Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία

Το ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου, για τη γλώσσα, τη λογοτεχνία και… όλα τα άλλα

Posts Tagged ‘Δημ. Βυζάντιος’

Έχω απόψε ραντεβού

Posted by sarant στο 7 Απριλίου, 2021

Άρχισε από χτες να λειτουργεί το λιανεμπόριο -αλλά με περιορισμούς. Ο πελάτης πρέπει να κλείσει ραντεβού με τον καταστηματάρχη, να στείλει sms στο 13032 (όχι πια στο 13033), ενώ (υποτίθεται ότι) έχει περιθώριο 3 ωρών για να ολοκληρώσει την επίσκεψη και την αγορά και να επιστρέψει σπίτι του.

Υποτίθεται. Πολύ αμφιβάλλω αν στην πραξη θα τηρηθούν αυτοί οι περιορισμοί -κι αν θα υπάρξει βούληση να ελεγχθεί στοιχειωδώς η τήρησή τους.

Όμως αυτό δεν είναι δική μας δουλειά, αν και στα σχόλια θα το συζητήσουμε και αυτό. Εμείς εδώ ως γνωστόν λεξιλογούμε -και σημερα θα λεξιλογήσουμε για το ραντεβού. Εδώ που τα λέμε, είναι περίεργο που τόσα χρόνια που εκπέμπει το ιστολόγιο δεν έχουμε ποτέ ασχοληθεί με την πολυσήμαντη αυτή λέξη -να που η πανδημία μάς έδωσε την ευκαιρία (αν και καλύτερα να έλειπε).

Ραντεβού λοιπόν είναι κατά τον ορισμό του λεξικού, «συνάντηση προσώπων που γίνεται ύστερα από προηγούμενη συνεννόηση». Αυτό ειναι το χαρακτηριστικό του ραντεβού: η εκ των προτέρων συνεννόηση. Δεν είναι τυχαία η συνάντηση: όταν κλείνουμε ή δίνουμε ραντεβού με ένα άλλο πρόσωπο συμφωνούμε τον τόπο της συνάντησης, την ημερομηνία και την ώρα της συνάντησης αλλά και τον σκοπό της.

Όμως η λέξη έχει μια πολύ ιδιαίτερη σημασία που κάνει τις καρδιές μας να χτυπάνε πιο έντονα, διότι βέβαια ραντεβού ειναι -και κυρίως ήταν- η συνάντηση δυο ανθρώπων με ερωτικό σκοπό. Ειδικά το πρώτο ραντεβού έχει μια φόρτιση εντελώς ξεχωριστή.

Εμπειρικά μπορώ να πω ότι το κατεξοχήν ραντεβού πριν από μισόν αιώνα ήταν το ερωτικό ραντεβού και στη συνέχεια αρχίσαμε να έχουμε ολοένα και περισσοτερο και επαγγελματικά ή ιατρικά ραντεβού, με πελάτες, με συνεργάτες, με τον οδοντίατρο ή στο κομμωτήριο. Πάντως η λέξη χρησιμοποιείται και σήμερα για την ερωτική συνάντηση -ενώ το υποκοριστικό, το ραντεβουδάκι, μόνο για ερωτικό σκοπό λέγεται.

Το ραντεβού είναι δάνειος όρος κι έτσι είναι λέξη άκλιτη. Το ότι σχηματίζει υποκοριστικό ελληνοπρεπώς είναι ένα στοιχείο που δείχνει την ενσωμάτωσή του στη γλώσσα μας. Δάνειο από τα γαλλικά βεβαίως, από τη φράση rendez-vous, που είναι προστακτική -αλλά προστακτική που έχει ουσιαστικοποιηθεί.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Advertisement

Posted in Γλωσσικό ληξιαρχείο, Επικαιρότητα, Ιστορίες λέξεων | Με ετικέτα: , , , , , | 220 Σχόλια »

