Υπάρχουν τρεις τουλάχιστον αξιόλογοι λογοτέχνες με το ίδιο ονοματεπώνυμο, Νίκος Νικολαΐδης.
Ο γνωστότερος σήμερα είναι ο σκηνοθέτης της Γλυκιάς Συμμορίας, που μας άφησε πρόπερσι, αν και λιγότεροι τον ξέρουν σαν συγγραφέα. Έγραψε τον πολύ καλό Οργισμένο Βαλκάνιο και άλλα δύο μυθιστορήματα. Παλιά, παρακολουθούσα μια ταχυδρομική λίστα όπου συμμετείχε κι εκείνος, και είχαμε έναν γουστόζικο έμμετρο καβγά που δυστυχώς δεν τον έχω κρατήσει. Υπάρχει ιστότοπος αφιερωμένος σε αυτόν τον Ν.Ν.
Ο δεύτερος Νίκος Νικολαΐδης δεν είναι και τόσο γνωστός μ’αυτό το όνομα, εν μέρει με δική του ευθύνη, καθώς έγραφε με ψευδώνυμο. Εννοώ τον Πωλ Νορ, επιθεωρησιογράφο και ποιητή, δημοσιογράφο και εκδότη του σατιρικού περιοδικού Παπαρούνα στη δεκ. του 1930. Επί δικτατορίας Μεταξά, ο Πωλ Νορ δημοσίευε στη Βραδυνή γλυκανάλατα ποιήματα, τα οποία όμως είχαν ακροστιχίδα. Έτσι, ενώ το περιεχόμενο ήταν εντελώς ανώδυνο, η ακροστοιχίδα σχημάτιζε μηνύματα όπως Ζήτω η δημοκρατία ή Να χέσω το φασισμό. Ένα από αυτά μπορείτε να δείτε εδώ. Κάποτε το πήραν είδηση. Ήρθε η αστυνομία να τον πιάσει, το έσκασε και έφυγε στην Αμερική, από όπου γύρισε μετά την πτώση της χούντας. Ήταν φίλος του παππού μου. Είχε γεννηθεί το 1899 και έλεγε ότι θα κανονίσει να ζήσει ίσαμε το 2001 ώστε να έχει ζήσει τρεις αιώνες. Τελικά πέθανε το 1981.
Ο τρίτος Νίκος Νικολαΐδης ήταν Κύπριος, παλιότερος ακόμα. Γεννήθηκε το 1884 και πέθανε το 1956, όταν ο Πωλ Νορ ζούσε στην Αμερική κι ο σκηνοθέτης μόλις θα τελείωνε το λύκειο. Έζησε και στην Αλεξάνδρεια, θεωρείται ο μεγαλύτερος πεζογράφος της Κύπρου, και ένα δικό του διήγημα ανέβασα πρόσφατα στα ΚΕΙΜΕΝΑ ΜΑΖΙ, το Ξυλένιο πόδι. Μπορείτε σε αυτό το ιστολόγιο να διαβάσετε περισσότερα για αύτόν τον Νίκο Νικολαΐδη. Να προσθέσω ότι συχνά, για να ξεχωρίζει από τους συνεπώνυμους, θα τον δείτε να αναφέρεται ως «Νίκος Νικολαΐδης ο Κύπριος».
Δεν θα αναδημοσιέψω ολόκληρο το διήγημα, αλλά μόνο την αρχή του. Το υπόλοιπο, στα ΚΕΙΜΕΝΑ ΜΑΖΙ.
Νίκος Νικολαΐδης – Το ξυλένιο πόδι
Φέτος ο χειμώνας έπαιρνε μέρες από την άνοιξη. Πήζανε τα σύγνεφα στον ουρανό κι η γης μούχλιαζε και χολοπράσινο μούσκλο μπλάστρωνε τα γυμνά δέντρα. Πουλί πού να λαλήσει. Κι η παροιμία «Μάρτης παλουκοκάφτης» ακουόταν από το κάθε στόμα. Άξαφνα σα να δόθη μυστικά το σύνθημα κι η αόρατη μπαγκέτα υψώθη, έπεσε, τα σύγνεφα ανοίξανε κι ο κόσμος πλημμύρισε ήλιο. Φυλλίσανε τα κρυφά βλαστάρια κι αρχίσανε τα πουλιά τον ύμνο στην άνοιξη. Αχ, ναι! και το αίμα, σα χίλια πουλιά, στις φλέβες άρχισε να κελαηδεί τον έρωτα, τον έρωτα που ξαναγεννήθη με την καινούριαν άνοιξη.
Μια πλατιά λουρίδα ήλιος μπήκε σα γλυκό ξάφνιασμα στο ιδιαίτερο γραφείο του Πάντια Βρυωνίδη (Βρυωνίδη υιού, του νέου διευθυντού των Μεγάλων Καταστημάτων-Εργοστασίων, προικών- ασπρορούχων Βρυωνίδη και Υιού).
Αχ, η άνοιξη, η άνοιξη… Ο νέος διευθυντής σηκώθη από το γραφείο του, έσπρωξε με κέφι την πόρτα και βγήκε στο διάδρομο. