Συνεχίζουμε χριστουγεννιάτικα, με ένα άρθρο για το κατ’ εξοχήν χριστουγεννιάτικο έδεσμα στον καιρό μας. Το άρθρο το είχα αρχικά δημοσιεύσει το 2013, καλοκαιριάτικα, σημειωνοντας ότι θα ταίριαζε περισσότερο να το βάλω τα Χριστούγεννα, οπότε τώρα ήρθε το πλήρωμα του χρόνου για να το (ανα)δημοσιεύσω ώστε να είναι επίκαιρο. Έχω πάντως προσθέσει αρκετό καινούργιο υλικό.
Γιατί όμως λέω ότι η γαλοπούλα ήρθε «από αλλού»;
Ξέρουμε πως η γαλοπούλα ήρθε όχι γενικώς απ’ αλλού, αλλά ειδικώς από τη Βόρεια Αμερική, αλλά την αποκαλώ έτσι επειδή στις διάφορες γλώσσες έχει πάρει ονόματα που δείχνουν ότι ήρθε από κάποιο ξένο μέρος, συνήθως αλλά όχι πάντα μακρινό κι εξωτικό, ότι αυτό το πουλί δηλαδή είναι ξένο. Στο ιστολόγιο έχουμε ήδη συναντήσει ένα παρόμοιο φαινόμενο ονομασίας, με το φραγκόσυκο, που κι αυτό στις διάφορες γλώσσες ή διαλέκτους έχει ονόματα που υπονοούν πως έχει έρθει από μακριά, όπως μπορείτε να δείτε στο σχετικό άρθρο, που υπάρχει επίσης στο βιβλίο μου «Οπωροφόρες λέξεις«.
Λέμε γαλοπούλα, ή γάλος για τα σερνικά, ή γαλιά/γαλόπουλα, λέμε όμως και «διάνος» ή «ινδιάνος», λέμε και «κούρκος». Σπανιότερες διαλεκτικές ονομασίες είναι η βόρεια «μισίρκα» και ο κρητικός «κούβος», ενώ στη Μυτιλήνη (ίσως και τη Χιο) λένε «κάκνος» ή «κακνί». Στην Κέρκυρα τη γαλοπούλα τη λένε «γάλλικο» (ουδέτερο). Σε κάποιο παλιό Λεξικογραφικό Δελτίο της Ακαδημίας υπάρχει άρθρο (ίσως του Κοντοσόπουλου) για τις διάφορες διαλεκτικές ονομασίες του πουλιού και την εξάπλωσή του, αλλά δυστυχώς τώρα δεν το έχω πρόχειρο.