Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία

Το ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου, για τη γλώσσα, τη λογοτεχνία και… όλα τα άλλα

Posts Tagged ‘Ιωάννης Κονδυλάκης’

Στο Ηράκλειο έχουν βεντέμα

Posted by sarant στο 2 Δεκεμβρίου, 2020

Μπορεί να έχετε μιαν άγνωστη λέξη στον τίτλο. Πάντως, σας διαβεβαιώνω πως δεν είναι λάθος πληκτρολόγησης -δεν εννοούσα «βεντέτα» παρόλο που και βεντέτες συμβαίνουν κάποτε στην Κρήτη.

Φέτος, λοιπόν στο Ηράκλειο Κρήτης έχουν βεντέμα. Εγώ δεν το ήξερα, αλλά με ενημέρωσε σχετικά φίλος του ιστολογίου, που διάβασε ένα άρθρο στην Εφημερίδα των Συντακτών την περασμένη εβδομάδα. Εκεί λοιπόν συνάντησε την άγνωστη γι’ αυτόν λέξη:

Συγκεκριμένα, ο Δήμος Ηρακλείου διαθέτει στο ακίνητο, γνωστό και ως «μετόχι Γρυλλιωνάκη», περίπου 1.300 ελαιόδεντρα που φέτος έχουν βεντέμα.

Μου έγραψε ο φίλος: Παρόλο που έχω ζήσει στην Κρήτη, τη λέξη δεν την ξέρω. Ίσως είναι στην αργκό των ελαιοπαραγωγών.

Αν ψάξετε στα σύγχρονα λεξικά μας, δεν θα βρείτε τη βεντέμα. Εγώ την ήξερα, και μάλιστα την έχω συμπεριλάβει στις 366 λέξεις του βιβλίου μου Λέξεις που χάνονται. Οπότε, του υποσχέθηκα ότι θα γράψω άρθρο, αυτό που διαβάζετε.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »
Advertisement

Posted in Όχι στα λεξικά, Αγροτικά, Κρήτη, Λεξικογραφικά, Ντοπιολαλιές | Με ετικέτα: , , , , , | 239 Σχόλια »

Η θερινή ραστώνη

Posted by sarant στο 7 Αυγούστου, 2020

Στην καρδιά του καλοκαιριού βρισκόμαστε, ταιριάζει να ασχοληθούμε με μια λέξη καλοκαιρινή, αφού η «θερινή ραστώνη» ή η «καλοκαιρινή ραστώνη» είναι ένα από τα δημοσιογραφικά κλισέ που εύκολα χρησιμοποιεί όποιος θέλει να χαρακτηρίσει την πλήρη αδράνεια, τη χαλαρότητα που επικρατεί το καλοκαίρι και ειδικότερα τον Αύγουστο.

Η αίσθησή μου είναι πως η λέξη χρησιμοποιείται τα τελευταία χρόνια περισσότερο, ακριβώς επειδή έχει γίνει κλισέ, εύκολη λύση. Για να κοροϊδέψω αυτή την κατάχρηση, στο ιστολόγιο πότε πότε λέω για «το ραστόνι». Είχα γράψει, ας πούμε, μια φορά τις χριστουγεννιάτικες μέρες: σήμερα η πιατέλα δεν θα είναι ξέχειλη, δεν έχουμε μαζέψει πολλά ευρήματα: ούτε εγώ βρήκα πολλά, ούτε εσείς μού στείλατε -το ραστόνι που λέγαμε, η εορταστική ραστώνη του κλισέ δηλαδή (παλιά τη λέγαμε μουργέλα και δεν ήταν τόσο γκλάμορους).

Διότι ραστώνη, δηλαδή χαλάρωση, ραθυμία, τεμπελιά, υπάρχει και στις γιορτές, όχι μόνο το καλοκαίρι.

Η ραστώνη είναι μάλλον λόγια λέξη· ανήκει, ας πούμε, στο ψαγμένο λεξιλόγιο -που ο κ. Μπαμπινιώτης το λέει «απαιτητικό», ή τουλάχιστον εκεί ανήκε πριν γίνει κλισέ. Όταν το 2003 στις Πανελλήνιες εξετάσεις έπεσε ένα κείμενο του Βασ. Θερμού, που έκανε λόγο για «τη ραστώνη της συνεχούς εναλλαγης καναλιών, του ζάπινγκ», η επιτροπή των εξετάσεων έδωσε εκ των υστέρων διευκρίνιση για τη σημασία της λέξης -μια όχι πολύ διαφημισμένη περίπτωση «αρωγής και ευδοκίμησης». Ραστώνη, αυτή η άγνωστη λέξη, έγραψε μια εφημερίδα. Θα έλεγα πως σήμερα δεν είναι πλέον άγνωστη.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Ετυμολογικά, Ιστορίες λέξεων, Καλοκαιρινά, Λεξικογραφικά, Παπαδιαμάντης | Με ετικέτα: , , , | 168 Σχόλια »

Υπουργοί και υπηρέτες

Posted by sarant στο 26 Φεβρουαρίου, 2020

Τις προάλλες, στο άρθρο για τους άσπονδους φίλους, είχα γράψει ότι «ο υπουργός αντικατέστησε τον μινίστρο, παρ’ όλο που ο αρχαίος υπουργός δεν ήταν εξέχουσα προσωπικότητα αλλά πολύ πιο ταπεινός, υπηρέτης».

Ο φίλος μας ο Πέπε απάντησε ότι η αρχαία σημασία δεν σταμάτησε εντελώς να λέγεται, αφού υπάρχει σε δημοτικά τραγούδια, που ακόμα ακούγονται, όπως ας πούμε σε δωδεκανησιακές παραλλαγές του γιοφυριού της Άρτας, όπου ακούμε «Σαρανταδυό καλοί πουργοί κι εξήντα μαθητάδες».

Δίκιο έχει βέβαια ο φίλος μας, οπότε το σημερινό αρθράκι εξετάζει αυτή την ετυμολογική συγγένεια υπουργού και υπηρέτη, καθώς και μερικά ανάλογα παραδείγματα από άλλες γλώσσες.

Λέξη σχεδόν ξεχασμένη ο πουργός, είναι ο βοηθός του χτίστη, ο πηλοφόρος που κουβαλάει λάσπη ή πέτρες. Ο πουργός προέχεται από τον υπουργό· όχι τον σημερινό, τον μεγάλο και τρανό, που έχει δέκα παρατρεχάμενους να τον υπηρετούν, παρά τον αρχαίο, τον ταπεινό. Στην αρχαιότητα, υπουργός (από υπό + έργον) ήταν ο υπηρέτης, ο βοηθός.

«Πουργώ» ή «πουργεύω» σημαίνει «βοηθώ τον χτίστη, μεταφέροντας τα υλικά και φτιάχνοντας τον ασβέστη». Τη λέξη, που ακουγόταν στην Κρήτη, τα νησιά και στην Κύπρο δεν την έχουν τα καινούργια λεξικά, αν και ο Δημητράκος την καταγράφει.

Στον Πατούχα του Κονδυλάκη, ο Σαϊτονικολής αναθέτει στον ακοινώνητο γιο του να «πουργεύει», να βοηθεί δηλαδή τους κτίστας, παρασκευάζων την λάσπην και τον ασβέστην. Και στο Νούμερο 31328 του Βενέζη ο αφηγητής, αιχμάλωτος, επιδιώκει να πάει για πουργός μήπως και βρει καλύτερη τροφή.

Όταν με την επανάσταση του 1821 σχηματίστηκε η Προσωρινή Διοίκησις της Ελλάδος, δεν είχε υπουργούς αλλά μινίστρους και δεν είχαμε υπουργεία αλλά Μινιστέρια. Για παράδειγμα, ο Κωλέττης ήταν Μινίστρος Εσωτερικών. Όταν έπαψε το ντουφεκίδι, βρήκαν οι λόγιοι καιρό να «καθαρίσουν» τη γλώσσα από τα ξένα δάνεια, κι έτσι ανάστησαν την παλιά λέξη «υπουργός» -και επειδή επρόκειτο για θεσμική λέξη ο καθαρισμός έπιασε.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Ετυμολογικά, Ιστορίες λέξεων | Με ετικέτα: , , , , , | 117 Σχόλια »

Πώς ερώμιεψε το χωριό (διήγημα του Ιωάννη Κονδυλάκη)

Posted by sarant στο 26 Ιανουαρίου, 2020

Κυριακή σήμερα, και για το σχεδόν καθιερωμένο λογοτεχνικό μας ανάγνωσμα διάλεξα ένα διήγημα του Ιωάννη Κονδυλάκη, που τον μνημονέψαμε πρόσφατα δημοσιεύοντας μιαν επιστολή του σχετική με τη γλώσσα. Το σημερινό διήγημα δεν είναι άγνωστο στο Διαδίκτυο, αφού το είχα ανεβάσει και στον παλιό μου ιστότοπο, αλλά έχει την πρωτοτυπία ότι μπορείτε όχι μόνο να το διαβασετε παρά και να το ακούσετε -και μάλιστα από κάποια μάλλον απρόσμενη φωνή.

Μπορείτε επίσης να το διαβάσετε και στα αγγλικά, διότι -με αφορμή μια συζήτηση που είχαμε κάνει εδώ πριν από δέκα χρόνια- ο φίλος Νίκος Νικολάου το μετέφρασε στ’ αγγλικά και το δημοσίευσε στον ιστότοπό του. O Νικολάου επισημαίνει ότι το χωριό, που ήταν σχεδόν τουρκοχώρι και στο τέλος ρώμιεψε, είναι το Μόδι, το χωριό όπου υπηρέτησε ως δάσκαλος ο Κονδυλάκης -και έγραψε το Όταν ήμουν δάσκαλος.

Αλλά ας δούμε πρώτα το διήγημα:

Πώς ερώμιεψε το χωριό

Πολλάκις είχεν ακούσει από τον πατέρα του την ιστορίαν διά την οποίαν εξεπούλησεν από το Μόδι και μετώκησεν εις το ορεινόν χωρίον Ακαράνου. Η αφορμή ήταν ένας Τούρκος με συμπάθιο και ένας χοίρος με συχώρεσι, ως έλεγε δια να εκφράσει το μίσος του κατά του Τούρκου εκείνου ιδιαιτέρως και κατά των Τούρκων εν γένει. Το Μόδι ήτο τότε ακόμη τουρκοχώρι. Είχεν ολίγους Χριστιανούς, αλλά ήσαν ταπεινοί κατωμερίτες, τριτάριδες, δηλαδή καλλιεργηταί των τουρκικών κτημάτων με απολαυήν ενός ποσοστού από το εισόδημα. Σχεδόν δούλοι. Ο μόνος όστις είχε κάποιαν ανθρωπίνην αξιοπρέπειαν και υπερηφάνειαν, διότι είχε και αρκετήν περιουσίαν ώστε να μη δουλεύει τους αγάδες, ήτο ο πατέρας του ο Μιχάλης Αλεφούζος. Αλλά ακριβώς διότι είχεν ανεξαρτησίαν φρονήματος και η σπονδυλική του στήλη δεν ελύγιζεν εύκολα, δεν τον εχώνευεν ο Κερίμ αγάς, ο πλουσιότερος και ισχυρότερος Τούρκος εις το Μόδι, άνθρωπος φανατικός και τυραννικός, ο οποίος ήθελε τους Χριστιανούς να συναισθάνονται ότι ζουν μόνον κατ’ ανοχήν των Τούρκων. Δια τούτο όταν διέβαινεν ο Αλεφούζος και τον εχαιρέτα μ’ ένα απλούν «καλή ’σπέρα, Κερίμ αγά», έσειε την κεφαλήν και τον παρηκολούθει με απειλητικόν βλέμμα απομακρυνόμενον. Μίαν ημέραν δε είπε προς άλλον Τούρκον παριστάμενον:

– Αυτός, μωρέ, βαλλαή, ο Αλεφούζος, είναι ασής[1]˙ εσήκωσε κεφαλή, δεν είναι ραγιάς αυτός.

Όταν η αιγυπτιακή κυριαρχία έφερε κάποιαν ανακούφισιν εις την κατάστασιν των Χριστιανών της Κρήτης, ο Αλεφούζος, ενθαρρυνθείς, έκαμε μέγα τόλμημα. Ηγόρασεν ένα χοίρον και τον έτρεφε δια τα Χριστούγεννα. Χοίρο στο Μόδι! Χοίρο στο χωριό του Κερίμ αγά, δίπλα μάλιστα στο κονάκι του! Φτου! Ανασινί σικτιγήμ ο γκιαούρης!

