σηκώναμε ὅλη τὴ θάλασσα. Γι᾿ αὐτὸ τὴν ἄλλη μέρα φορτώθηκε τὸ καζάνι (ποὺ μέσα του βράζανε ὁλάκερο ἀρνὶ ἢ κατσίκι στὰ πανηγύρια), καθάρισε καὶ μισὸ τσουβάλι πατάτες καὶ κρεμμύδια γιὰ την κακκαβιὰ καὶ μᾶς περίμενε νὰ φέρουμε τὰ ψάρια. Κι ὁ διάολος τά ᾿φερε ὅλα στραβὰ τὴ μέρα ἐκείνη.Ὄχι μόνο δὲν πιάσαμε τὰ ψάρια τῆς προηγούμενης μέρας, ἀλλὰ οὔτε αὐτὰ ποὺ πιάναμε τὶς πιὸ πολλὲς φορές. Ἔτσι τὸ βράδυ, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν καζούρα, φάγαμε μπριζόλες καὶ πατάτες τηγανητές. Ὅσο γιὰ τὰ κρεμμύδια, βάλαμε ὅσα μπορέσαμε στὴ σαλάτα καὶ τὰ ὑπόλοιπα μείνανε γιὰ κατάπλασμα!
Ὁ ξάδερφος, ἄν καὶ ἔλειπε ὅταν ἔγιναν αὐτὰ ποὺ γράφω παραπάνω, τὴν ἤξερε τὴν ἱστορία γιατὶ ἄκουγε νὰ τὴ λέμε συχνὰ ὅποτε μαζευόμαστε. Ἄν καὶ μεγαλύτερός μας, ἦταν κι αὐτὸς ἕνας ἀπὸ τὸν περίγυρο τῆς παρέας κι ὅποτε ξεμπαρκάριζε καὶ βρισκόταν στὸ νησὶ ἐρχόταν στὰ γλέντια μας. Δὲν εἶπε τίποτα, μονάχα μὲ κοίταξε μ᾿ ἕνα αἰνιγματικὸ χαμόγελο σὰ νὰ μοῦ ᾿λεγε: «Καλά, αὐτὰ ποὺ λὲς μᾶς τά ᾿παν κι ἄλλοι» καὶ φύλαξε τὸ δούλεμα γιὰ τὸ ταξίδι τῆς ἐπιστροφῆς.
Ἐγὼ πάλι, δὲν ξέρω γιατί, εἶχα μιὰ σιγουριὰ ὅτι τὰ ψάρια θά ᾿ταν ἐκεῖ νὰ μὲ περιμένουν.Ὄχι χωρὶς λόγο βέβαια. Πρὶν ἀπὸ κανα μήνα εἶχα ἀνακαλύψει, κάτω ἀπὸ τὸ Φανάρι, στὴ μπούκα τοῦ λιμανιοῦ, μιὰ τρύπα γεμάτη σαργούς. Τὴν πρώτη φορὰ εἶχα χτυπήσει ἕναν γὺρω στὰ τρία τέταρτα. Ξαναπῆγα ἄλλα δυὸ Σάββατα (τότε πήγαινα κάθε Σαββατοκύριακο στὸ νησί). Τὴ μιὰ φορὰ πῆρα ἕναν καὶ τὴν ἄλλη δυό: ἕναν στὸν πηγαιμὸ (ἀπὸ τὴ μεριὰ τοῦ Μέριχα πρὸς τὴν Πισκοπὴ) κι ἕναν στὸ γυρισμὸ στὴ βάρκα (τὴ φουντάριζα λίγο πρὶν ἀπὸ τὸ Φανάρι). Ὅλα τὰ ψάρια ἦταν μεγάλα, πάνω ἀπὸ μισόκιλο. Τὸ Φανάρι ἦταν τότε φοβερὸς ψαρότοπος. Ὁ βυθὸς πανέμορφος, γεμᾶτος μεγάλες πέτρες σωριασμένες στὸ βυθὸ ἀπὸ τὴ μανία τῆς θάλασσας ποὺ σφυροκοπάει τὸν κάβο χιλιάδες, ἑκατομμύρια χρόνια. Κάποιες φορὲς