Το σημερινό άρθρο έχει μερικά κουσούρια: αφενός είναι επανάληψη παλιότερου, αφετέρου είναι μεν επετειακό αλλά καθυστερημένο, αφού η επέτειος για την οποία θα σας μιλήσω ήταν χτες, όχι σήμερα. Σαν χτες λοιπόν, πριν από 108 χρόνια, κυκλοφόρησε το πρώτο φύλλο της εφημερίδας Ριζοσπάστης. Στην επέτειο αυτή είχα αφιερώσει ένα άρθρο το 2010, πριν από έξι χρόνια -οπότε, σκέφτομαι ότι αρκετοί σημερινοί αναγνώστες δεν θα το έχουν διαβάσει ή δεν θα το θυμούνται. Επιπλέον, βρήκα μια φρέσκια αφορμή να γκρινιάξω, και δεν θα την αφήσω να πάει χαμένη, όπως θα δείτε προς το τέλος του άρθρου -το οποίο έχει και κάποιες προσθήκες και διαφορές σε σχέση με το παλιό άρθρο του 2010.
Λοιπόν, στις 9 Φεβρουαρίου 1908, κυκλοφόρησε στην Αθήνα η εφημερίδα «Ριζοσπάστης» από τον Γεώργιο Φιλάρετο. Η σύμπτωση στον τίτλο με τη σημερινή εφημερίδα που είναι όργανο του ΚΚΕ δεν είναι τυχαία. Ο τίτλος είναι ο ίδιος, η εφημερίδα διαφορετική. Για να το πω αλλιώς, ο Ριζοσπάστης του Φιλάρετου είναι πρόγονος του σημερινού Ριζοσπάστη. Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.
Ο Γ. Φιλάρετος (1848-1929), γεννημένος στη Χαλκίδα δικηγόρος, γαλλοθρεμμένος, ήταν από τους πρώτους αντιμοναρχικούς πολιτευτές, γι’ αυτό άλλωστε και αποκλήθηκε «πατέρας της δημοκρατίας». Μεγάλος πια εγκαταστάθηκε στην τότε έρημη Καλλιθέα γι’ αυτό και ένας κεντρικός δρόμος της έχει το όνομά του. Ένα βιβλίο του, Ξενοκρατία, γνώρισε επιτυχία και επανεκδόσεις ακόμα και μετά τη μεταπολίτευση -και το βιβλίο αυτό έχει απασχολήσει το ιστολόγιό μας επειδή σε αυτό περιλαμβάνεται ένα απόφθεγμα που αποδίδεται στον λόρδο Λοντόντερυ, υπουργό εξωτερικών της Μεγάλης Βρετανίας, ότι πρέπει «να καταστεί η Ελλάς όσον το δυνατόν ολιγότερον επικίνδυνος, ο δε λαός της μικρόψυχος ως τα έθνη του Ινδοστάν», μια ρήση που πιθανώς να χρησίμεψε στην χάλκευση της «δήλωσης Κίσινγκερ».
Την περασμένη εβδομάδα με είχε προσκαλέσει ο παλιός φίλος Δημήτρης Φύσσας στην εκπομπή του «Τέχνη και πολιτική», η οποία παρουσιάζεται στο ηλεραδιόφωνο της Άθενς Βόις κάθε Τρίτη απόγευμα. Εκπομπή στο ηλεραδιόφωνο, άρα ηλεκπομπή, αν και τον όρο αυτό τον είχε χρησιμοποιήσει παλιά ο Νίκος Λίγγρης για να αποδώσει το αγγλ. podcast, ενώ δεν ξέρω αν η εκπομπή του Φύσσα, που είναι ζωντανή εκπομπή σε (διαδικτυακόν) ραδιοφωνικό σταθμό χαρακτηρίζεται podcast. Την εκπομπή την είχα αναγγείλει τη μέρα που θα παιζόταν, αλλά τελικά το ωράριο δεν τηρήθηκε ακριβώς, λόγω ενός έκτακτου προβλήματος με τον άλλο καλεσμένο της εκπομπής, οπότε όποιοι θέλησαν να την ακούσουν ζωντανά ίσως δεν μπόρεσαν. Γι’ αυτό, και παρόλο που θα μου πείτε ότι βλογάω συνεχώς τα γένια μου, παρουσιάζω την εκπομπή εδώ.
Μπορείτε να ακούσετε την εκπομπή εδώ:
Μπορείτε επίσης να πάτε στην αντίστοιχη σελίδα της Άθενς Βόις (κατά προτίμηση χωρίς να σχολιάσετε τη φωτογραφία που θα δείτε!) και να κλικάρετε εκεί το βελάκι. Μπορείτε επίσης να κατεβάσετε την εκπομπή από εδώ.
