Καθώς συμπληρώνονται αυτές τις μέρες τα 100 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή, παρουσιάζω σήμερα ένα απόσπασμα από το πολύ γνωστό μυθιστόρημα «Ματωμένα χώματα» της Διδώς Σωτηρίου.
Πρόκειται για το 16ο κεφάλαιο, στο οποίο ο αφηγητής, ο Μανώλης Αξιώτης, μικρασιάτης που είχε πάει εθελοντής στον ελληνικό στρατό, επιστρέφει κακήν κακώς μόνος του στη Σμύρνη μετά το σπάσιμο του μετώπου και τον πανικό που ακολούθησε.
Το μυθιστόρημα της Διδώς Σωτηρίου είναι πολυδιαβασμένο, μάλιστα πριν από καμιά δεκαπενταριά χρόνια (επί υπουργίας Μαριέτας Γιαννάκου) είχε διανεμηθεί και στα σχολεία. Έχω διαβάσει ότι ο κεντρικός ήρωας είναι υπαρκτό πρόσωπο ή τέλος πάντων ότι η συγγραφέας βασίστηκε στις αναμνήσεις και τις διηγήσεις ενός υπαρκτού προσώπου -αλλά ομολογώ πως δεν ξέρω σε βάθος αυτή την ιστορία, όποιος ξέρει μας διαφωτίζει στα σχόλια.
Παραθέτω το κείμενο και στο τέλος εξηγώ κάποια λεξιλογικά (και έχω και μια απορία, που σας την υποβάλλω). Η έκδοση που έχω εγώ δεν έχει γλωσσάρι, πράγμα που ασφαλώς χρειάζεται στις μέρες μας, που κάποιες λέξεις έχουν αρχίσει να ξεχνιούνται ή έχουν ξεχαστεί -βλέπω όμως οτι σε νεότερες εκδόσεις υπάρχει γλωσσάρι.
Μόλις πάτησα το ποδάρι μου στη Σμύρνη, στάθηκα να πάρω ανάσα. Σταυροκοπήθηκα, μ’ έπιασε μια ξαφνική χαρά. Πάντα εδώ στη Σμύρνη έβρισκε σιγουριά κι αποκούμπι η ρωμιοσύνη. Οι Τούρκοι τη λέγανε «Γκιαούρ Ισμίρ» κι ήτανε πραγματικά η Άπιστη γι’ αυτούς· για μας όμως ήτανε η χαρούμενη και φιλόξενη πρωτεύουσα τού ελληνισμού. Μοσχοβολούσε γιασεμί και λαχταρούσε για λευτεριά. Μόνο να σεργιανάς στο Και, στα μπουλβάρια, στους βερχανέδες, να νταραβερίζεσαι στα μπεζεστένια, να πίνεις ρακί στο Κόρσο, να βλέπεις παντού κέφι, χαρά, σου μαλάκωνε η καρδιά, γέμιζε φως, πόθους, θάρρητα. Να ζήσω, έλεγες, να ζήσω, να δουλέψω απεξαρχής, να φτιάσω τούτο και τ’ άλλο, να χαρώ, ν’ αγαπήσω, να χτίσω.
Τώρα τί ’τανε αυτό π’ αντίκριζα; Μια νεκρή πολιτεία. Τα μαγαζιά και τα κέντρα κλειδωμένα με διπλό λουκέτο. Τα σπίτια βουβά, σαν ακατοίκητα. Γέλιο δεν άκουγες, παιδί δεν έβλεπες να παίζει στο δρόμο. Καραβάνια θλιβερά σερνόντανε στα σοκάκια σαν μια σειρά κάμπιες. Κορμιά κυρτωμένα, πρόσωπα χολιασμένα, χαλκοπράσινα, χείλη ξερά, ασπρισμένα. Ήτανε οι πρόσφυγες που φτάνανε απ’ το εσωτερικό. Σέρνανε μαζί τους μπόγους, τσομπλέκια, μπαούλα, κονίσματα, φορεία μ’ άρρωστους, κατσίκες, κότες, σκύλους. Οι εκκλησιές, οι στρατώνες, τα σκολειά, οι αποθήκες, οι φάμπρικες, όλα γέμισαν πρόσφυγες· βελόνι να ’ριχνες δε θα ’πεφτε.
Γύριζα σαν χαμένος ανάμεσα σ’ αυτό τον κόσμο κι έψαχνα να βρω τούς δικούς μου. Ο Γιάκαβος, ένας κουμπάρος μας, μου ’πε πώς τους είχε ανταμώσει και μάλιστα η μάνα μου χόλιαζε, λέει, για μένα και για τον αδερφό μου το Σταμάτη. Καταλάβαινα πώς έπρεπε να βιαστώ ν’ ανταμώσω τη φαμελιά, να δούμε πώς θα τα ξεκεφαλιώσουμε, μα τα ποδάρια μου δε με σηκώνανε, ήμουνα πεθαμένος, δεν είχα πια μέσα μου παρά μια πεθυμιά, να γείρω κάπου να κοιμηθώ για μήνες.
Στο Παραλλέλι κοντοστάθηκα στον καθρέπτη ενός μπαρμπέρη κι είδα τα χάλια μου. Το χιτώνιό μου ήτανε ξεσχισμένο, όλο αίματα. Το δίκοχό μου ξεχασμένο στο πίσω μέρος τού κεφαλιού. Τα γένια μου άγρια.
Το κουρείο ήταν ανοιχτό. Δεν πάω, σκέφτηκα, να λουστώ, να κουρευτώ, ν’ αλλάξω το σουλούπι μου; Έτσι που είμαι, κι η μάνα μου η ίδια θα τρομάξει σα μ’ αντικρίσει. Το μάτι μου έπεσε, με το πρώτο, στη γυριστή πολυθρόνα που θα δεχότανε το αποκαμωμένο κορμί μου.
Ο μπαρμπέρης, ένα λιγνό συμπαθητικό γεροντάκι, σάλταρε στην πόρτα, μόλις μ’ είδε να κοντοστέκουμαι, μ’ άρπαξε απ’ το μπράτσο και μ’ έσυρε σαν υπνωτισμένο στην πολυθρόνα.
– Έλα, μου ’πε, λες και γνωριζόμασταν από χρόνια. Κάτσε να σου συγυρίσω τη φάτσα. Πώς κατάντησες σέ τέτοιο χάλι; Εσένα όχι άνθρωπος, μα και Χάρος να σε δει θα σκιαχτεί.
Γέλασε μόνος με το χωρατό του κι υστέρα έπιασε να βρίζει τούς Τούρκους.
– Σεϊτάνηδες, ντεληφισέκηδες! Σάς ηπέρασε από την άδεια σας κούτρα, πως θα φάτε τον ελληνικό στρατό! Χαερσίζηδες, μπαμπέσηδες…