εἶχα μείνει νὰ κοιτάζω ἔκπληκτος τὸν πλοῦτο τῶν ψαριῶν, χωρὶς τελικὰ νὰ πιάνω τίποτα. Σαργοί, ροφοί, στεῖρες, συναγρίδες ὅλα μαζὶ σ᾿ ἕνα μαγικὸ μπαλέτο τοῦ βυθοῦ καὶ νὰ μὴν ξέρεις ποῦ νὰ πρωτοβουτήξεις. Στὸ τέλος, ὅταν τ᾿ ἀποφάσιζες νὰ βουτήξεις, τά ᾿βλεπες νὰ σκορπίζουν σιγὰ σιγὰ καὶ νὰ κατηφορίζουν στὸ γαλάζιο χάος. Ἡ τρύπα ἐκείνη ὅμως ἦταν ἀλλιώτικη. Οἱ σαργοὶ τριγύριζαν ἀπ᾿ ἔξω καὶ μόλις βούταγα ἔμπαιναν μέσα καὶ τριγύρναγαν στὸ βάθος της. Φακὸ δὲν εἶχα (τότε τὰ ψάρια ἦταν πιὸ ἀπονήρευτα καὶ δὲν χρειαζόταν). Ἔβαζα μέσα τὸ κεφάλι καὶ μόλις συνήθιζαν τὰ μάτια στὸ μισοσκόταδο ἔβλεπα τὶς ἀσημένιες σιλουέτες καὶ ντουφέκιζα. Τότε δὲν ἤξερα τί γίνεται. Σήμερα ὅμως, μετὰ ἀπὸ τόσα χρόνια ψαροντούφεκο, εἶμαι σίγουρος πὼς κάπου ἐκεῖ στὸ βάθος τῆς τρύπας, στὰ σκοτεινά, θαλάμιαζε ἕνας μεγάλος ροφός. Γι᾿ αὐτὸ «κοπάδιαζαν» ἐκεῖ οἱ σαργοί, ἀναγκάζοντάς με νὰ τὴν ὀνοματίσω «περίπτερο».
Τὸ ἀπόγευμα συναντηθήκαμε μὲ τὴν παρέα στὸ μόλο, μπροστὰ στὴ βάρκα μου. Μπονάτσα, χαρὰ Θεοῦ, μὲ μιὰν ἀραιὴ συννεφιά. Ἡ γλύκα τῆς ἀρχῆς τοῦ φθινοπώρου. Μόλις φτάσαμε στὸν τόπο σταμάτησα τὴ βάρκα κι οὔτε ποὺ φουντάραμε τὸ σίδερο. Ἔτσι κι ἀλλιῶς οἱ ἄλλοι δυὸ εἶχαν ἔρθει γιὰ παρέα καὶ θά ᾿μεναν στὴ βάρκα.
Τότε δὲν εἶχαν βγεῖ ἀκόμα τὰ καινούργια ψαροντούφεκα μὲ τὶς μακριὲς λεπτὲς βέργες ποὺ καταλήγουν σὲ αἰχμή, τὶς ταϊτιέν, καὶ ψάρευα μὲ τρίαινα. Δὲν ξέρω γιατί, ἴσως κάτι μέσα μου, αὐτὸ τὸ ἔνστικτο τοῦ κυνηγοῦ τὸ ἀρχέγονο, μ᾿ ἔκανε νὰ ξεβιδώσω τὴν τρίαινα καὶ νὰ βάλω τὴ δελφινιέρα. Μόλις ἔπεσα στὴ θάλασσα εἶδα ἀμέσως τὰ γνωστὰ σημάδια τῆς τρύπας. Τὴν εἶχα μάθει πιὰ τόσο καλὰ ποὺ σταμάτησα τὴ βάρκα σχεδὸν ἀπὸ πάνω. Πῆρα δυὸ-τρεῖς βαθειὲς ἀνάσες καὶ βούτησα. Μόλις ἔφτασα στὴν τρύπα καὶ κοίταξα μέσα ἦταν πιὸ σκοτεινὰ ἀπὸ τὶς ἄλλες φορές. Ὁ φθινοπωριάτικος ἥλιος μὲ τὴν ἀραιὴ συννεφιὰ δὲ φώτιζε καὶ τόσο καλά. Γρήγορα