Σύμφωνα με τον Σπύρο Ευαγγελάτο, η Βαβυλωνία έχει στην ιστορία του θεάτρου μας την αντίστοιχη θέση που έχει ο Μακρυγιάννης για την πεζογραφία μας. Ίσως υπερβολικό, πάντως το θεατρικό έργο του Δ. Βυζάντιου, από το 1836 που ανέβηκε πρώτη φορά μέχρι σήμερα έχει συνεχή παρουσία στις θεατρικές σκηνές, έχει γίνει κινηματογραφική ταινία, είναι οικείο σε πολύ κόσμο (έστω κι αν δεν το έχουν όλοι δει, πάντως ξέρουν μέσες άκρες σε τι αναφέρεται), ενώ έχει δώσει ακόμα και παροιμιώδεις εκφράσεις, όπως το «μπαμπά σου γλώσσα γιατί δεν μιλείς;» που χρησιμοποιούμε και στο ιστολόγιο -και πράγματι, ένα ιστολόγιο σαν το δικό μας είναι περίεργο που δεν είχε αφιερώσει νωρίτερα άρθρο στη Βαβυλωνία.
Θα παρουσιάσω σήμερα τρεις σκηνές από τη Βαβυλωνία, τον Αστυνόμο να ανακρίνει στη σειρά τρεις από τους πρωταγωνιστές του έργου. Όπως είδατε, θεώρησα δεδομένο ότι ξέρετε την υπόθεση του έργου, επειδή όμως μπορεί να μας διαβάζει και κανένας αλλοδαπός, ας δώσω την υπόθεση πολύ συνοπτικά:
Σε μια λοκάντα, πανδοχείο, στο Ναύπλιο, το 1827, οι θαμώνες πληροφορούνται τα χαρμόσυνα νέα της ναυμαχίας του Ναυαρίνου και αποφασίζουν να γιορτάσουν με ένα τσιμπούσι την ελευθερία που ανατέλλει για την Ελλάδα. Ο καθένας προέρχεται από διαφορετικό μέρος του ελληνόφωνου χώρου και μιλά διαφορετική διάλεκτο: ένας Ανατολίτης, ένας Πελοποννήσιος, ένας Χιώτης, ένας Κρητικός, ένας Αλβανός, ένας Κύπριος, ενώ υπάρχει κι ένας Λογιώτατος που μιλάει σε αρχαΐζουσα (ή μάλλον αρχαία) γλώσσα. Ο συγγραφέας από την αρχή εκμεταλλεύεται τις διαφορετικές γλωσσικές ποικιλίες για κωμικό αποτελεσμα, αλλά και η κορύφωση του δράματος σε γλωσσική παρεξήγηση οφείλεται, όταν ο Κρητικός λέει στον Αλβανό ότι «ήρθατε στην Κρήτη και φάγατε τα κουράδια μας» εννοώντας πρόβατα -και ο Αλβανός καταλαβαίνει την πανελλήνια σημασία της λέξης, οργίζεται πάνω στο μεθύσι του, βγάζει την πιστόλα και τον τραυματίζει.
Έρχεται ο Αστυνόμος, που είναι Επτανήσιος και μιλάει σχεδόν ακατανόητα από τους πολλούς ιταλισμούς, τους ανακρίνει και τους βάζει όλους φυλακή. Εμφανίζονται μετά η ερωμένη του Κρητικού με την παραμάνα της και έναν γιατρό και τελικά τους αποφυλακίζει όλους και το έργο τελειώνει με καινούργιο τσιμπούσι. .
Η Βαβυλωνία έχει εκδοθεί πολλές φορές, αλλά σας συστήνω την έκδοση της Νέας Ελληνικής Βιβλιοθήκης (Ερμής, τώρα Εστία) σε εισαγωγή και επιμέλεια του Σπύρου Ευαγγελάτου, που έχει πολύ διαφωτιστική εισαγωγή από την οποία παραθέτω μερικά, όχι πολλά, πράγματα. Επίσης, η έκδοση αυτή έχει και τις δύο μορφές της Βαβυλωνίας, διότι μετά την πρώτη παράσταση του έργου οι ηθοποιοί πρότειναν στον Βυζάντιο πολλές αλλαγές, κι έτσι η δεύτερη μορφή, που είναι αυτή που ξέρουμε και που παίζεται, διαφέρει πολύ από την πρώτη στις λεπτομέρειες.
Ο συγγραφέας λεγόταν Δημήτριος Κωνσταντίνου Χατζηασλάνης, γεννήθηκε περί το 1790 στην Πόλη και το 1821 κατέβηκε στην Ελλάδα για να πάρει μέρος στον ξεσηκωμό (ήταν γλωσσομαθής, αφού πρωτύτερα ήταν διερμηνέας του Μπέη της Τύνιδας). Πήρε το ψευδώνυμο Βυζάντιος που δείχνει την καταγωγή του και υπηρέτησε σε διάφορες δημόσιες θέσεις στα χρόνια της επανάστασης και επί Καποδίστρια αλλά επί Αντιβασιλείας ψυχράνθηκε, αποσύρθηκε στην Πάτρα και βιοποριζόταν ως αγιογράφος. Πέθανε το 1853. Εκτός από τη Βαβυλωνία έγραψε και άλλα θεατρικά (Σινάνης, Γυναικοκρατία, Κόλακας) όπου επίσης παίζει με τη γλώσσα και εκμεταλλεύεται τις διαφορετικές διαλέκτους για κωμικό αποτέλεσμα.
Στην εισαγωγή του, ο Ευαγγελάτος συγκαταλέγει τη Βαβυλωνία στην πεντάδα των παλαιών «θεατρικών έργων που ακόμα ζουν», δηλ. που έχουν παρουσία στη σκηνή. Τα άλλα τέσσερα είναι η Ερωφίλη του Χορτάτση (π. 1600), ο Φορτουνάτος του Φόσκολου (1655), ο Χάσης του Γουζέλη (1790) και ο Βασιλικός του Μάτεση (1829). Βέβαια, αυτά τα έγραφε το 1972 -εικάζω πως αν τα έγραφε σήμερα, ή έστω δυο δεκαετίες αργότερα, θα περιλάμβανε περισσότερα έργα, ανάμεσά τους τις κωμωδίες του Χουρμούζη (Τυχοδιώκτης, Υπάλληλος, Λεπρέντης) που παίχτηκαν πολύ μετά τη μεταπολίτευση ή τον Κατζούρμπο και άλλα, που ο ίδιος τα γνώρισε στο ευρύ κοινό.
Αλλά το χαρακτηριστικό είναι ότι από αυτή την πεντάδα έργων, όλα τους ανέβηκαν στη σκηνή και τα γνώρισε το αθηναϊκό κοινό αιώνες μετά τη γραφή τους (η Ερωφίλη παίχτηκε στην Αθήνα 330 χρόνια μετά τη συγγραφή της, ο Βασιλικός περί τα 100) ενώ η Βαβυλωνία παίχτηκε τον επόμενο χρόνο, αμέσως δηλαδή -και ποτέ δεν έπαψε να παίζεται.
Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »