Υπάρχουν υπογλώσσια σφηνάκια; Δεν ξέρω.
Υπογλώσσια είναι τα φάρμακα που παίρνουμε για την καρδιά, για να μην πάθουμε καρδιακή προσβολή (επειδή μας διαβάζει κι η μαμά μου διευκρινίζω πως ο πληθυντικός είναι της περιγραφής, όχι πραγματικός). Ακόμα, ένα κλισέ σε κάποιους αντρικούς ή αθλητικούς ιστότοπους, όποτε είναι να βγάλουνε καμιά με μπικίνι, είναι να λένε «ετοιμάστε τα υπογλώσσια».
Υπογλώσσια όμως είναι και μια ομάδα γλωσσικών ενδιαφερόντων στο Φέισμπουκ, που φτιάχτηκε στα τέλη του 2017 και στην οποία συμμετέχω.
Σφηνάκια είναι βέβαια οι μικρές δόσεις ποτού, όμως έτσι έχω αποκαλέσει και τα σύντομα άρθρα. Με τη διαφορά ότι σπανίως βάζω σύντομα άρθρα, οπότε δεν θα το θυμάστε. Στα Υπογλώσσια ομως γράφω πότε-πότε σύντομα σημειώματα, που δεν βολεύει πάντοτε να τα εντάξω σε κάποιο άρθρο.
Κι έτσι, το σημερινό άρθρο είναι μια συλλογή από μικρά κείμενά μου από τα Υπογλώσσια, με γλωσσικό δηλαδή ενδιαφέρον, που δεν (θυμάμαι να) τα έχω δημοσιεύσει εδώ στο ιστολόγιο. Κάποια άλλα σχόλια που κάνω εκεί, τα μεταφέρω στα σαββατιάτικα μεζεδάκια, αλλά αυτά εδώ δεν νομίζω να τα ξέρετε. Τα σφηνάκια μοιάζουν αρκετά με τα μεζεδάκια, αλλά διαφέρουν κιόλας σε κάποια σημεία, όπως φαντάζομαι ότι θα φανεί.
- Τριλογία της εξάρτησης
Στην «Εξαδέλφη Μπέττη» του Μπαλζάκ, στις εκδόσεις Ζαχαρόπουλος, στην πρώτη πρώτη σελίδα γίνεται λόγος για έναν «άντρα με στρατιωτική εξάρτΗση».
Στρατιωτική εξάρτηση υπάρχει, φυσικά, πχ ενός ανίσχυρου κράτους, αλλά εδώ χρειαζόταν το ομόηχο, η στρατιωτική εξάρτΥση.
Ένα λάθος στην πρώτη σελίδα δεν είναι ο καλύτερος οιωνός για την επιμέλεια του βιβλίου, αλλά θα το προσπεράσω. Και μια και αναφέρθηκε η ομοηχία εξάρτηση-εξάρτυση θα ήταν παράλειψη να μην πούμε πως υπάρχει και τρίτο ομόηχο, εξάρτιση, των καραβιών, και να μην αναφερθεί η «Τριπλή παραλλαγή», τρίστιχο ποίημα του Παντελή Μπουκάλα.
Στον έρωτά μου προχωρώ δίχως εξάρτυση
στην πιο βαθιά ποθώντας να δοθώ εξάρτηση
– ότι το βλέμμα σου με ναυπηγεί με πλήρη εξάρτιση.
- Αλεξίλογος
Σε ένα απόσπασμα του Κριτία, που ήταν ένας από τους τριάκοντα τυράννους, αλλά έγραψε και θεατρικά έργα από τα οποία λίγοι στίχοι σώθηκαν, υπάρχει ο στίχος
Φοίνικες δ’ ηὗρον γράμματ’ ἀλεξίλογα
Αλεξίλογα, που προφυλάσσουν τον λόγο, τον διασώζουν αφού τον αποτυπώνουν σε σταθερό μέσο.
