Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία

Το ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου, για τη γλώσσα, τη λογοτεχνία και… όλα τα άλλα

Posts Tagged ‘Ισίδωρος Ζουργός’

Οι πετσέτες του κ. Πεσμαζόγλου

Posted by sarant στο 17 Μαρτίου, 2023

Θα ρωτήσετε ποιον κύριο Πεσμαζόγλου εννοώ, διότι υπήρξαν και υπάρχουν πολλοί και πολύ γνωστοί με το επώνυμο αυτό (ή το δίδυμό του, Πεσματζόγλου), άλλοι βουλευτές και υπουργοί, άλλοι συγγραφείς, άλλοι διάσημοι για άλλους λόγους, από τον Γιάγκο Πεσμαζόγλου του ΚΟΔΗΣΟ, που ήταν και ευρωβουλευτής και συνήθιζε να αγορεύει σε ξένη γλώσσα, τον πατέρα του τον Στέφανο Πεσμαζόγλου, διευθυντή της παλιάς Πρωίας (εκεί που δημοσίευε χρονογράφημα ο Βάρναλης), τον γιο του Γιάγκου, τον συγγραφέα Βασίλη Πεσμαζόγλου που έχει γράψει και το Τυφλό σύστημα που μου άρεσε, έως τον Τζώνη Πεσμαζόγλου τον ραλίστα και κυρίως τον φίλο μου τον Στέλιο που κάναμε μαζί φαντάροι και που όποτε περνάω από τη Θεσσαλονίκη βλεπόμαστε και θυμόμαστε τα παλιά.

Η οικογένεια Πεσμαζόγλου έχει και δικό της λήμμα στη Βικιπαίδεια, άλλωστε. Στο λήμμα αυτό αναφέρεται ότι ο γενάρχης της οικογένειας ήταν ο Γεώργιος Πεσμάς, ο οποίος ήταν εξ απορρήτων σύμβουλος του σουλτάνου Αχμέτ Β’ (1691-1695) αλλά αποκεφαλίστηκε από τον επόμενο σουλτάνο, Μουσταφά Β’, κάτι που έγινε περί το 1700. Τα παιδιά του Πεσμά πήραν το επώνυμο Πεσμαζόγλου, λέει το άρθρο.

Η γενεαλογία της οικογένειας όπως εκτίθεται στο άρθρο μπορεί να είναι αληθινή, αλλά όχι σε όλα της τα σημεία. Διότι, ο γιος του Πεσμά, που θανατώθηκε το 1700, ο Ιωάννης Πεσμαζόγλου, αναγκαστικά θα γεννήθηκε το πολύ το 1700, άντε 1701 αν ήταν κοιλάρφανος. Αλλά κάποιος που γεννήθηκε το 1700 δεν μπορεί να έχει εγγονό γεννημένο το 1859, όπως ισχυρίζεται το άρθρο της Βικιπαίδειας, μιας και ο πρώτος Πεσμαζόγλου που έχει χρονολογία γέννησης είναι ο οικονομολόγος Αλέξανδρος Πεσμαζόγλου (1859-1939), γιος του μεγαλέμπορου Γεωργίου Πεσμαζόγλου και εγγονός του Ιωάννη Πεσμαζόγλου, του γιου τού Πεσμά που αποκεφαλίστηκε το 1700. Δεν βγαίνουν τα χρόνια. Κανονικά πρέπει να μεσολάβησαν τουλάχιστον καναδυό κρίκοι ακόμα στη γενεαλογική αλυσίδα.

Μια άλλη παρατήρηση στο άρθρο της Βικιπαίδειας είναι η ετυμολογία του επωνύμου. Τα επώνυμα, ως γνωστόν, συχνά είναι πολύ σκληρά καρύδια ως προς την ετυμολόγησή τους διότι μπορεί ένα επώνυμο να  έχει μεταβληθεί με όχι προφανείς τρόπους, που η οικογένεια τους ξέρει αλλά που δεν είναι εύκολο να τους ξέρει κάποιος εκτός της οικογενείας. Από την άλλη, οι οικογενειακές ιστορίες δεν είναι πάντα αξιόπιστες, διότι οι οικογένειες εξευγενίζουν συχνά (και διά της ετυμολογίας) τις απαρχές τους.

Με μια πρώτη ματιά, η ετυμολογία που προτείνεται στο άρθρο της Βικιπαίδειας, και που εικάζω ότι προέρχεται από επικοινωνία με την οικογένεια, φαίνεται ισχυρή -αν και έχει ένα αδύνατο σημείο, ότι δεν ξεκαθαρίζεται η ετυμολογία του επωνύμου Πεσμάς.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Επώνυμα, Ετυμολογικά, Λεξικογραφικά | Με ετικέτα: , , , , , , , , | 79 Σχόλια »

Ισίδωρος Ζουργός: Περί της εαυτού ψυχής, τρία αποσπάσματα

Posted by sarant στο 13 Φεβρουαρίου, 2022

Άλλη μια φορά έχουμε παρουσιάσει στο ιστολόγιο αποσπάσματα από μυθιστόρημα του Ισίδωρου Ζουργού -από το Λίγες και μία νύχτες.

Τότε, είχαμε παρουσιάσει ένα κεφάλαιο, που είχε κάποιαν αυτοτέλεια. Σήμερα, θα δούμε όχι ένα κεφάλαιο αλλά τρία μικρότερα αποσπάσματα, από το τελευταίο βιβλίο του Ζουργού, Περί της εαυτού ψυχής (Πατάκης, 2021).

Θέμα του μυθιστορήματος, το Βυζάντιο, η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία την εποχή της δυναστείας των Κομνηνών, τον 11ο-12ο αιώνα.

