Τις προάλλες που είχα βγει μια βόλτα στην εδώ ύπαιθρο, είδα δεκάδες κάστανα πεσμένα στο δρόμο μου, γυαλιστερά πλάι στο αγκαθωτό τους περίβλημα, άδειο πια -οπότε, αφού είναι η εποχή τους, σκέφτηκα να αναδημοσιεύσω ένα παλιό μου άρθρο για τα κάστανα, που αρχικά το είχα παρουσιάσει εδώ πριν από τέσσερα χρόνια και στη συνέχεια το συμπεριέλαβα στο βιβλίο μου «Οπωροφόρες λέξεις«. Ας μιλήσουμε λοιπόν σήμερα για τα κάστανα, αφού έχουν περάσει αρκετά χρόνια από την πρώτη δημοσίευση και αφού το σημερινό άρθρο διαφέρει αρκετά από το παλιό, έχοντας ενσωματώσει πολλά από τα σχόλια της αρχικής δημοσίευσης. Ένας λόγος παραπάνω για την αναδημοσίευση είναι πως το αρχικό άρθρο είχε δημοσιευτεί ενώ εγώ βρισκόμουν μακριά από το Διαδίκτυο κι έτσι ελάχιστα είχα σχολιάσει.
Δεύτερο στην ιεραρχία των ξηρών καρπών, μετά το καρύδι, έρχεται το κάστανο. Και επειδή, όπως έχουμε πει και άλλη φορά, οι αρχαίοι όλους τους ξηρούς καρπούς τούς έλεγαν κάρυα (κάρυα εκάλουν και τας αμυγδαλάς και τα νυν καστάνεια, λέει ο Αθήναιος), έτσι και τα κάστανα τα είπαν και «ευβοϊκά κάρυα», προφανώς επειδή στα δάση της Εύβοιας υπήρχε μεγάλη παραγωγή. Ωστόσο, η καστανιά από τη Μικρασία μάς ήρθε, και μάλιστα από την περιοχή του Πόντου, έστω κι αν δεν το δείχνει το όνομά της όπως με το φουντούκι.
Ο Αθήναιος μας πληροφορεί ότι ο Δίφιλος τα κάστανα τα ονομάζει «Σαρδιανάς βαλάνους», δηλαδή από τις Σάρδεις της Λυδίας, που μάλλον θα ήταν το κέντρο εμπορίας απ’ όπου έφταναν στην Ελλάδα και όχι απαραίτητα ο τόπος παραγωγής. Παλιότερα ο Θεόφραστος τα αποκαλεί με ένα υπέροχο όνομα: «Διός βάλανοι» και μονολεκτικά, διοσβάλανοι, αλλά και «κασταναϊκόν κάρυον», ενώ ο Γαληνός μιλάει για «καστανική βάλανο». Τελικά, από διάφορους παρεμφερείς τύπους (καστάνεια, καστάνια) επικράτησε το όνομα «κάστανα» συνήθως στον πληθυντικό (ο Dalby την πολλαπλότητα των ονομάτων τη θεωρεί σημάδι ότι υπήρχε κάποιο είδος ταμπού).
Η λέξη «κάστανο» φαίνεται δάνειο από κάποια μικρασιατική γλώσσα· στα αρμένικα το κάστανο λέγεται kask και η καστανιά kaskeni. Η ελληνική λέξη περνάει στα λατινικά (nux castanea το κάστανο και μετά σκέτο castanea) και από εκεί σε όλες τις ευρωπαϊκές γλώσσες. Είναι από τις σπάνιες περιπτώσεις (βεβαίως, με εξαίρεση τα εξωτικά φρούτα) όπου σε όλες ανεξαίρετα τις ευρωπαϊκές γλώσσες χρησιμοποιείται ομόρριζος όρος. Ίσως πιο δυσδιάκριτη να είναι η αγγλική λέξη για το κάστανο, chestnut, που προήλθε από το chesten nut, το οποίο chesten είναι δάνειο από τα γαλλικά. Στα γαλλικά και στα ιταλικά υπάρχει και μια ακόμα λέξη για το κάστανο, που θα τη δούμε παρακάτω.