Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία

Το ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου, για τη γλώσσα, τη λογοτεχνία και… όλα τα άλλα

Posts Tagged ‘Δύτης των νιπτήρων’

Η Ρεζέρβα με τον Δύτη

Posted by sarant στο 17 Μαΐου, 2023

Ταξίδευα χτες, οπότε σκέφτηκα να βάλω μιαν εκλεκτή αναδημοσίευση από άλλο ιστολόγιο. Ήδη, πριν από δύο μήνες είχα αναδημοσιεύσει εδώ το πρώτο άρθρο της θαυμάσιας Σαββοπουλιάδας, που έχει ξεκινήσει ο φίλος μας ο Δύτης των Νιπτήρων στο δικό του ιστολόγιο. 

Μια  και την Κυριακή έχουμε εκλογές, διάλεξα να αναδημοσιεύσω σήμερα την 7η συνέχεια της δυτικής Σαββοπουλιάδας, όπου παρουσιάζεται η Ρεζέρβα, ένας δίσκος που περιέχει τραγούδι αφιερωμένο σε Εκλογές (τις εκλογές του 1977, βέβαια) αλλά και κάμποσα άλλα τραγούδια με πολιτικές αναφορές. 

Όπως όλα τα άρθρα της Σαββοπουλιάδας,  έτσι και τούτο εδώ ο Δύτης (και εδώ είναι η πρωτοτυπία) το έγραψε πρώτα στο Τουίτερ. Θα έλεγε κανείς πως το μέσο αυτό, με τον εγγενή περιορισμό που έχει στην έκταση των αναρτήσεων (μόλις 280 χαρακτήρες για κάθε τουίτ) είναι το πλέον ακατάλληλο για εκτενή άρθρα. Όμως ο Δύτης παρουσίαζε τραγούδι προς τραγούδι τη Ρεζέρβα, αφιερώνοντας σε κάθε τραγούδι 4-5 ή και περισσότερα διαδοχικά τουίτ. Στο τέλος, αναδημοσίευσε το σύνολο στο ιστολόγιό του. 

Tη δημοσίευση, όπως είπα, την είχα προγραμματίσει εδώ και μέρες. Ξαφνικά, ο Σαββόπουλος έγινε κάπως επίκαιρος επειδή σε μια συνέντευξή του ανέφερε ότι θα ψηφίσει Νέα Δημοκρατία. Δεν ξέρω γιατί αυτό προκαλεί έκπληξη, τη στιγμή που ήδη πριν από 35 χρόνια είχε γράψει τραγούδι στο οποίο ευθαρσώς δήλωνε το ίδιο («Το Μητσοτάκ»). 

Δεν θα γράψω όμως  άλλα, επειδή το άρθρο είναι  πολύ μεγάλο, αφού κι ο δίσκος είναι διπλός. O λόγος στον Δύτη. 

Σαββοπουλιάδα Ζ’ – Η Ρεζέρβα

1979 και έχουν περάσει οχτώ χρόνια από τον τελευταίο κανονικό (όχι συλλογή, όχι παραγγελία) δίσκο! Παρότι όπως δείχνουν οι δύο δίδυμοι δίσκοι που προηγήθηκαν τα δυο προηγούμενα χρόνια, το Χάπι Ντέι και οι Αχαρνής, ο Σαββόπουλος δεν είχε μείνει άεργος και μάλιστα είχε προχωρήσει σε πολύ διαφορετικό στιλ, παραμένει το γεγονός ότι όσο και να μην είχε χρόνο έγραφε μεν τραγούδια, όχι όμως τόσα που να βγάλει δίσκο, ή που δεν ήθελε για κάποιο λόγο να τα βγάλει σε δίσκο. Το Πρωινό είναι μισογραμμένο το ’75, ο Πολιτευτής το ’74, η Κύπρος και τα Παιδιά που είναι στο Κόμμα το ’75 (!), η μελωδία από το Κανονάκι είναι από τους Αχαρνής και οι Εκλογές μαντινάδα είναι του ’77 (το ’77 αναφέρεται -στον δίσκο από τις συναυλίες στο Zoom- ότι γράφτηκε και η Πρωτομαγιά, έχει πει σε μια εκπομπή ότι δεν χωρούσε στο δίσκο). Για να μη γκρινιάζουμε, βέβαια, ο δίσκος είναι διπλός. Α – είναι η πρώτη φορά που μπαίνουν κανονικότατα δεύτερες φωνές και μάλιστα γυναικείες (δεν μετράω τους Αχαρνής που είναι παράσταση, ας πούμε).

Είναι φανερό ότι σα να ένιωθε ότι, μετά τον ροκ οργασμό της περιόδου ’68-’72 κάτι δεν πήγαινε καλά, κάπου είχε χάσει την ορμή του, κάπου, δηλαδή, το Φορτηγό είχε μείνει από λάστιχο και χρειαζόταν, βέβαια, μια ρεζέρβα. Ο Σαββόπουλος είναι τριανταπέντε χρονών, too old to rock and roll, too young to die: το ροκ δεν τον καλύπτει πια, μπάζει, ψάχνει όπως είχε πει άλλο σπίτι. Υπάρχει ακόμα βέβαια το ροκ στοιχείο, σε κομμάτια όπως ο Πειρατής, ωστόσο κυριαρχεί ένα άλλο, νέο στιλ, εντελώς προσωπικό και ιδιόρρυθμο, δύσκολο να περιγραφεί: πνευστά (όπως και στους παλιότερους δίσκους, αλλά εδώ με πιο στοχαστική ας πούμε χρήση), παραδοσιακά όργανα, εναρμόνιση και ενορχήστρωση πάντα με έμφαση σε διαφωνίες και ιδιότυπα ακόρντα, μελωδικές γραμμές που μοιάζουν να έχουν γραφτεί με πολύ κόπο και που δύσκολα θα τραγουδηθούν από μια παρέα π.χ. Ήδη με την πρώτη εκδοχή του Πρωινού, του ’75, είχε φανεί αυτή η στροφή προς κάτι πιο προσωπικό και πιο λυρικό. Η Ρεζέρβα είναι αυτή η χρυσή ισορροπία, όπου δεν θέλει να μιλήσει στο όνομα κανενός, θέλει να μιλήσει σχεδόν πρώτη φορά (μετά το Περιβόλι, ίσως) για τον εαυτό του, όχι μόνο όμως, και για τον τόπο του και τους ανθρώπους του με λιγότερο θυμό και περισσότερη αγάπη (ισορροπία, η μαγική λέξη). Τα παιδιά με τα μαλλιά και με τα μαύρα ρούχα είναι παρόντα όσο ποτέ, και φέρνουν τα μηνύματα από κόσμους χαοτικούς και διαλυμένους, σε έναν άνθρωπο που αρχίζει να νιώθει κατασταλαγμένος και κάπως σίγουρος – όχι πολύ: περισσότερο από τότε που δεν είχε ήχο και υλικό, λιγότερο από τότε που (στο κοντινό μέλλον) θα αποφάσιζε να ταυτιστεί με κάτι. Ένας δίσκος με επαγγελματίες μουσικούς και ωράριο εργασίας, αλλά όμως και με ψυχή, και με πάθος. Ισορροπία – νομίζω αυτή είναι η λέξη κλειδί για τη Ρεζέρβα.

Πρωινό

Ξαναδουλεμένο το κομμάτι που κλείνει τα Δέκα χρόνια κομμάτια: σκηνές από ένα γάμο, που διατηρεί την ορμή του παρά τις δυσκολίες, την πλήξη, την καθημερινή τριβή χάρη σε μια θέληση για ξαναρχίνισμα («θα ξαναβρούμε τους φίλους μας…»). Η ανδρική και η γυναικεία φωνή διαλέγονται, ενώ μια ηλεκτρική κιθάρα σα να σολάρει από πίσω δημιουργώντας ένα χάος φωνών μέσα από το οποίο ανυψώνεται η γαλήνια μελωδία του ρεφρέν. Προσωπικά προτιμώ την πρώτη εκδοχή, ωστόσο, σα να είναι κάπως μπαρόκ αυτή η πολυφωνία μου φαίνεται.