Ήρωάς του ο Σταυράκιος Κλαδάς, γεννημένος το 1064, τρίτος γιος μιας αρχοντικής οικογένειας του Δορυλαίου, που ξεκληρίζεται από επιδρομές Σελτζούκων. Τα τρία ορφανά αγόρια καταφεύγουν στην Πόλη, όπου ο Σταυράκιος θα μπει στη μονή Στουδίου για να σπουδάσει αντιγραφέας. Θα του δοθεί η ευκαιρία να μαθητεύσει για λίγο κοντά στον Μιχαήλ Ψελλό, κι όταν ο Ψελλός πεθάνει θα φύγει από το μοναστήρι και θα περιπλανηθεί στη Μακεδονία, θα καταταγεί στον στρατό και θα καταλήξει στην Καστοριά, όπου, επειδή είναι καλός γραφέας, θα αναλάβει βοηθός και ευνοούμενος του πολιτικού διοικητή της πόλης. Εκεί γνωρίζει την αγαπημένη του, οπότε εγκαταλείπει τη θέση του και ξεκινάει μια ακόμα περιπλάνηση που τον φέρνει για λίγο στα Σέρβια και μετά στο Κίτρος, στις αλυκές, όπου θα περάσει μερικά χρόνια. Τελικά θα φύγει και από εκεί για τη Θεσσαλονίκη και μετά για την Πόλη, όπου ο παλιός του προστάτης έχει αναλάβει πρωτοασικρήτης, ανώτερο αξίωμα. Για μερικά χρόνια ζει την άνετη ζωη του παλατιανού, ώσπου πέφτει θύμα μιας σκευωρίας, φυλακίζεται για λίγο και εγκαταλείπει το παλάτι. Βιοπορίζεται ανοίγοντας αντιγραφείο, μέχρι που τον καλούν και πάλι να αναλάβει βοηθός ανώτερου αξιωματούχου, κάτι που το αποδέχεται κυρίως επειδή τον πιέζουν τα παιδιά του, που έχουν πια φτιάξει δική τους οικογένεια -ο ίδιος είναι εντελώς αφιλόδοξος. Τελειώνει τις μέρες του σε ένα ξεροχώραφο στη Σήλυβρία, όπου ξαναβρίσκει τα δυο του αδέρφια -και τότε, σε ηλικία 80 χρονών, γράφει τα όσα διαβάζουμε στο μυθιστόρημα.

Η πρωτοτυπία του μυθιστορήματος του Ζουργού βρισκεται στο ότι παρακολουθούμε τη ζωή όχι ενός στρατιωτικού ή πολιτικού αλλά ενός ανθρώπου των γραμμάτων, κάτι που μου κίνησε το ενδιαφέρον, κι έτσι διάλεξα να παρουσιάσω τρία αποσπάσματα σχετικά με την τέχνη και την τεχνολογία της γραφής και τη ζωή των γραφιάδων. Έχει ενδιαφέρον, πιστεύω, ο τρόπος με τον οποίο ο συγγραφέας περνάει τις διάφορες πραγματολογικές πληροφορίες στο μυθιστόρημά του.

Στο πρώτο απόσπασμα, ο μεγαλύτερος αδελφός του Σταυράκιου, ο Θεοφύλακτος, 21 χρονών και δέκαρχος στον στρατό, επισκέπτεται τη μονή Στουδίου όπου είναι μαθητής ο 13χρονος Σταυράκιος.

Σταμάτησαν έξω από ένα επιβλητικό διώροφο κτίριο, φτιαγ­μένο όλο από πέτρα. Αν είχε τρούλο και κωδωνοστάσιο, θα ’λεγες πως ήταν ένας άλλος μεγάλος ναός και θα σου έμπαιναν ιδέες πως το μοναστήρι έχει τελικά δύο καθολικά, δύο μεγά­λες εκκλησίες.

«Αγαπάτε, όπως βλέπω, την πέτρα, αδελφέ Ιγνάτιε», σχο­λίασε ο Θεοφύλακτος θαυμάζοντας τους ψηλούς καλοβαλμέ­νους τοίχους και τα μαρμάρινα περβάζια των παραθύρων.

«Είναι γιατί την πέτρα δεν την αγαπάει η φωτιά, δέκαρχε. Οι πατέρες της μονής, πριν από έτη πολλά, έχτισαν το αντιγραφείο χωρίς να χρησιμοποιήσουν ξύλα ή άλλη καύσιμη ύλη, όσο ήταν βέβαια δυνατόν. Ξύλα υπάρχουν μόνο στα μαδέρια της οροφής και στα μεσοπατώματα. Οι πόρτες είναι κατά ένα μέρος σιδερένιες, πυρεστίες και μαγκάλια απαγορεύονται. Μο­ναδική μας παραχώρηση στον κίνδυνο είναι οι λύχνοι που κρέ­μονται απ’ την οροφή κι ανάβουν μόνο τις συννεφιασμένες μέ­ρες. Όλα λειτουργούν με τάξη, αυστηρούς κανονισμούς και πει­θαρχία. Η φωτιά είναι πιο ύπουλος εχθρός ακόμη κι απ’ αυτούς που πολεμάτε στον Βορρά, τους Κουμάνους, τους Πετσενέγγους, αυτούς τέλος πάντων…»

Ο Θεοφύλακτος ετοιμάστηκε να του πει πως τους τελευ­ταίους μήνες ζώντας σε εμφύλιο σπαραγμό πολεμούσαν με τα στρατεύματα του Νικηφόρου Βρυέννιου, που είχε στασιάσει, αλλά σιώπησε κι αυτήν τη φορά.

«Είναι πραγματικά θαυμαστά όλα αυτά που μου λέτε, πα­τέρα Ιγνάτιε».

«Τα πραγματικά θαυμαστά είναι αυτά που υπάρχουν στη βιβλιοθήκη μας. Βρίσκεται στο ισόγειο και στον πρώτο όροφο του κτιρίου που είναι μπροστά σου, όπου μπαίνεις από αυτήν την μπρούτζινη πόρτα, που την έχουμε κλειδωμένη. Ένα κλει­δί κρατάει ο ηγούμενος κι ένα άλλο είναι κρεμασμένο στον λαι­μό μου, μαζί με τον σταυρό, που τον φοράω διαρκώς απ’ τη στιγμή που έγινα μοναχός. Το κλειδί για μια τέτοια πόρτα εί­ναι μεγάλο και ιδιαίτερα πολύπλοκο, παίδεψε πολύ τον κλειθροποιό. Έχοντας το καθημερινά στο στήθος, καταλαβαίνεις πόσο κυριολεκτικά βαρύ είναι το καθήκον του βιβλιοφύλακα».

