Εδώ και καιρό γράφουμε λεξιλογικά άρθρα που έχουν αφορμή από την επικαιρότητα, όπως το χτεσινό για το εμπάργκο. Αλλά δεν είναι ευχάριστη η επικαιρότητα. Ούτε τώρα με τον πόλεμο, ούτε παλιότερα με την πανδημία. Καλό είναι να τη συζητάμε, καλό είναι πού και πού να ξεφεύγουμε· κι επειδή εδώ λεξιλογούμε, λεξιλογώντας θα ξεφύγουμε.
Πριν από λίγο καιρό, ο φίλος μας ο Pedis, αν θυμάμαι καλά, είχε ζητήσει ένα άρθρο για τον μάστορα και τον μαέστρο. Ομολογώ πως είχα κάποιον ενδοιασμό, επειδή οι δυο αυτές λέξεις ανήκουν σε μια εξαιρετικά πολυμελή οικογένεια, με πολλά παρακλάδια σε διάφορες γλώσσες, τόσο μεγάλη που είναι δύσκολο να καλυφθεί σε ένα άρθρο. Αλλά τελικά αποφάσισα να πω εγώ μερικά βασικά και να συμπληρώσετε κι εσείς. Σε μεγάλο βαθμό το άρθρο θα στηριχτεί σε ένα καλό σημείωμα που υπάρχει στο ετυμολογικό λεξικό του Μπαμπινιώτη.
Οι μεγάλες οικογένειες έχουν κάποιον ιστορικό ή μυθικό γενάρχη. Για την οικογένεια που μας ενδιαφέρει, του μάστορα και του μαέστρου, ο γενάρχης αυτός είναι η λατινική λέξη magister, που σήμαινε «επιστάτης, διοικητής» αλλά και «διδάσκαλος, καθοδηγητής, σύμβουλος». Το λατινικό magister ήταν αντίστοιχο του ελλην. άρχων, και συνήθως συνοδευόταν από μια άλλη λέξη που προσδιόριζε τον τομέα αρμοδιότητας του αξιωματούχου: Magister equitum ονομαζόταν ο ίππαρχος, magister sacrorum ο αρχιερέας, magister populi ο άρχων του λαού, ο δικτάτωρ (κάποτε θα γράψουμε άρθρο και γι’ αυτή τη λέξη με το λαμπρό ξεκίνημα και τα κακά στερνά).
H λατινική λέξη magister κατά λέξη σημαίνει «μεγαλύτερος από» και προέρχεται από το επίρρ. magis («περισσότερο») και το επίθετο magnus που σημαίνει «μέγας» και που είναι συγγενικό με το ελληνικό «μέγας» αφού ανάγονται στην ίδια ινδοευρωπαϊκή ρίζα.
H λατινική λέξη, λοιπόν, έδωσε πολλούς απογόνους. Ήδη από τον 2ο αιώνα μ.Χ. συναντάμε στην ελληνιστική κοινή εξελληνισμένους τύπους: μαγίστωρ και μάγιστρος (και το θηλυκό, μαγίστρισσα), λέξεις που αποτέλεσαν τίτλους αξιωματούχων στη βυζαντινή αυτοκρατορία και είναι πολύ συχνές από τον 4ο αιώνα, κάποιες φορές σε πολυλεκτικούς όρους κατά το λατινικό πρότυπο π.χ. μάγιστρος των (θείων) οφφικίων. Σε επόμενους αιώνες, βρίσκουμε και τον τίτλο «μέγας μάγιστρος» για δυτικά μοναχικά τάγματα, ιδίως τους Ιωαννίτες ιππότες.
Η λέξη μαγίστωρ πήρε και τη σημασία του δάσκαλου και στο λεξικό του Ησυχίου, τον 6ο αιώνα, βρίσκουμε το λήμμα: μαγίστωρ: επιστάτης, διδάσκαλος.
Στη συνέχεια, εμφανίζονται οι τύποι μαΐστωρ και μαΐστορας, μαΐστορος, τόσο με τη σημασία «δάσκαλος» όσο και με τη σημασία «έμπειρος τεχνίτης, αρχιτεχνίτης». Ας πούμε, στη Διήγησιν περί της Αγίας Σοφίας διαβάζουμε: «Ὑπῆρχον δὲ τεχνῖται μαΐστορες ἑκατόν, ἔχοντες ἕκαστος αὐτῶν ἀνὰ ἑκατὸν ἀνδρῶν…». Εδώ είναι αρχιτεχνίτης, επικεφαλής συνεργείου. Στην Παιδιόφραστο διήγησι, πάλι: «οι μαΐστορες, τσαγκράδες, δοξαράδες…», εδώ είναι απλώς οι τεχνίτες.