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in τούρκικα, Διηγήματα, Ισλάμ, Κρήτη, Λογοτεχνία, ζώα | Με ετικέτα: , , , , , | 160 Σχόλια »

Ο Κονδυλάκης και οι μαλλιαροί (Μια επιστολή του 1905)

Posted by sarant στο 16 Ιανουαρίου, 2020

Ανεπίκαιρο θεμα για σήμερα, αλλά δεν είμαστε υποχρεωμενοι να ακολουθούμε διαρκώς κατά πόδας την επικαιρότητα -αλλιώς, θα γράφαμε μονάχα ατάκες στο Τουίτερ.

Φέτος συμπληρώνονται 100 χρόνια από τον θάνατο του Ιωάννη Κονδυλάκη, μόλις στα 59 του χρόνια. Μένει στην ιστορία των γραμμάτων μας με τον Πατούχα, τη συλλογή διηγημάτων «Όταν ήμουν δάσκαλος» και το στερνό του έργο «Πρώτη αγάπη» αλλά και με τους Αθλίους των Αθηνών. Όμως ο Κονδυλάκης ήταν και δημοσιογράφος, μάστορας του χρονογραφήματος, με το ψευδώνυμο Διαβάτης, και πρώτος πρόεδρος της ΕΣΗΕΑ.

Από πολλούς θεωρείται ο πατέρας του όρου «μαλλιαροί» για τους δημοτικιστές. Λέγεται ότι τους χαρακτήρισε έτσι επειδή οι αδελφοί Πασαγιάννη, που έγραφαν στο πρωτοποριακό περιοδικό Τέχνη του Κ. Χατζόπουλου, το 1898, έτρεφαν πλούσια κόμη. Ο Τ. Μωραϊτίνης, σε μεταγενέστερες αναμνήσεις του, διεκδικεί για τον εαυτό του την πατρότητα, πιστώνοντας στον Κονδυλάκη τη διάδοση και καθιέρωση του όρου -ίσως βάλω κάποτε το κειμενάκι αυτό. Από την άλλη, ο Ευάγγ. Πετρούνιας θεωρεί ότι πρόκειται για δάνειο από το ιταλικό κίνημα της scapigliatura (της μαλλούρας, ας πούμε).

Αλλά δεν είναι αυτό το θέμα μου σήμερα -άλλωστε νομίζω πως έχουμε συζητήσει ξανά στο ιστολόγιο για τη γέννηση του όρου.

Ο Κονδυλάκης λοιπόν κατά πάσα πιθανότητα ήταν αυτός που έπλασε ή που διέδωσε έναν καταρχήν (αν και όχι πάντοτε) μειωτικό όρο για τους δημοτικιστές (και γενικά για τους νεωτεριστές στην τέχνη και τα γράμματα), ενώ στα χρονογραφήματά του έγραφε σε απλή καθαρεύουσα. Θα περίμενε κανείς να είναι αντίπαλος της δημοτικής -όχι όμως.

Ο Κονδυλάκης είναι περίπτωση Ροΐδη, κατά κάποιο τρόπο. Παρόλο που και στα λογοτεχνικά του έργα χρησιμοποίησε γλώσσα από απλή καθαρεύουσα έως μικτή, με εξαίρεση βέβαια τους διαλόγους, ο ίδιος υποστήριζε τη δημοτική και θεωρούσε τεχνητή γλώσσα την καθαρεύουσα. Όταν παράτησε την Αθήνα, τσακισμένος από το δημοσιογραφικό μαγκανοπήγαδο (και τις νυχτερινές χαρτοπαιξίες) και γύρισε στην Κρήτη, πρόλαβε να δώσει ένα αριστούργημα, την Πρώτη αγάπη, σε υποδειγματική κρουστή δημοτική με πολλά διαλεκτικά στοιχεία. Δυστυχώς, λίγο μετά πέθανε.

Θα δημοσιεύσω σήμερα μια επιστολή του, υπέρ της δημοτικής, αλλά γραμμένη σε καθαρεύουσα. Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Αθήναι του Γ. Πωπ, στις 14 Φεβρουαρίου 1905 -πριν από 115 χρόνια. Ο Πωπ είχε ξεκινήσει εκείνον τον καιρό συνεντεύξεις με λογίους για το γλωσσικό ζήτημα, και ως τότε είχε φιλοξενήσει τις γνώμες διάφορων αντιπάλων της δημοτικής. Στο φύλλο της 10ης  Φεβρουαρίου είχε συνέντευξη του Καλαποθάκη, διευθυντή του Εμπρός, και στο τέλος ανάγγελλε ότι στο επόμενο φύλλο θα ακολουθούσε συνέντευξη του Κονδυλάκη. Όμως ο Κονδυλάκης αρνήθηκε να δώσει συνέντευξη και έστειλε επιστολή που δημοσιεύτηκε στο φ. της 14.2.1905.

Προηγήθηκε σύντομη εισαγωγή, στην οποία ο Γ. Πωπ ειρωνεύεται φιλικά τον Κονδυλάκη ότι μοιάζει με εκείνους τους γιατρούς που γράφουν συνταγές για άλλους αλλά δεν τις παίρνουν ποτέ οι ίδιοι. Βλέπετε σε εικόνα αριστερά τι έγραψε.

Ο Κονδυλάκης στην επιστολή του επίσης χρησιμοποιεί αριστοτεχνικά την ειρωνεία -εγκωμιάζει την καθαρεύουσα παρουσιάζοντας τα μειονεκτήματά της για πλεονεκτήματα, κυριολεκτικά σφάζει με το μπαμπάκι.

Ακολουθεί η επιστολή του Κονδυλάκη. Κρατάω την ορθογραφία πλην μονοτονικού. Στο τέλος λέω δυο λόγια.

Φίλτατε,

Ό,τι έχω να είπω διά το ζήτημα της γλώσσης δεν μου φαίνεται να είνε απαραίτητον να το είπω ανακρινόμενος. Προτιμώ να το γράψω εις μίαν επιστολήν δια να είμεθα συντομώτεροι και σαφέστεροι.

