Το σημερινό άρθρο είναι παρακλάδι του προχτεσινού. Προχτές μιλήσαμε για κέρατα, κυρίως με τη μεταφορική τους σημασία, σήμερα θα δούμε πώς από το κέρατο φτάσαμε στο καράτι, λεξιλογικά εννοώ. Οι λέξεις έχουν βέβαια ηχητική συγγένεια, αλλά οι σημασίες τους φαίνονται να απέχουν πολύ. Πώς μπορούμε να φτάσουμε από το κέρατο στο καράτι;
Θα πάμε μέσω Κερατέας, ή μάλλον μέσω κερατέας. Κερατέα είναι η χαρουπιά, το δέντρο που κάνει τα χαρούπια -κερατέα η έλλοβος το επιστημονικό της όνομα. Στην κλασική αρχαιότητα ονομαζόταν κερωνία, στα ελληνιστικά χρόνια την είπαν και κερατέα -και σήμερα τη λέμε ξυλοκερατιά και ξυλοκέρατα τα χαρούπια, που μοιάζουν πράγματι με κέρατα. Η λέξη χαρουπιά/χαρούπι είναι τουρκοαραβικής προέλευσης, και αντίστοιχες βρίσκουμε σε πολλές γλώσσες της Ευρώπης (π.χ. carob-tree στα αγγλικά). Στην Κύπρο τη λένε και τερατσιά, ενώ υπάρχουν και τα ονόματα κουντουρουδιά και κουτσουπιά. Είναι δέντρο αποκλειστικά μεσογειακό.
Ο καρπός της χαρουπιάς ή ξυλοκερατιάς, τα χαρούπια ή ξυλοκέρατα, λέγονταν κεράτια στην αρχαιότητα -κερατάκια δηλαδή. Όπως και σήμερα, έτσι και στην αρχαιότητα, μια από τις βασικές χρήσεις αυτού του εξαιρετικά θρεπτικού καρπού ήταν να τον δίνουν ζωοτροφή στα γουρούνια. Οι άνθρωποι δεν τον καταδέχονταν, εκτός όταν έπεφτε πείνα. Στην παραβολή του Ασώτου, ο άσωτος υιός όταν δυστύχησε «επεθύμει γεμίσαι την κοιλίαν αυτού από των κερατίων ών ήσθιον οι χοίροι, και ουδείς εδίδου αυτώ»
Αν ανοίξετε έναν λοβό χαρουπιού, θα βρείτε μέσα τα σπόρια. Τα σπόρια αυτά ονομάστηκαν επίσης κεράτια στην αρχαιότητα.