Ο αδελφός Ιγνάτιος χαμογέλασε για πρώτη φορά. 0 Θεο­φύλακτος σκάφτηκε πως δεν του ταίριαζε και πολύ. Ήταν βέ­βαιος πια ότι το χάρισμα του Ιγνάτιου θα ’πρεπε να το αναζη­τήσει κανείς ανάμεσα στην αυστηρότητα και στην ικανότητα να χειρίζεται τον συνομιλητή του.

«Αυτή η χαμηλή πόρτα μπροστά μας που οδηγεί;» ρώτησε τον βιβλιοφύλακα.

«Εδώ είναι το μεμβρανάριο, το υπόγειο όπου κατεργαζό­μαστε τις περγαμηνές. Βλέπεις, δέκαρχε, τα χρόνια που το ξυλοχάρτιο* έφτανε με αφθονία στην πόλη έχουν περάσει, η Αίγυπτος δεν είναι πια επαρχία του βασιλείου των Ρωμαίων. Οι περγαμηνές κοστίζουν ακριβά και τις έχουμε για τα έγ­γραφα μεγάλης αξίας. Εδώ κάτω συντηρούμε κι αυτό το υλι­κό που έχει αλλάξει τη γραφή τα τελευταία χρόνια. Μιλάω, φυσικά, για τον βαμβύκινο.** Αν κάποια στιγμή βρούμε τον χρόνο, θα ήθελα να σε ξεναγήσω στα μυστικά του. Όμως μι­λούσαμε για τη βιβλιοθήκη. Οι πατέρες αυτού του μοναστη­ριού, κυρίως από την εποχή του άλλου μας αγίου, του Θεοδώ­ρου της μονής μας, του Στουδίτη, έδωσαν βάση στην αντιγρα­φή. Δε σου κρύβω πως ένας λόγος που το μοναστήρι μας πλούτισε ήταν κι αυτός. Στο κτίριο που βλέπεις έχουν γίνει παραγγελίες από δούκες, δυνατούς, κατεπάνω, μάγιστρους, κι από αυτοκράτορες, αν το πιστεύεις. Είχαμε παραγγελίες ακόμα και από πρίγκιπες των Φράγκων και των Ρως. Κατα­λαβαίνεις πόσο σημαντικό είναι να κρατάμε την παράδοση, το καλό μας όνομα δηλαδή. Αντιλαμβάνεσαι λοιπόν σε τι χώ­ρο εισέρχεται ο Σταυράκιος. Ακολούθησέ με και θα καταλά­βεις περισσότερα».

Ο Ζουργός χρησιμοποιεί και ορολογία της εποχής, που την επεξηγεί με υποσημειώσεις. Εδώ, ξυλοχάρτιο είναι ονομασία του παπύρου ενώ βαμβύκινος είναι μια από τις πρώτες ονομασίες του χαρτιού, που ήταν κάτι καινούργιο.

Στο δεύτερο απόσπασμα, βρισκόμαστε στην Καστορία, τη σημερινη Καστοριά, όπου ο Σταυράκιος Κλαδάς έχει αναλάβει νοτάριος, βοηθός του μεσάζοντος Λεοντίου, του πολιτικού διοικητή της πολης -την οποία μόλις ανακατέλαβε ο Αλέξιος Κομνηνός από τους Νορμανδούς του Βοημούνδου. (Παρένθεση: ο Λεόντιος, αν δεν σφάλλω, δεν είναι ιστορικό πρόσωπο. Στο τέλος του βιβλίου, ο συγγραφέας παραθέτει πίνακα με τα ιστορικά πρόσωπα που εμφανίζονται στο μυθιστόρημα, όπως π.χ. ο Ψελλός).

Καστορία, έτος 1084 από Χριστού, βασιλεύοντος κυρ Αλέξιου Κομνηνού

Τι είναι αυτό στο χέρι σας, εξοχότατε;»

Ο μεσάζων Λεόντιος κοίταξε το κληροδότημα μιας χή­νας, που έσφιγγε στα δάχτυλά του.

«Για το φτερό λες, νοτάριε;»

«Μάλιστα, γι’ αυτό».

«Πρώτη φορά βλέπεις να γράφουν με φτερό;»

«Ομολογώ πως ναι».

«Στη Στουδίου δεν το συνηθίζατε;»

«Καθόλου, πιστέψτε με».

«Το χρησιμοποίησα πρώτη φορά στη μονή της Κρυπτοφέρρης κι από τότε το ’χω πάντα στο γραφείο».

«Μείνατε και εκεί, εξοχότατε;»

«Τρία χρόνια, όσο να τελειώσει η αποστολή μου και να μάθω τη γλώσσα των Λατίνων. Όταν μιλάω για λατινικά, δεν εννοώ τις πέντε φράσεις που χρησιμοποιούν ο αχθοφόροι στις αποβάθρες του Κεράτιου. Μιλάω για τον Κικέρωνα, τον Σενέκα, τον Κοϊντιλιανό, για τέτοια λατινικά μιλάω. Έκπληξη λοιπόν το φτερό;»

«Όσο δε φαντάζεστε…»

«Μία σου και μία μου, Σταυράκιε. Ξέρεις τι ξάφνιασμα πή­ρα χθες το βράδυ εδώ στο πραιτόριο, όταν παραμέρισα το βήλο του γραφείου σου και σε βρήκα σε κείνο το σκαμνί να δια­βάζεις από μέσα σου».

«Το συνηθίζω κάπου κάπου, το έκαναν κάποιοι αδερφοί στο μοναστήρι».

«Αν και δε θα ’πρεπε να εκπλαγώ, γιατί υπάρχει η παλιά μαρτυρία του Αγίου Αυγουστίνου, που είδε κάποτε τον Άγιο Αμβρόσιο να διαβάζει ένα βιβλίο σιωπηλός».

«Να το δοκιμάσετε κι εσείς, εξοχότατε. Σε κάποιες περιπτώσεις είναι πολύ εξυπηρετικό, άλλωστε κερδίζεις χρόνο».

«Σύμφωνοι! Θα δοκιμάσω, αφού πρώτα όμως δεχτείς εσύ αυτό».