Τρεις σκηνές από τη «Βαβυλωνία»

Posted by sarant στο 11 Οκτωβρίου, 2020

Σύμφωνα με τον Σπύρο Ευαγγελάτο, η Βαβυλωνία έχει στην ιστορία του θεάτρου μας την αντίστοιχη θέση που έχει ο Μακρυγιάννης για την πεζογραφία μας. Ίσως υπερβολικό, πάντως το θεατρικό έργο του Δ. Βυζάντιου, από το 1836 που ανέβηκε πρώτη φορά μέχρι σήμερα έχει συνεχή παρουσία στις θεατρικές σκηνές, έχει γίνει κινηματογραφική ταινία, είναι οικείο σε πολύ κόσμο (έστω κι αν δεν το έχουν όλοι δει, πάντως ξέρουν μέσες άκρες σε τι αναφέρεται), ενώ έχει δώσει ακόμα και παροιμιώδεις εκφράσεις, όπως το «μπαμπά σου γλώσσα γιατί δεν μιλείς;» που χρησιμοποιούμε και στο ιστολόγιο -και πράγματι, ένα ιστολόγιο σαν το δικό μας είναι περίεργο που δεν είχε αφιερώσει νωρίτερα άρθρο στη Βαβυλωνία.

Θα παρουσιάσω σήμερα τρεις σκηνές από τη Βαβυλωνία, τον Αστυνόμο να ανακρίνει στη σειρά τρεις από τους πρωταγωνιστές του έργου. Όπως είδατε, θεώρησα δεδομένο ότι ξέρετε την υπόθεση του έργου, επειδή όμως μπορεί να μας διαβάζει και κανένας αλλοδαπός, ας δώσω την υπόθεση πολύ συνοπτικά:

Σε μια λοκάντα, πανδοχείο, στο Ναύπλιο, το 1827, οι θαμώνες πληροφορούνται τα χαρμόσυνα νέα της ναυμαχίας του Ναυαρίνου και αποφασίζουν να γιορτάσουν με ένα τσιμπούσι την ελευθερία που ανατέλλει για την Ελλάδα. Ο καθένας προέρχεται από διαφορετικό μέρος του ελληνόφωνου χώρου και μιλά διαφορετική διάλεκτο: ένας Ανατολίτης, ένας Πελοποννήσιος, ένας Χιώτης, ένας Κρητικός, ένας Αλβανός, ένας Κύπριος, ενώ υπάρχει κι ένας Λογιώτατος που μιλάει σε αρχαΐζουσα (ή μάλλον αρχαία) γλώσσα. Ο συγγραφέας από την αρχή εκμεταλλεύεται τις διαφορετικές γλωσσικές ποικιλίες για κωμικό αποτελεσμα, αλλά και η κορύφωση του δράματος σε γλωσσική παρεξήγηση οφείλεται, όταν ο Κρητικός λέει στον Αλβανό ότι «ήρθατε στην Κρήτη και φάγατε τα κουράδια μας» εννοώντας πρόβατα -και ο Αλβανός καταλαβαίνει την πανελλήνια σημασία της λέξης, οργίζεται πάνω στο μεθύσι του, βγάζει την πιστόλα και τον τραυματίζει.

Έρχεται ο Αστυνόμος, που είναι Επτανήσιος και μιλάει σχεδόν ακατανόητα από τους πολλούς ιταλισμούς, τους ανακρίνει και τους βάζει όλους φυλακή. Εμφανίζονται μετά η ερωμένη του Κρητικού με την παραμάνα της και έναν γιατρό και τελικά τους αποφυλακίζει όλους και το έργο τελειώνει με καινούργιο τσιμπούσι. .