Για την Κύπρο

«Και γιατί δεν μας το λες», τραγουδούσαν λέει παλιά οι ζητιάνοι. Ξεκινά με μια από τις παράξενες μελωδίες που αφθονούν στο δίσκο, συνεχίζει με ροκ κορμό, παραδοσιακό ούτι στη γέφυρα· αυτό είναι το στιλ της Ρεζέρβας (όπως στο «Για το σοσιαλισμό» ή τη «Μικρή Ελλάδα») που προοιωνίζεται και τη συνέχεια. Δεν συνειδητοποιούμε εύκολα ότι μόλις πέντε χρόνια έχουν περάσει από τον Αττίλα (το τραγούδι είχε κυκλοφορήσει σε σαρανταπεντάρι το ’75 στο μεταξύ), και ότι αυτή η γενιά (ή η αμέσως προηγούμενη) κατέβαινε στους δρόμους και έτρωγε ξύλο για την Κύπρο (σε ένα αντιιμπεριαλιστικό πλαίσιο παρά την «Ένωση» – «δεν είναι μούρλα εθνική που επιστρέφει»). Έχει ενδιαφέρον ο παραλληλισμός με τη ζητιανιά, ο Σαββόπουλος ξέρει ότι ασχολείται με κάτι που μάλλον δεν ενδιαφέρει κανέναν στο κοινό του και έχει αυτή την περηφάνεια του ζητιάνου για την οποία, όπως και να το κάνουμε, μόνο εκείνος μπορεί να μιλήσει.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Advertisement

Posted in Εκλογές, Μουσική, Συνεργασίες | Με ετικέτα: , , , | 137 Σχόλια »

Στο Φορτηγό με τον Δύτη

Posted by sarant στο 20 Μαρτίου, 2023

 

 

Θα αναδημοσιεύσω σήμερα, με λιγοστά δικά μου σχόλια στην αρχή, ένα άρθρο που έγραψε ο φίλος μας ο Δύτης των Νιπτήρων για το Φορτηγό, τον πρώτο δίσκο του Διονύση Σαββόπουλου. Το άρθρο αυτό ο Δύτης (και εδώ είναι η πρωτοτυπία) το έγραψε στο Τουίτερ. Θα έλεγε κανείς πως το μέσο αυτό, με τον εγγενή περιορισμό που έχει στην έκταση των αναρτήσεων (μόλις 280 χαρακτήρες για κάθε τουίτ) είναι το πλέον ακατάλληλο για εκτενή άρθρα. Όμως ο Δύτης παρουσίαζε τραγούδι προς τραγούδι το Φορτηγό, αφιερώνοντας σε κάθε τραγούδι πεντέξι αλλεπάλληλα τουίτ, πεντέξι τιτιβίσματα. Και πριν ακόμα ολοκληρωθεί ο δίσκος, πολλοί τον ενθαρρύναμε να δημοσιεύσει το ολοκληρωμένο άρθρο στο ιστολόγιό του, απ’ όπου το δανείστηκα με την άδειά του και το αναδημοσιεύω εδώ, μιας και δεν είστε όλοι θαμώνες στο Δυτικό ιστολόγιο. 

Σημειώνω ότι ο Δύτης έχει σκοπό να συνεχίσει την τιτιβιστική Σαββοπουλιάδα του, και ήδη έχει ολοκληρώσει και δημοσιεύσει την παρουσίαση-κριτική του δεύτερου δίσκου, που ειναι βέβαια το Περιβόλι του Τρελού, και θα συνεχίσει -αν και όχι μέχρι το τέλος, μάλλον δεν θα πάει πιο πέρα από τα Τραπεζάκια έξω, αν φτάσει και ως εκεί. 

Το Φορτηγό εγώ το πρωτάκουσα όταν μας το έκανε δώρο ο θείος μου ο Κώστας, ο ποιητής Κώστας Μίσσιος, πρώτος ξάδερφος του πατέρα μου, που επειδή είναι νεότερος από τα άλλα ξαδέρφια όλοι στην οικογένεια τον λένε Κωστάκη. Αυτό κατά πάσα πιθανότητα έγινε στην πρώτη επέτειο της δικτατορίας, στις 21.4.1968 -κάνουν δώρα στην επέτειο της Χούντας, φαντάσου πόσο χουντικοί θα είναι, θα σκέφτεστε, αλλά πράγματι είχαν βρεθεί εκείνη τη μέρα σπίτι μας, να ξορκίσουν την επέτειο, και θυμάμαι πως πάνω στο εξώφυλλο του δίσκου, στην πίσω μεριά, υπήρχε η αφιέρωση που θύμιζε την περίσταση. 

Θυμάμαι πως ακούγαμε συχνά τον δίσκο, και η γιαγιά μου η Αιγινήτισσα, όταν ερχόταν επίσκεψη, σκιαζόταν όταν άκουγε τον Διονύση να φωνάζει στα Πουλιά της Δυστυχίας ή στους Παλιούς μας φίλους -πάρ’το από δω αυτό το σκιάχτρο, κλείσ’ το, μου έλεγε, και βέβαια όλο και περισσότερο εγώ το έβαζα για να την πικάρω. Να σημειώσω πως η γιαγιά μου τότε, όπως προκύπτει από πολύπλοκους μαθηματικούς υπολογισμούς, ήταν αρκετά πιο νέα απ’ όσο εγώ σήμερα. 

Αλλά μάλλον σας κούρασα με τις αναμνήσεις, οπότε δίνω τον λόγο στον Δύτη. 

Όσοι παρακολουθείτε το άλλο μαγαζί του Δύτη, το τιτιβιστήρι ντε, θα έχετε πάρει χαμπάρι ότι επέβαλα στον εαυτό μου έναν διαφωτιστικό ρόλο και ξεκίνησα μια Σαββοπουλιάδα, παρουσιάζοντας ένα τραγούδι κάθε μέρα με τη σειρά. Όπως πρότειναν διάφοροι φίλοι, θα τα μαζεύω και εδώ δίσκο με δίσκο, έτσι να υπάρχουν. Για το Σαββόπουλο εν γένει, μην τα ξαναλέμε, έχω γράψει τις σοφίες μου παλιότερα εδώ, πάνε δώδεκα χρόνια.

Ξεκινάμε με μια εισαγωγή στο Φορτηγό. Ο Σαββόπουλος είναι ήδη δυο-τρία χρόνια στην Αθήνα. Αλητεύει με τον Λοΐζο, έχει παίξει στις μπουάτ, έχει βγάλει ήδη ένα 45άρι. Είμαστε στο ’66, το σινεμά παίζει Τρελό Πιερό και το Νακ του Λέστερ (του σκηνοθέτη των Μπιτλς). Τι είναι το Φορτηγό; Δεν είναι πια Νέο Κύμα, εκτός από δυο-τρία τραγούδια, τη Συννεφούλα ή το Μη μιλάς άλλο για αγάπη. Ο ίδιος είχε πει κάπου τότε ότι το γιε-γιε ήταν καλό αλλά ξένο (θα άλλαζε γνώμη σύντομα) και ότι το «πολιτικό τραγούδι» ήταν το τραγούδι της γενιάς του. Πολιτικό τραγούδι λοιπόν. Άκουγε τότε Μπρασένς, και φαίνεται, αλλά αυτό που παίζει φέρνει πιο πολύ σε Λατινική Αμερική, χιλιανούς τροβαδούρους κλπ. Μόνο κιθάρα: δεν είναι κανένας τεχνίτης, αλλά είναι ακριβώς αυτό το άτεχνο που εντυπωσιάζει: χτυπά την κιθάρα, τσιμπάει τις χορδές, ουρλιάζει. Και στίχοι; πολιτικά ναι, αλλά με τουΐστ (θα το δούμε), κάποια ερωτικά (κι αυτά ιδιόρρυθμα), αλλά κυρίως μια πολύ προσωπική μυθολογία με περιπλανώμενους, περιθωριακούς, αόρατους. Βλέπω μια μακρινή συγγένεια με την Οδό Ονείρων (του ’62). Είναι όμως και κάτι που δεν έχει ξανακουστεί!

Οι μάγοι

Η προσωπική μυθολογία που λέγαμε. Το πρώτο LP μπαίνει ορμητικά, σα να το κάνει επίτηδες: με ένα ωραίο και χαρακτηριστικό ριφάκι, το χτύπημα του ηχείου τόσο χαρακτηριστικό για όλο τον δίσκο, ο Σαββόπουλος φωνάζει τους στίχους (είμαι σίγουρος ότι θα ήταν ακόμα πιο εντυπωσιακό στα λάιβ). Λες και θέλει να δείξει αυτό ακριβώς το άτεχνο του μπουλουκιού. Τον φαντάζεσαι να παρουσιάζει τον εαυτό του ή μάλλον μια περσόνα του εαυτού του (ένα χρόνο πριν από το Sergeant Pepper), που τον φαντασιώνεται σαν πλανόδιο (θα το κάνει κι αυτό στ’ αλήθεια, τον επόμενο χρόνο) ή ίσως σα θιασάρχη (κι αυτό θα το κάνει, κατά κάποιο τρόπο, το ’72). Και το τσίρκο! Πάντα παρόν. Σαν ασπρόμαυρη ταινία είναι αυτός ο δίσκος, σαν Φελίνι ξερωγώ.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Μουσική, Συνεργασίες | Με ετικέτα: , , | 80 Σχόλια »

Το χρονοντούλαπο του Ερντογάν

Posted by sarant στο 2 Ιουνίου, 2022

Τις προάλλες, στην ομιλία του για την επέτειο της άλωσης της Κωνσταντινούπολης, γράφτηκε ότι ο Τούρκος Πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν είπε:

«όπως οι πρόγονοι μας έθαψαν το Βυζάντιο, ας ελπίσουμε ότι σήμερα, χτίζοντας το όραμα μας για το 2053, θα καταφέρουμε κι εμείς να βάλουμε στο χρονοντούλαπο της ιστορίας τους σύγχρονους Βυζαντινούς που στήνουν δολοπλοκίες εναντίον μας».