Λοιπόν θέλετε την γνώμην μου; Η ωραία μας καθαρεύουσα είνε θαύμα θαυμάτων, το οποίον δυνάμεθα να επιδεικνύωμεν με υπερηφάνειαν, αφʼ ου μάλιστα δεν έχομεν τίποτε άλλο να επιδείξωμεν οι νεώτεροι Έλληνες. Είνε νεκρός, όστις αν δεν ζη, φαίνεται τουλάχιστον ότι ζη, αφʼ ου πιστεύομεν ότι ζη. Τον κρατεί εις αυτήν την ζωήν η πίστις μας, και η πίστις, ως γνωστόν, θαυματουργεί. Είνε ζωντανός νεκρός. Είδε ποτέ ο κόσμος τοιούτον τέρας από τον καιρόν του τριημέρου Λαζάρου; Λέγουν ότι και οι Άραβες και δεν ενθυμούμαι τίνες άλλοι λαοί της Ασίας, επίσης πολιτισμένοι, έχουν κατορθώσει ανάλογον γλωσσικόν θαύμα. Αμφιβάλλω όμως αν ο γλωσσικός βρυκόλαξ εκείνων έχει τας θαυμασίας αρετάς του ημετέρου. Να είνε η αρχαία και συγχρόνως η νέα γλώσσα, και πάλιν ούτε το εν ούτε το άλλο να είνε. Να μη είνε μάλιστα καθόλου γλώσσα, και όμως να έχη όλας τας αξιώσεις γλώσσης και την υπερηφάνειαν ευγενούς γλώσσης.

Διότι επί τέλους τι είνε αυτή η γλώσσα; Αν είνε η αρχαία, διατί δεν γράφομεν και δεν ομιλούμεν ως έγραφε και δεν ωμίλει ο Φίλιππος Ιωάννου; Αν είνε νέα, τότε διατί δεν έχει αυτοτέλειαν και αυθυπαρξίαν; Πού είνε το λεξικόν, πού η γραμματική και το συντακτικόν της; Πού υπάρχει τέλος πάντων; Ή υπάρχει παντού και δεν υπάρχει πουθενά, όπως το άμορφον χάος;

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Γλωσσικό ζήτημα, Δημοτικισμός, Εφημεριδογραφικά, Κρήτη | Με ετικέτα: , , , , , , | 82 Σχόλια »

Ο μοναδικός φίλος του Παπαδιαμάντη

Posted by sarant στο 19 Νοεμβρίου, 2017

Το σημερινό άρθρο βασίζεται σε ένα σύντομο σημείωμά μου στο περιοδικό Μικροφιλολογικά (τχ. 42, φθινόπωρο 2017) το οποίο σχολιάζει ένα σημείο από προηγούμενο άρθρο του Λάμπρου Βαρελά. Εδώ έχω ξαναγράψει και επεκτείνει πολύ το κείμενο.

Σε άρθρο της εφημερίδας Εμπρός με τίτλο «Πού έμενε ο Παπαδιαμάντης», που δημοσιεύτηκε στις 14.7.1911, λίγους μήνες δηλαδή μετά τον θάνατο του Παπαδιαμάντη, γίνεται λόγος για το τελευταίο ενδιαίτημα του Παπαδιαμάντη στην Αθήνα, ένα ημιυπόγειο δωμάτιο στη Δεξαμενή.

Στο άρθρο δεν αναφέρεται οδός και αριθμός, αλλά υπάρχει μια φωτογραφία του δωματίου, αυτή που βλέπετε αριστερά.

Το σύντομο άρθρο διεκτραγωδεί τη φτώχεια του Παπαδιαμάντη:

– Δέκα λεπτά ψωμί και πέντε λεπτά τυρί, άλλη μέρα πάλι έπαιρνε μια πεντάρα ψωμί και μία δεκάρα σαρδέλες τηγανιτές. Αυτό ήταν το φαγί του…

Και προσθέτει: Την πληροφορίαν μάς την δίδει ένας αχώριστος φίλος του, ο ιδιόρρυθμος τύπος της Δεξαμενής που όλοι τον φωνάζουν ‘κύριε Πρόεδρε’. Ο κύριος Πρόεδρος μας πληροφορεί επίσης ότι κάποτε εκερνούσε τον Παπαδιαμάντην κρασί και ότι κάθε Πάσχα του έκανε σπίτι του τραπέζι. Αυτά διά την ιστορίαν.

Στο άρθρο του «Το δωμάτιο του Παπαδιαμάντη στη Δεξαμενή» (Μικροφιλολογικά, τεύχος 41, σελ. 18) ο Λάμπρος Βαρελάς αναφέρει και άλλες πηγές στις οποίες γίνεται λόγος γι’ αυτόν τον κυρ Στέφανο. Κατ’ αρχάς, ο ίδιος ο Παπαδιαμάντης, σε γράμμα του από τη Σκιάθο στις 25.3.1909 προς τον Βλαχογιάννη γράφει: «Παρακαλώ, ειπέ εγκαρδίους ασπασμούς μου εις τον κυρ Στέφανον, τον Πρόεδρον. Ενθυμούμαι την φιλοξενίαν του και την μεγαλοψυχίαν και καλόκαρδον ευθυμίαν του, αυτάς τας ημέρας. Δύο Πάσχα έκαμα σπίτι του». (Και σε επόμενη επιστολή προς Βλαχογιάννη, στις 3.6.1909 ο Παπαδιαμάντης γράφει: Χαιρετίσματα και εις τον κ. Πρόεδρον).

Ο Λ. Βαρελάς αναφέρει επίσης ένα άρθρο του Κ. Βάρναλη, που δημοσιεύτηκε ανώνυμα στην Πρωία στις 2.5.1937 με τίτλο «Άλλοι καιροί. Το Πάσχα του Παπαδιαμάντη εις την Δεξαμενήν», όπου επίσης γίνεται λόγος για τον κυρ Στέφανο, τον Πρόεδρο.