Η Βαβυλωνία έχει εκδοθεί πολλές φορές, αλλά σας συστήνω την έκδοση της Νέας Ελληνικής Βιβλιοθήκης (Ερμής, τώρα Εστία) σε εισαγωγή και επιμέλεια του Σπύρου Ευαγγελάτου, που έχει πολύ διαφωτιστική εισαγωγή από την οποία παραθέτω μερικά, όχι πολλά, πράγματα. Επίσης, η έκδοση αυτή έχει και τις δύο μορφές της Βαβυλωνίας, διότι μετά την πρώτη παράσταση του έργου οι ηθοποιοί πρότειναν στον Βυζάντιο πολλές αλλαγές, κι έτσι η δεύτερη μορφή, που είναι αυτή που ξέρουμε και που παίζεται, διαφέρει πολύ από την πρώτη στις λεπτομέρειες.

Ο συγγραφέας λεγόταν Δημήτριος Κωνσταντίνου Χατζηασλάνης, γεννήθηκε περί το 1790 στην Πόλη και το 1821 κατέβηκε στην Ελλάδα για να πάρει μέρος στον ξεσηκωμό (ήταν γλωσσομαθής, αφού πρωτύτερα ήταν διερμηνέας του Μπέη της Τύνιδας). Πήρε το ψευδώνυμο Βυζάντιος που δείχνει την καταγωγή του και υπηρέτησε σε διάφορες δημόσιες θέσεις στα χρόνια της επανάστασης και επί Καποδίστρια αλλά επί Αντιβασιλείας ψυχράνθηκε, αποσύρθηκε στην Πάτρα και βιοποριζόταν ως αγιογράφος. Πέθανε το 1853. Εκτός από τη Βαβυλωνία έγραψε και άλλα θεατρικά (Σινάνης, Γυναικοκρατία, Κόλακας) όπου επίσης παίζει με τη γλώσσα και εκμεταλλεύεται τις διαφορετικές διαλέκτους για κωμικό αποτέλεσμα.

Στην εισαγωγή του, ο Ευαγγελάτος συγκαταλέγει τη Βαβυλωνία στην πεντάδα των παλαιών «θεατρικών έργων που ακόμα ζουν», δηλ. που έχουν παρουσία στη σκηνή. Τα άλλα τέσσερα είναι η Ερωφίλη του Χορτάτση (π. 1600), ο Φορτουνάτος του Φόσκολου (1655), ο Χάσης του Γουζέλη (1790) και ο Βασιλικός του Μάτεση (1829). Βέβαια, αυτά τα έγραφε το 1972 -εικάζω πως αν τα έγραφε σήμερα, ή έστω δυο δεκαετίες αργότερα, θα περιλάμβανε περισσότερα έργα, ανάμεσά τους τις κωμωδίες του Χουρμούζη (Τυχοδιώκτης, Υπάλληλος, Λεπρέντης) που παίχτηκαν πολύ μετά τη μεταπολίτευση ή τον Κατζούρμπο και άλλα, που ο ίδιος τα γνώρισε στο ευρύ κοινό.

Αλλά το χαρακτηριστικό είναι ότι από αυτή την πεντάδα έργων, όλα τους ανέβηκαν στη σκηνή και τα γνώρισε το αθηναϊκό κοινό αιώνες μετά τη γραφή τους (η Ερωφίλη παίχτηκε στην Αθήνα 330 χρόνια μετά τη συγγραφή της, ο Βασιλικός περί τα 100) ενώ η Βαβυλωνία παίχτηκε τον επόμενο χρόνο, αμέσως δηλαδή -και ποτέ δεν έπαψε να παίζεται.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in 1821, Γενικά γλωσσικά, Γλωσσικά ευτράπελα, Θεατρικά, Ντοπιολαλιές, Παρουσίαση βιβλίου | Με ετικέτα: , , , , , | 167 Σχόλια »

Το παλαιοαθηναϊκό ιδίωμα (μια συνεργασία του Νίκου Παντελίδη)