Παρόμοιες διατυπώσεις βρίσκει κανείς και σε άλλους ιστότοπους. Τέτοιες απειλές έχει εκτοξεύσει πολλές τον τελευταίο καιρό η τουρκική ηγεσία, αλλά αρκετοί πρόσεξαν και τη συγκεκριμένη διατύπωση της απειλής και την έκφραση «το χρονοντούλαπο της ιστορίας», η οποία είναι πολύ ζωντανή στη γλώσσα μας και πολλοί την έχουν συνδέσει με τον Ανδρέα Παπανδρέου, αρκετοί μάλιστα θεωρούν ότι προκειται για επινόηση του Παπανδρέου.

Οπότε, εμείς εδώ, που ως γνωστόν λεξιλογούμε, θα αφιερώσουμε το σημερινό άρθρο ακριβώς σε αυτή την έκφραση και στην ιστορία της, χωρίς να παραλείψουμε και τα του Ερντογάν.

Καταρχάς, τι είπε ακριβώς ο Ερντογάν; Αναζήτησα (όπως και άλλοι) το τουρκικό πρωτότυπο, που μπορείτε κι εσείς να το βρείτε εδώ.

Η επίμαχη παράγραφος είναι:

Cumhurbaşkanı Erdoğan, İstanbul’u fethederek Müslümanların 7 asırlık hayalini gerçeğe dönüştüren Fatih Sultan Mehmet’in aynı zamanda Bizans’ı ve entrikalarını da tarihe gömdüğünü vurgulayarak, “İnşallah bugün de 2023 hedeflerimizi hayata geçirerek 2053 vizyonumuzu adım adım inşa ederek, çağımızın Bizans’larını ve oralarda kurgulanan entrikaları, tarihin tozlu raflarına kaldırmaya hazır mıyız? Gazanız mübarek olsun” sözlerini sarf etti.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Ιστορίες λέξεων, Λεξικογραφικά, Πρόσφατη ιστορία, Φρασεολογικά | Με ετικέτα: , , , , , , , , , | 69 Σχόλια »

Ποιο είναι το ωραιότερο της Μεγάλης Επετείου;

Posted by sarant στο 24 Μαρτίου, 2021

Αύριο είναι η μέρα της Μεγάλης Επετείου. Διακόσια χρόνια είναι αυτά, οπότε το γεγονός θα χρωματίσει όλη την υπόλοιπη ιστολογική εβδομάδα -κάναμε αρχή ήδη από χτες. Πολλές φορές έχουμε αναφερθεί στα σοβαρά στο Εικοσιένα, σήμερα θα το εξετάσουμε ελαφρότερα -όχι το ίδιο το Εικοσιένα αλλά τον γιορτασμό του.

Όπως έχουμε ξαναπεί, ένα από τα λίγα καλά του κορονοϊού είναι ότι γλιτώσαμε από τις πολλές φιέστες και τα ταρατατζούμ των 200χρονων. Ωστόσο, τις τελευταίες μέρες, όπως ήταν μάλλον αναπόφευκτο, είδαμε όχι λίγες υπερβολές με εορταστικό κιτς.

Στο Τουίτερ ο φίλος μας ο Δύτης είχε την έξυπνη ιδέα να κάνει μια σφυγμομέτρηση για το «ωραιότερο» από τα πρόσφατα χαϊλάιτ της Μεγάλης Επετείου. Βάζω σε εισαγωγικά τη λέξη «ωραιότερο» σαν υπαινιγμό στο «κάτι το ωραίον«, που ήταν ο τίτλος ενός παλιού άλμπουμ του περιοδικού Αντί που ήταν αφιερωμένο στο κιτς -με υπότιτλο «Μια περιήγηση στη νεοελληνική κακογουστιά». Σήμερα λοιπόν θα δούμε μερικά δείγματα επετειακής κακογουστιάς.

Τέσσερα «ωραία» εκθέματα, ας το πούμε έτσι, ξεχώρισε ο Δύτης στη δική του δημοσκόπηση. Τα ίδια θα χρησιμοποιήσουμε κι εμείς στη δική μας αλλά έχετε τη δυνατότητα στα σχόλια να αναφέρετε και άλλα που μας έχουν ξεφύγει.

Πρώτο έκθεμα: Το ποίημα της Ελένης Αρβελέρ στην Καθημερινή.

Γόνος του Ρήγα ο κύρης μου, γεννήθηκε στις Φέρες
στο Σούλι η μάνα μου είδε το φως, στου Αλί Πασά τις μέρες.

Κι’ εγώ Υδραίος και Σπετσιώτης, θαλασσινός και στεριανός,
το βράδυ είμαι αποσπερίτης και το πρωί αυγερινός
κι’ είναι ο Θούριος για μένα ύμνος εωθινός.

Κλέφτης κι’ αρματολός στον Μπότσαρη και στη Γραβιά Ανδρούτσος
ναύτης ήμουνα στον Κανάρη και στον Μιαούλη μούτσος.

Με τον Καραϊσκάκη, φρουρός της θείας ήμουν πίστης
και με τον Υψηλάντη της Φιλικής έγινα μύστης.

Είπα τη Μάντω αρχόντισσα, την Μπουμπουλίνα λεβεντιά,
δώρα τους έφερα στολίδια από τη Βενετιά.

Τιμώ τον Γέρο του Μωριά και αγαπώ τον Μακρυγιάννη
ο λόγος του αστραφτερός, φτερά μου δίνει και με κάνει
στη Λαύρα το λάβαρο να υψώνω, που εχθρός κανείς δεν φτάνει
αυτό που ευλόγησε ο Πατρών κι’ είχε την άνοιξη σημάνει.

Το είπαν με τον τρόπο τους, Σέλλεϋ, Ουγκώ, Ντελακρουά
κι’ ο Σολωμός το τραγουδά: Χαίρε ω! χαίρε ελευθεριά.

Ας μην ξεχνάμε όμως τα χαλεπά και θλιβερά
Του Διάκου το μαρτύριο, του Ζάλογγου τα οδυνηρά.
Θρήνησε η λευτεριά τον Μπάιρον, η δόξα τα Ψαρά,
τα γυναικόπαιδα της Χίου έκλαψε ο κόσμος όλος.
Του Φαναριού η πύλη χτίστηκε και σείστηκε ο θόλος.

Πέσαν στην ΄Εξοδο οι ντάπιες, το Μεσολόγγι όμως ζει
Έζησε τον Απρίλη εκείνο, πάθη κι’ Ανάσταση μαζί.

Χρόνια και χρόνια κράτησε η άνιση πάλη αυτή˙
παρά τις έριδες, τους διχασμούς και τα εμφύλια μίση,
που παραλίγο τον αγώνα θα είχαν αφανίσει,
νίκησε τέλος ο σταυρός (του Κάλβου η τόλμη κι’ αρετή)˙

Νίκη που Γάλλοι, Ρώσοι κι Άγγλοι δική τους έκαναν γιορτή,
όταν κατατροπώσαν τον Ιμπραήμ στο Ναυαρίνο
και οι Έλληνες Ανάσταση ζήσαν τον χρόνο εκείνο.
Έτσι από τότε στο σχολειό μαθαίνουν τα παιδιά
τη Λευτεριά να τραγουδάνε σαν άλλη Παναγιά.
Κι’ εμείς για του εικοσιένα τον απολογισμό,
μετράμε Πάσχα, Άνοιξη και Ευαγγελισμό.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in 1821, Ευτράπελα, Σφυγμομετρήσεις | Με ετικέτα: , , , , , , , | 238 Σχόλια »

Νταλκάς

Posted by sarant στο 12 Μαρτίου, 2018

Σύμφωνα με το ανέκδοτο, όταν ρωτάνε, ας πούμε στα διάφορα τηλεοπτικά παιχνίδια ή στα καλλιστεία «Ποιο είναι το χειρότερο ελάττωμά σου», οι περισσότερες απαντήσεις των διαγωνιζόμενων αναφέρουν διάφορα «τιμητικά» δήθεν ελαττώματα, όπως «είμαι τελειομανής», «δεν ανέχομαι την υποκρισία», «δείχνω υπερβολική εμπιστοσύνη στους ανθρώπους».

Πάντως, αν εμένα με ρωτήσετε ποιο είναι το μεγάλο μου ελάττωμα ως γραφιά, θα παραδεχτώ ευθαρσώς πως είμαι φλύαρος. Αυτό φαίνεται και από τα αρθρα του ιστολογίου τα οποία, φέτος, με πληροφορεί η WordPress, έχουν κατά μέσον όρο 1869 λέξεις το καθένα -αν και βέβαια εδώ κλέβω αφού πολλές από τις λέξεις αυτές είναι παραθέματα από κείμενα άλλων (καλά το έλεγε ο Κομφούκιος πως από τότε που βγήκε η κοπυπάστη χάθηκε το φιλότιμο).