ὅμως τὰ μάτια μου συνήθισαν καὶ ξεχώρισαν μιὰ κίνηση στὸ βάθος. Χωρὶς ἀργοπορία σημάδεψα πρὸς τὰ ᾿κεῖ, ντουφέκισα κι ἀμέσως τράβηξα τὸ κορδὸνι τῆς βέργας. Ἡ βέργα ὅμως δὲν ἐρχόταν. Γιὰ κάποια δευτερόλεπτα σκέφτηκα μὴπως τὸ ψάρι ποὺ χτύπησα ἦταν ροφὸς κι εἶχε «βραχώσει». Χώθηκα λοιπὸν μέσα στὴν τρύπα, ὅσο πιὸ βαθιὰ χωροῦσα καὶ κατάφερα νὰ πιάσω τὴ βέργα. Μὲ δυὸ-τρία ἀπότομα κουνήματα κατάφερα νὰ τὴν ξεμπλέξω καὶ τὸτε τί νὰ δῶ: δυὸ μεγάλοι σαργοί, ὁ ἕνας δίπλα στὸν ἄλλον, περασμένοι «σουβλάκι» στὴ βέργα!
Ἀνέβαινα κρατώντας μὲ τὰ δυό μου χέρια τὴ βέργα ὰπὸ τὶς ἄκρες της καὶ τὰ ψάρια ἀνάμεσα. Ἔτσι ξεμπρόβαλα μέσα ἀπὸ τὸ νερὸ μὲ τὰ χέρια στὴν ἀνάταση καὶ μιὰ κραυγὴ θριάμβου ποὺ ἑνώθηκε μὲ τὶς φωνὲς τῶν δυὸ φίλων ἀπὸ τὴ βάρκα.
Δημήτρης Στεφ. Μαρτῖνος
Λεξιλογικά-φρασεολογικά
Να πω δυο πράγματα λεξιλογικά, παρόλο που το ψάρεμα δεν είναι καθόλου το φόρτε μου -ουσιαστικά δεν έχω ψαρέψει ποτέ.
* Ο συγγραφέας παραθέτει τη γνωστή παροιμία για «του κυνηγού και του ψαρά το πιάτο». Να προσθέσω κι άλλες δύο που τις βρίσκω στα Κεφαλονίτικα γνωμικά του Λουκάτου, ο οποίος έχει και την παραπάνω.
«Του κυνηγού και του ψαρά, έρμο είναι το σπίτι του», αλλά και:
«Το ψάρι θέλει πομονή και το κυνήγι πείσμα», μια ακόμα από τις πολλές παραλλαγές στο ίδιο μοτίβο, που εδώ φαίνεται εξαιρετικά εύστοχη.
* φουσεκάς, ο ψαράς που δουλεύει με δυναμίτη (φουσέκι)
* κουσέρβα, μια πολύ ενδιαφέρουσα λέξη που είναι δάνειο από τα βενετικά -και βέβαια, από την ίδια ρίζα, αλλά από τα γαλλικά, έχουμε δανειστεί την πολύ πιο κοινή κονσέρβα.
Κουσέρβα στο αφήγημα του Δημήτρη είναι οι περιστασιακοί συνεταιρισμοί που έκαναν οι ψαράδες όταν μια αλιευτική εξόρμηση χρειαζόταν πολλά χέρια ή πολλά σκάφη. Η σημασία αυτή πράγματι υπάρχει, αλλά η λέξη έχει και μια δεύτερη σημασία, τα πλοία που πηγαίνουν μαζί ή το ένα πίσω απ’ το άλλο.
