Ο Γιάννης Μπεράτης (1904-1968) είναι πιο γνωστός για το βιβλίο του «Το πλατύ ποτάμι», που το έχουμε παρουσιάσει στο ιστολόγιο. Σε εκείνο το έργο, αφηγείται τον πόλεμο του 40-41. Ωστόσο, το 1943 ο Μπεράτης έφυγε αντάρτης με τον ΕΔΕΣ στην Ήπειρο.
Απόρροια των περιπετειών του είναι το «Οδοιπορικό του 43», ένα έργο πολύ λιγότερο γνωστό. Όπως μας πληροφορεί το οπισθόφυλλο του βιβλίου, ελάχιστοι γνωρίζουν ότι η δημοσίευση του Οδοιπορικού, το 1946, προκάλεσε την απόλυση του Μπεράτη από το Υπουργείο Τύπου -με αποτέλεσμα ο αγώνας για τον βιοπορισμό να τον εμποδίσει να γράψει ένα τρίτο έργο που σχεδίαζε, για το ενδιάμεσο διάστημα ανάμεσα στο Πλατύ ποτάμι και στο Οδοιπορικό του 43.
Γιατί απολύθηκε ο Μπεράτης; Όχι πάντως επειδή στο βιβλίο του εκθειάζει το ΕΑΜ και τον ΕΛΑΣ. Αντίθετα, τις λίγες φορές που παρουσιάζει Ελασίτες τούς χρωματίζει μάλλον αρνητικά -αλλά φαίνεται ενόχλησε το ότι δεν τους παρουσιάζει σαν αιμοσταγή τέρατα. Περισσότερο θα ενόχλησε ότι όχι μόνο εκφράζεται απαξιωτικά για τον Ναπ. Ζέρβα αλλά και πουθενά δεν περιγράφει ηρωικές πράξεις των ΕΔΕΣιτών -αντίθετα, τον περισσότερο καιρό περνούσαν άπραγοι στους Σκιαδάδες- ενώ συνεχώς εκφράζει τη λύπη του για τις εμφύλιες συγκρούσεις.
Το βιβλίο του Μπεράτη δεν το ήξερα. Τυχαία το βρήκα σε ένα βιβλιοπωλείο πέρυσι (βλεπω βέβαια ότι βρίσκεται σε περιορισμένη διαθεσιμότητα), το διάβασα, μου άρεσε, ήθελα να το παρουσιάσω στο ιστολόγιο στις 28 Οκτωβρίου, αλλά το αμέλησα. Προχτές που έψαχνα κάτι άλλο βρέθηκε το βιβλίο μπροστά μου οπότε είπα να το βάλω στο σημερινό άρθρο κι ας μην είναι «επίκαιρο». Οπότε, θα παρουσιάσω ένα σχετικά εκτενές απόσπασμα από το Δέκατο τετράδιο.
Δυο λόγια για να σας κατατοπίσω: Οι Γερμανοί κάνουν εκκαθαριστικές επιχειρήσεις και έχουν επιτεθεί στο χωριό Σκιαδάδες, όπου βρισκόταν ο Μπεράτης άρρωστος. Ο Μπεράτης με έναν σύντροφό του ξεκόβουν από τους άλλους αντάρτες και χάνονται. Τελικά βρίσκουν στο δρόμο μια οικογένεια Εβραίων (αντρόγυνο και τον αδελφό της γυναίκας) που έχουν ταυτότητες χριστιανικές στο όνομα Καραμάνης, κι έναν χωροφύλακα από κοντινό χωριό, και οι έξι τους προσπαθούν να κατευθυνθούν προς την Καλαμπάκα όταν τούς συλλαμβάνουν οι Γερμανοί. Δεν λέω περισσότερα προς το παρόν.
Μονοτονίζω και διατηρώ την ορθογραφία.
………………………………………………………
Ανασήκωσα ελάχιστα το κεφάλι μου, και στο μονοπάτι, ψηλά, είδα ένα Γερμανό με το αυτόματο να σημαδεύει τους άλλους τέσσερις συντρόφους μου που ’χαν πέσει τόσο άτσαλα που ενώ νόμιζαν πως είναι κρυμμένοι με το κεφάλι κάτω και δεν αφορά αυτούς η σφυριξιά, παρουσιάζαν στα φόρα όλα τα πισινά τους ακριβώς απέναντι στο σκοπευτή. Ήταν μια στιγμή, ένα δευτερόλεπτο, να σου κοπεί η ανάσα — ξανασφύριξε — δεν κουνηθήκαν — έγερνε το κεφάλι του έτοιμος να πατήσει τη σκανδάλη — όταν ξεπετάχτηκα ξάφνου με σηκωμένα τα δυο χέρια και φώναξα — και κείνος ξαφνιασμένος γύρισε προς τα μένα το αυτόματο, κάνοντάς μου συγχρόνως βίαια νοήματα να προχωρήσω γρήγορα σ’ αυτόν.
Τώρα πίσω του ήταν κι άλλοι πολλοί Γερμανοί που μας βάζανε όλοι τους στο σημάδι και σε κάθε παραπάτημα ή πέσιμό μας που κατεβάζαμε αναγκαστικώς τα χέρια για να συγκρατηθούμε, αγριεύανε και φοβερίζανε, όλοι μαζί, να μας την ανάψουν αμέσως.