Συμπληρώθηκαν χτες έντεκα χρόνια από τον θάνατο του πατέρα μου, του Δημήτρη Σαραντάκου. Όλα αυτά τα χρόνια, συνέχισα να τον μνημονεύω στο ιστολόγιο δημοσιεύοντας κάθε δεύτερη Τρίτη αποσπάσματα από τα βιβλία του. Τα εκδομένα έχουν εξαντληθεί και ήδη δημοσιεύουμε αυτή την περίοδο το ανέκδοτο μυθιστόρημά του «Τότε που οι κοπέλες φορούσανε φουστάνια», που πλησιάζει κι αυτό να τελειώσει (μεθαύριο θα έχουμε μια ακόμα συνέχεια)
Όμως έχουν απομείνει ορισμένα αποσπάσματα βιβλίων που δεν τα έχω δημοσιεύσει και τα κρατάω για ειδικές περιστάσεις -σαν τη σημερινή. Το αυτοβιογραφικό βιβλίο του πατέρα μου Εφτά ευτυχισμένα καλοκαίρια, ήταν έτοιμο για έκδοση από τον ίδιο όταν πέθανε ξαφνικά και τελικά κυκλοφόρησε το 2018 από τις εκδόσεις Αρχείο (Προηγουμένως είχε επίσης εκδοθεί μεταθανάτια ένα ακόμα έργο του, οι τρεις νουβέλες Ο βενετσιάνικος καθρέφτης). Από τα Εφτά καλοκαίρια έχουμε παρουσιάσει στο ιστολόγιο πολλά αποσπάσματα, το 2012 και το 2013 κυρίως, αλλά όχι ολόκληρο το έργο. Οπότε σήμερα θα παρουσιάσω αποσπάσματα από το δευτερο καλοκαίρι, του 1939, με αναμνήσεις από τη Σάμο. Από το κεφάλαιο εκείνο έχω ήδη δημοσιεύσει κάποια αποσπάσματα, στην αντίστοιχη επέτειο το 2019, οπότε τώρα δημοσιεύω τα πριν και τα μετά.
Ένα βιογραφικό του πατέρα μου μπορείτε να βρείτε σε παλιότερο άρθρο.
ΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ (1939)
Πέρασαν τρία χρόνια από το πρώτο καλοκαίρι. Από πέρσι, τον πατέρα μου, τον είχαν μεταθέσει σ’ ένα άλλο νησί, κοντινό με το δικό μας, τη Σάμο και αυτή η μετοικεσία με χώρισε από τους συμμαθητές και τους φίλους που ’χα κάνει μέσα σε δύο χρόνια στην πατρίδα μου. Στην αρχή αυτό μου κακοφάνηκε, γρήγορα όμως νέες γνωριμίες σκέπασαν τις παλιές και οι καινούργιες φιλίες που δέθηκαν, με παρηγόρησαν γι’ αυτές που άφησα στο νησί του.
Πολύ σύντομα απορροφήθηκα από τις νέες συνθήκες. Σ’ αυτό βοήθησε πολύ το ότι εκείνο το καλοκαίρι μπήκαν στη ζωή μου το βιβλίο και το διάβασμα. Μετά το κλείσιμο των σχολείων απολάμβανα το παιχνίδι, το κολύμπι και το διάβασμα. Ήταν ένα καλοκαίρι ζεστό και ξερό που σ’ έκανε να μη θέλεις να βγεις από τη θάλασσα.
Για τους μεγάλους όμως, ήταν ένα φοβερό καλοκαίρι. Στην Ελλάδα η δικτατορία έκλεινε τρία χρόνια και στην Ευρώπη από ώρα σε ώρα περίμεναν να ξεσπάσει ο πόλεμος, που όλοι πίστευαν πως αργά ή γρήγορα θάφτανε και στον τόπο μας. Εγώ όμως κι οι συνομήλικοι φίλοι μου, τον πόλεμο τον είχαμε βάλει κι αυτόν μέσα στο παιχνίδι μας.
* * *
…………………………………………………………………
Από το παρατηρητήριο του προκεχωρημένου πολυβολείου της γραμμής Μαζινό ο λοχαγός Ερρίκος Καρδινιάκ παρατηρούσε ανήσυχος τις εχθρικές γραμμές. Γύρω του οι οβίδες πέφταν βροχή και από τα θραύσματά τους είχαν σκοτωθεί οι τρεις στρατιώτες του αποσπάσματος και, το χειρότερο, είχε τραυματιστεί κι ο υποδιοικητής του, ο υπολοχαγός Ντυμπουά. Μονάχα η αδελφή του ελέους, η νοσοκόμα Μάρθα, που εθελοντικά πήρε μέρος στην αποστολή αυτοκτονίας, ήταν γερή και έδενε τις πληγές του τραυματία.
– Τι γίνεται με κείνο το τηλέφωνο; ρώτησε ο λοχαγός, ξέροντας πως δεν θα ’παιρνε απάντηση. Κι ο τηλεφωνητής είχε σκοτωθεί και όπως φαίνεται τα σύρματα είχαν κοπεί από τις εχθρικές οβίδες.
– Πρέπει να ζητήσουμε βοήθεια από τη βάση, αλλά ποιος να πάει, μονολόγησε χαμηλόφωνα.
– Αν το επιτρέπεις λοχαγέ μου να πάω εγώ, πρότεινε θαρρετά η Μάρθα.
– Τι λες, θα τα καταφέρεις; τη ρώτησε ο λοχαγός χωρίς να κρύψει μια ενδόμυχη ανησυχία του. Αισθανόταν για τη θαρραλέα νοσοκόμα κάτι παραπάνω από φιλία.
…………………………………….
“Παιδιά, πού είσαστε, ελάτε για φαΐ”, ακούστηκε από ψηλά η μελωδική κοντράλτα φωνή μιας γυναίκας. Η γραμμή Μαζινό και το πολυβολείο της χάθηκαν κι έμεινα με τον Άγη και τη Μάρθα σ’ ένα κατασκεύασμα από άμμο, οικοδομική ξυλεία, τούβλα και τενεκέδες. Βγήκαμε κι οι τρεις μας στον ανοιχτό χώρο.
“Πω πω, πώς μου γίνατε έτσι: Σαν αλευρωμένες μαρίδες είσαστε. Γρήγορα στο μπάνιο, πριν ακουμπήστε το πιρούνι”.
Η κυρία Μέλπω, η μαμά του Άγη και της Μάρθας μπήκε από το μπαλκόνι στο εσωτερικό του σπιτιού κι εμείς πήγαμε στο μπάνιο για να πλυθούμε.
Ήμασταν αχώριστοι από τότε που γνωριστήκαμε. Ο πατέρας μου και ο κύριος Παύλος, ο πατέρας των παιδιών, ήταν συνάδελφοι στην Τράπεζα. Συνέπεσε να διαβάζουμε και οι τρεις μας το ίδιο παιδικό περιοδικό, ένα θαυμάσιο έντυπο που λεγόταν απλά «το Περιοδικό μας» και που είχε πολύ ενδιαφέροντα μυθιστορήματα, ιστορίες με εικόνες, μια από τις οποίες μάλιστα διαδραματιζόταν στον άγνωστο πλανήτη Διόνυσο, όπου είχε φτάσει ένα διαστημόπλοιο με επιστήμονες από τη Γη.