Ο όρος υπάρχει στους Χαλασοχώρηδες του Παπαδιαμάντη, όπου ο ναυτικός μπαρμπα-Στεφανής, αγανακτισμένος από το εκλογικό ψηστήρι που του κάνει ο κυρ Μανώλης, εξεγείρεται και αρχίζει να του τα ψέλνει, χρησιμοποιώντας αρμαθιά ναυτικούς όρους, και λέει, ανάμεσα στα άλλα: «Για καμιά τσομπανοφλοέρα με πήρες και μου κόλλησες στα νερά, σαν να σου κατέβηκε να σε τραβήξω γιουντέκι ή ν’ αρμενίσουμε κουσέρβα;»
Αλλά και στο διήγημα «Για τα ονόματα», ο Παπαδιαμάντης παρουσιάζει δυο φιλους που παίρνουν γραμμή τα σπίτια όσων γιορτάζουν για να δεχτούν κεράσματα: συνήθιζον οι δύο να πηγαίνουν «κονσέρβα», ως έλεγαν, δηλ. ως δύο συμπλέοντα πλοία, να φέρουν γύραν εις όλας τας οικίας όσαι εώρταζον…
Μονοτονική μορφή
ΤΟ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟ
Σεπτέμβρης του ’79, τελευταίο Σαββατοκύριακο. Με δυο φίλους ταξιδεύουμε, Σάββατο πρωί, για τα Θερμιά με το Άγιος Γεώργιος, το πρώτο, το μικρό φερυμπώτ του Βεντούρη. Δεύτερος μηχανικός στο βαπόρι ένας ’ξάδερφος και μας προσκαλεί για καφέ στο σαλόνι της πρώτης θέσης. Μετά τα γενικά η κουβέντα γυρίζει στο ψάρεμα.
-«Τι γίνεται ρε ψηλέ, πιάνεις κανένα ψάρι;» με ρωτάει.
-«Να σου πω» του απαντώ. «Έχω βρει ένα περίπτερο κάτω απ’ το Φανάρι. Θα περάσω τ’ απόγεμα να πάρω δυο σαργούς, ίσαμ’ ενάμισι κιλό κι οι δυο μαζί.»
-«Καλά δεμένα τα ’χεις;» ξαναρωτάει ο ’ξάδερφος.
-«Αύριο τ’ απόγεμα που θα γυρίζουμε θα σου πω» του ξαναλέω.
Δεν συνήθιζα να κάνω «δηλώσεις» τέτοιου είδους πριν από το ψάρεμα, γιατί είχα αρκετή πείρα ο ίδιος για να ξέρω πως δεν υπάρχει τίποτα πιο αβέβαιο. Εκτός αυτά που λέγαν οι παλιοί: «τα ψάρια στο γιαλό, το τσουκάλι στη φωτιά» ή «του κυνηγού και του ψαρά το πιάτο δέκα φορές είν’ αδειανό και μια φορά γεμάτο» είχα και ο ίδιος «πικράν πείραν». Δεν ξεχνούσα το κάζο που είχαμε πάθει λίγα χρόνια πριν. Εκεί κατά τα μέσα της δεκαετίας του ’70 είχαμε φτιάξει στο Μέριχα μια παρέα νεανική, φοιτητές οι περισσότεροι, την περίφημη «κουσέρβα». Τ’ όνομα το «κλέψαμε» από τους ψαράδες που ονόμαζαν έτσι τους περιστασιακούς συνεταιρισμούς που έκαναν, όποτε μαζεύονταν για να κάνουν ψαρέματα που ήθελαν πολλά χέρια ή πολλά σκάφη.
Βασικές μας ασχολίες το ψαροντούφεκο και το «καμάκι». Το ψαροντούφεκο, εκτός από τη διασκέδαση που μας έδινε, τροφοδοτούσε τις βραδυνές μας κρασοκατανύξεις με λαχταριστούς θαλασσινούς μεζέδες. Συνήθως ό,τι πιάναμε τα πηγαίναμε στις ταβέρνες της κυρα-Ρήνης ή της Καλλιόπης που μας τα ’φτιαχναν και παίρναμε από το μαγαζί τις σαλάτες και το κρασί. Έτσι τη βγάζαμε πολύ φτηνά, γιατί τα λεφτά μας ήταν λιγοστά. Τις πιο πολλές φορές το ρεφενέ τον πλήρωναν κάποιοι φίλοι, μεγαλύτεροι στην ηλικία, οικογενειάρχες, εργαζόμενοι, πιο άνετοι οικονομικά από εμάς το φοιτηταριό, που γουστάρανε την παρέα μας και συχνά μας συντρόφευαν σ’ αυτές τις κρασοκατανύξεις.