Ο μεσάζων Λεόντιος σκάλισε λίγο το μικρό κουτί με τα μολυβδόβουλα και τις σφραγίδες, που είχε αφημένο επάνω στο τραπέζι, και τράβηξε από εκεί ένα εντυπωσιακό λευκό φτερό.

«Η κυκλοφορία της μελάνης σ’ αυτό γίνεται πιο εύκολα από οποιοδήποτε άλλο καλάμι. Το χέρι σου θα το αξιοποιήσει με τον καλύτερο τρόπο. Πάρ’ το, είναι δικό σου, δώρο, πώς το λένε…»

Ο Σταυράκιος το κράτησε στο χέρι με μεγάλη προσοχή κι ύστερα έγειρε με σεβασμό το κεφάλι του στον αξιωματούχο.

«Τιμή μου, εξοχότατε, ευχαριστώ!»

«Μη με ευχαριστείς, το συμφέρον μου κοιτάζω. Μ’ ένα κα­λύτερο εργαλείο το χέρι σου θα αποδώσει περισσότερο. Τρεις εβδομάδες που είμαστε εδώ στο πραιτόριο, νοτάριε, και ομο­λογώ ότι μου έχεις λύσει τα χέρια. Να μην αναφέρω βέβαια την εξαίρετη έκθεση που συνέταξες για την κατάληψη της πόλης. Ο αυτοκράτορας ενθουσιάστηκε και την ενέταξε αμέσως στα στρατιωτικά αρχεία. Σαφήνεια, λιτότητα και ύφος συγκρατημένο, όπως ταιριάζει σε κρατικά έγγραφα που αρχειοθετού­νται στο παλάτι. Φεύγοντας ο Αλέξιος για την Κωνσταντινού­πολη το πήρε μαζί του. Εύγε, νοτάριε! Η γραφή είναι ο δρόμος σου, αυτό να το θυμάσαι».

Στο τρίτο απόσπασμα, ο Σταυράκιος είναι πια μεσόκοπος, πενηντάρης. Έχει χηρέψει νωρίς, έχει εκδιωχθεί από το παλάτι και έχει ανοίξει το αντιγραφείο του, δέχτηκε όμως την πρόσκληση του Ιωάννη Αξούχ να επιστρέψει και να αναλάβει βοηθός του Γρηγόριου Καματηρού, του λογοθέτη των σεκρέτων, με υπόσχεση μάλιστα να πάρει αργότερα τη θέση του. Ο Σταυράκιος διστάζει, αλλά τον πιέζουν τα παιδιά του που σκέφτονται ότι έτσι θα προχωρήσει η καριέρα τους. Εδώ συζητάει με τον ανιψιό του τον Σέργιο, εξώγαμο παιδί του μεγάλου του αδελφού με μια παλλακίδα από τη βόρεια Ευρώπη, που τον έχει πάρει σαν ψυχοπαίδι του όταν ο αδελφός του έκανε το λάθος να πάρει μέρος σε μια αυλική συνωμοσία που απέτυχε, και κατέληξε στη φυλακή.

Τις επόμενες μέρες ήταν σχεδόν αμίλητος. Πήγαινε στο εργαστήρι πριν ακόμη ξημερώσει και δούλευε με το κερί όσες πα­ραγγελίες είχαν μείνει σε εκκρεμότητα. Ζούσε μια εσωτερική διαπάλη με την απόφασή του να γέρνει πότε στη μια πλευρά της ζυγαριάς και πότε στην άλλη. Μέσα στα πολλά που είχε ακούσει εκείνο το απόγευμα από τον Ιωάννη Αξούχο, είχε συ­νειδητοποιήσει και μια αδιαμφισβήτητη αλήθεια. Δεν μπορού­σε να συνεχίζει για πολύ ακόμη τη δουλειά του αντιγραφέα με τους ρυθμούς που εργαζόταν τα τελευταία χρόνια. Η μέση του τον ενοχλούσε καθημερινά και τα μάτια του κουράζονταν γρή­γορα. Η εμμονή του να είναι κάθε αντίγραφο άψογο σε πιστό­τητα και εμφάνιση τον εξαντλούσε. 0 δομέστικος είχε δίκιο, αυτό θα έπρεπε κάποτε να σταματήσει. Στην προσπάθειά του να ολοκληρώσει τις τελευταίες ημέρες όλες τις παραγγελίες, αυτή η αλήθεια είχε ορθωθεί αμείλικτη μπροστά του. Η συστη­ματική αντιγραφή αφορούσε περισσότερο τη νεότητα, η οποία ήταν φανερό πως τον είχε από καιρό αποχαιρετήσει.

Κάποιο απόγευμα ζήτησε από τον Σέργιο να μιλήσουν. Ήταν πια δική του η απόφαση, αν θα κρατούσε μόνος του το αντιγραφείο ή θα επιζητούσε μια μισθωτή υπηρεσία σε κάποια γραμ­ματεία συντεχνίας ή ό,τι άλλο θα έβρισκε στην πρωτεύουσα.

«Θα φύγεις, δηλαδή, το αποφάσισες;» τον ρώτησε ο Σέρ­γιος ύστερα από λίγο.

«Ναι, θα φύγω, και μάρτυς μου ο Θεός, το κάνω δίχως να ξέρω αν είναι το σωστό».

«Θα κρατήσω, θείε, το μαγαζί, να ξέρεις. Δεν τρέφω καμιά ψευδαίσθηση ότι θα καταφέρω κάποτε να αντιγράφω βιβλία όπως εσύ, θέλω όμως, αν κάτι πάει στραβά εκεί στο παλάτι, να υπάρχει αυτή η γωνιά εδώ και να σε περιμένει».