Όπως λέω πότε-πότε, τα ηλεδάση του Καναδά είναι ανεξάντλητα, εννοώντας ότι στο Διαδικτυο, ιδιως αν η σελίδα ειναι δική σου, μπορείς να γράψεις οσο βαστάει η καρδιά σου -και η υπομονή των αναγνωστών σου βέβαια- όσο κι αν αυτό φαίνεται να έρχεται σε αντίθεση με το άλλο αξίωμα, ότι το Διαδίκτυο δεν θέλει εκτενή άρθρα αλλά τηλεγραφικά.

Από την άλλη, όταν γράφω σε εφημερίδα ή σε άλλο έντυπο, ο χώρος είναι περιορισμενος, κάποτε αδήριτα. Τα μηνιαία άρθρα μου στην Αυγή έχουν υποχρεωτικά έκταση 600-800 λέξεις -και συνήθως ακουμπάνε στο επάνω όριο και πολύ συχνά πρέπει να διαλέξω, να βγαλω αυτό για να βάλω εκείνο το στοιχείο. Στις αναδημοσιευσεις που κάνω εδώ στο ιστολόγιο, κάποτε προσθέτω επιπλέον πραγματα που δεν χώρεσαν στο έντυπο.

Αλλά οι περιορισμοί έχουν και τη χάρη τους. Όταν έγραφα τις Λέξεις που χάνονται, είχαμε αποφασίσει με τον εκδότη το κάθε λήμμα να μην ξεπερνάει τις 200 λέξεις. Μετά αποφάσισα και οργανωσα όλα τα λήμματα ώστε να έχουν τρεις παραγράφους το καθένα και τολμω να πω ότι το τελικό αποτέλεσμα μου αρέσει αρκετά, όσο κι αν, εξαιτίας του ορίου των 200 λέξεων, σε πολλα λήμματα ηταν δύσκολο να διαλέξω τι θα αφήσω έξω.

Ο φλύαρος αυτός πρόλογος γίνεται για να σας πω ότι πριν απο καμιά δεκαπενταριά μέρες μού ζήτησαν να γράψω ένα μικρό σημείωμα για το ένθετο περιοδικό της εφημεριδας Ντοκουμέντο, που επρόκειτο να έχει αφιέρωμα για τον νταλκά. Περιέργως δεν είχαμε γράψει κάτι στο ιστολόγιο για το θέμα. Είπα λοιπόν ότι θα γράψω ένα κειμενάκι γύρω στις 250 λέξεις και έτσι έγινε και δημοσιεύτηκε στο φύλλο της περασμένης Κυριακής (δηλαδή πριν απο 8 μέρες, διότι δεν είμαστε Γαλλοι να λέμε le dimanche passé σήμερα Δευτέρα και να εννοούμε χτες. Και οι Άγγλοι θαρρω έτσι το λένε, ίσως αξίζει άρθρο).

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in τούρκικα, Ιστορίες λέξεων, Κινηματογράφος, Ουσίες, Ρεμπέτικα | Με ετικέτα: , , , , , , , | 145 Σχόλια »

Ο Ουγκό, η ανάγκη και η Παναγία των Παρισίων

Posted by sarant στο 20 Σεπτεμβρίου, 2017

Τις προάλλες που είχα πάει στο Παρίσι, πέρασα κι από το νησί του Σηκουάνα και από την Παναγία των Παρισίων, όπου τώρα εκτός από τους τουρίστες και τους υπαίθριους ζωγράφους ήταν επιδεικτική και η παρουσία πάνοπλων στρατιωτών, στους δύσκολους καιρούς που ζούμε.

Επειδή είχα κανονίσει μια συνάντηση, ανάβαλα για μιαν ακόμα φορά το σχέδιο που έχω να ανέβω πάνω στους πύργους της εκκλησίας, να δω το Παρίσι από ψηλά -κάτι λέγαμε για τις ανεκπλήρωτες επιθυμίες προχτές.

Κάποτε θα ανέβω. Πάντως, τούτη τη φορά είχα κι έναν λόγο παραπάνω, διοτι φέτος το καλοκαίρι διάβασα την Παναγία των Παρισίων, του Βίκτωρος Ουγκό, και το είχα σχετικά πρόσφατο στη μνήμη μου. Αν πάω του χρόνου, θα χρειαστεί να το ξαναφρεσκάρω.

Δεν είχα διαβάσει την Παναγία των Παρισίων ως τώρα, παρά μόνο (ίσως) σε Κλασικά Εικονογραφημένα, αν και πρέπει να την είχα δει στο σινεμά, και βέβαια, επειδή οι κόρες μου βρίσκονταν σε κατάλληλην ηλικία, όταν ήταν μικρές είδαν ίσαμε 867 φορές το βίντεο από την αντίστοιχη ταινία της Ντίσνεϊ, και κάμποσες δεκάδες φορές είχα την τύχη να τη δω κι εγώ -τα παιδιά έχουν ανάγκη την επανάληψη των εμπειριών και των διηγήσεων, τα βοηθάει να ταξινομούν τον κόσμο τους. Οι ενήλικες βαριούνται τις επαναλήψεις, τουλάχιστον μέχρι να ωριμάσουν· τότε αρχίζουν να επισκέπτονται ξανά τα τοπία και τα βιβλία της νιότης τους. «Ποτέ δεν διαβάζω βιβλίο που να μην το έχω ξαναδιαβάσει», λέει ένας φίλος μου.

Το βιβλίο του Ουγκό το είχα, αλλά αδιάβαστο. Με παρακίνησε να το διαβάσω ο φίλος μας ο Δύτης, που το διάβασε πρώτος, και δη στα γαλλικά, κι έγραψε ένα συναρπαστικό άρθρο για μια λεπτομέρεια, που θα την αναφέρω παρακάτω. Παρασυρμένος από τον Δύτη, που είχε περισσότερους λόγους να το διαβάσει, αφού εκείνο τον καιρό βρισκόταν στο Παρίσι, το διάβασα κι εγώ που έκανα μπάνια στην Αίγινα -και τώρα γράφω αυτό το άρθρο.

Ο Ουγκό έγραψε το βιβλίο του το 1830 περίπου, αλλά η δράση (με τον Κουασιμόδο, την Εσμεράλδα και τον Φρολό) εκτυλίσσεται το 1482, έτσι ο σημερινός αναγνώστης έχει να δρασκελίσει δυο χάσματα αιώνων. Έχει επιπλέον να αναμετρηθεί με τον τρόπο γραφής του 19ου αιώνα, τους πλατειασμούς και τις παρεκβάσεις, που βέβαια επειδή στα χέρια ενός μάστορα οικοδομούν κόσμους τελικά μάλλον σε καλό αποβαίνουν. Ωστόσο, το βιβλίο πιάνει 670 σελίδες -δεν είναι δηλαδή ευκαταφρόνητο εγχείρημα να το διαβάσεις.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Αρχαία ελληνικά, Κινηματογράφος, Λογοτεχνία, Μυθιστόρημα, Μεταφραστικά | Με ετικέτα: , , , , , , , | 125 Σχόλια »

Η ρεμπέτα, οι ρεμπέτες και το ρεμπέτικο

Posted by sarant στο 11 Δεκεμβρίου, 2013

Το σημερινό άρθρο, για την ετυμολογία των λέξεων «ρεμπέτης» και «ρεμπέτικο», λογαριάζω να το γράψω εδώ και πολύν καιρό, από τότε που, σε μια συζήτηση πριν από ένα χρόνο και βάλε, ένας επισκέπτης υποστήριξε (σχόλιο αριθ. 103 εδώ) ότι: «Η λέξη “ρεμπέτικος” είναι παραφθορά της αρχαίας αλλά και της σύγχρονης λογίας “ρεμβαστικός” και προέρχεται από το ρήμα “ρέμβω” ή “ρεμβάζω” απ’ όπου και ο ρέμπελος = ο σπαταλών τον χρόνον αναιτίως, άρα αραχτός και αντικοινωνικός…». Στη συνέχεια έγραψε για το θέμα ο αγαπητός Δύτης των Νιπτήρων, σε ένα δικό του εξαιρετικό άρθρο αλλά και στα έξοχα σχόλια που έγιναν, οπότε θα έλεγε κανείς ότι εξαντλήθηκε το θέμα. Ύστερα όμως ο φίλος Σπύρος Ζερβόπουλος, που έχει εξελιχτεί σε δεινό αναδιφητή των σωμάτων κειμένων, μου έστειλε με ηλεμήνυμα ένα σωρό χρήσιμες πληροφορίες, που θα ήταν κρίμα να μη δημοσιευτούν, ενώ η πλάστιγγα έγειρε οριστικά όταν πριν από μερικές μέρες ένας παλιός γνωστός μού ζήτησε τη γνώμη μου για την ετυμολογία της λέξης, επειδή τη χρειαζόταν ένας φοιτητής του σε μια εργασία του. Έτσι, αποφάσισα να γράψω κι εγώ για την ετυμολογία του ρεμπέτη, συνοψίζοντας όσα ειπώθηκαν. Ωστόσο, ο έπαινος αξίζει στον Δύτη και στους σχολιαστές του καθώς και στον Σπ. Ζερβόπουλο: εγώ απλώς συνοψίζω.