Προσθέτω ότι ο κυρ Στέφανος εμφανίζεται σε ένα από τα πιο σημαντικά αθηναϊκά διηγήματα του Παπαδιαμάντη, τα Τραγούδια του Θεού, όπου μαθαίνουμε και το αρχικό γράμμα του επωνύμου του, που ήταν Μ., αν τουλάχιστον πιστέψουμε τον Παπαδιαμάντη (και γιατί να μην τον πιστέψουμε). Το διήγημα αυτό το έχουμε ξανασυζητήσει στο ιστολόγιο με αφορμή τη δεύτερη αθηναϊκή οικογένεια με την οποία διατηρούσε φιλικές σχέσεις ο Παπαδιαμάντης, του οπωροπώλη Νικόλα Μπούκη, που κατονομάζεται ολογράφως. Στο διήγημα δεν δίνονται πολλές πληροφορίες για τον κυρ Στέφανο, αλλά η περιγραφή της πασχαλινής ευωχίας είναι κλασική στη λογοτεχνία μας.

Έχουμε όμως την τύχη να γνωρίζουμε αρκετά γι’ αυτόν τον φίλο του Παπαδιαμάντη κυρίως μέσα από τα γραφτά του Κώστα Βάρναλη. Ειδικά στις αναμνήσεις που δημοσίευσε το 1935 στον Ανεξάρτητο, τις οποίες εξέδωσε ο Κώστας Παπαγεωργίου (Κέδρος 1981) με τον τίτλο Φιλολογικά απομνημονεύματα, ο Βάρναλης αφιερώνει πάνω από δύο σελίδες βιβλίου (σ. 78-80) στον κυρ Στέφανο, στο κεφάλαιο «Η φιλολογική μποέμ της Δεξαμενής». (Θα παραθέσω το πλήρες κείμενο πιο κάτω, εδώ δίνω μια περίληψη όπως τη δημοσίευσα στο περιοδικό, που είχε περιορισμένο χώρο).

Από εκεί μαθαίνουμε ότι ο κυρ Στέφανος ήταν παλαιότερα αμαξάς στο επάγγελμα, και μάλιστα πρόεδρος του σωματείου των αμαξηλατών. Όταν γέρασε άφησε το αμάξι στον γιο του αλλά κράτησε τον τίτλο του προέδρου και το καμάρι πως είχε μεταφέρει με το αμάξι του όλες τις διασημότητες της εποχής και πως είχε δει τον κόσμο «δυο μέτρα ψηλότερα από όλο το κοινό πλήθος των πεζών». Έμενε στην οδό Σπευσίππου και από τότε που σταμάτησε να δουλεύει σπανιότατα κατέβαινε στο κέντρο της Αθήνας, αν και είχε ταξιδέψει στο Παρίσι όπου ζούσε ο άλλος γιος του. Ήταν «το στοιχειό της Δεξαμενής» ή αλλιώς ο «Πρόεδρος της Δεξαμενής». Είχε παιδιάστικα γαλανά μάτια, ήταν κουρεμένος σύρριζα,  υπέφερε από ρευματισμούς και γι’ αυτό φορούσε χειμώνα-καλοκαίρι γκέτες, και του άρεσε να μιλάει με ελληνικούρες, διαστρέφοντας τις λέξεις (π.χ. νάπτες). Όταν έμαθε τον θάνατο του Παπαδιαμάντη στη Σκιάθο, ο κυρ Στέφανος θυμόσοφα αποφάνθηκε πως ο φίλος του «γλίτωσε από την κακοχυμία του κόσμου τούτου».

Ολοφάνερα ο Βάρναλης γνωριζόταν καλά με τον κυρ Στέφανο και όχι μόνο μέσω του Παπαδιαμάντη. Τον αναφέρει αρκετές φορές σε χρονογραφήματά του· ο κυρ Στέφανος συμπρωταγωνιστεί μαζί με τον Παπαδιαμάντη στο χρονογράφημα «Το Πάσχα του Παπαδιαμάντη» (Πρωία 23.5.1943) αλλά μνημονεύεται επίσης ανεξάρτητα από τον Σκιαθίτη τουλάχιστον σε άλλα τέσσερα χρονογραφήματα, δυο φορές όταν γίνεται λόγος για άμαξες και αμαξάδες («Περασμένα μεγαλεία», Πρωία 17.5.1941· «Ποδάρια και τροχοί», Προοδ. Φιλελεύθερος 27.5.1950), μια φορά («Καλώς όρισες!», Προοδ. Φιλελεύθερος 12.5.1950) όταν ο Βάρναλης παρεμπιπτόντως αναφέρει πως ο κυρ Στέφανος συνήθιζε να λέει για «ραβδαία βροχή» (αντί ραγδαία) και άλλη μια φορά («Απησχόλει…», Προοδ. Φιλελεύθερος 12.8.1950) όπου ο Βάρναλης γράφει:

Τι λέει η Γραφή, όπως την ερμήνευε ο κυρ Στέφανος της Δεξαμενής; «Μην απολύεις τον δούλον σου, δέσποτα», γιατί θα σε καβαλικέψει. Και μια και θυμηθήκαμε τον κυρ Στέφανο ας αναφέρουμε κι έναν από τους πολλούς θυμοσοφικούς αφορισμούς του: «Αυτός ο κόσμος είναι Δούναβης και Λαβύρινθος» δηλ. δούναι και λαβείν. Με τη διαφορά, πως πάντοτε το λαβείν πρέπει να είναι περισσότερο από το δούναι.

Ο Βάρναλης τον αποκαλεί μοναδικό φίλο του Παπαδιαμάντη, τον μόνο άνθρωπο που είχε το προνόμιο και την ελευθερία να τον πλησιάζει. Να σημειωθεί επίσης και μια άλλη μικροφιλολογική λεπτομέρεια: το άρθρο του Βάρναλη στην Πρωία, που αναφέρει ο Λάμπρος Βαρελάς, το οποίο αργότερα ο Βάρναλης το ενέταξε, με κάποιες αλλαγές, στο βιβλίο του «Άνθρωποι», είναι σημαντικό και για έναν άλλο λόγο: είναι το πρώτο της πολύχρονης και γόνιμης συνεργασίας του ποιητή με την εφημερίδα αυτή. Ανυπόγραφο βέβαια, εξαιτίας της δικτατορίας του Μεταξά, όπως και ανυπόγραφη ή ψευδώνυμη ήταν όλη η συνεργασία του Βάρναλη στην Πρωία ως τον Οκτώβριο του 1940.