«Καλέ μου, με νοιάζεσαι περισσότερο κι απ’ τα ίδια μου τα παιδιά, αυτό το έχω καταλάβει από καιρό. Μιας και αποφά­σισες να κρατήσεις το αντιγραφείο, θέλω να έχεις στον νου σου πως οι εποχές αλλάζουν. Σήμερα συντάσσονται και αντιγρά­φονται πολύ περισσότερα έγγραφα και βιβλία απ’ την εποχή που ξεκινήσαμε εμείς. Ο κόσμος δίνει λιγότερη σημασία στη φιλοκαλία των σελίδων, ο μόχθος των αντιγραφέων δεν έχει πια το ίδιο αντίκρισμα. Η ζήτηση σήμερα επιβάλλει πιο φτηνά βι­βλία και φτιαγμένα σε συντομότερο χρόνο. Αυτοί που νοιάζο­νται για την ακριβή στοίχιση, τα περίτεχνα αρχιγράμματα και όλα τα πλουμίδια, με τα οποία στολίζουμε τις σελίδες, αυτοί οι πελάτες ολοένα και λιγοστεύουν, αυτό βλέπω εγώ. Αν υπήρ­χε μια μηχανή να γράφει γρήγορα και φτηνά, ο μονότονος και άψυχος χαρακτήρας των γραμμάτων θα μας είχε νικήσει αμετάκλητα και θα αλλάζαμε δουλειά. Μη σκας, λοιπόν, τόσο πο­λύ για την ομορφιά. Αυτήν κράτα τη μέσα σου ή σε λίγες μό­νο εκλεκτές σελίδες, δικές σου. Με λίγα λόγια, κράτα την πι­στότητα, εφάρμοζε λιτότητα στον τρόπο που αντιγράφεις και ρίξε τις τιμές. Αυτή είναι η επαγγελματική συμβουλή που έχω να σου δώσω αποχωρώντας».

«Το εργαστήρι μας νομίζω πως μπορεί να με ζήσει. Αν πάλι κάτι πάει στραβά, θα κρατήσω το δίπλωμα που πήρα απ’ τη σχολή, χάρη σε σένα και αυτό, και θα αρχίσω να χτυπάω πόρτες. Έχει ο Θεός… Εσύ όμως πρέπει να νιώθεις ικανοποιημένος. Αν δε σε ήξερα τόσο καλά, θα σου έλεγα να αισθάνεσαι υπερήφανος. Σε καλούν εκεί που χτυπάει η καρδιά της αυτοκρατορίας, μην το παραβλέπεις αυτό».

Ο Σταυράκιος σηκώθηκε απ’ το τραπέζι κι έκανε μερικά βήματα για να ανακουφίσει κάπως τη μέση του, που πάλι τον ενοχλούσε.

«Σημασία έχει να πηγαίνεις εκεί που σου λέει η ψυχή σου, πρόσθεσε μετά από λίγο.

«Η δική σου τι σου λέει;»

«Αυτή είναι η πιο δύσκολη ερώτηση. Η κατοικία της ψυχής ου τόπος, Σέργιε, αυτό να το θυμάσαι».

«Η φωνή της όμως έρχεται από κάποια κατεύθυνση. Δεν μπορώ να τη φανταστώ αλλιώς».

«Έχω καταλάβει ότι όλος ο αγώνας της ζωής μας είναι πώς θα βρούμε ένα κόσκινο που θα διαχωρίζει τα πρόσκαιρα και τα ευτελή από εκείνα που έχουν πραγματική αξία. Εκεί που νομίζεις πως έχεις βρει το σωστό κόσκινο κι ενώ βλέπεις όλος χαρά το αλεύρι να πέφτει κάτω από τη σήτα πλούσιο στη σκά­φη, όταν έρθει η ώρα να φας το ψωμί, νιώθεις στα δόντια σου πετραδάκια. Πού πήγε λοιπόν το ξεδιάλεγμα;»

«Όλα αυτά που μου λες είναι φιλοσοφία ή απλώς θλίψη;»

«Απλή άγνοια, γιατί φοβάμαι πως τα αιώνια αιωνίως θα μας διαφεύγουν».

Ο Σέργιος τον πλησίασε και τον αιφνιδίασε αγκαλιάζοντάς τον.

«Θέλω να πας εκεί δυνατός και αισιόδοξος, με ακούς; Πά­ντα έλεγες πως, όταν η ζωή διαλέγει αυτή αντί για μας, εμείς θα πρέπει να την υπακούμε. Πήγαινε λοιπόν και σταμάτα να μεμψιμοιρείς».

Ο Σταυράκιος ένιωσε τα μάτια του να υγραίνονται. Χάιδεψε τα μαλλιά του Σέργιου, το ροδαλό πρόσωπο και το μαλα­κό γένι. Το δέρμα του μοσχοβολούσε σαπούνι, γιατί ο ανιψιός του πήγαινε στα λουτρά δυο φορές την εβδομάδα, μάλλον πλη­σίαζε ο καιρός που θα παντρευόταν.

Το τελευταίο χαρτί που συμπλήρωσε ο Σταυράκιος στην τά­βλα του εργαστηρίου ήταν ένα σημείωμα υπογεγραμμένο από τον ίδιο και κλεισμένο με κερί για τον μέγα δομέστικο. Εκεί ανέφερε ότι αποδεχόταν την τιμητική πρόσκληση της πολιτι­κής διοίκησης και ανέμενε τη στιγμή που θα τον καλούσαν να αναλάβει καθήκοντα.

Posted in Βυζάντιο, Ιστορία, Μυθιστόρημα | Με ετικέτα: , , , | 121 Σχόλια »

Γήσμπα (αφήγημα του Νώντα Τσίγκα)

Posted by sarant στο 7 Νοεμβρίου, 2021

Στο κυριακάτικο λογοτεχνικό μας άρθρο θα αναδημοσιεύσω ένα σύντομο αφήγημα του Νώντα Τσίγκα, που το πήρα από το 2ο τεύχος του περιοδικού Αντίθετα ρεύματα. Θυμίζω ότι από το πρώτο τεύχος του ίδιου περιοδικού είχα παρουσιάσει εδώ, πριν από 3-4 μήνες, ένα πεζογράφημα του Ν.Δ.Τριανταφυλλόπουλου.

Το περιοδικό εκδίδεται στη Χαλκίδα, αλλά ο συγγραφέας ζει στη Θεσσαλονίκη, όπου ασκεί την ιατρική και έχει αξιόλογη λογοτεχνική παρουσία. Καιρό ήθελα να βάλω κάτι δικό του.