Για όσους αναρωτιούνται τι ειπώθηκε, κάνω μια περίληψη:
Τα Χριστούγεννα είναι περίοδος των δώρων, και για μένα (και δεν είμαι μόνο εγώ) το βιβλίο είναι ένα από τα δώρα που προτιμώ, τόσο να προσφέρω όσο και να δέχομαι. Τα Χριστούγεννα λοιπόν είναι και η γιορτή των βιβλίων. Η κρίση έχει χτυπήσει και το βιβλίο, αφού στους δύσκολους καιρούς οι περικοπές αρχίζουν από τα περιττά, και το βιβλίο καλώς ή κακώς θεωρείται μη απαραίτητο. Κάποιος αθεράπευτα αισιόδοξος ίσως να περίμενε να μην βλάψει τόσο πολύ τις πωλήσεις βιβλίων η κρίση, εφόσον είναι σχετικά φτηνή μορφή ψυχαγωγίας, αλλά δεν ξέρω αν μπαίνει στην ίδια ζυγαριά με όλες τις άλλες. Πάντως, οι φίλοι εκδότες και βιβλιοπώλες με τους οποίους συζητάω, μου λένε για δύσκολη περίοδο, και τις ίδιες εντυπώσεις έχω αποκομίσει κι εγώ.
Θυμάμαι το καλοκαίρι που είχα περάσει πολλές ώρες στον πάγκο ενός φίλου εκδότη σε κάποιο φεστιβάλ βιβλίου: πολλοί περνούσαν και φυλλομετρούσαν, λίγοι ρωτούσαν, ένας αγόρασε. Την ίδια εποχή μού είχαν πει ότι ένα σχετικά γνωστό βιβλιοπωλείο του κέντρου, όχι από τα πολύ μεγάλα, αλλά όχι και μικρό, έκανε σε μιαν ολόκληρη μέρα, μια Τρίτη, τζίρο 14 ευρώ.
Πέρα από την κρίση, το συμβατικό βιβλίο όπως το είχαμε γνωρίσει μέχρι πριν από καμιά δεκαπενταετία, δηλ. το βιβλίο που εκδίδεται από εκδοτικούς οίκους, τυπωμένο σε χαρτί, και πουλιέται από τούβλινα βιβλιοπωλεία, έχει πολλούς ανταγωνιστές. Θα περιμένατε να σας πω εδώ για τα ηλεκτρονικά βιβλία (ηλεβιβλία που μ’ αρέσει εμένα να τα λέω), που απειλούν να εκτοπίσουν (στο εξωτερικό) τα χάρτινα, ή για τα ηλεβιβλιοπωλεία που προσφέρουν τιμές ασυναγώνιστες είτε πρόκειται για ηλεβιβλία είτε για χάρτινα βιβλία (ξενόγλωσσα πάντως), ή ακόμη για τη διάδοση λαθραίων ηλεαντίτυπων, δηλαδή σκαναρισμένων βιβλίων που μπορεί κανείς να κατεβάσει από πηρτουπηράδικα και βαρεσάδικα (λέξεις δικής μου επινόησης, καταλαβαίνετε όμως τι εννοώ).
Με ένα ενδιαφέρον φιλολογικό ζήτημα θα ασχοληθώ σήμερα, αν και φοβάμαι ότι οι περισσότεροι θα το βρείτε εντελώς –ίσως και προκλητικά– ανεπίκαιρο στους χαλεπούς καιρούς που περνάμε –όμως το έχω υποσχεθεί να το συζητήσω, και άλλωστε με απασχολεί κι εμένα.
Το πρόβλημα είναι το εξής: έστω ότι επανεκδίδουμε σήμερα ένα κείμενο που είχε εκδοθεί πριν από αρκετές δεκαετίες. Τι κάνουμε; Διατηρούμε την ορθογραφία της αρχικής δημοσίευσης, τη μετατρέπουμε στη σημερινή ή ακολουθούμε μια μέση οδό; Βέβαια, όσοι από εμάς επανεκδίδουν σε μονοτονικό, έχουν ήδη κάνει μια βασική μετατροπή (που υποχρεώνει σε άλλες, δευτερεύουσες μετατροπές, διότι π.χ. το πολυτονικό νἄχει πρέπει να μετατραπεί, είτε σε να ’χει είτε σε κάτι άλλο)· ωστόσο, είναι λάθος να νομίζουμε ότι αν κάποιος διατηρήσει το πολυτονικό αυτομάτως διατηρεί και την ορθογραφία των αρχικών δημοσιεύσεων.
Πρόσφατα έκανα τη φιλολογική επιμέλεια δύο βιβλίων, το Φονικό μοιραίο βόλι με τα πεζά του Θ. Λασκαρίδη, και τη νουβέλα Κάπου περνούσε μια φωνή του Ν. Λαπαθιώτη. Και στις δυο περιπτώσεις επέλεξα να μη διατηρήσω την ορθογραφία των αρχικών δημοσιεύσεων, αλλά να την εκσυγχρονίσω: όχι μόνο μετέτρεψα σε μονοτονικό, αλλά εφάρμοσα παντού τη σημερινή σχολική ορθογραφία. Στην περίπτωση της νουβέλας του Λαπαθιώτη, οι αλλαγές ήταν ελάχιστες: η υποτακτική που ήταν σε –η έγινε σε –ει (να κάνη -> να κάνει), το κ’ έγινε κι, και (μοναδική λαπαθιωτική ιδιοτροπία) το τέτιος έγινε τέτοιος. Στην περίπτωση του Λασκαρίδη, οι αλλαγές ήταν πολλές· αν διατηρούσα την αρχική ορθογραφία θα έπρεπε όχι μόνο να χρησιμοποιήσω γραφές που ξενίζουν σήμερα (φείδι, είνε, κτλ.) αλλά και να κρατήσω διαφορετικές γραφές για την ίδια λέξη, διότι οι αρχικές δημοσιεύσεις δεν ομονοούσαν πάντοτε μεταξύ τους.