Προσθέτω πως το πρόθημα αλεξι- τις περισσότερες φορές σημαίνει «προφυλάσσω από κάτι», σημασία που έχει περάσει στα νεότερα αλεξιβρόχιο, αλεξήνεμο (το παρμπρίζ) κτλ. αλλά υπάρχει και η δεύτερη σημασία του, προστατεύω κάτι, το επιμελούμαι, το ενισχύω. Σώζεται ο τίτλος ενός εγχειριδίου κηπουρικής, Αλεξίκηπος, ενώ αλλού λένε για αλεξίχορους αοιδούς.
- Η αυξημένη πληρότητα
– Το είδες το μαργαριτάρι; μου λέει η φίλη
– Ποιο;
– Να, εδώ που λέει «Αυξημένη είναι η πληρότητα των ξενοδοχείων…»
– Μαργαριτάρι;
– Ε, ναι. Ή υπάρχει πληρότητα, όταν το ξενοδοχείο είναι πλήρες, ή δεν υπάρχει. Δεν μπορείς να πεις «μικρή, μεγάλη, αυξημένη» πληρότητα, όπως δεν μπορεις να πεις και «ολίγον έγκυος».
Και ενώ «πληρότητα είναι η ιδιότητα εκείνου που είναι πλήρης» κατά τα λεξικά, τόσο τα σώματα κειμένων αλλά και οι παραδειγματικές φράσεις των ίδιων των λεξικών βρίθουν από εκφράσεις του τύπου «αυξημένη πληρότητα», «μικρή πληρότητα», «μεγαλύτερη πληρότητα».
Δεν έχει δίκιο η φίλη μου να ενίσταται διότι η ετυμολογία μιας λέξης έμμεση μόνο σχέση έχει με τη σημασία της και πάντως δεν την καθορίζει. Τη σημασία την καθορίζουν οι χρήστες -και γι’ αυτό οι σημασίες αλλάζουν- και την αποτυπώνουν τα λεξικά.
Τα οποία λεξικά παίρνουν όλα κακό βαθμό διότι ενώ όπως ειπα περιλαμβάνουν φράσεις του τύπου «αυξημένη/μικρή/μεγάλη πληρότητα των ξενοδοχείων» δεν δίνουν ορισμό της σημασίας αυτής.
Όλα; Όχι όλα. Καλό βαθμό παίρνει το ΜΗΛΝΕΓ που καταγράφει τη σημασία «πληρότητα: Ο βαθμός κάλυψης των θέσεων…»
- Κάνει κρύο, κάνει τσίφι
Σε κάποιο σχολικό βιβλίο υπήρχε ο στίχος «Κάνει κρύο, κάνει τσίφι / για το δόλιο το κοτσύφι». Αυτό το «τσίφι» δεν ήξερα, βέβαια, τι ακριβώς είναι. Αργότερα είχα υποθέσει ότι το τσίφι είναι λέξη αυτοσχέδια, χωρίς νόημα, που μπήκε για την ομοιοκαταληξία. Περιέργως, δεν το έψαξα περισσότερο.
Φυλλομετράω σήμερα τη μελέτη για τους ιταλισμούς της νεοελληνικής, της Domenica Minniti Gonias, και βλέπω ανάμεσα στα διαλεκτικά δάνεια και το: φα τσιφέτα < fa cifetta “fa molto freddo” [κάνει πολύ κρύο]
Και μετά βρίσκω στο Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος ότι τσίφι είναι το ελαφρό και διαπεραστικό κρύο.
Οπότε, βρέθηκε και το τσίφι. Αχ, το δόλιο το κοτσύφι!
- Ο Σπύρος Γύρας δεν μένει πια εδώ.
Υπάρχει ένα αμερικάνικο τζαζ συγκρότημα, που λέγεται Spyro Gyra. Ανέκαθεν νόμιζα ότι ο ιδρυτής του ή κάτι τέτοιο είναι κάποιος ομογενής ονόματι Σπύρος Γύρας. Τότε όμως δεν είχα ιντερνέτ να ψάξω.