Διάλεξα τη Γήσμπα επειδή έχει και γλωσσικό ενδιαφέρον. Θα το υποψιαστήκατε ίσως ότι η Γήσμπα του Τσίγκα έχει κάποια σχέση με τη ρωσική ίσμπα, την καλύβα των χωρικών.

Την ίσμπα την ξέρουμε κυρίως από τα ρωσικά μυθιστορήματα, αλλά η λέξη έχει περάσει και σε βορειοελλαδίτικα ιδιώματα, όπου σημαίνει υπόγειο, υπόγεια κρύπτη, αλλά και ειδικότερα, στους καπνοπαραγωγικούς τόπους, το υπόγειο όπου κρεμούσαν τον καπνό για να μαλακώσει. Την είχαμε αναφέρει άλλωστε σε ένα κείμενο του Πίτερ Μάκριτζ που είχε φιλοξενήσει πριν από εφτά χρόνια το ιστολόγιο, όπου ένα τυπογραφικό λάθος στον Μοσκώβ Σελήμ του Βιζυηνού είχε δώσει τον ανύπαρκτο τύπο «ιόμπα».

Στα σχόλια εκείνου του παλιού άρθρου, ο φίλος μας ο Σπιριντιόνε είχε αναφέρει και τον τύπο «γίσμπα», που καταγράφεται στην Κοζάνη και στη Χαλκιδική, πάντοτε με τη σημασία «υπόγειο, χαμοκέλα». Είναι εύκολο να αναπτυχθεί το αρχικό γ-, για να αποφευχθεί η χασμωδία της εκφοράς «η ίσμπα».

Ο Τσίγκας επίσης χρησιμοποιεί τον τύπο «γίσμπα», με γιώτα, στο άρθρο του -το ήτα του τίτλου, γήσμπα, εξηγείται στο τέλος του σύντομου αφηγήματός του. Αλλά βέβαια, το ότι είναι σύντομο (κάτω από 500 λέξεις, μπονζάι που θα το έλεγε ο Γιάννης Πατίλης) δεν το κάνει λιγότερο αξιοδιάβαστο. 

Καθώς ο Τσίγκας πέρασε παιδικά χρόνια στο Βογατσικό της Καστοριάς, μπορούμε να υποθέσουμε ότι η γίσμπα/ γήσμπα λεγόταν και σε εκείνα τα μέρη.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Όχι στα λεξικά, Διηγήματα, Ετυμολογικά, Θεσσαλονίκη, Πεζογραφία | Με ετικέτα: , , , , , | 212 Σχόλια »

Υπογλώσσια σφηνάκια Νο 2

Posted by sarant στο 10 Οκτωβρίου, 2019

Υπογλώσσια είναι τα φάρμακα που παίρνουμε για την καρδιά, για να μην πάθουμε καρδιακή προσβολή (επειδή μας διαβάζει κι η μαμά μου διευκρινίζω πως ο πληθυντικός είναι της περιγραφής, όχι πραγματικός). Ακόμα, ένα κλισέ σε κάποιους αντρικούς ή αθλητικούς ιστότοπους, όποτε είναι να βγάλουνε καμιά με μπικίνι, είναι να λένε «ετοιμάστε τα υπογλώσσια».

Υπογλώσσια όμως είναι και μια ομάδα γλωσσικών ενδιαφερόντων στο Φέισμπουκ, που φτιάχτηκε στα τέλη του 2017 και στην οποία συμμετέχω.

Σφηνάκια είναι βέβαια οι μικρές δόσεις ποτού, όμως έτσι έχω αποκαλέσει και τα σύντομα άρθρα. Με τη διαφορά ότι σπανίως βάζω σύντομα άρθρα, οπότε δεν θα το θυμάστε. Στα Υπογλώσσια ομως γράφω πότε-πότε σύντομα σημειώματα, που δεν βολεύει πάντοτε να τα εντάξω σε κάποιο άρθρο.

Κι έτσι, το σημερινό άρθρο είναι μια συλλογή από μικρά κείμενά μου από τα Υπογλώσσια, με γλωσσικό δηλαδή ενδιαφέρον, που δεν (θυμάμαι να) τα έχω δημοσιεύσει εδώ στο ιστολόγιο. Κάποια άλλα σχόλια που κάνω εκεί, τα μεταφέρω στα σαββατιάτικα μεζεδάκια, αλλά αυτά εδώ δεν νομίζω να τα ξέρετε. Τα σφηνάκια μοιάζουν αρκετά με τα μεζεδάκια, αλλά διαφέρουν κιόλας σε κάποια σημεία, όπως φαντάζομαι ότι θα φανεί.

Αν σας είναι κάπως γνώριμος αυτός ο πρόλογος, έχετε καλό μνημονικό: έτσι άρχιζε ένα άρθρο του ιστολογίου πριν από 7-8 μήνες, ένα άρθρο όπου αναδημοσίευσα σύντομα γλωσσικά σχόλιά μου από την ομάδα Υπογλώσσια του Φέισμπουκ. Τελειώνοντας εκείνο το παλιό άρθρο είχα υποσχεθεί (ή απειλήσει) ότι Σε κανα χρόνο, που θα έχω μαζέψει κι αλλα, θα σερβίρω άλλον έναν γύρο! Χτες όμως, καθώς δημοσίευα ένα σχολιο στα Υπογλώσσια συνειδητοποίησα πως το σακούλι έχει γεμίσει κι έτσι προέκυψε το σημερινό άρθρο.

Όλα τα επιμέρους σχόλια, τα σφηνάκια, δημοσιεύτηκαν κατά το εφτάμηνο από τον Μάρτιο έως σήμερα. Δεν τα παραθέτω ακριβώς με αλφαβητική σειρά. Καμποσα τα έχω επεκτείνει, προσθέτοντας (αρκετό) επιπλέον υλικό.