Συνήθως ακολουθούσε γλέντι, με κασέτες τις περισσότερες φορές, ενώ πιο σπάνια, σε ειδικές περιπτώσεις, παίρναμε τα βιολιά. Τα γλέντια αυτά κρατούσαν μέχρι το πρωί συνήθως και ξενυχτούσαμε όλο το Μέριχα με τις φωνές, τους χορούς και τα τραγούδια μας. Κανένας όμως δε μας γκρίνιαζε, γιατί χαιρόταν που εμείς οι «αξύριστοι μαλλιάδες» γλεντούσαμε Θερμιώτικα.
Μια μέρα, εκεί που πίναμε καφέ στον καφενέ του Μάρκου κοντά στη θάλασσα, πέρασε ο Μανώλας με το παραγάδι παραμάσχαλα. Παλιός ψαράς, παραγαδιάρης και «φουσεκάς». Παρ’ όλο που ’χε γιό πιο μεγάλον από μας, γούσταρε την παρέα μας και πάντα είχε έτοιμο το καλαμπούρι για να μας πειράξει, συνήθως για τις τουρίστριες που, όπως είπαμε, ήταν μια από τις βασικές μας ασχολίες. Αυτή τη φορά όμως μας ζύγωσε με ύφος συνωμοτικό και μας είπε με χαμηλή φωνή:
«Ρε σεις, έχω σκοτώσει κάτι ψάρια εκειδά στη ξέρα του Μπιλίνου, από τη μέσα μεριά, στο μπουγαζάκι. Μάζεψα κάτι λίγα που βγήκανε στον αφρό, όμως τα πιο πολλά βουλιάξανε. Αντέτε να τα μαζέψετε, δεν είναι βαθειά, πεντέξι οργιές. Όμως το νου σας, τσιμουδιά σε κανέναν!»
Στο λεπτό πάρθηκε η απόφαση και κανονίστηκε ποιοι θα πήγαιναν. Εγώ είχα κάποια δουλειά και δε θα πήγαινα. Η αλήθεια είναι πως, εκτός απ’ τη δουλειά, ψιλοφοβόμουνα κι’ όλας γιατί μού ’χε πει ο Δημήτρης, ο γιός του Μανώλα, πως μια φορά που είχε βουτήξει για σκοτωμένα ψάρια, ήρθε μούρη με μούρη μ’ ένα σκυλόψαρο που είχε πάει να τα φάει. Έτσι αποφασίστηκε να μην πάει ολόκληρη η παρέα για να μην απλώσει πολύ το πράμα και μαθευτεί. Εξ άλλου τα ψάρια περίμεναν εκεί, σκοτωμένα κι ούτε κυνήγι ήθελαν, ούτε ντουφέκισμα.
Όπως κι έγινε. Όσοι πήγαν μάζεψαν τα ψάρια στο άψε-σβύσε και μετά άρχισαν να τα τρυπούν με το καμάκι πάνω στη βάρκα. Σε λίγη σχετικά ώρα γύρισαν στο λιμάνι, όπου είχε μαζευτεί και η υπόλοιπη παρέα μαζί με τους συνηθισμένους περίεργους. Καθώς τους είδαν να γυρίζουν νωρίς άρχισαν τα σχόλια του τύπου «νηστικοί θα μείνουμε απόψε» από εκείνους που δεν ξέρανε τι έτρεχε ακριβώς. Μόλις όμως είδανε τα ψάρια μείνανε με το στόμα ανοιχτό. Ένας είπε μάλιστα: «Για δες αστεία-αστεία οι μαλάκες!», φράση που έμεινε παροιμιώδης για την παρέα και τη θυμόμαστε ακόμα, όποτε βρισκόμαστε όσοι έχουμε απομείνει.
