Τις προάλλες, στο άρθρο για τους άσπονδους φίλους, είχα γράψει ότι «ο υπουργός αντικατέστησε τον μινίστρο, παρ’ όλο που ο αρχαίος υπουργός δεν ήταν εξέχουσα προσωπικότητα αλλά πολύ πιο ταπεινός, υπηρέτης».
Ο φίλος μας ο Πέπε απάντησε ότι η αρχαία σημασία δεν σταμάτησε εντελώς να λέγεται, αφού υπάρχει σε δημοτικά τραγούδια, που ακόμα ακούγονται, όπως ας πούμε σε δωδεκανησιακές παραλλαγές του γιοφυριού της Άρτας, όπου ακούμε «Σαρανταδυό καλοί πουργοί κι εξήντα μαθητάδες».
Δίκιο έχει βέβαια ο φίλος μας, οπότε το σημερινό αρθράκι εξετάζει αυτή την ετυμολογική συγγένεια υπουργού και υπηρέτη, καθώς και μερικά ανάλογα παραδείγματα από άλλες γλώσσες.
Λέξη σχεδόν ξεχασμένη ο πουργός, είναι ο βοηθός του χτίστη, ο πηλοφόρος που κουβαλάει λάσπη ή πέτρες. Ο πουργός προέχεται από τον υπουργό· όχι τον σημερινό, τον μεγάλο και τρανό, που έχει δέκα παρατρεχάμενους να τον υπηρετούν, παρά τον αρχαίο, τον ταπεινό. Στην αρχαιότητα, υπουργός (από υπό + έργον) ήταν ο υπηρέτης, ο βοηθός.
«Πουργώ» ή «πουργεύω» σημαίνει «βοηθώ τον χτίστη, μεταφέροντας τα υλικά και φτιάχνοντας τον ασβέστη». Τη λέξη, που ακουγόταν στην Κρήτη, τα νησιά και στην Κύπρο δεν την έχουν τα καινούργια λεξικά, αν και ο Δημητράκος την καταγράφει.
Στον Πατούχα του Κονδυλάκη, ο Σαϊτονικολής αναθέτει στον ακοινώνητο γιο του να «πουργεύει», να βοηθεί δηλαδή τους κτίστας, παρασκευάζων την λάσπην και τον ασβέστην. Και στο Νούμερο 31328 του Βενέζη ο αφηγητής, αιχμάλωτος, επιδιώκει να πάει για πουργός μήπως και βρει καλύτερη τροφή.
Όταν με την επανάσταση του 1821 σχηματίστηκε η Προσωρινή Διοίκησις της Ελλάδος, δεν είχε υπουργούς αλλά μινίστρους και δεν είχαμε υπουργεία αλλά Μινιστέρια. Για παράδειγμα, ο Κωλέττης ήταν Μινίστρος Εσωτερικών. Όταν έπαψε το ντουφεκίδι, βρήκαν οι λόγιοι καιρό να «καθαρίσουν» τη γλώσσα από τα ξένα δάνεια, κι έτσι ανάστησαν την παλιά λέξη «υπουργός» -και επειδή επρόκειτο για θεσμική λέξη ο καθαρισμός έπιασε.