Για να θυμηθούμε λοιπόν τον Παπαδιαμάντη και να γνωρίσουμε τον μοναδικό του φίλο, τον κυρ-Στέφανο, τον Πρόεδρο της Δεξαμενής, παραθέτω όσα έγραψε ο Βάρναλης το 1935 (σήμερα στα Φιλολογικά απομνημονεύματα):

Παπαδιαμάντης και Κονδυλάκης

Στη Δεξαμενή κυριαρχούσανε τότες και μας προκαλούσανε το σεβασμό οι άριστοι του πεζού και του ποιητικού λόγου της Ελλάδος. Ό Βλαχογιάννης με το μαύρο του μουστάκι (τότες), τη συν­οφρυωμένη του σοβαρότητα και ολιγολογία· ο Μαλακάσης ωραίος κι ευγενικός και υπερόπτης και… ονειροπαρμένος· ο Κονδυλάκης (λιγάκι αργότερα) μάς ήρθε με τα γαλανά του μάτια, την ανημποριά του να… κυβερνήσει τα πόδια του όταν περπατούσε, το αστρα­φτερό του πνεύμα και την απέραντη καλοσύνη του και εντιμότητα, που προσπαθούσε να τις κρύψει και τις δυο του αυτές αρετές σα να ήτανε η άδύνατη πλευρά του, κάνοντας αδέξια τον άγριο, τον κακό και το… μάγκα. Και κει στην άκρη, απομονωμένος απάνου σε μια καρέκλα, προσπαθώντας να πιάνει όσο μπορούσε λιγότερο τόπο στη ζωή, ο Παπαδιαμάντης με την αγιογραφική του γενειάδα και με γυρμένο το  κεφάλι στον αριστερό του ώμο, δειλός και αποφεύγοντας τις γνωριμίες και τις παρέες και μη κοιτάζοντας ποτέ τούς άλλους στα μάτια, βυθιζότανε στη μυστική ενατένιση των αγγελικών του οραμάτων.

Όλοι σεβόντανε τη μόνωσή του, τη δυστυχία του και το  μεγάλο του ταλέντο. Και κανένας δεν τον ανησυχούσε. Ένας μονάχα άνθρωπος είχε το  προνόμιο και την ελευθερία να τον πλησιάζει, οποτε ήθελε. ο πρόεδρος της Δεξαμενής, ο κυρ Στέφανος με τα παιδιάτικα γαλανά του μάτια, το  κουρεμένο σύρριζα κρανίο του, τα ποδήματα, που τα φορούσε μέσα από τα μπατζάκια του  πανταλονιού του χειμώνα – καλοκαίρι, με τη φιλοσοφική του απαισιοδοξία και το  ευγε­νικό κοίταγμα της ματαιότητας των άνθρώπων — και πιο πολύ με τη μανία του να διαστρέφει τη γραμματική της ελληνικής γλώσ­σας. Ο κυρ Στέφανος τον έπαιρνε τον Παπαδιαμάντη κάθε Πάσχα στο σπίτι του και του έκανε το τραπέζι. Κι ο Παπαδιαμάντης, ο κυρ Αλέξανδρος, όπως τον έλεγε ο πρόεδρος, για ν’ αρχίσει το  φαγί του, έπρεπε να πιει πρώτα μια κούπα κρασί. Την έπαιρνε με τις δυο του φούχτες, που τρέμανε σα να κρατούσε τα άγια των αγίων και την άδειαζε ολάκερη. «Ήτο ωραίον ρετσινάτο, όλον άρωμα και πτήσις και αφρός…», λέγει σε κάποιο του διήγημα. Και τώρα πείτε μου, αν άλλος ‘Έλληνας ποιητής αντίκρισε ποτές με τέτοιο βαθύ και λυρικό καημό το  κρασί, — «το άρωμα, την πτήσιν και τον αφρόν!». Η φήμη έλεγε πώς ήτανε αλκοολικός.

 

Οι νέοι ποιηταί και το σεληνόφως

Ο κυρ Στέφανος ήτανε αμαξάς στην εποχή των… γάμων του  διαδόχου. Και πρόεδρος του  σωματείου των αμαξηλατών. Είχε ένα ωραίο αμάξι με δυο άλογα και στάθμευε μπροστά στη «Μεγάλη Βρετανία». Είχε γνωρίσει και μεταφέρει με τ’ αμάξι του όλες τις επισημότητες του  παλιού καιρού κι είχε ιδεί τον κόσμο, όπως καυ­χιότανε μοναχός του, δυο μέτρα ψηλότερα από όλο το  κοινό πλήθος των πεζών ανθρώπων. Έτσι έπισκοπώντας «αφ’ υψηλού» τη ζωή είχε γνωρίσει καλύτερα απ’ όλους το βαθύτερο νόημά της, τη ματαιότητα. Κι όταν γερασμένος πιά παραχώρησε το… θρόνο του  αμαξιού στο γιο του, ήρθε κι «εγκατέστησε» στη Δεξαμενή, κάτου από τα πεύκα του καφενείου του κυρ Γιάννη, τα εβδομήντα του χρόνια, τούς ρευματισμούς του (γι’ αυτό φορούσε ποδήματα χειμώνα καλοκαίρι), την απαισιοδοξία του, την αγαθότητά του και τον τίτλο του προέδρου.

Ήτανε το  στοιχειό της Δεξαμενής. Μέσα σε τριάντα χρόνια κι απάνου δεν κατέβηκε στην πόλη παρά μια-δυο φορές. Αφού το  πρωί έπλενε τ’ αμάξι στην αυλή του  σπιτιού του (οδός Σπευσίππου) ανέ­βαινε κατά τις δέκα στο καφενείο με το  χοντρό του μπαστούνι, έπαιρνε βόλτες και στεκότανε μπροστά στα τραπεζάκια των γνω­στών του πελατών του  καφενείου στηριγμένος στο μπαστούνι του και πάντα «είχε τον λόγον».

 

Η φιλοσοφία του κυρ Στέφανου

Το βράδυ, μόλις άρχιζε να σουρουπώνει, ο κυρ Στέφανος χτυπώντας το μπαστούνι του στα χαλίκια κατηφόριζε για την πλατεία του Κολωνακιού. Πήγαινε στο φαρμακείο του  Γεωργιάδη κι εκεί, όπως ήτανε μαζεμένοι γιατροί και γειτόνοι «τούς τα έψελνε» ένα χεράκι:

— Είστε ψεύτες ούλοι σας. Παραδομανία και γυναικομανία — κι ύστερα τα σκουλήκια της γής. Κι οι παπάδες πρωί-βράδυ το  χαβά τους: «τον άρτον ημών τον επιούσιον δος ημίν σήμερον και άφες» (δώσε μας, Θεέ, να φάμε κι άσε μας ήσυχους, μη μάς σκοτίζεις!).