  • Ο καλαμπόρτζος

Στο αστυνομικό μυθιστόρημα «Το φάλτσο μικρόφωνο» της Ελένης Φυσέκη, όπου ο αφηγητής είναι ηχολήπτης στο επάγγελμα, προσέχω την εξής φράση που έχει 3-4 λέξεις αλεξικογράφητες από τα μεγάλα λεξικά μας, που όμως καταγράφονται σε ηλεκτρονικούς γλωσσικούς πόρους:

(Μιλάει για ένα κλαμπ γειτονιάς με στοιχειώδη ηχητικό εξοπλισμό):

Λες και θα ακουγόταν ποτέ μπάσο και μπότα από αυτά τα ηχεία. Αν υποθέταμε πως είχε καμιά σοβαρή λούπα και δεν ήταν ένας από τους πολλούς καλαμπόρτζους που απλά βάζανε μπλιμπλίκια.

Καλαμπόρτζος είναι ο ατζαμής, ιδίως για μουσικό (έχει ήδη αναφερθεί και εξηγηθεί στο βιβλίο η λέξη). Από τα ρομανί, βρίσκω.

Τα άλλα θα τα ξέρετε: λούπα είναι το επαναλαμβανόμενο μουσικό μοτίβο, από αγγλ. loop, διαφορετικό από τη λούπα = μεγεθυντικός φακός (από γαλλ. loupe). Μπλιμπλίκια, εδώ, είναι οι έτοιμοι ήχοι, τα έτοιμα ηχητικά εφέ.

  • αποσυντ… κάτι τέτοιο τέλος πάντων

Στα Στοιχειώδη σωματίδια του Ουελμπέκ βρίσκω τη φράση:

Είχε την εντύπωση πως ανάμεσα στα πόδια του κρεμόταν ένα κομμάτι κρέας που έσταζε και αποσυντίθονταν’ το καταβρόχθιζαν σκουλήκια.

Ο καλός μεταφραστής, αφού έκανε την επιλογή να χρησιμοποιήσει αυτό το ρήμα και όχι μια περίφραση ή άλλο ρήμα (πχ που έσταζε και διαλυόταν) είχε να ξεπεράσει τον σκόπελο του τρίτου ενικού του παρατατικού.

Δεν μπορούσε βέβαια να βάλει το «γραμματικά σωστό» αποσυνετίθετο που συνιστά ο Μπαμπινιώτης στο λεξικό του. Οπότε παρουσίασε έναν αυτοσχέδιο τύπο, τυπικά σε τρίτο πληθυντικό, αλλά ευπρόσωπον.

Σκέφτομαι πως μπορεί να είχαν δίκιο οι παλιοί δημοτικιστές (όχι μάλιστα μαλλιαροί) που αυτόν τον σκόπελο τον απόφευγαν μαστόρικα, παίρνοντας το ρήμα «αποσυνθέτομαι»: ένα κομμάτι κρέας που έσταζε και αποσυνθετόταν.

  • Διέξοδοι με μουστάκια

Στη χτεσινή [20.3.2019] συνέντευξη στη Βίκη Φλεσσα, ο Γ. Μπαμπινιώτης, στο 21.32 της εκπομπής (για όποιον έχει το βίντεο) είπε:

«…στην ελληνική γλώσσα η διτυπία λόγω της διττής μας παράδοσης είναι ευλογία δεν είναι κατάρα· το να έχει περισσότερους τύπους είναι πάντοτε ευλογία διότι είναι διέξοδοι πολλαπλοί της σκέψης.»

Απροσεξία στον προφορικό λόγο, βέβαια -αλλά ίσως να είναι και μια ακόμα ένδειξη πως τα θηλυκά σε -ος είναι ξένο σώμα στην ελληνική.

  • Ακανές

Ένας συνάδελφος στο γραφείο έφερε το πρωί για κέρασμα ακανέδες, το γνωστό σερραϊκό γλύκισμα που θα μπορούσε να περιγραφεί σαν διασταύρωση λουκουμιού και κουραμπιέ, και θυμήθηκα ότι την πρώτη φορά που είχα δει, έφηβος, ένα κουτί γλυκά με την επιγραφή ΑΚΑΝΕΣ ΛΑΪΛΙΑ, είχα αναρωτηθεί ποια είναι αυτή η άλλη γλώσσα που γράφεται με ελληνικό αλφάβητο.

Για τον ακανέ, στον ιστότοπο της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας προτείνεται μια ετυμολογία που θα έκανε περήφανο τον Γκας Πορτοκάλο:

Σήμερα κανείς δεν μπορεί να πει με σιγουριά από που προήλθε η ονομασία ακανές. Η ιστορία του χάνεται στην εποχή της Τουρκοκρατίας και ίσως μαζί της χάθηκε και η ιστορία προέλευσης του ονόματός του. Βάσιμη ετυμολογία της λέξης δεν υπάρχει. Παρόλα αυτά όμως υπάρχει μία εκδοχή που ίσως να πλησιάζει περισσότερο την πραγματικότητα. Η λέξη «ακανές» προήλθε, όπως λένε, από την λέξη «ανακατεύω», γιατί το μίγμα χρειάζεται πολύωρο ανακάτεμα και από το κατάφαση «ναι», που έλεγαν πάντα οι δούλοι, οι οποίοι ήταν αυτοί που ανακάτευαν το μίγμα.

Ο ακανές, βέβαια, δεν μπορεί να προήλθε από το «ανακάτεμα» και το «ναι». Πιο πειστική η πρόταση στον ιστότοπο του ακανεδοπαρασκευαστηρίου Ρούμπου, από το hakane helva, το γλυκό του πρίγκιπα (χάνου).

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Γενικά γλωσσικά, Θεσσαλονίκη, Λεξικογραφικά, Λογοτεχνία, Μεταφραστικά, Σφηνάκια, Σουρής, Φρασεολογικά | Με ετικέτα: , , , , , | 177 Σχόλια »

Γέεννα (του Ισίδωρου Ζουργού)

Posted by sarant στο 29 Ιουλίου, 2018

Λογοτεχνικό θέμα ζητάει η ημέρα αλλά ακόμα μας κυνηγάει η κάπνα από την πυρκαγιά. Κάτι ανάλαφρο, που είχα διαλέξει από την περασμένη κιόλας Κυριακή, θα ήταν αταίριαστο -το μεταθέτω λοιπόν για την επόμενη Κυριακή και για σήμερα διαλέγω τη λογοτεχνική παρουσίαση μιας ιστορικής πυρκαγιάς, της πυρκαγιάς της Θεσσαλονίκης τον Αύγουστο του 1917, όπως μας την αφηγείται ο Ισίδωρος Ζουργός στο πιο πρόσφατο μυθιστόρημά του «Λίγες και μία νύχτες«.