Posted by sarant στο 6 Φεβρουαρίου, 2019

Δημοσιεύω σήμερα με πολλή χαρά ένα άρθρο του Νίκου Παντελίδη, αναπληρωτή καθηγητή Γλωσσολογίας στο τμήμα Φιλολογίας του ΕΚΠΑ για ένα θέμα που ενδιαφέρει ιδιαίτερα το ιστολόγιο και που ο περισσότερος κόσμος το αγνοεί: την παλαιοαθηναϊκή διάλεκτο (ή ιδίωμα), δηλαδή τη γλωσσική ποικιλία που μιλιόταν στην Αθήνα πριν η πόλη αναδειχθεί σε πρωτεύουσα του κράτους. Ο περισσότερος κόσμος θεωρεί πως οι Αθηναίοι δεν μιλούσαν κάποια ξεχωριστή διάλεκτο ή ότι μιλούσαν μια γλωσσική ποικιλία πολύ κοντινή σε αυτήν που έγινε κοινή -αλλά αυτό καθόλου δεν ισχύει.

Κάποιοι ξέρουν τον τσιτακισμό εξαιτίας του οποίου ο Αγιώργης ο Καρύκης έγινε Καρύτσης και τα κτήματα του Γαλάκη έδωσαν το Γαλάτσι, όμως το παλαιοαθηναϊκό ιδίωμα έχει πολλές ακόμα ιδιομορφίες. Μια νύξη για το παλαιοαθηναϊκό ιδίωμα είχαμε κάνει πέρυσι που παρουσιάσαμε τα απομνημονεύματα του Σκουζέ, και τότε ο Ν. Παντελίδης μού είχε στείλει με μέιλ μια εργασία του. Αργότερα, όταν έδωσα μια διάλεξη στο ΕΚΠΑ, είχα τη χαρά να τον γνωρίσω και τον παρακάλεσα, όταν βρει καιρό, να προσαρμόσει την εργασία του σε κάπως πιο σύντομη και εύληπτη μορφή για το ιστολόγιο. Αυτό και έκανε, και τον ευχαριστώ θερμά.

Η ανάδειξη της Αθήνας σε πρωτεύουσα με τη συνακόλουθη κατακόρυφη αύξηση του πληθυσμού της καθώς εισρεύσανε στην πόλη χιλιάδες και χιλιάδες Έλληνες από τις τέσσερις γωνιές του νεοπαγούς κράτους, από τους «ετερόχθονες» Έλληνες αλλά και από τη διασπορά, στάθηκε μοιραία για το παλαιοαθηναϊκό ιδίωμα το οποίο πολύ γρήγορα έσβησε. Ο Παντελίδης στο επίμετρο του άρθρου του παραθέτει αποσπάσματα από δυο θεατρικά έργα στα οποία δυο ηρωίδες μιλούν την παλαιοαθηναϊκή διάλεκτο. Κάπου αναφέρεται κι ο τύπος κορικάτσα (αντιστοιχεί στον «κοριτσάκια» της κοινής). Αυτός προκύπτει ως εξής: το κορίτσι το έκαναν κορικι από υπερδιόρθωση – το κορικάτσι – τα κορικάτσα. Ο ίδιος τύπος απαντά και σε τραγούδι της Αίγινας -το αιγενήτικο ιδίωμα ήταν συγγενικό με το παλαιοαθηναϊκό.

Πολλά έγραψα, δίνω τον λόγο στον Νίκο Παντελίδη:

Μια άγνωστη διάλεκτος της Νέας Ελληνικής: Παλαιά Αθηναϊκή

Η εξέλιξη της Αθήνας ύστερα από την ανακήρυξή της σε πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους το 1834, και η εκρηκτική -ιδιαίτερα κατά τον 20ό αι.- πληθυσμιακή της αύξηση και εδαφική επέκταση, δημιουργούν την εντύπωση ότι ήταν ανέκαθεν ένα γλωσσικό χωνευτήρι, αδιάφορο για την (παραδοσιακή) νεοελληνική διαλεκτολογία. Έτσι είναι ελάχιστα γνωστό, ότι η Αθήνα των λίγων χιλιάδων κατοίκων, της εποχής μέχρι την επανάσταση του 1821 μιλούσε, όπως συνέβαινε με όλες τις περιοχές του ελληνόφωνου κόσμου, το δικό της ιδιαίτερο γλωσσικό ιδίωμα που εμφάνιζε στενή συγγένεια με τα ιδιώματα των Μεγάρων, της Αίγινας και της νότιας Εύβοιας (Κύμης, Αυλωναρίου, Αλιβερίου, Καρύστου), με τα οποία απάρτιζε μια διαλεκτική ομάδα. Η παλαιότερη γεωγραφική συνέχεια αυτής της ευρύτερης διαλεκτικής ζώνης διερράγη από την εγκατάσταση των Αρβανιτών στην ανατολική Στερεά και σε τμήμα της νότιας Εύβοιας. Έτσι η γεωγραφική της έκταση περιορίστηκε σταδιακά στις πόλεις της Αθήνας και των Μεγάρων, σε τμήμα της νότιας Εύβοιας και τον Ωρωπό, ενώ διαφοροποιήθηκε τοπικά: το παλαιοαθηναϊκό ιδίωμα εμφανίζει π.χ. αρκετές διαφορές από το συγγενικό ιδίωμα της Αίγινας και της γεωγραφικά πιο απομακρυσμένης περιοχής της Κύμης, αποτελεί δε τον ενδιάμεσο κρίκο μεταξύ Μεγάρων και Αίγινας από τη μια, και της Εύβοιας από την άλλη. Το παλαιό τοπικό ιδίωμα της Αθήνας άρχισε να υποχωρεί ύστερα από την ανακήρυξή της σε πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους και την έναρξη της εγκατάστασης πλήθους ελληνοφώνων από πολλές περιοχές, συμπεριλαμβανομένων των παροικιών του εξωτερικού. Θύλακες ομιλητών του ιδιώματος επιβίωναν πάντως στην παλιά πόλη πιθανόν μέχρι περίπου το 1900, ίσως και λίγο αργότερα. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει επίσης το γεγονός ότι, σύμφωνα με μαρτυρίες, κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας το παλαιοαθηναϊκό ιδίωμα ήταν η γλώσσα και των Τούρκων της Αθήνας.

Μιχαήλ Ακομινάτος Χωνιάτης, επίσκοπος Αθηνών 1182-1204

Τα πρώτα γνωστά δείγματα φαινομένων του ιδιώματος εμφανίζονται σε επιγραφές του 9ου αιώνα, όπου διαβάζουμε π.χ. τον τύπο Σπαθαρέα (αντί Σπαθαρία, θηλυκό του Σπαθάριος, πρβλ. και το Καπνικαρέα, ονομασία γνωστού αθηναϊκού βυζαντινού ναού). Σε φορολογικό έγγραφο της εποχής γύρω στα 1200, εμφανίζεται δείγμα ενός ακόμη φαινομένου του ιδιώματος, της τροπής του /f/ σε /v/: Κυβισσ[…] = Κηφισιά. Από την ίδια περίπου εποχή προέρχεται και η μαρτυρία του μητροπολίτη Αθηνών Μιχαήλ Ακομινάτου του Χωνιάτη (1182-1204), ο οποίος εκφράζεται απαξιωτικά για τη λαλιά των Αθηναίων της εποχής του, παραθέτει μάλιστα και στοιχεία της που την καθιστούν κατά την άποψή του «βαρβαρίζουσα»: τεύτος = τέτοιος, ατούνος = αυτός, δενδρύφια = δεντράκια κ.λπ. Είναι χαρακτηριστικό ότι η συντριπτική πλειονότητα όσων αναφέρθηκαν στο ιδίωμα της Αθήνας μέχρι τον 19ο αιώνα (περιηγητές, λόγιοι κ.λπ.) συμφωνούν στο ότι ήταν το χειρότερο ανάμεσα στα νεοελληνικά ιδιώματα, κακόηχο και παρεφθαρμένο, χωρίς να βέβαια να είναι απολύτως σαφές σε τι ακριβώς αναφέρονταν. Προφανώς η σύγκριση γινόταν με την αρχαία αττική διάλεκτο της κλασικής εποχής, ως εάν η καθημερινή λαλιά των αρχαίων Αθηναίων να ταυτιζόταν με το υψηλό ύφος των κειμένων της γραμματείας. Ο Θεοδόσιος Ζυγομαλάς πάντως σε επιστολή του προς τον Μαρτίνο Κρούσιο στα 1581 αναφέρεται ρητά στη σύγκριση αυτή, παραθέτει δε και λίγα στοιχεία του ιδιώματος:

«Καὶ τὸ δὴ χείριστον, τοὺς πάλαι σοφωτάτους Ἀθηναίους εἰ ἤκουσας, δακρύων ἂν ἐγένου μεστός» = Και το χειρότερο από όλα είναι λοιπόν ότι αν άκουγες τους πάλαι ποτέ σοφώτατους Αθηναίους, θα γέμιζες δάκρυα.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Όχι στα λεξικά, Αθηναιογραφία, Γλωσσικά ταξίδια, Ντοπιολαλιές, Συνεργασίες | Με ετικέτα: , , , , , | 162 Σχόλια »

Τα κουράδια, ο γάλος, το χωρύκι και άλλες παρεξηγήσεις

Posted by sarant στο 22 Αυγούστου, 2011

Η Βαβυλωνία του Δ. Βυζάντιου είναι ένα θεατρικό έργο που εκμεταλλεύεται στο έπακρο τις γλωσσικές παρεξηγήσεις, και ειδικότερα τις παρεξηγήσεις που δημιουργούνται όταν οι δυο συνομιλητές μιλούν όχι διαφορετικές γλώσσες (διότι και τέτοιες παρεξηγήσεις υπάρχουν πάρα πολλές) αλλά όταν μιλούν διαφορετικές διαλέκτους της ίδιας γλώσσας. Ο Βυζάντιος μαζεύει σε μια λοκάντα του Αναπλιού θαμώνες από διάφορες περιοχές, που μιλούν διαφορετικές διαλέκτους: έναν Πελοποννήσιο, έναν Ανατολίτη, έναν Χιώτη, έναν Κρητικό, έναν Αρβανίτη, έναν Κύπριο, και για ακόμα μεγαλύτερη αντίθεση βάζει κι έναν Λογιότατο που μιλάει αρχαΐζουσα, ενώ αργότερα εμφανίζεται κι ο Επτανήσιος αστυνόμος.

Παρεξηγήσεις ξεκινάνε από την πρώτη στιγμή, αλλά η μεγάλη παρεξήγηση που παραλίγο να έχει τραγικές συνέπειες, είναι όταν ο Κρητικός λέει στον Αρβανίτη «έφαγες τα κουράδια μας», εννοώντας ότι όταν οι Αρβανίτες είχαν πάει στην Κρήτη είχαν ρημάξει τα κοπάδια, τα οποία λέγονται «κουράδια» στα κρητικά. Όμως στην κοινή νεοελληνική κουράδια, με το συμπάθειο, είναι τα σκατά, οπότε ο Αρβανίτης, που έχει ήδη πιει, γίνεται έξαλλος, βγάζει τη μπιστόλα και πυροβολεί -ευτυχώς όμως το τραύμα του Κρητικού, στο χέρι, είναι εντελώς ξώφαλτσο.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Γενικά γλωσσικά, Ευτράπελα, Ντοπιολαλιές, Πρόσφατη ιστορία | Με ετικέτα: , , , , | 111 Σχόλια »