Σήμερα ο Νικοκύρης του ιστολογίου γιορτάζει και δέχεται βεβαίως επισκέψεις στο διαδικτυακό κονάκι του, και αφού είναι η ατμόσφαιρα εορταστική και ευφρόσυνη είχα αρχικά σκεφτεί να δημοσιεύσω ένα άρθρο για δώρα, εννοώ για βιβλία-δώρα, διότι ο καθένας στο είδος του. Όμως τελικά προτίμησα το άρθρο το σχετικό με τα δώρα να το αναβάλω για την επόμενη εβδομάδα, ενμέρει και για τεχνικούς λόγους, και σήμερα, αφού γιορτάζω που γιορτάζω, να ευλογήσω λίγο (λίγο ακόμα;) τα γένια μου και να αφιερώσω το άρθρο σε ένα φετινό βιβλίο μου, τις Οπωροφόρες λέξεις και στην αναπληροφόρηση σχετικά μ΄ αυτό.
Για να αρχίσουμε από την αρχή, δηλαδή από τον τίτλο του σημερινού άρθρου, με τον όρο “αναπληροφόρηση” εννοώ αυτό που λέμε ελληνικά feedback, αλλά με τη μεταφορική του σημασία, όχι την κυριολεκτική (οπότε λέγεται ανατροφοδότηση) ή την οιονεί κυριολεκτική (οπότε λέγεται ανάδραση) στις θετικές επιστήμες. Εδώ μιλάμε για το φίντμπακ με τη σημασία “γνώμες, παρατηρήσεις, σχόλια”, αλλά επειδή οι λέξεις αυτές είναι πολύ γενικές νομίζω ότι δεν ταιριάζουν και προσωπικά προτιμώ την αναπληροφόρηση, έστω κι αν η λέξη δεν νομίζω να έχει λεξικογραφηθεί. (Το θέμα έχει φυσικά συζητηθεί στη Λεξιλογία).
Θα παρουσιάσω λοιπόν την αναπληροφόρηση που έχω πάρει από έναν εκλεκτό φίλο του ιστολογίου, ο οποίος έκανε τον κόπο να διαβάσει το βιβλίο με χαρτί και μολύβι και να μου γράψει όσα συνειρμικά του έρχονταν στο νου καθώς διάβαζε τα επιμέρους κεφάλαια. Αφενός με τιμά που αφιέρωσε τόση προσοχή στο βιβλίο μου, αφετέρου βρίσκω ότι έχουν αξία τα σχόλιά του και γι’ αυτό τα παραθέτω πιο κάτω. Ο ίδιος φίλος είχε ήδη σχολιάσει με παρόμοιο τρόπο ένα προηγούμενο βιβλίο μου, τις Λέξεις που χάνονται, και τα σχόλιά του τα είχα δημοσιεύσει εδώ.
Πριν όμως παρουσιάσω τα σχόλια του φίλου για τις Οπωροφόρες λέξεις, να διορθώσω μιαν αδικία που έκανα. Εννοώ την εκδήλωση παρουσίασης των Οπωροφόρων λέξεων στον Ιανό, που έγινε στις 30 Οκτωβρίου φέτος. Έφτιαξα λοιπόν μια σελίδα αφιερωμένη στην εκδήλωση εκείνη, αλλά επειδή τις αμέσως επόμενες μέρες είχα απίστευτα πολλά πράγματα να κάνω δεν βρήκα καιρό να συμπληρώσω τη σελίδα, παρόλο που το υλικό το είχα. Τελικά χτες αξιώθηκα να προσθέσω το υλικό στη σελίδα της εκδήλωσης, όπου μπορείτε να διαβάσετε την ομιλία του συγγραφέα Σωτήρη Δημητρίου, την ομιλία του Δημοσθένη Κερασίδη, που ήταν και ο επιμελητής του βιβλίου, και όσα είπα εγώ. Επίσης έχω ανεβάσει φωτογραφίες από την εκδήλωση, που τράβηξαν φίλοι -προς το παρόν τις ανέβασα στην Picasa, δεν ξέρω αν υπάρχει πιο βολική υπηρεσία.
Προχωράω τώρα σε αποσπάσματα από το γράμμα του φίλου Άρη, με αναπληροφόρηση στις Οπωροφόρες λέξεις -σε μια-δυο περιπτώσεις έχω βάλει και δικό μου σχόλιο μέσα σε αγκύλες.
Κατ’ αρχήν, μολονότι έχουν περάσει 55 ολόκληρα χρόνια από τότε, θυμάμαι σαν τώρα την ραδιοφωνική εκπομπή στο πάλαί ποτε Ενόπλων (για ποιον λόγο οι ένοπλες δυνάμεις στην χώρα μας είχαν δικό τους ραδιοφωνικό σταθμό ποτέ μου δεν κατάλαβα), προφανώς φθινοπωρινή, στην οποία η χαρακτηριστική φωνή του Στέφανου Ληναίου, νεαρού ηθοποιού τότε, σε ραδιοφωνικό χρονογράφημα της εποχής μάς πληροφορούσε ότι «το φθινόπωρο φθίνουν αι οπώραι και γι’ αυτό ονομάσθηκε έτσι». Το θυμήθηκα διαβάζοντας την σχετική παρατήρησή σου, στην σελίδα 9.
Ας πάρουμε τώρα τα φρούτα με την σειρά εμφανίσεως στο βιβλίο¨.
Μήλο. (α) Ακόμη και σάπιο είναι χρήσιμο: ονοματίζει ένα χρώμα το «σάπιο μήλο». (β) Ο δαιμόνιος Ευγένιος Τριβιζάς, στην «Φρουτοπία» του λογοπαίζει ονομάζοντας έναν ήρωα «Ο Αιμίλιος το μήλο». (γ) Ο Ναζίμ Χικμέτ κλείνει το πασίγνωστο ποίημα «»Αν η μισή μου καρδιά» μεταφρασμένο από τον Γιάννη Ρίτσο και μελοποιημένο από τον Θάνο Μικρούτσικο με τις λέξεις «…ένα κόκκινο μήλο, την καρδιά μου».
http://www.youtube.com/watch?v=D4Wz0pc1ZVQ
(δ) Το μήλο αναφέρει και ο Ηλίας Πετρόπουλος στο ομώνυμο ποίημά του, που μελοποίησε ο Νότης Μαυρουδής.
http://www.youtube.com/watch?v=AajOh2qamiA
Κυδώνι: Πριν από μισό αιώνα, για να καταδείξει κάποιος πόσο δύσκολο ήταν ένα εγχείρημα χρησιμοποιούσε την φράση «για να το κάνεις αυτό πρέπει να έχεις (μετά συγχωρήσεως) κώλο από κυδώνι». Δεν ξέρει γιατί.
Σύκο. (α) Όταν ήμουν παιδί, σαν «αντινανουρίσμα» για να με ξυπνήσουν ευχάριστα, η μεν γιαγιά μου έλεγε μια φράση που συνηθιζόταν στην πατρίδα της, την Μενεμένη «καλκ, αγάμ, σαμπάχ ολντού, μπακλαβά τσαμούρ ολντού» (σήκω αγά μου, ξημέρωσε, ο μπακλαβάς θα λασπώσει» ενώ η Κουλουριώτισσα μητέρα μου μού τραγουδούσε χαρούμενα «σήκω, σήκω, σήκω σήκω, να σου δώσω ένα σύκο».
(β) Ο Διονύσης Σαββόπουλος στους αριστοφανικούς Αχαρνής υποδηλώνει την ανδρική ανατομική λεπτομέρεια στον στίχο »με δυο μεγάλα σύκα».
Κεράσι: (α) Με ξύλο της κερασιάς έφτιαχναν εκτός από μπαστούνια και έπιπλα (β) Στην δεκαετία του ’50, συνηθισμένο στολίδι στα κοριτσίστικα και γυναικεία ψάθινα καπέλα που φορούσαν το καλοκαίρι ήταν ένα ζευγάρι κατακόκκινα κεράσια με πράσινο φυλλαράκι, ψεύτικα βεβαίως. (γ) Στην Παναγία του Σουμελά, στο Βέρμιο, στο περίβολο του ναού, στην αριστερή πλευρά υπάρχουν δύο μεγάλες πετροκερασιές. Κόβεις και τρως. (δ) ο μεγάλος μπελάς να φτιάξεις γλυκό βύσσινο είναι να αφαιρέσεις το κουκούτσι χωρίς να στραπατσάρεις την σάρκα. Παλιά η δουλειά γινόταν με μια φουρκέτα για τα μαλλιά, σήμερα με την ειδική πένσα που πουλάνε στα μαγαζιά.
Φραγκοσυκιά: (α) Το πρόθεμα φραγκο– μου θύμισε τους φραγκοράφτες, που πρόλαβα στην δεκαετία του ’50 με το μεγάλο φραγκοραφτάδικο ψαλίδι τους για να κόβουν το ύφασμα πάνω στον πάγκο. (β) Αν κόψεις ένα φύλο-«ρακέτα» και χώσεις το μισό στο χώμα, θα φυτρώσει ένα νέο φυτό. (γ) Διόλου τυχαία βρίσκουμε φραγκοσυκιές δίπλα σε φράχτες που ενισχύουν το «οχυρωματικό» έργο τους.
Φράουλα: Εκτός από το λεμόνι, η κλασική γεύση γρανίτας. Προσοχή: Κάποιοι πουλάνε γιαλαντζί γρανίτα φράουλα μέσα σε ένα γυάλινο διαφανές σκεύος με αναδευτήρα. Πρόκειται για παγωμένο ζαχαρόνερο βαμμένο ροζ, καμιά σχέση με φράουλα. Την γνήσια στο Αιάκειο.
Κούμαρα: Μέχρι και την δεκαετία του ’50, το φθινόπωρο εμφανίζονταν στις γειτονιές πλανόδιοι πωλητές με ένα πανέρι γεμάτο κούμαρα. Τα πουλούσαν σε χωνάκια που έφτιαχναν στη στιγμή από κομμάτια εφημερίδας. Πελάτες ήταν η πιτσιρικαρία, ανάμεσά τους κι εγώ.
Βερίκοκο: (α) Δύο είναι οι δημοφιλέστερες ποικιλίες, Διαμαντοπούλου (μικροί και ευώδεις καρποί) και Μπεμπέκου (μεγάλοι και τραγανοί). (β) Είχα γείτονα με το επίθετο Καίσης ενώ Βερίκοκος είναι γνωστός έμπορος πλακών οικοδομής, στην Εθνική οδό. (γ) Στην φτώχεια της δεκαετίας του ’50 τα περισσότερα παιχνίδια ήσαν αυτοσχέδια φτιαγμένα με την πλούσια φαντασία μας. Τρίβαμε το πλάι του κουκουτσιού σε μια πέτρα, υγραίνοντας την κάθε τόσο με λίγο σάλιο, ώσπου να γίνει τρύπα σε μέγεθος ρυζιού. Αφαιρούσαμε με μια πρόκα την ψίχα του κι έτσι φτιάχναμε σφυρικτράκι. (δ) Μεγαλύτερος στην ηλικία ξάδελφος μού διηγείτο ότι στη κατοχή η γιαγιά μας καθώς τον κουβαλούσε νήπιο στην πλάτη, έσκυψε και μάζεψε από το δρόμο ένα κουκούτσι από βερίκοκο. ‘Οταν έφτασαν σπίτι, το τσάκισε με μια πέτρα και του το έδωσε να το φάει.
Κορόμηλα: Στην ορεινή Κορινθία, μια γλυκιά και μυρωδάτη παραλλαγή σε κίτρινο χρώμα, τα ονομάζουν βαρδάκια. Στην Κορινθία συναντάται και το επίθετο Βαρδάκας. [Νομίζω όμως ότι το επώνυμο Βαρδάκας είναι από το μπαρδάκι, που σημαίνει λαγήνι, σταμνί. Τα κορόμηλα, πάλι, έχω ακούσει να τα λένε βαρδάσια].
Ροδάκινα: (α) Τα λεμονάτα τα βρίσκεις συχνά στην αγορά. (β) Γίνονται υπέροχη κομπόστα, το κλασικό πεσκέσι σε ασθενή στο νοσοκομείο.
Πεπόνι: (α) Από την χλεμπόνα και ο χλεμπονιάρης, ο κιτρινιάρης. (β) παροιμιακά, υπάρχει και το «αυτός κρατάει και το μαχαίρι και το πεπόνι», παναπεί έχει όλα τα ατού και κάνει κουμάντο. (γ) Στην δεκαετία του ’50 οι μανάβηδες φώναζαν «καρπούζια με την μάχαιρα, πεπόνια με την βούλα». Στην πρώτη περίπτωση, έσχιζαν με το μαχαίρι το καρπούζι μέχρι την μέση και το ζουλούσαν έτσι ώστε να δεις πως μέσα είναι κόκκινο, χωρίς να δοκιμάσεις. Στην δεύτερη, με τρεις μικρές μαχαιριές αφαιρούσαν ένα τμήμα του πεπονιού και σου το έδιναν να το δοκιμάσεις για να πειστείς πως είναι γλυκό. Τεχνικές μάρκετινγκ μιας εποχής…(δ) Όταν ξεραθούν οι σπόροι το πεπονιού γίνονταν πασατέμπος (ε) Το melon είναι και ο τύπος καπέλου που φορούσαν οι Χοντρός-Λιγνός. (στ) το άνοστο πεπόνι λέγεται περιφρονητικά κολοκύθι, εξ ού και η απάντηση ερωτώμενου αν του αρέσει το πεπόνι που τρώει «για τηγάνισμα καλό είναι».