Στο μυθιστόρημα αυτό ο Ζουργός παρακολουθεί τη ζωή του Λευτέρη, ενός πανέξυπνου Θεσσαλονικιού, γεννημένου στα τέλη του 19ου αιώνα, που σημαδεύεται πολύ νέος από έναν αταίριαστο έρωτα. Η πυρκαγιά του 1917 τον βρίσκει να έχει μια υποτυπώδη επιχείρηση πρακτόρευσης εφημερίδων ενώ ταυτόχρονα είναι δεξί χέρι του ντονμέ Αλπερέν Μπέη αλλά κρυφά έχει δεσμό και με την κόρη του. Πρωταγωνιστικό ρόλο στο βιβλίο παίζει φυσικά και η πόλη, η Θεσσαλονίκη, και ιδίως η οδός Εξοχών, η σημερινή Βασιλίσσης Όλγας.

Ο Ζουργός αφιερώνει στην πυρκαγιά ένα κεφάλαιο που το τιτλοφορεί Γέεννα. Παραθέτω το μεγαλύτερο μέρος από το κεφάλαιο αυτό.

Γέεννα

Κυριακή 7 Αυγούστου 1917

Ο Θόδωρος, ο αμαξάς του Αλπερέν μπέη, δε θυμόταν να είχε δει τον Λευτέρη άλλη φορά σε τέτοιο χάλι. Κό­ντευε έξι το απόγευμα όταν πέρασε τη σιδερένια καγκελόπορτα και προχώρησε στον κήπο. Δε φορούσε σακάκι και το πουκάμισό του ήταν γεμάτο κάπνα και χώματα. Από το ένα του παπούτσι είχε φύγει το τακούνι κι αναγκαστικά στραβοπατούσε. 0 αμαξάς δεν τόλμησε να τον ρωτήσει, ού­τε καν να τον καλησπερίσει. Ήταν φανερό ότι είχε περάσει όλη τη νύχτα ξάγρυπνος. Άλλωστε ποιος είχε κοιμηθεί τέτοια νύχτα;

«Είναι μέσα ο μπέης;» τον ρώτησε καθώς έτριβε τα μάτια του που ήταν κόκκινα απ’ τους καπνούς και το ξενύχτι.

«Μέσα είναι, Λευτέρη. Τι θεομηνία είναι πάλι αυτή;»

Κούνησε μόνο το κεφάλι και προχώρησε. Χωρίς αμφιβο­λία θα του είπαν «Καλησπέρα» τα πεύκα και τα τριαντά­φυλλά του· σίγουρα θα περίμεναν ένα χάδι του καθώς περ­νούσε από μπροστά τους. Δεν τους μίλησε, παρά έριξε μια γρήγορη ματιά για να βεβαιωθεί ότι εκεί στη βίλα ο κόσμος παρέμενε ο ίδιος και δεν τον είχε μαυρίσει η κόλαση της φω­τιάς, που από χθες το μεσημέρι κατάπινε έναν έναν τους δρό­μους της πόλης, τα ξύλινα φτωχόσπιτα, τις αυλές, τα δέντρα, τα μέγαρα με τους κίονες και τις μετόπες… Ευτυχώς στον περίβολο της έπαυλης νικούσε ακόμη το πράσινο. Εκεί μαύ­ρο ήταν μόνο το λαντό, που το είχε έτοιμο ο Θόδωρος για κά­θε ενδεχόμενο, κι εκείνο το κομμάτι του ουρανού που έβλε­πε προς τη Δύση και το Λιμάνι, εκεί όπου ακόμη μαινόταν η μεγάλη πυρκαγιά.

Ανέβηκε γρήγορα τα σκαλοπάτια χωρίς να σκουπίσει τα παπούτσια του και χτύπησε το ρόπτρο της λευκής εξώπορ­τας. Του άνοιξε η Μίρζα κι όχι η υπηρέτρια, γιατί ήταν οι ώρες τέτοιες που έμπαινε στο περιθώριο η κοινωνική εθιμο­τυπία.

«Είναι στο γραφείο και νομίζω σε περιμένει», του είπε χω­ρίς καν να τον καλησπερίσει.

«Ευχαριστώ», μουρμούρισε μέσ’ απ’ τα δόντια του και προχώρησε στον διάδρομο.

«Λευτέρη!» άκουσε πάλι τη φωνή της και κοντοστάθηκε. «Ό,τι έχεις να του πεις, με τρόπο σε παρακαλώ. Δεν πλησία­σε στο κρεβάτι του από χθες».

Άκουσε τα βήματά της πίσω απ’ την πλάτη του.

«Θέλω να ’μαι κι εγώ μπροστά. Τι κι αν είμαι γυναίκα; Έχω νομίζω το δικαίωμα…»

Μια πνοή αέρα που κουβαλούσε η φωνή της του δρόσισε τον λαιμό.

«Κι εγώ σε θέλω εκεί μέσα», της είπε. «Ας ελπίσουμε να μην έχει αντίρρηση».

Η Μίρζα τον προσπέρασε αθόρυβα και στάθηκε στην πόρ­τα του γραφείου του. Χτύπησε και του έκανε νόημα να πε­ριμένει. Την είδε να μπαίνει και ν’ αφήνει πίσω της την πόρ­τα μισάνοιχτη. Προχώρησε προς το άνοιγμά της, κι από κει είδε το μισό γραφείο κι ένα κομμάτι απ’ τη βιβλιοθήκη του. Η φωνή της ακουγόταν καθαρά, αλλά δεν πολυκαταλάβαινε γιατί μιλούσαν τούρκικα ανάκατα με λαντίνο. Αυτό που σί­γουρα ήξερε ήταν πως τον ενοχλούσε πια να στέκεται πίσω από μισάνοιχτες πόρτες και να κρυφακούει. (…)

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Θεσσαλονίκη, Λογοτεχνία, Μυθιστόρημα, Παρουσίαση βιβλίου | Με ετικέτα: , , , | 154 Σχόλια »