Το βράδυ ακολούθησε ψαροφαγία και οινοποσία, όπου και αποφασίστηκε μεγάλη εξόρμηση για την άλλη μέρα. Θα πήγαινε όλη η ομάδα σε πλήρη σύνθεση και μάλιστα με δυο βάρκες, επειδή δε χωρούσαμε σε μια. Ακούγοντας αυτά ο Κώστας, που δεν ήξερε το μυστικό της τελευταίας ψαριάς, προσφέρθηκε να κάνει το μάγειρα: «Ρε σεις δεν ερχόσαστε αύριο στο σπίτι μου, στη Πισκοπή; Θα πάρω το καζάνι του πανηγυριού από τον Άι-Βλάση και θα φτιάξουμε κακκαβιά!» Βλέποντας την ποσότητα των ψαριών που είχε πιάσει η μισή ομάδα σε λίγη ώρα, ήταν σίγουρος πως την επομένη, που θα ’μαστε όλοι και μάλιστα από νωρίς, θα σηκώναμε όλη τη θάλασσα. Γι’ αυτό την άλλη μέρα φορτώθηκε το καζάνι (που μέσα του βράζανε ολάκερο αρνί ή κατσίκι στα πανηγύρια), καθάρισε και μισό τσουβάλι πατάτες και κρεμμύδια για την κακκαβιά και μας περίμενε να φέρουμε τα ψάρια. Κι ο διάολος τα ’φερε όλα στραβά τη μέρα εκείνη. Όχι μόνο δεν πιάσαμε τα ψάρια της προηγούμενης μέρας, αλλά ούτε αυτά που πιάναμε τις πιο πολλές φορές. Έτσι το βράδυ, εκτός από την καζούρα, φάγαμε μπριζόλες και πατάτες τηγανητές. Όσο για τα κρεμμύδια, βάλαμε όσα μπορέσαμε στη σαλάτα και τα υπόλοιπα μείνανε για κατάπλασμα!
Ο ξάδερφος, αν και έλειπε όταν έγιναν αυτά που γράφω παραπάνω, την ήξερε την ιστορία γιατί άκουγε να τη λέμε συχνά όποτε μαζευόμαστε. Αν και μεγαλύτερός μας, ήταν κι αυτός ένας από τον περίγυρο της παρέας κι όποτε ξεμπαρκάριζε και βρισκόταν στο νησί ερχόταν στα γλέντια μας. Δε είπε τίποτα, μονάχα με κοίταξε μ’ ένα αινιγματικό χαμόγελο σα να μού ’λεγε: «Καλά αυτά που λες μας τα ’παν κι άλλοι» και φύλαξε το δούλεμα για το ταξίδι της επιστροφής.
Εγώ πάλι, δεν ξέρω γιατί, είχα μια σιγουριά ότι τα ψάρια θα ’ταν εκεί να με περιμένουν. Όχι χωρίς λόγο βέβαια. Πριν από κανα μήνα είχα ανακαλύψει, κάτω από το Φανάρι στη μπούκα του λιμανιού, μια τρύπα γεμάτη σαργούς. Την πρώτη φορά είχα χτυπήσει έναν γύρω στα τρία τέταρτα. Ξαναπήγα άλλα δυο Σάββατα (τότε πήγαινα κάθε Σαββατοκύριακο στο νησί). Τη μια φορά πήρα έναν και την άλλη δυο: έναν στο πηγαιμό (από τη μεριά του Μέριχα προς τη Πισκοπή) κι έναν στο γυρισμό στη βάρκα (τη φουντάριζα λίγο πριν από το Φανάρι). Όλα τα ψάρια ήταν μεγάλα, πάνω από μισόκιλο. Το Φανάρι ήταν τότε φοβερός ψαρότοπος. Ο βυθός πανέμορφος, γεμάτος μεγάλες πέτρες σωριασμένες στο βυθό από τη μανία της θάλασσας που σφυροκοπάει τον κάβο χιλιάδες, εκατομμύρια χρόνια. Κάποιες φορές είχα μείνει να κοιτάζω έκπληκτος τον πλούτο των ψαριών, χωρίς τελικά να πιάνω