Συνεχίζω να δημοσιεύω, κάθε δεύτερη Τρίτη, αποσπάσματα από το αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα του πατέρα μου, του αξέχαστου Δημήτρη Σαραντάκου, ‘Εφτά ευτυχισμένα καλοκαίρια’. Έχουμε ήδη μπει στο τέταρτο καλοκαίρι, του 1952, το σημερινό είναι το δεύτερο απόσπασμα. Το προηγούμενο απόσπασμα βρίσκεται εδώ. Θυμίζω ότι ο πατέρας μου με τρεις φίλους (δύο συμφοιτητές και τον ξάδελφό του) έχουν πάει στην Αίγινα, ειδικότερα στη Σουβάλα, για καλοκαιρινές διακοπές και μένουν σε ένα ξενοδοχείο στα Λουτρά. Το σημερινό κεφάλαιο είναι, ας πούμε, μεταβατικό. Δεν έχει πολλή δράση, προετοιμάζει όμως για μια σημαδιακή συνάντηση.
Μόλις αφήσαμε τις βαλίτσες μας, βάλαμε τα μπανιερά μας και τρέξαμε κι οι τέσσερις στη θάλασσα. Ήταν πεντακάθαρη με τόσο διαυγή νερά που έβλεπες άνετα τα βότσαλα του βυθού σε πέντε μέτρα βάθος. Κολυμπήσαμε ώρα πολλή, γιατί δε μας έκανε καρδιά να βγούμε.
Με την πρώτη μέρα βολευτήκαμε μια χαρά στο ξενοδοχείο. Βόηθησε σ΄ αυτό το ότι η κόρη του ξενοδόχου μας πήρε με καλό μάτι και όχι μόνο δεν έφερε αντίρρηση στην πρόθεσή μας να μετατρέψουμε το δίκλινο δωμάτιο σε τετράκλινο, παρά μας έδειξε την αποθήκη, από όπου κουβαλήσαμε στο δωμάτιο δυο ντιβάνια με τα στρωσίδια τους.
Βέβαια, από κοινού οι δυο μας, εγκαταλείψαμε κάθε ιδέα να ξεσηκώσουμε τους άλλους και να πάμε στην Αγιά Μαρίνα. Η Σουβάλα δεν κατάχτησε μόνο εμένα, μα και τον ξάδερφο. Τις δυο πρώτες μέρες είχαμε κάποιες ανώδυνες προστριβές με τον Τάκη και το Στέλιο, κυρίως εξαιτίας των αυστηρών, σχεδόν στρατιωτικών, κανονισμών που θέλησε να καθιερώσει ο πρώτος. Ο ξάδερφος όμως, πνεύμα επαναστατικό και ατίθασο, την τρίτη κι όλας μέρα ανέτρεψε το καθεστώς, που δεν πρόφτασε καλά καλά να παγιωθεί και από τότε κάναμε ο καθένας ότι ήθελε, με μόνο περιορισμό να μην ενοχλεί τους άλλους της παρέας. Ο περιορισμός αυτός δεν επεκτεινόταν και στους λοιπούς ενοίκους του ξενοδοχείου, τους οποίους ενοχλούσαμε ασυδότως.