Έχω ξαναγράψει αρκετές φορές για τον Θ. Λασκαρίδη, τον αρχισυντάκτη του Ριζοσπάστη που αυτοκτόνησε το 1921, πιο πρόσφατα λίγες μέρες πριν από το Πάσχα με αφορμή την κυκλοφορία του βιβλίου «Το φονικό μοιραίο βόλι», σε επιμέλεια δική μου, που περιλαμβάνει όσα λογοτεχνικά κείμενα του Λασκαρίδη μπόρεσα να βρω.
Στην κυριακάτικη Αυγή (που λόγω Πρωτομαγιάς κυκλοφόρησε το Σάββατο 30 Απριλίου) παρουσιάστηκε το βιβλίο, καταρχάς με μια δική μου εισαγωγή και μετά με τη δημοσίευση ενός αντιπολεμικού διηγήματος του Λασκαρίδη.
Μια και ο ιστότοπος της Αυγής αυτή την περίοδο αναβαθμίζεται και είναι εκτός λειτουργίας, αναδημοσιεύω εδώ την παρουσίαση του βιβλίου (αν και υπάρχει επίσης στο ιστολόγιο των Ενθεμάτων). Η απλοχωριά που δίνει το Διαδίκτυο μού επιτρέπει να προσθέσω μια δευτερεύουσα αλλά ενδιαφέρουσα φιλολογική πληροφορία: όπως έχουμε πει, ο Λασκαρίδης τα περισσότερα διηγήματά του τα δημοσίευσε στον Ριζοσπάστη με τη γενική επικεφαλίδα «Βουλγάρικη ζωή», τάχα ότι ήταν γραμμένα από τον Π. Σλαβέικοφ και μεταφρασμένα από τον ίδιο. Αργότερα, αποκάλυψε το τέχνασμα και τα τελευταία διηγήματα τα υπέγραψε κανονικά ο ίδιος. Λοιπόν, πριν από λίγες μέρες, ενώ φυλλομετρούσα ένα αλεξανδρινό περιοδικό του 1935, το Πανόραμα, βρήκα να αναδημοσιεύεται ένα από τα πρώτα διηγήματα, και να εμφανίζεται γραμμένο από τον Π. Σλαβέικοφ, χωρίς μνεία του «μεταφραστή» Λασκαρίδη! Το τέχνασμα είχε αυτονομηθεί από τον εμπνευστή του.
Αυτός είναι ο τίτλος ενός βιβλίου που κυκλοφόρησε αυτές τις μέρες από τις εκδόσεις ΔιάπυροΝ, που περιέχει τα αντιπολεμικά και άλλα διηγήματα του Θεόδωρου Λασκαρίδη (1896-1921), με δική μου εισαγωγή και φιλολογική επιμέλεια.
Ο τίτλος είναι παρμένος από ένα διήγημα του Λασκαρίδη, που μπορείτε να το διαβάσετε εδώ και είναι εύρημα του Γιάννη του Ευαγγέλου, του εκδότη. Ο ίδιος ο Λασκαρίδης είχε σκοπό να δώσει τον τίτλο «Μέσ’ απ’ τις φλόγες» στα (αντι)πολεμικά του διηγήματα και «‘Ώς το μεγάλο φως» στο μυθιστόρημά του. Δεδομένου ότι το βιβλίο περιλαμβάνει και τα πολεμικά του διηγήματα αλλά και όλα τα υπόλοιπα πεζά του, όπως και τα δημοσιευμένα αποσπάσματα από το (χαμένο πια) μυθιστόρημα, μας φάνηκε καλύτερο να μπει ένας άλλος τίτλος.
Για τον Λασκαρίδη έχω ξαναγράψει, και για το βιβλίο θα ξαναγράψω πιο αναλυτικά μετά το Πάσχα. Προς το παρόν, ξέρω ότι διατίθεται στη Θεσσαλονίκη, αλλά στην Αθήνα μάλλον από αύριο θα το βρείτε, στο βιβλιοπωλείο Ναυτίλος, Χαρ. Τρικούπη 28. Υπάρχει πάντα και η λύση του ηλεκτρονικού βιβλιοπωλείου.
Τα πρώτα διηγήματα του Λασκαρίδη παρουσιάστηκαν (στον Ριζοσπάστη) ως μεταφράσεις από τα βουλγάρικα, έργο του Π. Σλαβέικοφ, τάχα ότι ο Λασκαρίδης τα είχε απλώς μεταφράσει. Ίσως το έκανε αυτό για το φόβο της λογοκρισίας, ίσως από την ανασφάλεια των συγγραφέων, πάντως αργότερα αποκάλυψε το τέχνασμα (μέσω του Νουμά) και τα τελευταία αντιπολεμικά πεζά στον Ριζοσπάστη τα υπέγραψε με το όνομά του.
Το αστείο είναι ότι ο φανταστικός Σλαβέικοφ από μιαν άποψη έζησε περισσότερο. Ξεφυλλίζοντας τις προάλλες το λαϊκό περιοδικό Πανόραμα της Αλεξάνδρειας, πέτυχα, σε ένα τεύχος του 1935, ένα διήγημα του Λασκαρίδη, από εκείνα που είχαν δημοσιευτεί στις αρχές, δήθεν ως έργο του Σλαβέικοφ, αναδημοσιευμένο χωρίς καμιά μνεία πλέον στον Λασκαρίδη!
Επειδή πήγα γυμνάσιο στον Πειραιά, μακριά από το σπίτι μου, κάθε μέρα έπαιρνα λεωφορείο· δεν θυμάμαι αν η τιμή του εισιτηρίου έμεινε σταθερή και τα έξι χρόνια (αμφιβάλλω), πάντως αυτό που έχει χαραχτεί στη μνήμη μου είναι πως το ολόκληρο εισιτήριο έκανε δυόμιση δραχμές και το «μισό», το μαθητικό που πληρώναμε εμείς, κατά παράβαση των κανόνων της αριθμητικής έκανε μιάμιση –οι δεκάρες, βλέπετε, είχαν αρχίσει να παίρνουν την άγουσα προς το χρονοντούλαπο της ιστορίας.
Είχα έναν γνωστό, ένα χρόνο μεγαλύτερο, τον Τάσο τον Δ…, που έπαιρνε το ίδιο λεωφορείο, περίπου την ίδια ώρα, αν και πήγαινε σε άλλο σχολείο· τον συναντούσα σχεδόν καθημερνά στο λεωφορείο. Αυτός ο Τάσος, πέντε χρόνια που συνταξιδεύαμε, μία φορά δεν τον θυμάμαι να πλήρωσε εισιτήριο (υπόψη ότι τότε τα λεωφορεία είχαν εισπράκτορες και ότι δεν υπήρχαν κάρτες απεριορίστων διαδρομών). Είχε το ταλέντο να ξεφεύγει από το βλέμμα του εισπράκτορα· βέβαια, περίπου μια φορά το χρόνο που έμπαινε ελεγκτής, ο Τάσος αναγκαζόταν να κατέβει στη μέση της διαδρομής, πάντως ποτέ δεν έγινε τσακωτός. Δεν θυμάμαι αν τον έλεγα «τζαμπατζή».
Λίγα χρόνια αργότερα, στις τελευταίες πια τάξεις του (εξαταξίου) γυμνασίου, έγινα κι εγώ τζαμπατζής όταν με την παρέα μου πηγαίναμε για μπάνιο στην πλαζ του Μπάτη, στο Παλιό Φάληρο, που τότε είχε ακόμα είσοδο και μάζευε αρκετό κόσμο. Μπαίναμε από τα βραχάκια· φύλακας υπήρχε αλλά ίσως δεν έδειχνε τόσο ζήλο. Μία φορά μας έκανε τσακωτούς, μια μέρα του Σεπτέμβρη της τελευταίας χρονιάς που είχαμε εκείνη την παρέα. Θαρρώ πληρώσαμε το εισιτήριο και υποσχεθήκαμε να μην το ξανακάνουμε· και επειδή την επόμενη μέρα αρχίζαν τα σχολεία, την υπόσχεσή μας την τηρήσαμε. Εφόρου ζωής μάλιστα, αφού τώρα πια η συγκεκριμένη πλαζ έχει καταργηθεί και μπαίνει κανείς ελεύθερα. Αν θυμάμαι καλά, ο φύλακας δεν μας είχε αποκαλέσει τζαμπατζήδες.
Ήθελα να γράψω νωρίτερα, αλλά μια συνωμοσία των σκοτεινών δυνάμεων με εμπόδισε. Τέλος πάντων, σήμερα τα «Νέα» πρόσφεραν μαζί με την εφημερίδα (και με τις παραφυάδες της) ένα τομίδιο για τα ρεμπέτικα, με κείμενα του Παναγιώτη Κουνάδη, και με τα 2 πρώτα σιντιά μιας σειράς, προφανώς με ρεμπέτικα τραγούδια. Προς το παρόν, βρισκόμαστε στην περίοδο 1850-1922.
Μέσα στα 40 τραγούδια των δυο πρώτων σιντιών, είναι και το «Τικ τακ τικιτάκ» ή μάλλον «Τίκι τίκι τακ», όπως είναι ο ακριβής τίτλος, που ηχογραφήθηκε περί το 1913 στην Πόλη με τον Γιάγκο Ψωματιανό. (Η χρονολογία είναι με ερωτηματικό’ αλλού θα βρείτε πως είναι του 1905). Στο βιβλιαράκι που λέγαμε έχει εξαιρετικά πλούσιες πληροφορίες για όλες τις άλλες εκτελέσεις του τραγουδιού, τις παλιές όμως, όχι τις νεότερες. Εκεί βλέπουμε ότι γνώρισε άλλες πέντε δισκογραφήσεις στη δεκ. του 1910. Ίσως παλιότερη να είναι μια σμυρνέικη, του 1911, αλλά αυτή εδώ, με τον Ψωματιανό, έχει μια ιδιαιτερότητα. Ακούστε την:
Το περιοδικό μικροΦιλολογικά βγαίνει στη Λευκωσία δυο φορές το χρόνο και ασχολείται, όπως και ο τίτλος του υπονοεί, με ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες της ιστορίας της λογοτεχνίας μας, δίνοντας βέβαια έμφαση σε θέματα κυπριακού ενδιαφέροντος. Κάθε τόσο βγάζουν επίσης ειδικά αφιερωματικά τεύχη, τα Μικροφιλολογικά Τετράδια. Ένα τέτοιο πρόσφατο τεύχος ήταν αφιερωμένο στα σατιρικά στιχουργήματα του Λαπαθιώτη, ο οποίος, να θυμίσω, είχε κυπριακή καταγωγή -ο εκ πατρός παππούς του ήταν Κύπριος αν και ο πατέρας του είχε γεννηθεί στην Ελλάδα.
Το τεύχος αυτό είχε εξαντληθεί στα αθηναϊκά βιβλιοπωλεία, οπότε… έβαλα μέσον. Χάρη σε φίλους του ιστολογίου, βρήκα τη διεύθυνση του Λευτέρη Παπαλεοντίου που είναι ο υπεύθυνος έκδοσης, και τον παρακάλεσα να μου το στείλει. Χάρη στην ανταλλαγή των ηλεμηνυμάτων γνωριστήκαμε και έτσι έγραψα κι εγώ δυο «μικροφιλολογικά», λαπαθιωτικού ενδιαφέροντος, που δημοσιεύτηκαν στο τεύχος 27 των μικροΦιλολογικών (άνοιξη 2010). Παρουσιάζω εδώ το ένα από αυτά τα σημειώματα, που βασίζεται ενμέρει σε προηγούμενο άρθρο μου, που είχε δημοσιευτεί παλιότερα στην Αυγή και αναδημοσιευτεί εδώ.
Στην πρόσφατη παρουσίαση σατιρικών στίχων του Ν. Λαπαθιώτη (επιμ. Λ. Παπαλεοντίου, Μικροφιλολογικά τετράδια αρ. 7, Λευκωσία 2009), γίνεται λόγος και για την ανοικτή επιστολή του Λαπαθιώτη προς τον αρχιεπίσκοπο Αθηνών, που δημοσιεύτηκε στον Ριζοσπάστη (6 Αυγ. 1927). Ωστόσο, οι επαφές του Λαπαθιώτη με το αριστερό και το κομμουνιστικό κίνημα, και ειδικότερα με τον Ριζοσπάστη, είχαν ξεκινήσει πολύ νωρίτερα. Θα αναφερθώ σε τρεις από αυτές που δεν είναι και τόσο γνωστές.
Σαν σήμερα πριν από 102 χρόνια, στις 9 Φεβρουαρίου 1908, κυκλοφόρησε στην Αθήνα η εφημερίδα «Ριζοσπάστης» από τον Γ. Φιλάρετο. Η σύμπτωση στον τίτλο με τη σημερινή εφημερίδα που είναι όργανο του ΚΚΕ δεν είναι τυχαία. Ο τίτλος είναι ο ίδιος, η εφημερίδα διαφορετική. Για να το πω αλλιώς, ο Ριζοσπάστης του Φιλάρετου ήταν η προϊστορία του σημερινού Ριζοσπάστη. Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.
Ο Γ. Φιλάρετος (1848-1929), γεννημένος στη Χαλκίδα δικηγόρος, γαλλοθρεμμένος, ήταν από τους πρώτους αντιμοναρχικούς πολιτευτές, γι’ αυτό άλλωστε και αποκλήθηκε «πατέρας της δημοκρατίας». Μεγάλος πια κατοίκησε στην Καλλιθέα γι’ αυτό και ένας κεντρικός δρόμος της έχει το όνομά του. Ένα βιβλίο του, Ξενοκρατία, γνώρισε επιτυχία και επανεκδόσεις και ίσως μας απασχολήσει σε άλλο άρθρο διότι εκεί περιλαμβάνεται η δήλωση που πιθανώς να χρησίμεψε στην χάλκευση της «δήλωσης Κίσινγκερ».
Δρόμος κοντά στη Φλώρινα, από φωτογραφία Αμερικάνων εθελοντών νοσοκόμων
Λέγοντας Μακεδονικό Μέτωπο εννοώ το μέτωπο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου στη Μακεδονία από το 1915 έως το 1918. Αν και η Ελλάδα δεν είχε ακόμα μπει στον πόλεμο, ο πόλεμος είχε μπει στην Ελλάδα: πολλές από τις μάχες έγιναν σε ελληνικό έδαφος και τα μετόπισθεν της Αντάντ ήταν η Θεσσαλονίκη με το περίφημο περιχαρακωμένο της στρατόπεδο.
Θα δώσω σύντομα την ιστορία του μετώπου. Τον Σεπτέμβριο του 1915, ύστερα από σκληρό παζάρι, η Βουλγαρία αποφασίζει να μπει στον πόλεμο με τις Κεντρικές δυνάμεις (Γερμανία, Αυστροουγγαρία, Τουρκία). Αμέσως η πλάστιγγα στα Βαλκάνια γέρνει με τη μεριά των Κεντρικών: η θέση των Σέρβων γίνεται απελπιστική. Η Ελλάδα είχε αμυντική συνθήκη με τη Σερβία, άρα έπρεπε κι αυτή να μπει στον πόλεμο. Ο Βενιζέλος, που είναι οπαδός της εξόδου στον πόλεμο, εξαναγκάζεται σε παραίτηση, αλλά τις τελευταίες ώρες της πρωθυπουργίας του αγγλογαλλικά στρατεύματα αποβιβάζονται στη Θεσσαλονίκη (με άδειά του ή χωρίς, οι γνώμες διίστανται). Η νέα ελληνική κυβέρνηση αρνείται να βοηθήσει τη Σερβία, με το πρόσχημα ή επιχείρημα ότι ο πόλεμος δεν είναι βαλκανικός αλλά πανευρωπαϊκός, όμως κάνει την ανάγκη φιλοτιμία και ανέχεται την αγγλογαλλική παρουσία στη Θεσσαλονίκη.
Ωστόσο, οι δυνάμεις της Αντάντ είναι απαράσκευες και μικρές κι έτσι ελάχιστη βοήθεια στους Σέρβους θα καταφέρουν να προσφέρουν. Έχοντας να πολεμήσουν σε δυο μέτωπα, οι Σέρβοι μοιραία καταρρέουν. Ο κύριος όγκος του στρατού τους επιλέγει να περάσει μέσα από την Αλβανία υπό εφιαλτικές συνθήκες, και όσοι δεν άφησαν τα κόκαλά τους μέσα στο χιόνι από τις αρρώστιες και τις επιθέσεις ατάκτων φτάνουν τελικά στις ακτές της Αδριατικής και με γαλλικά πλοία περνάνε κυρίως στην Κέρκυρα, η οποία για ένα διάστημα μετατρέπεται σε πρωτεύουσα της κατακτημένης Σερβίας, και εκεί μεταφέρεται και η Βουλή (Σκουπτσίνα). Πολλοί Σέρβοι, ήδη άρρωστοι και ταλαιπωρημένοι, πεθαίνουν στο νησάκι Βίδο. Τελικά όμως τα σερβικά στρατεύματα ανασυγκροτούνται, αναλαμβάνουν δυνάμεις και ξαναπερνούν (υποθέτω δια θαλάσσης) στη Θεσσαλονίκη για να συνεχίσουν τον πόλεμο.
Το άρθρο που ακολουθεί δημοσιεύτηκε στη χτεσινή κυριακάτικη Αυγή (18.10.2009) με υπότιτλο «Ο ποιητής Ναπολέων Λαπαθιώτης και το κομμουνιστικό κίνημα: ένα άγνωστο ντοκουμέντο». Το αναδημοσιεύω εδώ χωρίς αλλαγές, μόνο με προσθήκη δύο λινκ.
Ο Λαπαθιώτης σε σκίτσο του Αντώνη Πρωτοπάτση
Τα τελευταία χρόνια έχει αναζωπυρωθεί το ενδιαφέρον για τον «καταραμένο» ποιητή Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, με επανεκδόσεις του ποιητικού του έργου, δεκάδες μελοποιήσεις ποιημάτων του (ο ερευνητής Β. Ψαραδάκης έχει καταμετρήσει 54 μελοποιήσεις!), με αρκετά βιβλία και μία ταινία αφιερωμένα στη ζωή του, στο «έμψυχο ποίημα» του Λαπαθιώτη. Το αξιοπερίεργο είναι ότι αυτό γίνεται ενώ έχουν φύγει από τη ζωή όσοι γνώρισαν προσωπικά τον ποιητή· δηλαδή, φορείς της ανακάλυψης του Λαπαθιώτη είναι κατά κύριο λόγο νεότεροι μελετητές, που γεννήθηκαν μετά την αυτοκτονία του τον Γενάρη του 1944.
