Δεν σας ρωτάω αν τα βγάζετε πέρα οικονομικά, αν μπορείτε να ανταποκριθείτε σε όσα ζητούν από σας στη δουλειά, στην οικογένεια και όπου αλλού έχετε υποχρεώσεις. Θα ήταν αδιακρισία μια τέτοια ερώτηση, έτσι δημόσια. Αλλά οι ταχτικοί φίλοι του ιστολογίου θα πρόσεξαν ίσως ότι τα άρθρα μας που διατυπώνουν ερώτηση με το «εσείς…» συχνά διερευνούν ποιον από δύο τύπους προτιμούν να χρησιμοποιούν οι σχολιαστές μας.
Διότι βέβαια, θα έχετε προσέξει ότι το ρήμα «αντεπεξέρχομαι» πολλοί το γράφουν «αντΑπεξέρχομαι», ενώ πολλοί αυτοδιορθώνονται, δηλαδή ενώ τούς φαίνεται φυσικότερος ο τύπος με «ανταπ-«, ωστόσο, για να μην τους πουν αγράμματους, το αλλάζουν σε «αντεπ-«. Όπως είχαμε πει σε ένα παλιόοοο μας άρθρο (εδώ και 12 χρόνια και βάλε), από το οποίο θα πάρω υλικό και σήμερα, το «ανταπεξέρχομαι» είναι πολύ διαδεδομένο «λάθος» και βρίσκεται πολύ ψηλά στη λίστα των «γλωσσικών ατοπημάτων» που αρέσκονται να στηλιτεύουν οι λαθοθήρες, παρέα π.χ. με το από ανέκαθεν ή τον Οκτώμβριο. Για να δούμε μια τέτοια άποψη, παραθέτω επιστολή που είχε στείλει πριν από μερικά χρόνια στην Καθημερινή ο κ. Αναστάσιος Στέφος, της Πανελλήνιας Ένωσης Φιλολόγων:
Σε καθημερινή σχεδόν βάση, στον γραπτό και τον προφορικό λόγο των ραδιοτηλεοπτικών εκπομπών, ακούγεται συχνά η χρήση του ρήματος «ανταπεξέρχομαι» (δεν ανταπεξέρχομαι στις ανάγκες μου) αντί του ορθού «αντεπεξέρχομαι» = ανταποκρίνομαι, αντιμετωπίζω με επιτυχία (λόγ. επιτίθεμαι κατά του εχθρού, Θουκυδ. IV, 131): π.χ. αντεπεξέρχεται ικανοποιητικά στις διαρκώς αυξανόμενες απαιτήσεις / δεν αντεπεξέρχομαι στα έξοδά μου, στις υποχρεώσεις μου κ.λπ.
Πράγματι, το «αντεπεξέρχομαι» είναι ένα από τα λίγα αρχαία σύνθετα ρήματα με τρεις προθέσεις (αντί, επί και εκ + έρχομαι· με τεσσερις δεν φαντάζομαι να υπάρχει κανένα, αν και στα νέα ελληνικά έχουμε τουλάχιστον το «επ-ανα-προσ-δι-ορίζω»). Στα αρχαία πιο συχνό ήταν το δίδυμο αδερφάκι του, το σύνθετο με το ρήμα είμι (που ήταν ο άλλος τύπος του έρχομαι): αντεπέξειμι.
Όπως λέει και ο επιστολογράφος της Καθημερινής, αρχικά το επεξέρχομαι» και το «αντεπεξέρχομαι» ήταν ρήματα του πολέμου: επεξέρχομαι σήμαινε «βγαίνω για να επιτεθώ, κάνω έφοδο» (και μετά επεκτάθηκε η χρήση του στην ορολογία των δικαστηρίων, ως «διώκω δικαστικά, καταγγέλλω κάποιον»), ενώ το αντεπεξέρχομαι «βγαίνω για να αποκρούσω εχθρό που επιτίθεται», «βγαίνω για να αντεπιτεθώ, αντεπιτίθεμαι». Έτσι το βρίσκουμε στον Θουκυδίδη και στον Ξενοφώντα. Για παράδειγμα, στον Θουκυδίδη (7.37): οἱ δὲ πρὸς τοὺς ἀπὸ τοῦ Ὀλυμπιείου καὶ τῶν ἔξω κατὰ τάχος χωροῦντας ἱππέας τε πολλοὺς καὶ ἀκοντιστὰς ἀντεπεξῇσαν, που μεταφράζεται «αντεπιτίθεντο» στη μετάφραση του Πάπυρου (που θέλει κι άλλη μετάφραση για να διαβαστεί) ή «πήγαν να αποκρούσουν» στη μετάφραση της Έλλης Λαμπρίδη.