Αγράμματος όπως ήτανε, άκουε κι εξηγούσε, όπως αυτός ήθελε, τα διάφορα εκκλησιαστικά ρητά. το  «νυν απολύεις τον δούλον σου δέσποτα» το άκουε και το συμπλήρωνε έτσι: «μην απολύεις τον δούλον σου, δέσποτα, γιατί θα σε καβαλικέψει!».

Είχε τη μανία να μιλάει ΧΧΧ τις λέξεις και τα ονόματα. Τους «ναύ­τες» τούς έκανε… «νάπτες», τη «Δευτέρα»… «Δεπτέρα», το  «βρέχει ραγδαία»… «βρέχει ραβδαία», το  «μηδέν» «μεδέν», την «πλατεία των Ανακτόρων» «πλατεία των Ανάχθορ» κ.τ.λ.

Καταλαβαίνει κανείς, πως γι’ αυτές του τις ιδιορρυθμίες όλοι τον κάνανε γούστο και τον προκαλούσανε να λέγει. Μα και κανένας δεν του  φερνότανε άσκημα. Γιατί έξω από την ηλικία του και την αγα­θότητά του, ήτανε πολύ αξιοπρεπής. Δεν δεχόταν από κανένανε το  παραμικρό κέρασμα.

Κάποτε είχε πάγει στο Παρίσι να ιδεί έναν από τους γιους του, που ήταν εγκατεστημένος εκεί. Από το Παρίσι έστειλε μια κάρτα στον κυρ Γιάννη. Στην κάρτα αυτήν είχε γράψει μια σειρά θαυμαστικά κι άλλη μια σειρά μηδενικά κι από κάτου: «μεδέν ο κόσμος». Αυτή ήτανε η εντύπωση του  κυρ Στέφανου (πού είχε ιδωμένο τον κόσμο από δυο μέτρα ψηλότερα παρ’ όλοι οι άλλοι θνητοί) από την κοσμούπολη του  φωτός, της ομορφιάς και του  γλεντιού.

Όταν ήρθε ή είδηση στο καφενείο, πώς πέθανε ο Παπαδιαμάντης στη Σκιάθο, ο πρόεδρος, σαν άνθρωπος που περιμένει πολύ χειρότερα πράγματα σ’ αυτήν την κοιλάδα του Κλαυθμώνος περιορίστηκε να πει:

— Γλίτωσε από την… κακοχυμία του κόσμου τούτου!

Σημείωση: Η φράση «Είχε τη μανία να μιλάει ΧΧΧ τις λέξεις και τα ονόματα» είναι τυπωμένη στο βιβλίο χωρίς το ΧΧΧ, δηλαδή «Είχε τη μανία να μιλάει τις λέξεις και τα ονόματα». Με βάση και τα συμφραζόμενα, είναι σίγουρο πως λείπει τουλάχιστον μία λέξη (π.χ. «διαστρέφοντας» ή «παραμορφώνοντας») ενώ θα μπορούσε να λείπει και ολόκληρη αράδα (π.χ. «παραμορφώνοντας με πολύ πρωτότυπο τρόπο»). Δεν εχω πρόσβαση στη δημοσίευση στην εφημερίδα κι έτσι δεν ξέρω αν έτσι δημοσιεύτηκε εξαρχής.

Posted in Αθηναιογραφία, Αναμνήσεις, Μικροφιλολογικά, Παπαδιαμάντης, Φιλολογία, Χρονογραφήματα | Με ετικέτα: , , , , , , , | 79 Σχόλια »

Από πότε υπάρχουν μαλάκες;

Posted by sarant στο 7 Ιουνίου, 2016

Απανέκαθεν, θα πείτε, ή έστω «ανέκαθεν» ή από τότε που βγήκαν οι λάσπες, αλλά η ερώτηση του τίτλου είναι καθαρά γλωσσική, ενδιαφέρεται παναπεί για τη λέξη και όχι για το σημαινόμενό της. Αλλά ούτε και τη λέξη καθαυτή θα εξαντλήσουμε, κι ας είναι (λένε κάποιοι) η γνωστότερη στο εξωτερικό ελληνική λέξη ή η συχνότερη ελληνική προσφώνηση.

Το άρθρο γράφεται κυρίως για να φιλοξενήσει δυο λεξιλογικά ευρήματα που μου έστειλε ο φίλος μας ο Spiridione, που τα κρατούσα στο ηλεσυρτάρι ελπίζοντας να βρω καιρό να εξετάσω σφαιρικά κι ολόπλευρα το ζήτημα, αλλά επειδή κάτι τέτοιο είναι αμφίβολο αν θα το μπορέσω στο κοντινό μέλλον λέω να τα παρουσιάσω τώρα, κι ας μην καλύπτουν πλήρως το θέμα -που έτσι κι αλλιώς δεν καλύπτεται εύκολα. Οπότε, προσθέτω κι εγώ τα ετυμολογικά μου κι έγινε το αρθράκι.

Αλλά να δούμε πρώτα την ετυμολογία της λέξης. Ο μαλάκας προέρχεται από το μεσαιωνικό «η μαλάκα» = η μαλάκυνση.

Η αρχή βρίσκεται στο αρχαίο επίθετο «μαλακός», που δεν σήμαινε μόνο τα μαλακά αντικείμενα, ή τον μειλίχιο άνθρωπο, αλλά και  τον δειλό, τον ηθικά αδύναμο, τον θηλυπρεπή, τον παθητικό ομοφυλόφιλο.  Η μαλακία είναι λέξη διάσημη από τον Επιτάφιο του Περικλή, όπως τον παραδίδει ο Θουκυδίδης, και τη διάσημη φράση «φιλοκαλούμεν τε γαρ μετ’ ευτελείας και φιλοσοφούμεν άνευ μαλακίας», στην οποία, προς δόξαν της αδιατάραχτης συνέχειας της ελληνικής γλώσσας, ούτε η ευτέλεια σημαίνει τη σημερινήν ευτέλεια, ούτε η μαλακία τη σημερινή μαλακία. Δίνω τη μετάφραση της Έλλης Λαμπρίδη: Αγαπούμε δηλαδή και δουλεύομε την ομορφιά χωρίς να τη συγχέομε με την πολυτέλεια, και κυνηγούμε τη γνώση και τη σοφία χωρίς για τούτο να χάνομε τον αντρισμό μας·