Καρπούζι: Η φλούδα του γίνεται και γλυκό του κουταλιού.
Λεμόνι: (α) Γυναικείο όνομα, Λεμονιά. (β) Το παραδοσιακό Ποντιακό τραγούδι «Η Λεμόνα»
http://www.youtube.com/watch?v=KrtO32QB_SY
και οι στίχοι του.
Πορτοκάλι: (α) Παραδοσιακό γλυκό του κουταλιού γίνεται είτε η φλούδα του είτε η φλούδα με σάρκα μαζί. Τριμμένη η φλούδα αρωματίζει πολλά γλυκά. (β) Τα προδικτατορικά νεράντζια-πολεμοφόδια έφεραν και μισοβυθισμένα στη σάρκα ξυραφάκια για μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα. (γ) Ποικιλίες πορτοκαλιών που δεν ξέρω αν υπάρχουν ακόμη είναι τα ντόλτσα (ή ντόρτσα) με γλυκιά γεύση και τα σαγκουίνια, αμφότερα με λατινογενή ονομασία. Θυμάμαι χαρακτηριστική σκηνή σε μηχανουργείο του Πειραιά, το 1955, ο παραγιός έλεγε στον εργοδηγό τρώγοντας ένα πορτοκάλι: «τα Κρητικά τα πορτοκάλια, μάστορη, είναι του αιμάτου» εντυπωσιασμένος από το κόκκινο χρώμα του.
Μανταρίνι: Όταν έγραφα εξετάσεις στο πανεπιστήμιο, εκτός από το στυλό μου είχα πάντα μαζί μου ένα πακετάκι καραμέλες Μαντρινό Παυλίδου (δεν ξέρω αν υπάρχουν ακόμη) που μασουλούσα ακατάπαυστα. Πολλά χρόνια αργότερα διάβασα κάπου ότι η κατανάλωση ζάχαρης σε ώρα πνευματικής εργασίας βοηθάει τον εγκέφαλο να δουλέψει καλλίτερα.
Σταφύλι: (α) Έχουμε τον μυθικό Στάφυλο όπως και την παραλία Στάφυλος στην Σκόπελο, αλλά και τους ιατρικούς όρους σταφυλή (στο λαιμό μας) και τον σταφυλόκοκκο. (β) περιέργως, τρυγώ τα ώριμα σταφύλια της κληματαριάς μου στους Αγίους της Αίγινας λίγο πριν τον δεκαπενταύγουστο (με το νέο ημερολόγιο φυσικά).
Σταφίδα: (α) Παλαιότερα υπήρχε και ο Αυτόνομος Σταφιδικός Οργανισμός (ΑΣΟ) (οι περισσότεροι την μάθαμε από τα σταυρόλεξα), που μεριμνούσε για το προϊόν. (β) Σήμερα, στις πλαγιές της ορεινής Κορινθίας, βλέπεις τον Σεπτέμβρη τα διπλωμένα μεγάλα νάιλον έτοιμα να σκεπάσουν την σταφίδα που ξεραίνεται στον ήλιο, αν πιάσει βροχή. (γ) Η θρεψίνη, (πολτός σταφίδας) ήταν διάσημη στην δεκαετία του ’50 λόγω της θρεπτικότητάς της, πολύτιμης εκείνα τα χρόνια, και περίφημη παιδική λιχουδιά, που την αλείφαμε στο ψωμί. Μετά, εκτοπίστηκε από τα ποικιλώνυμα βιομηχανικά προϊόντα. Πριν από χρόνια βρήκα κάπου και αγόρασα ένα κουτί θρεψίνη για να δοκιμάσει ο μικρός τότε γιος μου. Ούτε που της έδωσε καμιά σημασία. Τελικά, την έφαγα όλη μόνος μου…
Μπανάνα: (α) Σήμερα πουλιέται με το κιλό αλλά στην δεκαετία του ’50, ήταν σπάνιο είδος και πουλιόταν με το κομμάτι, όπως τα μήλα στο Λονδίνο. (β) Επί δικτατορίας, πουλιόταν παράνομα από φορτηγάκια στα πάρκινγκ της εθνικής οδού. (γ) Αστεία γίνονται και με τα προϊόντα-μαϊμού. «Το ταΐζεις μπανάνες;» πειράζει κάποιος τον φίλο του που μοστράρει το νεοαποκτηθέν γιαλαντζί Ρόλεξ.