Πριν προχωρήσουμε, ένα διαφημιστικό διάλειμμα: συνεχίζεται η υποβολή προτάσεων για τη Λέξη της χρονιάς, έχετε καιρό ίσαμε σήμερα στις 11 μ.μ. (ώρα Ελλάδος).

Ξεκινώντας, και πριν μπούμε στο θέμα μας, εύκολα μπορούμε να καταρρίψουμε την «ετυμολογία» που είχε προτείνει ο αρχικός επισκέπτης, ότι τάχα η λέξη ρέμπελος είναι ομόρριζη με τον ρεμπέτη και προέρχεται από το ρήμα «ρέμβω» ή «ρεμβάζω». Ο ρέμπελος είναι βενετικό δάνειο που ανάγεται τελικά στο λατινικό rebellare, από το bellum, πόλεμος. Η λέξη μαρτυρείται αδιατάρακτα στα ιταλικά από τον μεσαίωνα. Αυτή είναι η ομόφωνα αποδεκτή άποψη και δεν μπορεί να κλονιστεί από την ηχητική ομοιότητα ή επειδή σε κάποιον φάνηκε ότι οι ρεμπέτες είναι και ρέμπελοι. Άλλωστε, ρεμπελιό στα μεσαιωνικά ελληνικά δεν σημαίνει αραλίκι αλλά εξέγερση (π.χ. το ρεμπελιό των ποπολάρων).

Πάμε τώρα στο κυρίως θέμα, την ετυμολογία των λέξεων ‘ρεμπέτης’ και ‘ρεμπέτικο’. Όπως είδαμε, ο επισκέπτης πιο πάνω υποστηρίζει την προέλευση από το ρήμα «ρέμβω» (που σήμαινε, στην αρχαιότητα, μεταξύ άλλων, «περιφέρομαι, περιπλανώμαι»), μια άποψη που, αν και δεν τη δέχεται κανένα μεγάλο λεξικό μας, ακούγεται αρκετά, κυρίως από μελετητές του ρεμπέτικου, σαν τον Κ. Φέρρη, οι οποίοι επιπλέον επικαλούνται το λεξικό του Δουκάγγιου (1688) όπου υπάρχει το λήμμα «ρεμπιτός» (με τη σημασία «πλανημένος»), παραφθορά του «ρεμβός» (ο αναιτίως πλανώμενος). Πηγή του Δουκαγγίου είναι ο Μέρσιος (Meursius ή Johannes van Meurs), o Φλαμανδός ελληνιστής που έγραψε στις αρχές του 17ου αιώνα.

Κοντά σε αυτά, υπάρχει και το ρήμα «ρέμπομαι», πιθανώς μετεξέλιξη του «ρέμβομαι», που υπάρχει και στον Ερωτόκριτο, αλλά και σήμερα στην κρητική διάλεκτο, και που έχει πάρει άλλες σημασίες, κυρίως «νέμομαι» ή και «περηφανεύομαι». Ας πούμε, στον Ερωτόκριτο, «επέτετο κι ερέμπετο στην αρχοντιά την τόση» ή «μα ρέμπεται στις αφεντιές, στα πλούτη ντου καυκάται».

Το κακό με τη «θεωρία των ρεμπετολόγων» είναι ότι αφενός λείπουν εντελώς οι ενδιάμεσοι τύποι από το «ρέμπομαι» και το «ρεμπιτός» του Μεσαίωνα ως τον ρεμπέτη, και αφετέρου ότι η σημασιακή απόσταση μεταξύ του «ρέμπομαι» και του «ρεμπέτης» είναι αρκετά μεγάλη. Την απόσταση αυτή προσπαθούν να τη γεφυρώσουν με κατασκευές όπως ότι «ρέμπομαι» σήμαινε τάχα «ζω μποέμικα», αλλά αυτό δεν προκύπτει από τα κείμενα παρά (μου) φαίνεται σκέτος υποκειμενισμός.

Στη μελέτη του Περί της λέξεως «ρεμπέτικο» το ανάγνωσμα…, ο Πάνος Σαββόπουλος (απλή συνωνυμία με τον Διονύση) απαριθμεί, ούτε λίγο ούτε πολύ, 15 θεωρίες για την προέλευση της λέξης. Ο Σαββόπουλος τις απορρίπτει και τις δεκαπέντε για να προτείνει μια δέκατη έκτη, η οποία προσπαθεί να θεραπεύσει τα ελαττώματα της «θεωρίας των ρεμπετολόγων», δηλαδή της προέλευσης από το «ρέμπομαι» και/ή το «ρεμπιτός». Αφού επισημάνει ότι η λέξη ρεμπέτικο πρωτοεμφανίζεται στην ετικέτα ενός δίσκου γραμμοφώνου γύρω στο 1910, προτείνει την εξής ιδέα: ότι τη λέξη «ρεμπέτικο» την έπλασε κάποιος έξυπνος διευθυντής εταιρείας δίσκων (ή στέλεχος εταιρείας) στην Πόλη το 1910, που ήταν διαβασμένος και ήξερε το ρέμπομαι και το ρεμπιτός, στο μοντέλο μποέμης -μποέμικο, ρέμπομαι-ρεμπιτός-ρεμπέτικο, και ότι η λέξη «ρεμπέτης» (που άλλωστε, κατά την καταγραφή του Σαββόπουλου, δεν είναι τόσο συχνή στα τραγούδια της πρώτης εποχής) προήλθε υποχωρητικά από τον εμπορικό όρο «ρεμπέτικο». Επισημαίνει επίσης ο Σαββόπουλος ότι τα τραγούδια που πρωτοχαρακτηρίστηκαν «ρεμπέτικα» δεν ήταν ρεμπέτικα (κατά τη δική του γνώμη και ταξινόμηση, βέβαια -ένα από τα δύο τραγούδια ήταν το γνωστό Τικιτάκ, που το ακούμε εδώ σε μεταγενέστερη δωρική εκτέλεση από τον Μάρκο).

Η ιδέα του Σαββόπουλου είναι ευφυέστατη, δεδομένου ότι ξεμπερδεύει μια και καλή με την απουσία ενδιάμεσων τύπων και τη σημασιακή απόσταση: αφού είναι εμπορική ονομασία, πλάσμα της λεξιπλαστικής φαντασίας ενός έξυπνου και μορφωμένου αστού, όλα (ή σχεδόν) επιτρέπονται! Η άλλη όψη του νομίσματος είναι πως η ευφυής θεωρία του Σαββόπουλου περιέχει και το κλειδί για την ανασκευή της: αν η λέξη πλάστηκε «εκ του μηδενός» από έναν λόγιο το 1910, είναι φανερό πως αν βρούμε τη λέξη «ρεμπέτικο» (ή και τη λέξη «ρεμπέτης», που είναι παράγωγό της κατά Σαββόπουλον) σε κείμενο παλιότερο από το 1910 η θεωρία καταρρέει (σαν χάρτινος πύργος, αν σας αρέσουν τα κλισέ).

Τέτοιο κείμενο βρέθηκε (και όχι μόνο ένα), οπότε μπορούμε να βάλουμε στο αρχείο τη θεωρία του Σαββόπουλου. Όπως φανέρωσε πρώτος στο ιστολόγιο του Δύτη των Νιπτήρων ο χρήστης με το ψευδώνυμο spatholouro, που είναι γνωστός μελετητής και συγγραφέας, αλλά δεν θα αποκαλύψω την ταυτότητά του αν εκείνος δεν το θέλει, σε ένα βιβλίο που κυκλοφόρησε το 1871 εμφανίζεται κατ’ επανάληψη η λέξη «ρεμπέτα». Πρόκειται για το μυθιστόρημα «Οι μυστηριώδεις νυκτοκλέπται» του Μηνά Χαμουδόπουλου  (1843-1908), που γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Σμύρνη αλλά μετά το 1880 έζησε στην Πόλη και που βρίσκω να χαρακτηρίζεται, σε ένα βιβλίο του, «Μέγας ρήτωρ της μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας, δημοσιογράφος, ιστορικός, γεωγράφος, πολιτικός, φορέας της ελληνορθοδόξου παραδόσεως». Ο Χαμουδόπουλος ήταν βεβαίως όλα αυτά, αλλά στα νιάτα του έγραψε και το λαϊκό αυτό μυθιστόρημα, τους Νυκτοκλέπτες, που εντάσσεται στην παράδοση των απόκρυφων μυθιστορημάτων, που διηγούνται με αρκετήν εντυπωσιοθηρική διάθεση ιστορίες με πρωταγωνιστές από τον υπόκοσμο, όπως ήταν τα Μυστήρια των Παρισίων, και που για να γραφτούν χρειάζονταν αστική συγκρότηση, γι’ αυτό και στη γλώσσα μας πρωτοεμφανίστηκαν στη Σμύρνη και στην Πόλη και όχι στην Αθήνα. Νυκτοκλέπται είναι αυτοί που μπαίνουν τη νύχτα σε κοσμηματοπωλεία και άλλα καταστήματα ή σπίτια με πλούσια λεία και κλέβουν. Διαρρήκτες θα τους λέγαμε σήμερα.