Μια παράμετρος που προκαλεί ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι η σχέση του Λαπαθιώτη με το κομμουνιστικό κίνημα. Σύμφωνα με τις περισσότερες βιογραφίες του, ο Λαπαθιώτης, αρχικά ένθερμος βενιζελικός (συμμετείχε, όπως και ο πατέρας του συνταγματάρχης Λεων. Λαπαθιώτης, στο κίνημα της Εθνικής Άμυνας), βαθμιαία προσέγγισε τους κομμουνιστές στα μέσα της δεκαετίας του 1920· πολλοί αναφέρουν ως πρώτη εκδήλωση αυτής της προσέγγισης την ανοιχτή επιστολή που δημοσιεύει ο Λαπαθιώτης στον Ριζοσπάστη τον Αύγουστο του 1927, και με την οποία ζητεί από τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών να τον διαγράψει από το ορθόδοξο ποίμνιο. Στη συνέχεια, το 1929, ο Λαπαθιώτης ήρθε σε οξύτατη σύγκρουση (μέσα από τις στήλες του λαϊκού Μπουκέτου) με τον φίλο του Χ. Παπαντωνίου, με αφορμή μια περιφρονητική φράση του τελευταίου για τον κομμουνισμό και για τα έργα του κομμουνιστή συγγραφέα Κ. Παρορίτη. Το 1932 ο Λαπαθιώτης δημοσιεύει στο αριστερό περιοδικό Νέοι Πρωτοπόροι το πεζό τραγούδι «Τραγούδι για το ξύπνημα του προλεταριάτου«. Τέλος, το 1943, σύμφωνα με πληροφορίες που πρώτος ο Τάσος Βουρνάς κατέθεσε προδικτατορικά στην Αυγή, ο Λαπαθιώτης συνδέθηκε με τους αντάρτες του εφεδρικού ΕΛΑΣ και τους χάρισε τα όπλα του πατέρα του.
Η συμπάθειά του προς τον κομμουνισμό φαίνεται και σε πολλούς στοχασμούς που κατέγραφε κατά καιρούς και που έχουν βρεθεί στα χαρτιά του, όπως: «Η κομμουνιστική κοινωνία είναι το τελευταίο ατού της ταλαιπωρημένης ανθρωπότητας. Αν αποτύχει και σ’ αυτό, δεν της μένει παρά να επιστρέψει στο σκοτάδι και την αποκτήνωση» (γράφτηκε στις 23.11.1932).
Το 1948, ο νεαρός ποιητής Τάσος Παππάς (1921-2001) παρουσίασε την ποιητική συλλογή «Τα τραγούδια του Παθανάρες», ποιήματα ενός Μεξικάνου ποιητή που τα είχε ο ίδιος μεταφράσει από τα ισπανικά. Τα ποιήματα έκαναν αίσθηση στη φιλολογική κοινότητα με τη δύναμη και τον εξωτισμό τους (λιγάκι σαν Καββαδίας με σομπρέρο), και άρεσαν πολύ. Λίγο αργότερα όμως μαθεύτηκε ότι επρόκειτο για φιλολογική «απάτη», ότι Παθανάρες δεν υπήρξε ποτέ και ότι τα ποιήματα τα είχε γράψει ο ίδιος ο Παππάς. Στο «Ποιείν», μάλιστα, η Σοφία Κολοτούρου λέει ότι μόλις μαθεύτηκε το τέχνασμα του Παππά, οι κριτικοί ψυχράνθηκαν και αγνόησαν τον ποιητή, ο οποίος έτσι έμεινε παραγνωρισμένος.
Ο Παππάς δεν ήταν ο πρώτος διδάξας. Πρέπει να υπάρχουν δεκάδες περιπτώσεις που ένας συγγραφέας κρύβεται και παρουσιάζει κάποιον άλλον, ένα ανύπαρκτο πρόσωπο, ως δημιουργό του έργου του. Προσοχή, δεν εννοούμε εδώ την ψευδωνυμία (που, παρεμπιπτόντως, ενώ ήταν πολύ διαδεδομένη παλιότερα, τώρα έχει πια σχεδόν εξαφανιστεί σαν φαινόμενο). Ο Οδυσσέας Αλεπουδέλης επέλεξε να χρησιμοποιήσει το ψευδώνυμο Ελύτης, αλλά δεν αποποιήθηκε ποτέ την πατρότητα των κειμένων του Ελύτη. Υπάρχει διαφορά. Ο Παππάς αποποιείται την πατρότητα του έργου του, τη μεταβιβάζει στον ανύπαρκτο, μακρινό Μεξικάνο ποιητή Παθανάρες, διατηρώντας την πολύ πιο ταπεινή ιδιότητα του μεταφραστή.
Ο τίτλος του άρθρου άλλαξε πολλές φορές. Καταρχάς (ή καταρχήν) είχα σκοπό να ασχοληθώ με «μεζεδάκια», δηλαδή μαργαριτάρια γλωσσικά ή μεταφραστικά από τις εφημερίδες. Όμως είχα και μια απορία, που ελπίζω να τη λύσει η συλλογική σοφία των επισκεπτών του ιστολογίου. Κι επειδή αν έβαζα την απορία στο τέλος θα την έτρωγε το σκοτάδι, αποφάσια να τη βάλω στην αρχή και μετά να γράψω τα μεζεδάκια. Όμως, το πρώτο μεζεδάκι έπιασε αρκετό χώρο, οπότε αποφάσισα να το σταματήσω εκεί, διότι δεν προλαβαίνω να γράψω τα υπόλοιπα. Αλλά για να μην διαμαρτυρηθείτε για τη συντομία, πρόσθεσα κι ένα υστερόγραφο.