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Αθυροστομίες, Ετυμολογικά, Ιστορίες λέξεων, Συνεργασίες, Χρονογραφήματα | Με ετικέτα: , , , , , , | 304 Σχόλια »

Η μπλόφα και η ιστορία της

Posted by sarant στο 21 Μαρτίου, 2013

Και ενώ το κυπριακό θρίλερ συνεχίζεται, με προοπτικές να εξακολουθήσει για αρκετές μέρες, το ιστολόγιο δεν ξεχνάει ότι έχει κατεξοχήν γλωσσικό χαρακτήρα (ή αλλιώς: εμείς εδώ λεξιλογούμε, δεν πολιτικολογούμε) κι έτσι σήμερα θα δούμε την ιστορία μιας λέξης που ακούστηκε κάμποσο τις τελευταίες μέρες, τη λέξη μπλόφα. Σε έναν κυπριακό ιστότοπο διάβασα χτες ένα άρθρο με τίτλο «Η Κύπρος απάντησε στη μπλόφα της Γερμανίας«. Πρόκειται για μετάφραση από άρθρο της Φαϊνάνσιαλ Τάιμς, η δε διατύπωση στο πρωτότυπο είναι Cypriot parliament calls Germany’s bluff. Έτσι λέγεται στα αγγλικά, to call one’s bluff. Καλή απόδοση το βρίσκω. Κάποτε που το είχαμε συζητήσει στη Λεξιλογία, θέλοντας μη χαρτοπαικτική απόδοση, είχαμε καταλήξει σε αποδόσεις όπως «δεν μάσησε / δεν το’χαψε».  Βέβαια, όσοι έχουν δώσει μάχες πάνω από την πράσινη τσόχα, δεν λένε «απαντώ», λένε «τα βλέπω», αλλά απόδοση «είδε τη μπλόφα» δεν στέκει.

Μπλόφα είναι η ενέργεια με την οποία κάποιος προσπαθεί να παραπλανήσει τον αντίπαλό του, να δημιουργήσει ψεύτικη εντύπωση για τις προθέσεις του ή τις δυνατότητές του. Η λέξη ανήκει στη χαρτοπαικτική ορολογία, αλλά έχει περάσει εδώ και πολύ καιρό στην καθημερινή ζωή. Στο πόκερ, από όπου προέρχεται η λέξη, ο παίκτης που μπλοφάρει (που κάνει μπλόφα, δηλαδή) προσπαθεί, με την ποσότητα αλλά και με το ρυθμό του πονταρίσματός του, καθώς και με τη γενικότερη συμπεριφορά του, να δημιουργήσει την εντύπωση ότι έχει πολύ καλό χαρτί και να φοβήσει τους αντιπάλους του ώστε να πουν πάσο.

Η λέξη προέρχεται από το αγγλικό bluff, που όμως έχει σκοτεινή ετυμολογία. Η αγγλική λέξη είναι και ρήμα και ουσιαστικό, και δεν είναι σαφές ποιο από τα δύο δημιουργήθηκε πρώτο, αν και το ρήμα καταγράφεται νωρίτερα. Το ετυμολογικό του Μπαμπινιώτη βρίσκει ολλανδική αρχή στην αγγλική λέξη, αλλά το OED περιορίζεται να πει ότι η αρχική σημασία του ουσιαστικού bluff είναι οι παρωπίδες των αλόγων και μετά προέκυψε η σημασία ‘παραπλανώ’, αλλά δεν λέει κάτι για την αρχή της λέξης, που την τοποθετεί στον 17ο αιώνα. Η χαρτοπαικτική σημασία εμφανίζεται στα αμερικάνικα, στα μέσα του 19ου αιώνα. Όσο για το πέρασμα της  λέξης στα ελληνικά, τόσο ο Μπαμπινιώτης όσο και το ΛΚΝ θεωρούν ότι εμείς πήραμε τη λέξη από τα γαλλικά, κάτι που φαίνεται πολύ λογικό αφού το 1900 τα γαλλικά ήταν η διεθνής γλώσσα.

Η λέξη έχει ενσωματωθεί θαυμάσια στη γλώσσα μας, όπως τα περισσότερα θηλυκά σε -α, και μάλιστα έχει δώσει και παράγωγα, το ρήμα «μπλοφάρω», το ουσιαστικό «μπλοφάρισμα» και το άλλο ουσιαστικό «μπλοφατζής» (αυτός που κάνει συχνά μπλόφες), μια αρμονική συνεργασία αγγλοσαξονικού θέματος με τουρκογενές επίθημα. Υπάρχει και ο νεότερος «μπλοφαδόρος», που δεν λεξικογραφείται σε ΛΝΕΓ και ΛΚΝ. Εδώ τα λεξικά δείχνουν συντηρητισμό, διότι μπορεί ο μπλοφατζής να έχει απαθανατιστεί στη φερώνυμη ταινία του Λάμπρου Κωνσταντάρα, αλλά ο μπλοφαδόρος σήμερα χρησιμοποιείται πολύ περισσότερο, όπως δείχνει το γκουγκλ. Άλλωστε, ο Νίκος Παπάζογλου δίδαξε ότι «είναι κάτι μπλοφαδόροι που παινεύουν τη δουλειά, μπράβοι και κοντυλοφόροι καθενού μαχαραγιά». Θυμάμαι επίσης πριν από καμιά εικοσαριά χρόνια ότι ένας φίλος εκδότης είχε βγάλει μια σειρά βιβλίων (ήταν οδηγοί γραμμένοι με χιουμοριστικό ύφος) που είχαν τον τίτλο «Το εγκόλπιο του καλού μπλοφαδόρου» (π.χ. για το σεξ, το μάρκετινγκ, το ποδόσφαιρο, τις δημόσιες σχέσεις κτλ.)

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Γλωσσικό ληξιαρχείο, Ετυμολογικά, Εφημεριδογραφικά, Ιστορίες λέξεων, Χρονογραφήματα, Χαρτοπαίγνιο | Με ετικέτα: , , , , , , , | 108 Σχόλια »