Μαθαίνω σήμερα ότι το όνομα της μπάντας δόθηκε από λάθος. Θέλανε να το ονομάσουνε Spirogyra, που είναι ένα είδος άλγες, φύκια να πούμε. Όμως ο μπάρμαν εκεί που θα έπαιζαν, όταν ακόμα έκαναν τα πρώτα τους βήματα, δεν ήξερε φυσικά τη λέξη αυτή και το έγραψε Spyro Gyra κι έτσι κράτησαν την εκδοχή αυτή, χωρίς να υπάρχει κάποιος Σπύρος Γύρας μέλος τους ή μέντοράς τους.
[Για να είμαι δικαιος, αυτό το σφηνάκι γεννήθηκε εδώ, στο ιστολόγιο, από σχόλιο του φίλου μας του ΣΠ, αλλά έκρινα πως είναι κρίμα να μένει θαμμένο στα σχόλια]
- Και άλλο ένα νεόπλαστο, πολύ συχνότερο
Μιλώντας για νεόπλαστα ρήματα, καινούργιους ενεστώτες που φτιάχνονται από τον αόριστο, ας δούμε ένα πολύ συχνό παράδειγμα που μάλιστα προέρχεται από γραπτό λόγο, από βιβλίο.
Φίλιπ Κερ, Η τριλογία του Βερολίνου, σ. 450 («Ο χλωμός εγκληματίας»)
… αυτός ο μανιακός τις απαγάγει, τις βιάζει, τους κόβει το λαρύγγι και μετά πετάει κάπου το γυμνό κορμί τους…
Εδώ που τα λέμε, αυτός ο νεόπλαστος ενεστώτας (απαγάγω) μάλλον φυσικότερος ακούγεται από τον «σωστό» τύπο:
… αυτός ο μανιακός τις απάγει, τις βιάζει, τους κόβει το λαρύγγι και μετά πετάει κάπου το γυμνό κορμί τους…
- Usus norma loquendi
Προ ολίγου σε φιλικό τοίχο πήρα μέρος σε μια συζήτηση, στην οποία μία φίλη φίλου υποστήριζε μια άποψη (γλωσσική) κόντρα και στα λεξικά και στη χρήση, επιμένοντας ότι η άποψή της είναι σωστή και ότι όσοι λένε το αντίθετο έχουν λειψές γνώσεις.
Σε εκείνο το σημειο αποχώρησα από τη συζήτηση διότι με έναν άγνωστο που πετάει έμμεσες προσβολές δεν μπορώ να συζητώ. Ο τοιχοδεσπότης, πιο υπομονετικός (είναι και φίλη του άλλωστε) συνέχισε τη συζήτηση, οπότε η φίλη του έγραψε το εξής:
«και ο Μπαμπινιωτης λεει πως οταν καθιερωθεί και διαδοθεί κατι λανθασμένο, πρεπει να εκλαμβάνεται ως σωστό.Το παει πλειοψηφικά. Αμ δεν ειναι ετσι. Το λανθασμενο ειναι λανθασμενο. Σαν να μου πει πως εαν σε διαγωνισμα λύση σε πρόβλημα οι περισσοτεροι μαθητες δώσουν την ιδια λανθασμενη, θα πρεπει να την θεωρησουμε ως σωστή !!!!»
Το επισημαίνω επειδή το έχω δει να γράφεται πολλές φορές αυτό και είναι αδικία. Η άποψη ότι το συχνά επαναλαμβανόμενο παύει να είναι λάθος είναι κεφαλαιώδης νόμος της γλώσσας -έτσι αλλάζει η γλώσσα, από λάθη και usus norma loquendi που λέγανε πριν καταργήσει ο Γαβρόγλου τα λατινικά.
Ωστόσο, από τους γλωσσολόγους μας, ο Μπαμπινιώτης είναι εκείνος που λιγότερο από όλους τους άλλους συναδέλφους του και μόνο πολύ απρόθυμα δέχεται αυτόν τον γλωσσικό νόμο, και έχει άλλωστε στο λεξικό του επιχειρήσει να ανατρέψει καθιερωμένες ορθογραφίες αιώνων και χιλιετιών (πχ προτείνοντας πλημύρα και κροκόδιλος αντί πλημμύρα και κροκόδειλος) επειδή πιστεύει ότι αυτές είναι σωστές παρότι δεν χρησιμοποιούνται. Για τον ίδιο λόγο, επιμενει σε τύπους όπως «πανεπιστημιόπολη» παρόλο που η συντριπτική πλειοψηφία (ή πλειονότητα) των ομιλητών λέει «πανεπιστημιούπολη».
Κι όμως, πρέπει να είναι η δέκατη φορά που βλέπω κάποιον στο Φέισμπουκ να χρεώνει στον Μπαμπινιώτη την τήρηση -ίσως δε και την πατρότητα- του usus norma loquendi. Eίναι άδικο αυτο, πολύ άδικο
* Για την ιστορία, η φίλη του φίλου υποστήριζε ότι πρέπει να λέμε «το κβάντουμ, του κβάντουμ – τα κβάντα, των κβάντα» ενω εγώ, ο τοιχοδεσπότης, τα λεξικά και πολλοί άλλοι λέμε «το κβάντο, του κβάντου – τα κβάντα των κβάντων»
- Ο τοξικομανής του τοξικομανή
Aπό ένα άρθρο της ΕφΣυν για τη φέικ λογοτεχνία, απομονώνω μια παράγραφο: η αυτοβιογραφική αφήγηση του 23χρονου τοξικομανή και αλκοολικού, ο οποίος αναδύεται από την προσωπική του κόλαση και επιστρέφει στον κόσμο των «κανονικών» ανθρώπων, αποδείχθηκε σκέτη κατασκευή!
Πρόκειται για κείμενο σε καλλιεργημένη γλώσσα, που όμως χρησιμοποιεί πολύ φυσικά τον ομαλοποιημένο τύπο της γενικής («του τοξικομανή»). Πιστεύω πως αν δεν σας το επισήμαινα, αρκετοί δεν θα το προσέχατε καν.
Παναπεί, η εξομάλυνση προχωρεί -ήδη κάποια σχολική Γραμματική καταγράφει εναλλακτικά τις γενικές όπως «του διεθνή». Και η εμπειρική παρατήρηση είναι πως πιο εύκολα εξομαλύνεται η κλιση των επιθέτων όταν χρησιμοποιούνται σαν ουσιαστικά.
- Κόβουν ρόδα μυρωμένα
Στην αρχή του αστυνομικού «Ο χλωμός εγκληματίας» ο αφηγητής, ο ντετέκτιβ Μπέρνι Γκούντερ, παρατηρεί:
«…η ανάγκη μου για τη διαιώνιση του είδους έχει γίνει κτηνώδης και, βέβαια, οι γυναίκες το βλέπουν αυτό στα μάτια σου και κόβουν ρόδα μυρωμένα»
Εγώ ξέρω τι σημαίνει η έκφραση «κόβω ρόδα μυρωμένα» αλλά αναρωτιέμαι αν το ξέρουν όλοι. Ή, αν καταλαβαίνουν τη σημασία.
[Η έκφραση σημαίνει «κόβω λάσπη, το βάζω στα πόδια». Στο ιστολόγιο την έχουμε χρησιμοποιήσει αρκετές φορές, ανάμεσά τους και σε άρθρο του Κορτο για τις Λέξεις του Τζογέ.
- Νέα εντεκασύλλαβη λέξη
Δεν έχουμε και πολλές, οπότε την καταγράφω. Στο δελτίο ειδήσεων του Αντένα είχε ρεπορτάζ για τις δραστηριότητες κάποιων που βραβεύτηκαν διότι βιντεοσκόπησαν με δρόνους (ελληνιστί drones) το κάστρο της Μεθώνης, και προβλήθηκε απόσπασμα από τη δήλωση μίας κυρίας η οποία είχε την ιδιότητα:
Αεροκινηματογραφίστρια
22 γράμματα («μόνο») αλλά 11 συλλαβές.
- Μαστίσανε
Σε μια καλή μετάφραση, διαβάζω: Ο Βικτορίνος Υλό είχε υποστεί όλα τα απανωτά δεινά που μαστίσανε την οικογένειά του…..
Με ξενίζει ο συνοπτικός χρόνος με το ρήμα «μαστίζω», το έχω συνδέσει με εξακολουθητικό χρόνο. Γκουγκλίζω και βρίσκω να χρησιμοποιείται στον αόριστο, όχι πολλές φορές, αλλά εξακολουθεί να με ξενίζει.
Θα έβαζα «που χτυπήσανε» ή κάποιο άλλο συνώνυμο. Και εκτός των άλλων με ενοχλεί και η ομοηχία (μαστίσανε – μας στήσανε). Αλλά και «μάστισαν» να έλεγε, πάλι θα με ενοχλούσε.
- Ο Στρεψιάδης στο Καταφύγι
Το πρωί είχα πάει να περπατήσω, παραλιακά. Καθώς έφτασα σε έναν παραλιακό οικισμό που λέγεται Καταφύγι, η λεωφόρος συνέχιζε ανηφορίζοντας ενώ υπήρχε δρόμος που οδηγούσε στον οικισμό. Επειδή το μέρος δεν το ήξερα, είχα μια αμφιβολία αν θα μπορέσω να ξαναβρώ τη λεωφόρο και ρώτησα δυο ποδηλάτες που έρχονταν προς το μέρος μου αν έχει έξοδο προς τη λεωφόρο από την άλλη μεριά του οικισμού.
– Ναι, μου λένε, αλλά είναι ανήφορος. Πάντως μπορείτε να βγείτε στη λεωφόρο, έχει πολλούς εξόδους.
Μπήκε στη συζήτηση και ο σύντροφός του, που επιβεβαίωσε ότι ο οικισμος έχει πολλούς εξόδους.
Στις Νεφέλες του Αριστοφάνη, ο Σωκράτης τρολάρει τον Στρεψιάδη και του λέει ότι η κάρδοπος κανονικά έπρεπε να λέγεται καρδόπη για να είναι θηλυκιά.
Παναπεί, εδώ και 25 αιώνες, τα θηλυκά ουσιαστικά σε -ος τα αντιλαμβανόμαστε ερμαφρόδιτα -και μάλλον δεν θα τα αποδεχτούμε ποτέ.
- Κινηματική ορολογία
Κινηματική ορολογία. Όταν οι αγρότες κλείνουν τους δρόμους, χρησιμοποιούμε συνήθως τον όρο «μπλόκα». Οι Γάλλοι, όταν σε μια κινητοποίηση κλείνουν τους δρόμους, που το κάνουν συχνά, είτε οι αγρότες είτε άλλοι, και τώρα τα Κίτρινα Γιλέκα, λένε για barrages, λέξη που έχει περάσει και στα ελληνικά ως μπαράζ, είτε για τον φραγμό πυρός στον πόλεμο είτε για τον αθλητικό αγώνα που θα κρίνει ποια ομάδα θα υποβιβαστεί/ανέβει κατηγορία.
Για να ξέρετε, τα γαλλικά μπλόκα είναι barrages filtrants όταν δεν είναι στεγανά αλλά αφήνουν να περνάνε αυτοκίνητα, αλλά με αργό ρυθμό, πχ ένα το δίλεπτο. Αλλιώς, αν δεν αφήνουν κανέναν, είναι barrages bloquants. Στεγανό μπλόκο και ημιπερατό μπλόκο, ίσως.
Και εδώ τελείωσαν τα σφηνάκια από τα Υπογλώσσια. Σε κανα χρόνο, που θα έχω μαζέψει κι αλλα, θα σερβίρω άλλον έναν γύρο!