Η απορία είναι, από ποιο ποίημα του Παλαμά προέρχεται το τετράστιχο
Πέρασε μια πλατιά πνοή
πνοή χαλάστρα
κι έσβησε όλα τα τραγούδια
κι όλα τ΄ άστρα
Αν γκουγκλίσετε, θα βρείτε μόνο ότι οι λέξεις «πνοή χαλάστρα» υπάρχουν σε τραγούδι χιπχόπ των Άκτιβ Μέμπερ, ενώ θα βρείτε και το τετράστιχο, που είναι προμετωπίδα σε διήγημα του Θ. Λασκαρίδη, δημοσιευμένο σε περιοδικό του 1921. Για τον Λασκαρίδη θα τα ξαναπούμε, αν και διστάζω να σας συστήσω να διαβάσετε το διήγημα που έχω ανεβάσει, όχι μόνο επειδή τα αντιπολεμικά του είναι πολύ ανώτερα, αλλά και επειδή η δημοσίευση στο περιοδικό έχει φριχτά τυπογραφικά λάθη που αλλάζουν το νόημα και που πολύ κακώς δεν έχω διορθώσει στο δημοσιευμένο κείμενο.
Λοιπόν, όποιος μπορεί να βρει για ποιο ποίημα του Παλαμά πρόκειται, θα αξίζει πολλά συγχαρητήρια. Τέλος της (εισαγωγικής!) παρένθεσης, πάμε στο μεζεδάκι που μετατράπηκε σε κυρίως και μοναδικό πιάτο.
Το μαργαριτάρι αυτό θα μπορούσα (αν ανήκα στην ΕΛΕΤΟ) να το ονομάσω διορθωσιγενές, οπότε θα θαυμάζατε την απαράμιλλη πλαστικότητα της ελληνικής γλώσσας. Πρόκειται για λάθος που γεννήθηκε (υποθέτω) κατά τη διόρθωση του κειμένου, σαν κάτι αρρώστους που παθαίνουν ιατρογενείς λοιμώξεις. Διαβάζω στην Ελευθεροτυπία της 18 Αυγούστου μεταφρασμένο άρθρο για τα πυρηνικά στη Β. Κορέα (http://www.enet.gr/?i=issue.el.home&date=18/08/2009&id=73746, για κάποιο λόγο δεν μπορώ να βάλω λινκ κανονικά), όπου γίνεται λόγος για «διαπραγματεύσεις Εξι Ημερών».
Όμως, Έξι Ημερών ήταν ο πόλεμος στη Μέση Ανατολη. Διαπραγματεύσεις Έξι Ημερών δεν υπάρχουν, ούτε στην Κορέα ούτε αλλού. Στην Κορέα γίνονται Εξαμερείς Συνομιλίες, αγγλιστί Six-Party talks (συμμετέχουν οι δυο Κορέες, ΗΠΑ, Ρωσία, Κίνα, Ιαπωνία).
Τι συνέβη; Προφανώς ο συντάκτης μετέφρασε άκομψα «διαπραγματεύσεις έξι μερών». Μετά, αυτό το «έξι μερών» το είδε ο διορθωτής, που νόμισε ότι το «μερών» αναφέρεται στις μέρες και όχι στα μέρη, φρικίασε φρίκη μεγάλη και ευπρέπισε το μαλλιαρό «μερών» σε «ημερών». Μόνο που η μέρα ήταν μέρος, κι έτσι προέκυψε το μαργαριτάρι, διορθωσιγενές.
Και πριν κλείσω, υστερογραφικώς, μια φράση που διάβασα την τελευταία μέρα του Αυγούστου και μου έκανε εντύπωση:
Δεν φταίει η Αριστερά για τον σκολιό δρόμο της ανθρωπότητας, φταίει εντούτοις για τον εναγκαλισμό της με τα μαγνάδια της εξουσίας και την ενασμένισή της απέναντι στα φιλελεύθερα φληναφήματα.
Δεδομένου ότι μαγνάδι είναι το πέπλο, η μπόλια, το κάλυμμα της κεφαλής, το λεπτό και αραχνοΰφαντο πανί (λένε τα λεξικά), και δεδομένου ότι «ενασμένιση» δεν θα βρείτε στα λεξικά που να χτυπιέστε κάτω, τι θέλει να πει ο ποιητής;
Δεν φταίει η Αριστερά για τον σκολιό δρόμο της ανθρωπότητας, φταίει εντούτοις για τον εναγκαλισμό της με τα μαγνάδια της εξουσίας και την ενασμένισή της απέναντι στα φιλελεύθερα φληναφήματα.