Εδώ και λίγο καιρό δημοσιεύουμε σε συνέχειες τη συλλογή διηγημάτων του πατέρα μου, του Δημήτρη Σαραντάκου, «Γιατί η θεία μου μπορεί και να πήγε στον Παράδεισο«. Έχουμε ήδη περάσει στη δεύτερη από τις τρεις νουβέλες που απαρτίζουν το βιβλίο, που είναι και η εκτενέστερη. Σήμερα έχουμε το πέμπτο κεφάλαιο της νουβέλας. Η προηγούμενη συνέχεια βρίσκεται εδώ. Η θεία Μαρίνα, δασκάλα στη Μυτιλήνη, έχει μόλις χάσει τον αγαπημένο της, τον Θρασύβουλο, που αποδείχτηκε απατεώνας -και μαζί και το όχι ευκαταφρόνητο κομπόδεμα που είχε μαζέψει όλα τα προηγούμενα χρόνια.
Η Μαρίνα άργησε να συνέλθει από το χτύπημα. Δεν ήταν μονάχα το κενό που της άφησε η προδοσιά του Θρασύβουλου, ούτε η πίκρα της ερωτικής απογοήτευσης. Ήταν ο πληγωμένος της εγωισμός αλλά πιο πολύ ήταν η χρηματική απώλεια. Το χτύπημα που δέχτηκε αντί να τη μαλακώσει τη σκλήρυνε. Τά ΄βαλε πρώτα πρώτα με τον εαυτό της. Γιατί ενδόμυχα είχε αντιληφθεί καθαρά, την τελευταία έστω στιγμή, πως τα λεφτά της κινδύνευαν. Κι όμως του τά ΄δωσε. Ορκίστηκε να μην ξαναπέσει σε παρόμοια παγίδα. Μίσησε το Θρασύβουλο από τα βάθη της ψυχής της. Θυμήθηκε τις μαγικές πρακτικές, που ασκούσε στο Αρσάκειο και ψάχνοντας στα συρτάρια της βρήκε ένα μαντήλι κι ένα ζευγάρι μάλλινα γάντια του επίορκου. Τα έδεσε σφιχτά με μαύρη κλωστή, τα κάρφωσε με τρεις βελόνες και κλαίγοντας καταράστηκε τον άνθρωπο που τη γέλασε να τονε βρούνε οι μεγαλύτερες συμφορές.
Στη θέση της καλόβολης κι ανοιχτοχέρας ερωτευμένης Μαρίνας ξαναμπήκε η στριμμένη, παραδόπιστη και ψηλομύτα κόρη του Έλληνα, αλλαγμένη προς στο χειρότερο. Βάλθηκε να ξαναμαζεύει λεφτά με κάθε τρόπο. Άρχισε να ζητά και να βρίσκει προγυμνάσεις παιδιών που δεν έπαιρναν τα γράμματα. Στα παιδάκια της τάξης της συμπεριφερόταν τυραννικά. Τα σκαμπίλια και οι τιμωρίες έπεφταν βροχή. Δεν έκανε διάκριση ούτε στις πρώτες ξαδέλφες της, τις κόρες της μικρότερης θείας της, της Ευθυμίας, που άπειρες φορές τις έβαλε να στέκονται όρθιες με το πρόσωπο στον τοίχο και πάμπολλες τις σκαμπίλιζε για τα πιο ασήμαντα παραπτώματα.