Πρόκειται για ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον βιβλίο που αν δεν το εκδώσει κανείς άλλος σκέφτομαι να το εκδώσω εγώ στο κοντινό μέλλον γιατί έχει φοβερό γλωσσικό ενδιαφέρον και μπορεί να ανατρέψει αρκετές ετυμολογήσεις -ίσως γράψω ειδικό άρθρο για το θέμα. Πιστός στα θέσμια της εποχής, ο Χαμουδόπουλος χρησιμοποιεί αρχαΐζουσα καθαρεύουσα στην αφήγηση και τις περιγραφές, αλλά στους διαλόγους διασώζει (ενδεχομένως) τη γλώσσα που χρησιμοποιούσαν στην πιάτσα της εποχής, φιλτραρισμένη βέβαια. Δείγμα γραφής:

Ο κάπηλος, όστις εν τω μεταξύ καταλιπών το λογιστήριόν του είχεν έλθει και λάβει μέρος ως ακροατής εις τον διάλογον των δύο τούτων, παρεισέδυ και αυτός εις την ομιλίαν επίκουρος του γέροντος:

— Άκουσε, Παναγιώτη, του είπε, τον Δεσποτόπουλο. Αυτός από πενήντα χρόνια κι εδώθε είναι από τους πρώτους της ρεμπέτας και τ’ όνομά του είναι ξακουσμένο μέσα ‘στην Ανατολή και ‘στα Εφτάνησα. Πίστευσέ τον ό,τι σου λέγει, διότι κι ο διάβολος δεν ξέρει όσα ο Παπούς (όνομα χαϊδευτικόν του Δεσποτόπουλου προσαγορευόμενον ούτω υπό των συντρόφων του νυκτοκλεπτών).

Ο Παπούς λοιπόν είναι «από τους πρώτους της ρεμπέτας», και αμέσως καταλαβαίνουμε ότι ρεμπέτα, λέξη που εμφανίζεται δεκάδες φορές στο μυθιστόρημα, είναι η πιάτσα, ο υπόκοσμος, ή, όπως το ορίζει ο Χαμουδόπουλος, «το σύνολον των νυκτοκλεπτών», σε επεξήγηση που δίνει στις πρώτες σελίδες του βιβλίου του.

Θα προσέξατε βέβαια ότι ο Χαμουδόπουλος δεν καταγράφει τους τύπους «ρεμπέτης, ρεμπέτικο», αλλά αυτό μικρή σημασία έχει σε πρώτο επίπεδο. Όταν από το 1870 τουλάχιστον (και πιθανότατα από πολλές δεκαετίες νωρίτερα) υπάρχει εδραιωμένη στη σμυρνέικη αργκό η λέξη «ρεμπέτα», είναι πολύ φυσιολογικό να παράχθηκε από εκεί ο ρεμπέτης, κατά το σχήμα «η ρεμπέτα – ο ρεμπέτας – ο ρεμπέτης – το ρεμπέτικο», που το έχουμε ξαναδεί στην παραγωγή «η μάγκα [ομάδα άτακτων πολεμιστών, το θέμα αξίζει άρθρο] – ο μάγκας» και είναι απολύτως αδύνατο, κατά τη γνώμη μου, να υπάρχει άλλη προέλευση του ρεμπέτη εκτός από τη ρεμπέτα.

Να σημειωθεί οτι η λέξη «ρεμπέτα» καταγράφεται και στα μεγάλα λεξικά της δεκαετίας του 1930, τον Δημητράκο και την Πρωία, με τη σημασία «άνθρωπος φυγόπονος και διεφθαρμένος, ρεμπεσκές». Ο Δημητράκος καταγράφει και τον τύπο «ο ρεμπέτας», ενώ κανένα από τα δύο λεξικά δεν καταγράφει τις λέξεις «ρεμπέτης» και «ρεμπέτικο».

Από πού όμως ετυμολογείται η λέξη «ρεμπέτα»; Δύο είναι οι επικρατέστερες θεωρίες. Η μια πιθανή προέλευση είναι από το τουρκικό rabιta, που σημαίνει δεσμός, αδελφική φιλία. Το κακό με την άποψη αυτή είναι η αλλαγή τονισμού, αφού η τουρκική λέξη τονίζεται στη λήγουσα, οπότε θα περίμενε κανείς να δώσει στα ελληνικά μια λέξη σαν *ραμπουτάς (όπως από το samata έχουμε ‘σαματάς’). Η άλλη, που τη δέχεται το ετυμολογικό λεξικό Μπαμπινιώτη (αν και κατευθείαν για τη λ. ρεμπέτης, χωρίς να αναφέρει τίποτα για τη ρεμπέτα) είναι η προέλευση από τη λέξη rιbat, που σήμαινε ‘στρατιωτικός καταυλισμός, ιδίως μεθοριακός’ αλλά στη συνέχεια, στην ανατολική Μεσόγειο του 19ου αιώνα είχε πάρει τη σημασία «ξενώνας, καραβανσεράι» και «τεκές, άσυλο». Αν σκεφτούμε ότι το τουρκικό rιbat δεν προφέρεται «ριμπάτ» αλλά κάπου ανάμεσα σε «ρεμπάτ» και «ρουμπάτ», δεν απέχουμε πολύ ούτε φωνητικά ούτε σε σημασία. Πάντως, αν δεχτούμε, όπως όλα δείχνουν, ότι ο αρχικός τύπος είναι «η ρεμπέτα» (και μετά «ο ρεμπέτης»), τότε η προέλευση από το rabιta φαίνεται πιθανότερη.

Μια ένσταση που θα μπορούσε να προβληθεί στην προέλευση του ρεμπέτη/ρεμπέτικου από τη ρεμπέτα θα ήταν ίσως ότι οι λέξεις αυτές εισήχθησαν σχετικά όψιμα στην ηπειρωτική Ελλάδα, όπως υποστηρίζει ο Π. Σαββόπουλος στην μελέτη του που ανέφερα πιο πάνω, αλλά και ο καθηγητής Στάθης Gauntlett, ο οποίος, νωρίτερα από τον Σαββόπουλο, είχε επίσης υποστηρίξει ότι ο όρος ρεμπέτικο είναι κατασκευή του τμήματος μάρκετινγκ των δισκογραφικών εταιρειών (Rebetika as a marketing construct). Ωστόσο, αν αναδιφήσουμε τα σώματα κειμένων βρίσκουμε πολλές και στέρεες αναφορές στη ρεμπέτα, που γεφυρώνουν το χρονικό και γεωγραφικό χάσμα από το 1870 και τη Μικρασία ως το 1920 και την ηπειρωτική Ελλάδα. Τα περισσότερα απ’ όσα θα παραθέσω στη συνέχεια, σχεδόν όλα μάλιστα, τα χρωστάω στις έρευνες του δαιμόνιου Spyroszer.

Μετά τον Χαμουδόπουλο βρίσκουμε τη λέξη ρεμπέτα, στο θηλυκό γένος πάντα, στον Ρωμηό του Σουρή.

Στο τεύχος της 16-9-1889, ο Σουρής βάζει τον Τρικούπη να:
Φωνάζει ταγματάρχας και άλλους ανωτέρους,
εδώ κι εκεί σαλπίζει με χίλιαις δυο τρουμπέταις,
κι αμέσως της Ελλάδος καλεί τους Γρεναδιέρους
και τους θωρακοφόρους και όλαις της ρεμπέταις
*
Προσέξτε εδώ: όλες τις ρεμπέτες -> οι ρεμπέτες -> ο ρεμπέτης, να ένας πιθανός τρόπος παραγωγής.

Λίγο αργότερα, στο τεύχος της 29-11-1889, ο Σουρής περιγράφει, με τον δικό του τρόπο, μια θυελλώδη συνεδρίαση της Βουλής:
Αλλά εν μέσω, Περικλή, της θηριώδους πάλης
ως ίππος οιστρηλατηθείς εξώρμησε κι ο Ράλλης
πλην εις την τόσην του ορμήν μια κουτρουβάλα κάνει
και ρίχνει κάτω το κερί του γαύρου Δεληγιάννη,
κι ολίγου δειν του Θοδωρή να κάψη της μπαρμπέταις
για να χαρούν της δεξιάς η παστρικαίς ρεμπέταις.

Και πάλι από τον Ρωμηό, το 1894:
Έξω το πηλίκιον,
το σαχλόν κι ανοίκειον,
κι η κόκκινη γιακέτα
και καθεμιά ρεμπέτα

Και, αρκετά αργότερα, το 1909:
Σ΄ επήραν τα γεράματα, βρε Φασουλή ρεμπέτα,
κι ακόμα για φουστάνια λες και για χορών παρκέτα.