Μούρα: (α) «Ο Μοριάς… πήρε το όνομά του από την Μορέα» και το καλαματιανό μαντήλι έγινε διάσημο εξ αιτίας της σηροτροφίας που αναπτύχθηκε στην περιοχή. (β) Η μουριά είναι φημισμένη για την παχιά σκιά της. Οι μισές ταβέρνες στην Ελλάδα έχουν το προσωνύμιο «Η μουριά» ή «Οι μουριές» εξ αιτίας των δένδρων αυτών που φύτευαν τότε στην αυλή για να σκιάζουν τα «τραπεζάκια έξω» τους θερινούς μήνες.
Καρύδια: Για πολλά χρόνια τα καρύδια ήσαν και προσφιλές παιδικό παιχνίδι, που παιζόταν όπως οι γκαζές.
Κάστανα: (α) Κλασική η αναφορά του κάστανου στον ανδρικό προστάτη που έχει την μορφή του. (β) Για το ψήσιμο των κάστανων στο τζάκι υπάρχει τώρα και η ειδική σχάρα , η καστανιέρα (πώς αλλιώς να την πω;) (γ) Προφανώς οι καστανιέτες έχουν άλλη ετυμολογία.
[Και όμως όχι, οι καστανιέτες προέρχονται από το ισπανικό castaneta (με περισπωμένη, tilde, στο n), που ανάγεται στο κάστανο, ίσως επειδή αυτά τα χειροκρόταλα μοιάζουν με κάστανα]
(δ) Υπάρχει και η καστάνια (μηχανολογικός όρος):
(ε) και η καστανιά, το σκεύος μεταφοράς φαγητού, που αντικατέστησε το τάπερ. Η παλιά ήταν από αλουμίνιο και το καπάκι της έφερε λάστιχο, για στεγανοποίηση, και κλείδωνε με τρία «μανταλάκια». Η εργατιά κάθε πρωί με αυτό μετέφερε το φαγητό στο τόπο εργασίας.
Φουντούκι: (α) «Λεφτοκάρε» ποντιακά (β) Και η Μερέντα Παυλίδη έχει ως πρώτη ύλη το φουντούκι.
Αμύγδαλο: Από την Βενετική mandola ίσως και το μαντολίνο που έχει σχήμα αμυγδάλου (ο Μπαμπινιώτης διαφωνεί).
Αιγινίτικο φιστίκι: (α) Στα περίφημα νεανικά πάρτι της δεκαετίας του ’50 και του ’60 το χύμα βερμούτ συνοδευόταν από φιστίκια, όχι όμως τα ακριβά Αιγινίτικα αλλά τα φτηνά αράπικα. Τα αιγινίτικα πωλούνταν στα περίπτερα σε μασούρια από σελοφάν (απλησίαστα αλλά νοστιμότατα τα άτιμα…). (β) Καθότι λάτρης των γλυκών αλλά τεμπέλης στην ζαχαροπλαστική, έμαθα μια απλούστατη, πολίτικη συνταγή για μπακλαβά με αιγινίτικο φιστίκι, που ανάρτησα στο ιστολόγιό μου:
Φοίνικες: Παλαιότερα, στις εθνικές εορτές, οι είσοδοι των σχολείων, δημοτικών και γυμνασίων, στολίζονταν εκατέρωθεν με δυο φύλλα φοίνικα, που στερεώνονταν όρθια.
Τζίτζιφα: Δυστυχώς απουσιάζουν από ως άνω λεκτικό οπωρώνα. Και πώς να μην απουσιάζουν αφού σήμερα δεν τα ξέρει κανείς. Κάποτε όμως δεν ήταν έτσι. Πολλές αυλές είχαν την τζιτζιφιά τους, όπως η δική μας. Κάθε άνοιξη απολάμβανα το λεπτό άρωμα από τα ανθάκια τους. Ύστερα έβλεπα τον πράσινο σκληρό καρπό, σαν ελιά, με τσιτωμένη φλούδα, που ωριμάζοντας κιτρίνιζε, μαλάκωνε και η λεπτή φλούδα ζάρωνε. Τότε τον έτρωγα, φτύνοντας μακριά το μακρόστενο κουκούτσι. Σήμερα διασώζεται μόνο ως τοπωνύμιο, Τζιτζιφιές, στο Νέο Φάληρο, αν και πολύ αμφιβάλλω αν είναι γνωστό στους νεότερους.