Θα αναδημοσιεύσω σήμερα, με λιγοστά δικά μου σχόλια στην αρχή, ένα άρθρο που έγραψε ο φίλος μας ο Δύτης των Νιπτήρων για το Φορτηγό, τον πρώτο δίσκο του Διονύση Σαββόπουλου. Το άρθρο αυτό ο Δύτης (και εδώ είναι η πρωτοτυπία) το έγραψε στο Τουίτερ. Θα έλεγε κανείς πως το μέσο αυτό, με τον εγγενή περιορισμό που έχει στην έκταση των αναρτήσεων (μόλις 280 χαρακτήρες για κάθε τουίτ) είναι το πλέον ακατάλληλο για εκτενή άρθρα. Όμως ο Δύτης παρουσίαζε τραγούδι προς τραγούδι το Φορτηγό, αφιερώνοντας σε κάθε τραγούδι πεντέξι αλλεπάλληλα τουίτ, πεντέξι τιτιβίσματα. Και πριν ακόμα ολοκληρωθεί ο δίσκος, πολλοί τον ενθαρρύναμε να δημοσιεύσει το ολοκληρωμένο άρθρο στο ιστολόγιό του, απ’ όπου το δανείστηκα με την άδειά του και το αναδημοσιεύω εδώ, μιας και δεν είστε όλοι θαμώνες στο Δυτικό ιστολόγιο.
Σημειώνω ότι ο Δύτης έχει σκοπό να συνεχίσει την τιτιβιστική Σαββοπουλιάδα του, και ήδη έχει ολοκληρώσει και δημοσιεύσει την παρουσίαση-κριτική του δεύτερου δίσκου, που ειναι βέβαια το Περιβόλι του Τρελού, και θα συνεχίσει -αν και όχι μέχρι το τέλος, μάλλον δεν θα πάει πιο πέρα από τα Τραπεζάκια έξω, αν φτάσει και ως εκεί.
Το Φορτηγό εγώ το πρωτάκουσα όταν μας το έκανε δώρο ο θείος μου ο Κώστας, ο ποιητής Κώστας Μίσσιος, πρώτος ξάδερφος του πατέρα μου, που επειδή είναι νεότερος από τα άλλα ξαδέρφια όλοι στην οικογένεια τον λένε Κωστάκη. Αυτό κατά πάσα πιθανότητα έγινε στην πρώτη επέτειο της δικτατορίας, στις 21.4.1968 -κάνουν δώρα στην επέτειο της Χούντας, φαντάσου πόσο χουντικοί θα είναι, θα σκέφτεστε, αλλά πράγματι είχαν βρεθεί εκείνη τη μέρα σπίτι μας, να ξορκίσουν την επέτειο, και θυμάμαι πως πάνω στο εξώφυλλο του δίσκου, στην πίσω μεριά, υπήρχε η αφιέρωση που θύμιζε την περίσταση.
Θυμάμαι πως ακούγαμε συχνά τον δίσκο, και η γιαγιά μου η Αιγινήτισσα, όταν ερχόταν επίσκεψη, σκιαζόταν όταν άκουγε τον Διονύση να φωνάζει στα Πουλιά της Δυστυχίας ή στους Παλιούς μας φίλους -πάρ’το από δω αυτό το σκιάχτρο, κλείσ’ το, μου έλεγε, και βέβαια όλο και περισσότερο εγώ το έβαζα για να την πικάρω. Να σημειώσω πως η γιαγιά μου τότε, όπως προκύπτει από πολύπλοκους μαθηματικούς υπολογισμούς, ήταν αρκετά πιο νέα απ’ όσο εγώ σήμερα.
Αλλά μάλλον σας κούρασα με τις αναμνήσεις, οπότε δίνω τον λόγο στον Δύτη.
Όσοι παρακολουθείτε το άλλο μαγαζί του Δύτη, το τιτιβιστήρι ντε, θα έχετε πάρει χαμπάρι ότι επέβαλα στον εαυτό μου έναν διαφωτιστικό ρόλο και ξεκίνησα μια Σαββοπουλιάδα, παρουσιάζοντας ένα τραγούδι κάθε μέρα με τη σειρά. Όπως πρότειναν διάφοροι φίλοι, θα τα μαζεύω και εδώ δίσκο με δίσκο, έτσι να υπάρχουν. Για το Σαββόπουλο εν γένει, μην τα ξαναλέμε, έχω γράψει τις σοφίες μου παλιότερα εδώ, πάνε δώδεκα χρόνια.
Ξεκινάμε με μια εισαγωγή στο Φορτηγό. Ο Σαββόπουλος είναι ήδη δυο-τρία χρόνια στην Αθήνα. Αλητεύει με τον Λοΐζο, έχει παίξει στις μπουάτ, έχει βγάλει ήδη ένα 45άρι. Είμαστε στο ’66, το σινεμά παίζει Τρελό Πιερό και το Νακ του Λέστερ (του σκηνοθέτη των Μπιτλς). Τι είναι το Φορτηγό; Δεν είναι πια Νέο Κύμα, εκτός από δυο-τρία τραγούδια, τη Συννεφούλα ή το Μη μιλάς άλλο για αγάπη. Ο ίδιος είχε πει κάπου τότε ότι το γιε-γιε ήταν καλό αλλά ξένο (θα άλλαζε γνώμη σύντομα) και ότι το «πολιτικό τραγούδι» ήταν το τραγούδι της γενιάς του. Πολιτικό τραγούδι λοιπόν. Άκουγε τότε Μπρασένς, και φαίνεται, αλλά αυτό που παίζει φέρνει πιο πολύ σε Λατινική Αμερική, χιλιανούς τροβαδούρους κλπ. Μόνο κιθάρα: δεν είναι κανένας τεχνίτης, αλλά είναι ακριβώς αυτό το άτεχνο που εντυπωσιάζει: χτυπά την κιθάρα, τσιμπάει τις χορδές, ουρλιάζει. Και στίχοι; πολιτικά ναι, αλλά με τουΐστ (θα το δούμε), κάποια ερωτικά (κι αυτά ιδιόρρυθμα), αλλά κυρίως μια πολύ προσωπική μυθολογία με περιπλανώμενους, περιθωριακούς, αόρατους. Βλέπω μια μακρινή συγγένεια με την Οδό Ονείρων (του ’62). Είναι όμως και κάτι που δεν έχει ξανακουστεί!
Οι μάγοι
Η προσωπική μυθολογία που λέγαμε. Το πρώτο LP μπαίνει ορμητικά, σα να το κάνει επίτηδες: με ένα ωραίο και χαρακτηριστικό ριφάκι, το χτύπημα του ηχείου τόσο χαρακτηριστικό για όλο τον δίσκο, ο Σαββόπουλος φωνάζει τους στίχους (είμαι σίγουρος ότι θα ήταν ακόμα πιο εντυπωσιακό στα λάιβ). Λες και θέλει να δείξει αυτό ακριβώς το άτεχνο του μπουλουκιού. Τον φαντάζεσαι να παρουσιάζει τον εαυτό του ή μάλλον μια περσόνα του εαυτού του (ένα χρόνο πριν από το Sergeant Pepper), που τον φαντασιώνεται σαν πλανόδιο (θα το κάνει κι αυτό στ’ αλήθεια, τον επόμενο χρόνο) ή ίσως σα θιασάρχη (κι αυτό θα το κάνει, κατά κάποιο τρόπο, το ’72). Και το τσίρκο! Πάντα παρόν. Σαν ασπρόμαυρη ταινία είναι αυτός ο δίσκος, σαν Φελίνι ξερωγώ.