Στην εφημερίδα της Κεφαλλονιάς Ο Κολόμπος, που εξέδιδε το 1891 ο σατιρικός ποιητής Γεώργιος Μολφέτας, σε ηλικία 20 ετών, και συγκεκριμένα στο τεύχος της 6-10-1891, αναγγέλεται η απόφαση του ποιητή να φύγει για την Αθήνα, για να σπουδάσει στη Νομική όπως ήθελε ο πατέρας του, καθώς και η πρόθεσή του να εκδώσει εκεί άλλη σατιρική εφημερίδα, τον Αίσωπο, με τους εξής στίχους:
Σιγά – σιγά θα δης και τον Μολφέτα
να γίνη ένας άνθρωπος τρανός
θ’ αφήση πλέον τη ρεμπέτα
και θα γίνη συγγραφέας κλεινός
και τον Αίσωπο θα βγάνη στην Αθήνα

(αν δεν το κάτση καθώς η Ταορμίνα).
Βλέπουμε εδώ ότι η ρεμπέτα έχει τη σημασία της ανέμελης, της ρέμπελης ζωής, και δεν είναι χαρακτηρισμός προσώπου.

Μετά τον Χαμουδόπουλο, η επόμενη καταγραφή της λέξης ρεμπέτα σε λογοτεχνικό βιβλίο είναι στο Ο Κύριος Πρόεδρος – πρωτότυπον κοινωνικο-πολιτικόν μυθιστόρημα του Γεράσιμου Βώκου (1893, στην Ανέμη).
..Ενθυμείται μίαν φοράν εις τα νειάτα του επί Κουμουνδούρου, όταν ήτο ανθυπολοχαγός και τον είχαν τοποθετήσει στη Βόνιτζα, τι θραύσι έκανε! Τους ετσάκισεν όλους πέρα – πέρα. Καλπονοθεύσεις θέλετε κερατάδες, να καλπονοθεύσεις! Αναποδογύρισε της κάλπαις, τους έβγαλεν όλους έξω και κατόπιν η κάλπαις των υποψηφίων της Κυβερνήσεως ευρέθησαν όλαις γεμάταις από άσπρα, και των αλλωνώνε ντίγκα στα μαύρα, να μα το Χριστό! Αυτό μονάχα; Υπήρχαν χίλια δυο άλλα μέσα. Στα χωριά προ πάντων να έχης ανθρώπους δικούς σου, παλληκαράδες, όχι τίποτα όρνια, τίποτα ρεμπεσκέδες, χουχου! τους φέρνεις όλους άνω – κάτω και με χαστουκιαίς από ‘δώ και με κοντακιαίς από ‘κεί, τον βλέπεις τον χωριάτη και πάει κατ’ ευθείαν με σκυφτό κεφάλι και σε ψηφίζει λέγοντας και ευχαριστώ. Αλλ’ είπεν ο Κούδουνας! Χρειάζονται τα κατάλληλα πρόσωπα, ειδεμή βάλ’ του ρήγανι, δε βγαίνει τίποτε.
Ο αρχειοφύλαξ συνεφώνει πληρέστατα. Η εξουσία! η εξουσία! Ήτο το ασφαλέστερον μέσον επιτυχίας. Φοβίζεις τον κόσμον του παίρνεις τον αέρα! Φαντάσου τώρα εδώ στην Αθήνα μια καλή αστυνομία. Μαζεύη της ρεμπέταις του ο Φερεκίδης να κάνη διαδηλώσεις να φωνάζουν οι λούστροι και οι αφερέγγυοι; Έρχεται η αστυνομία, η έφιππος χωροφυλακή, τους διαλύει αμέσως…     

(σελ. 299-300 του βιβλίου)
Εδώ ο Βώκος χρησιμοποιεί τη λέξη ρεμπέτες, ενικ. η ρεμπέτα, ισοδύναμα με άλλες παρεμφερείς λέξεις όπως κουτσαβάκηδες (σελ. 108), τραμπούκοι (σελ. 181, 182, 307) κλπ.

Σημαντικό είναι κι ένα απόσπασμα από την Πόλη, που το εντόπισε πρώτος ο Νέαρχος Γεωργιάδης (που πρόσφατα έφυγε από τη ζωή), γραμμένο το 1895, μια περιγραφή ενός πανηγυριού στη Σηλυβρία: «…-Λύσε τον κουρσέ σου, αποτείνεται κυρία τις προς την απέναντι αυτής καθημένην,
αυτό είναι μάτια μου παναΰρι ρεμπέτα, όλα λυμένα…» Παναΰρι ρεμπέτα, που επεξηγείται «άτακτο, χωρίς κανόνες, καθωσπρεπισμούς και επισημότητα».

Να προσθέσω ότι τη δεύτερη δεκαετία του 20ου αιώνα, στην Πόλη, κάποιος αρθρογράφος, ο Μιχάλης Σώφρων, υπέγραφε με το ψευδώνυμο ο Ρεμπέτας στο σατυρικόν και γελοιογραφικόν ημερολόγιον Καλλικάντζαρος 1918, που εξέδωσε ο Απ. Μελαχρινός, και σε άλλα έντυπα της Πόλης εκείνης της εποχής. Είναι η πρώτη καταγραφή του αρσενικού τύπου «ο ρεμπέτας» στην ονομαστική. Να σημειώσουμε ότι στις παραδόσεις του Νικολάου Πολίτη ένα πρόσωπο μιας ιστορίας ονομάζεται «ο Γιάννης ο Ρεμπέτης». Η ιστορία προέρχεται από το Λίμπερδο Γυθείου («Ο Μαμαλιάς ο βρικόλακας», αριθ. 958 στις παραδόσεις), αλλά δεν μαθαίνουμε τίποτε διαφωτιστικό για το πρόσωπο αυτό.

Δεν έχουν μπει όλοι οι κρίκοι της αλυσίδας στη θέση τους, αλλά κατά τη γνώμη μου δεν υπάρχει αμφιβολία για την γενική προέλευση της λέξης. Όπως όλα δείχνουν, από την οικογένεια αυτή εμφανίστηκε πρώτα η ρεμπέτα, αρχικά με τη σημασία του Χαμουδόπουλου (ο υπόκοσμος) μέσα στη σμυρνέικη αργκό, και μετά ως πανελλήνια πια λέξη στις μεταγενέστερες σημασίες του ανθρώπου που δεν τηρεί κανόνες, που ζει ανέμελα, του φυγόπονου. Η λέξη ρεμπέτικο εμφανίζεται, όπως είπαμε, το 1910 στη δισκογραφία, ενώ η λέξη «ο ρεμπέτης» καταγράφεται ακόμα πιο αργά, αν εξαιρέσουμε τον περίεργο «Γιάννη Ρεμπέτη» στις παραδόσεις του Πολίτη.

Τελειώσαμε; Ναι και όχι. Όχι, επειδή έχουμε αφήσει αρκετές άκρες, που ίσως συγυριστούν στη συζήτηση και στα σχόλιά σας, όμως ναι, διότι  νομίζω ότι πειστικά ανιχνεύτηκε η προέλευση των λέξεων «ρεμπέτης, ρεμπέτικο» από τη «ρεμπέτα» και η προέλευση της λ. «ρεμπέτα» από τα τούρκικα, μάλλον από τη λ. rabιta.

Από την άλλη, δεν είπαμε τίποτα για τη φράση «ρεμπέτ ασκέρ», που δεν υπάρχει στα τούρκικα και πρέπει να είναι ελληνικός τουρκοπρεπής σχηματισμός (κατά τις έρευνες του Spyroszer καταγράφεται πρώτη φορά σε εφημερίδα το 1916), ούτε για τη λ. ρεμπεσκές, που σύμφωνα με μια θεωρία προέρχεται από το ρεμπέτ ασκέρ με συμφυρμό -αλλά, όπως θα προσέξατε στο απόσπασμα του Βώκου, απαντά ήδη το 1893, και όχι μόνο εκεί. Και επειδη η εικασία, που τη δέχεται και το λεξικό Μπαμπινιώτη, προυποθέτει ότι η λέξη ρεμπέτης ή ρεμπέτα είχε γίνει ευρέως γνωστή, στη συνέχεια απ’ αυτήν πλάστηκε η ψευδότουρκη φράση ρεμπέτ ασκέρ και ακολούθως προήλθε απ’ αυτην η λ. ρεμπεσκές, μάλλον πρέπει να την απορρίψουμε.

Αλλά ας το αφήσουμε αυτό για κάποια άλλη φορά, ήδη έχουμε πει πάρα πολλά!

Posted in Ετυμολογικά, Ιστορίες λέξεων, Ρεμπέτικα, Σώματα κειμένων, Σουρής | Με ετικέτα: , , , , , , , , , , | 119 Σχόλια »

Μήπως η επόμενη ανατολή έρθει από τη Δύση;

Posted by sarant στο 16 Αυγούστου, 2011

Το άρθρο αυτό του πατέρα μου, Δημήτρη Σαραντάκου, δημοσιεύεται σήμερα στην εφημερίδα Εμπρός της Μυτιλήνης. (Ένα άρθρο με παρόμοιο τίτλο είχε δημοσιευτεί πέρυσι). Όσο για μένα, η θερινή περίοδος συνεχίζεται για ακόμα λίγο. Θα ήθελα ωστόσο να επισημάνω ένα άρθρο του Δύτη των νιπτήρων για το ίδιο θέμα και μια ανάλυση του καθηγητή Αντώνη Λιάκου, για το αν η ελληνική κατάσταση αποτελεί εξαίρεση.

Τα τελευταία δραματικά γεγονότα, που συγκλόνισαν το Λονδίνο και πολλές βρετανικές πόλεις, μας θύμισαν παρόμοιες σκηνές που είχαμε συνηθίσει να βλέπουμε στην τηλεόραση να γίνονται, όμως, στο Αλγέρι, στο Καράτσι, στο Χαρτούμ και σε άλλα παρακατιανά και «απολίτιστα» μέρη, ποτέ όμως στην κάποτε απαστράπτουσα και υποδειγματική για την τάξη και την ευνομία της, πρωτεύουσα της πάλαι ποτέ Βρετανικής Αυτοκρατορίας, που «κυβερνούσε τα κύματα» σύμφωνα με έναν παλιό αγγλικό ύμνο.

Μολονότι δεν είμαι χαιρέκακος, δε σας κρύβω πως, βλέποντας όλο αυτό το ξέσπασμα της βίας ευχαριστήθηκα, γιατί θυμήθηκα τι μας σούρανε Άγγλοι, Γάλλοι, Γερμανοί και λοιποί πολιτισμένοι Ευρωπαίοι για τις ταραχές που ξέσπασαν τον Δεκέμβρη του 2008 στην Αθήνα, εξαιτίας της δολοφονίας του μαθητή Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου. Και να σκεφτείτε πως σ΄αυτές τις ταραχές δεν υπήρξε ούτε ένας νεκρός και δεν κάηκε ούτε ένα σπίτι.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Δημήτρης Σαραντάκος, Φιλοξενίες | Με ετικέτα: , , , , | 34 Σχόλια »

Ο πεζεβέγκης χωρίς πούγκα

Posted by sarant στο 21 Σεπτεμβρίου, 2010

Το σημερινό μας κείμενο είναι προϊόν συνεργασίας. Ο αγαπητός Δύτης των Νιπτήρων διάβασε σε ένα τουρκικό περιοδικό ένα άρθρο γραμμένο από έναν σημαντικό οθωμανολόγο ιστορικό, τον Εντχέμ Ελντέμ, στο οποίο ανασκευάζεται μια γουστόζικη αλλά αστήρικτη ετυμολογία της λέξης pezevenk (απ’ όπου και ο δικός μας πεζεβέγκης) την οποία ανέπτυξε στην τηλεόραση ένας αμφιλεγόμενος ιστοριοδίφης δημοσιογράφος. Ο Δύτης το μετέφρασε λοιπόν στο πι και φι και σας το παρουσιάζω παρακάτω, κρίνοντας ότι έχει αρκετές ομοιότητες με τις ωραίες αλλά αστήριχτες ετυμολογίες που πλασάρουν από έντυπα και από την τηλεόραση και δικοί μας ιστοριοδίφες.

Πρέπει όμως να βάλω και το δικό μου μερίδιο στη συνεργασία, δηλαδή να διερευνήσω την ιστορία της λέξης πεζεβέγκης στα ελληνικά. Κι εδώ υπάρχει ένα προβληματάκι λεξικογραφικό. Στα τουρκικά, pezevenk είναι ο μαστροπός. Στα ελληνικά, κατά την εντύπωσή μου (πείτε μου όμως και τη δική σας), πεζεβέγκης είναι ο παλιάνθρωπος, ο μασκαράς, ο αχρείος, ο κατεργάρης. Βέβαια, δεν είναι καθόλου δύσκολο η μια σημασία, του μαστροπού, να μεταπέσει στην άλλη, του παλιάνθρωπου, αλλά πρέπει να τονιστεί ότι αυτή η μετάπτωση δεν έγινε στα τουρκικά, όπου η λέξη pezevenk σημαίνει τον μαστροπό στην κυριολεξία.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in τούρκικα, Ετυμολογικά, Ιστορίες λέξεων, κυπριακά | Με ετικέτα: , , , , , | 79 Σχόλια »

Αμέτι μου, χαμέτι μου, από πού βγήκες;

Posted by sarant στο 10 Ιουλίου, 2010

Για να πω την αλήθεια, το άρθρο αυτό δεν είχα σκοπό να το γράψω τώρα –όχι τόσο επειδή είναι καλοκαίρι και σαββατοκύριακο και δεν θα το δει ανθρώπου μάτι, διότι έχω σκοπό να το κρατήσω κανα-δυο μέρες, όσο επειδή αισθάνομαι ότι δεν έχω ακόμα βρει πειστικές αποδείξεις για όσα θα σας πω. Όμως, μια καλή φίλη του ιστολογίου μου έστειλε ηλεμήνυμα λέγοντάς μου πως θα είναι καλό θέμα για ποστ, και επειδή το είχα μισοέτοιμο το θέμα στρώνομαι να το γράψω, αφού το θέλησε η τύχη.

Το ερώτημα της φίλης είναι τι σημαίνει η έκφραση «το έβαλε αμέτι μουχαμέτι» αλλά βέβαια δεν θα περιοριστούμε εκεί, θα προσπαθήσουμε να υποθέσουμε και την προέλευση της έκφρασης, ένα θέμα που βασανίζει τους ετυμολόγους χωρίς να έχει βρεθεί η οριστική λύση.

Καταρχάς, στη σημασία. Η έκφραση «αμέτι μουχαμέτι» σημαίνει «οπωσδήποτε, πεισματικά», «με κάθε τρόπο», π.χ. θέλει αμέτι-μουχαμέτι να χτίσει το Μολ στον Ελαιώνα. Συχνά συνδυάζεται με το ρήμα «βάζω», οπότε σημαίνει ότι κάποιος έχει βάλει έναν αμετάτρεπτο σκοπό: το έβαλε αμέτι μουχαμέτι να κάνει τον γιο του δικηγόρο. Πρόκειται λοιπόν για κάποιον που έχει βάλει έναν σκοπό και τον επιδιώκει με πείσμα, αταλάντευτα. Για να πούμε μια κακία, στα ελληνοαμερικάνικα το αμέτι μουχαμέτι λέγεται «πάση Θεού».

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in τούρκικα, Γιατί (δεν) το λέμε έτσι, Ετυμολογικά, Λεξικογραφικά, Φρασεολογικά | Με ετικέτα: , , , , , , , | 72 Σχόλια »

Πώς έγινε το μάλε-βράσε;

Posted by sarant στο 20 Ιανουαρίου, 2010

 

Η φράση αυτή ταλαιπωρεί εδώ και πολλές δεκαετίες τους ετυμολόγους, μια και δεν έχει βρεθεί πειστική εξήγηση για την προέλευσή της. Η σημασία της, βέβαια, είναι ξεκάθαρη: «έγινε το μάλε-βράσε» θα πει έγινε μεγάλη φασαρία, έγινε χαμός.

Δυο είναι τα βασικά συστατικά του μάλε-βράσε, ο θόρυβος και η αταξία. Όπως έγραφε ο Γιώργος ο Ιωάννου για μια πολυσύχναστη διασταύρωση, «γίνεται από κυκλοφορία το μάλε-βράσε», συνήθως όμως η λέξη περιγράφει καβγά, χτυπήματα, μάχη, όχι αστεία πράγματα. Βέβαια, έχει επίσης χρησιμοποιηθεί η έκφραση και για άλλου είδους «ακατονόμαστες» δραστηριότητες: Αίσχη! Με μια καινούργια, που προσέλαβε ο λεβέντης. <…> Κλείστηκαν μέσ’ στο γραφείο κι έγινε το μάλε-βράσε (Μιας πεντάρας νιάτα). Αλλά δεν μας προβληματίζει το νόημα· στην ετυμολογία σκοντάφτουμε.

Τα σημερινά λεξικά μας δέχονται ότι το φραστικό σύνθετο «μάλε-βράσε» έχει την αρχή του στη φράση «βάλε βράσε», σαν πρόσταγμα, που με ανομοίωση έγινε «μάλε βράσε». Αυτά τα λέει το λεξικό Μπαμπινιώτη, τόσο το ερμηνευτικό (το μεγάλο) όσο και το Ετυμολογικό. Το ΛΚΝ περιπλέκει λίγο περισσότερο τα πράγματα, μια και καταγράφει επίσης τους μονολεκτικούς τύπους μαλιοβράσι και μαλεβράσι, και θεωρεί κύριο τύπο το μαλιοβράσι. Ωστόσο, και το ΛΚΝ την ίδια αρχή δίνει, όπως άλλωστε και το νεοελληνικό του Κριαρά.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Ετυμολογικά, Ιστορίες λέξεων, Φρασεολογικά | Με ετικέτα: , , , , | 58 Σχόλια »