τίποτα. Σαργοί, ροφοί, στήρες, συναγρίδες όλα μαζί σ’ ένα μαγικό μπαλέτο του βυθού και να μην ξέρεις πού να πρωτοβουτήξεις. Στο τέλος, όταν τ’ αποφάσιζες να βουτήξεις, τα ’βλεπες να σκορπίζουν σιγά-σιγά και να κατηφορίζουν στο γαλάζιο χάος. Η τρύπα εκείνη όμως ήταν αλλιώτικη. Οι σαργοί τριγύριζαν απ’ έξω και μόλις βούταγα έμπαιναν μέσα και τριγύρναγαν στο βάθος της. Φακό δεν είχα (τότε τα ψάρια ήταν πιο απονήρευτα και δεν χρειαζόταν). Έβαζα μέσα το κεφάλι και μόλις συνήθιζαν τα μάτια στο μισοσκόταδο έβλεπα τις ασημένιες σιλουέτες και ντουφέκιζα. Τότε δεν ήξερα τι γίνεται. Σήμερα όμως, μετά από τόσα χρόνια ψαροντούφεκο, είμαι σίγουρος πως κάπου εκεί στο βάθος της τρύπας, στα σκοτεινά, θαλάμιαζε ένας μεγάλος ροφός. Γι’ αυτό «κοπάδιαζαν» εκεί οι σαργοί, αναγκάζοντάς με να την ονοματίσω «περίπτερο».
Το απόγευμα συναντηθήκαμε με την παρέα στο μόλο, μπροστά στη βάρκα μου. Μπονάτσα, χαρά Θεού με μιαν αραιή συννεφιά. Η γλύκα της αρχής του φθινοπώρου. Μόλις φτάσαμε στον τόπο σταμάτησα τη βάρκα κι ούτε που φουντάραμε το σίδερο. Έτσι κι αλλιώς οι άλλοι δυο είχαν έρθει για παρέα και θα ’μεναν στη βάρκα.
Τότε δεν είχαν βγει ακόμα τα καινούργια ψαροντούφεκα με τις μακριές λεπτές βέργες που καταλήγουν σε αιχμή, τις ταϊτιέν και ψάρευα με τρίαινα. Δεν ξέρω γιατί, ίσως κάτι μέσα μου, αυτό το ένστικτο του κυνηγού το αρχέγονο, μ’ έκανε να ξεβιδώσω την τρίαινα και να βάλω τη δελφινιέρα. Μόλις έπεσα στη θάλασσα είδα αμέσως τα γνωστά σημάδια της τρύπας. Την είχα μάθει πια τόσο καλά που σταμάτησα τη βάρκα σχεδόν από πάνω. Πήρα δυο-τρεις βαθειές ανάσες και βούτησα. Μόλις έφτασα στην τρύπα και κοίταξα μέσα ήταν πιο σκοτεινά από τις άλλες φορές. Ο φθινοπωριάτικος ήλιος με την αραιή συννεφιά δε φώτιζε και τόσο καλά. Γρήγορα όμως τα μάτια μου συνήθισαν και ξεχώρισαν μια κίνηση στο βάθος. Χωρίς αργοπορία σημάδεψα προς τα ’κει, ντουφέκισα κι αμέσως τράβηξα το κορδόνι της βέργας. Η βέργα όμως δεν ερχόταν. Για κάποια δευτερόλεπτα σκέφτηκα μήπως το ψάρι που χτύπησα ήταν ροφός κι είχε «βραχώσει». Χώθηκα λοιπόν μέσα στην τρύπα, όσο πιο βαθειά χωρούσα και κατάφερα να πιάσω τη βέργα. Με δυο-τρία απότομα κουνήματα κατάφερα να την ξεμπλέξω και τότε τι να δω: δυο μεγάλοι σαργοί, ο ένας δίπλα στον άλλον, περασμένοι «σουβλάκι» στη βέργα!
Ανέβαινα κρατώντας με τα δυο μου χέρια τη βέργα από τις άκρες της και τα ψάρια ανάμεσα. Έτσι ξεμπρόβαλα μέσα από το νερό με τα χέρια στην ανάταση και μια κραυγή θριάμβου που ενώθηκε με τις φωνές των δυο φίλων από τη βάρκα.