Tο σημερινό είναι το εικοστό πρώτο απόσπασμα από τα “Εφτά ευτυχισμένα καλοκαίρια”, το ανέκδοτο αυτοβιογραφικό πεζογράφημα του πατέρα μου, του Δημήτρη Σαραντάκου. Δημοσιεύτηκε την Παρασκευή που μας πέρασε στο Εμπρός της Μυτιλήνης, την εφημερίδα με την οποία συνεργαζόταν για πολλά χρόνια ο πατέρας μου. Το προηγούμενο απόσπασμα μπορείτε να το βρείτε εδώ. Βρισκόμαστε στο σημείο που ο Νίκος Σαραντάκος (ο παππούς μου) και ο πατέρας μου έχουν καταφύγει στην Αγία Παρασκευή, την πρωτεύουσα ας πούμε της ελεύθερης Λέσβου, δηλαδή του κομματιού του νησιού που δεν το έλεγχαν πια οι Γερμανοί. Πάντοτε καλοκαίρι του 1944.
Τέλη Αυγούστου, μια βδομάδα μετά την εκτέλεση, είχαμε επιδρομή των Γερμανών στο χωριό. Φτάσανε με τρία φορτηγά αυτοκίνητα, αλλά οι κάτοικοι, ειδοποιημένοι από τους σκοπούς, αδειάσαμε έγκαιρα το χωριό.
Συγκεντρωμένοι στους γύρω ελαιώνες και στα υψώματα, ακούγαμε πυκνές ριπές, αλλά δεν ξέραμε ποιον πυροβολούσαν. Τελικά μετά από δυο ώρες, οι ανιχνευτές εξακρίβωσαν πως οι Γερμανοί έφυγαν και οι καμπάνες των εκκλησιών σήμαναν τη λήξη του συναγερμού. Γυρίσαμε πίσω και τότε μάθαμε πως δύο χωριάτες καθυστέρησαν και τους πέτυχαν οι Γερμανοί. Χωρίς προειδοποίηση άρχισαν να τους πυροβολούν. Σκότωσαν τον ένα, ο άλλος όμως (αυτός που μας αφηγήθηκε τα συμβάντα) πρόφτασε και κατέβηκε στο πηγάδι του χτήματός του και γλύτωσε.
Η κηδεία του μοναδικού σκοτωμένου ήταν πάνδημη και, για τα μέτρα του χωριού, μεγαλοπρεπής. Ο Μάκιστος (ψευδώνυμο του λογοτέχνη – και αξιωματικού τού ΕΛΑΣ – Κώστα Παπαχαραλάμπους) έβγαλε εμπνευσμένο λόγο και η χορωδία μας τραγούδησε το Πένθιμο εμβατήριο, πρωτάκουστο τότε στον κόσμο, που έκανε πολλούς να δακρύσουν. Το βράδυ για να εμψυχωθεί ο κόσμος, έγινε παρέλαση των επονιτών του χωριού που πέρασαν από τους δρόμους του χωριού τραγουδώντας.
Από εκείνη τη μέρα, πάντως, καταργήθηκαν τα όποια προσχήματα ετηρούντο ακόμα. Τώρα τις ειδήσεις δεν τις ανακοίνωναν σε ιδιαίτερες συγκεντρώσεις, αλλά τις διαλαλούσαν από το μπαλκόνι της Λέσχης στους συγκεντρωμένους στην πλατεία, με το χωνί. Αυτό έδινε ακόμα μεγαλύτερο κουράγιο στον κόσμο, γιατί η εξέλιξη του πολέμου ήταν ευνοϊκή και ραγδαία. Οι Σοβιετικοί είχαν εισχωρήσει βαθιά στην Πολωνία και είχαν φτάσει στα σύνορα της Ρουμανίας, ενώ οι Σύμμαχοι στην Ιταλία είχαν πάρει τη Ρώμη και στη Γαλλία πέρασαν το Σηκουάνα. Το Παρίσι απελευθερώθηκε μόνο του, με εξέγερση των κατοίκων του. Μαθαίναμε επίσης για τις μάχες στις γειτονιές της Αθήνας, για τη θυσία των επονιτών στην οδό Μπιζανίου, στην Καλλιθέα, για το «κάστρο του Υμηττού», αλλά και για τις μάχες των ανταρτών στα βουνά. Όλα δείχνανε πως η Λευτεριά ερχόταν.
Μετά από την επιδρομή, η Οργάνωση αποφάσισε να εντείνει ακόμα περισσότερο την επαγρύπνηση και την περιφρούρηση του χωριού. Οι σκοπιές πολλαπλασιάστηκαν και εγκαταστάθηκαν σε δυο ομόκεντρους κύκλους σε όλα τα υψώματα γύρω από το χωριό. Ο υπεύθυνος της ΕΠΟΝ μάς μάζεψε και μας ρώτησε ποιοι θέλανε να ενταχθούν σε μια βοηθητική υπηρεσία τού ΕΛΑΣ. Όλοι σηκώσαμε το χέρι. Φαντάστηκα πως θα μας έδιναν όπλα και θα μας εκπαιδεύανε στο χειρισμό τους, αλλά όταν το είπα, ο υπεύθυνος, ο συναγωνιστής Θουκυδίδης, γέλασε.
«Εδώ δεν έχουμε να δώσουμε όπλα σε μπαρουτοκαπνισμένους πολεμιστές της Αλβανίας, και θα δώσουμε σε νιάνιαρα;»