Το διήγημα που θα διαβάσουμε σήμερα το πήρα από τη συλλογή διηγημάτων «Ιβάν Τσέρμσκι και άλλα διηγήματα», που κυκλοφόρησε το 2020 από τις εκδόσεις Εστία. Δεν είναι καινούργια διηγήματα. Ο Τσιτσελίκης (1882-1938) γεννήθηκε στην οθωμανική Κοζάνη, έκανε γερές σπουδές στην Αθήνα, την Κωνσταντινούπολη και τη Γερμανία, άσκησε τη δικηγορία και τη δημοσιογραφία, ενώ εκλέχτηκε και βουλευτής στις εκλογές του 1920 με τον αντιβενιζελικό συνασπισμό.
Στον πρόλογο χαρακτηρίζεται «Ο Καμπούρογλους της Κοζάνης» με την έννοια ότι μελέτησε και ανέδειξε με τα γραφτά του, τόσο τα λογοτεχνικά όσο και τα ιστορικά-λαογραφικά, τη γενέτειρά του και την περιοχή της κατά τον ίδιο τρόπο που ο Δημ. Καμπούρογλου μελέτησε την Αθήνα στο έργο του.
Ο τόμος της Εστίας συγκεντρώνει διηγήματα από τις συλλογές που είχε εκδώσει όσο ζούσε ο Τσιτσελίκης ή που είχε δημοσιεύσει σε περιοδικά της εποχής, σε φιλολογική επιμέλεια του Μάριου-Κυπαρίσση Μώρου, ο οποίος έχει κάνει πολλή δουλειά υποδομής.
Το βιβλίο είναι πολύ ενδιαφέρον διότι φωτίζει μια περιοχή του ελληνικού χώρου που δεν την έχουμε γνωρίσει καλά μέσα από τη λογοτεχνία, αλλά και μια περίοδο άγνωστη, την τρίχρονη περίοδο της γαλλικής κατοχής στη δυτική Μακεδονία (1915-1918).
Στο διήγημα που θα δούμε σήμερα, η Ελενίτσα είναι μια πόρνη που διασκεδάζει με τους Γάλλους αξιωματικούς που κατέχουν την Κοζάνη ενώ οι περισσότεροι Κοζανίτες λιμοκτονούν. Η σκληρότητα των δυνάμεων κατοχής εξηγεί για ποιο λόγο η μεγάλη πλειοψηφία των κατοίκων της περιοχής στράφηκε κατά του Βενιζέλου. Ωστόσο, και ο ίδιος ο Τσιτσελίκης, αν και πολιτεύτηκε με τις εθνικόφρονες φιλοβασιλικές δυνάμεις, μέσα από τα γραφτά του δείχνει πολύ διαφορετικό πρόσωπο.
Στο διήγημα Ιβάν Τσέρμσκι νεκρολογεί με πολλή συμπάθεια έναν Ρώσο στρατιώτη που είχε ταχθεί με τους μπολσεβίκους, ενώ στο «Αχάριστος γιος, κακός γιος» αφενός παρουσιάζει ρεαλιστικές σκηνές από τον πόλεμο στη Μικρασία και αφετέρου δείχνει τη δυσανεξία των ντόπιων απέναντι στους πρόσφυγες. Στο «Ένα ξερίζωμα» αφηγείται την τύχη των Βαλαάδων, ελληνόφωνου πληθυσμού της περιοχής, που ανταλλάχτηκαν επειδή ήταν μουσουλμάνοι παρόλο που ήθελαν να μείνουν στον τόπο τους.
Ο επιμελητής εχει (πολύ σωστά κατά τη γνώμη μου) μονοτονίσει το κείμενο και εκσυγχρονίσει την ορθογραφία, ενώ υπάρχει και γλωσσάρι στο τέλος, που δεν έχει μόνο ιδιωματικές λέξεις αλλά και τοπωνύμια. Σημειώνω με αστερίσκο τις λέξεις και τις εξηγώ στο τέλος.
Ας διαβάσουμε λοιπόν την Ελενίτσα
Η Ελενίτσα
– Στην υγειά των γενναίων Γάλλων! εφώναξε με βραχνή φωνή η Ελενίτσα και ενώ φυσούσε με ηδονή μια πυκνή τολύπη καπνού από το στόμα της, με τα λιγωμένα μεγάλα μαύρα μάτια της καρφωμένα προς την καπνισμένη οροφή του δωματίου, άρπαξε με το δεξί της χέρι το ποτήρι της σαμπάνιας, προσπάθησε να σηκωθεί, και με το αριστερό της χέρι, που κρατούσε το αναμμένο πούρο, στηρίχθηκε στον ώμο του υπολοχαγού Λαπελετιέ. Χωρίς να το θέλει όμως, σε μια απότομη στροφή της κεφαλής του τελευταίου, του έκαψε με το πούρο της σχεδόν το μισό μουστάκι του.
– Προσοχή, λοιπόν, ωραία μου! είπεν ο υπολοχαγός του 63ου Αποικιακού Συντάγματος, διορθώνοντας το καμένο μουστάκι του που ήταν τόσο ωραίο και φουντωτό προ ολίγων στιγμών, και κρατώντας ένα μικρό καθρεφτάκι της τσέπης, τι θα ’λεγε τώρα η γυναικούλα μου αν μ’ έβλεπε έτσι μασκέ με μισό μουστάκι!
– Βοτρ φαμ μοά σε σοάρ, ξεφώνισεν η Ελενίτσα σε μια άσχημη γαλλική γλώσσα και προφορά. Και με το ψηλό τακουνάκι της χτυπούσε το πάτωμα και έκαμνε τη θυμωμένη, γιατί ο υπολοχαγός θυμήθηκε τη γυναίκα του αυτή τη στιγμή.
– Στην υγειά των ωραίων Ελληνίδων που ξεύρουν να διασκεδάζουν! εφώναξε γελώντας ο νεαρός ανθυπίλαρχος Ολιβιέ και συγκρουοντας το ποτήρι του με το ποτήρι της Ελενίτσας, του υπολοχαγού Λαπελετιέ και του τετάρτου συντρόφου της παρέας, υπολοχαγού του πεζικού Γκουρώ.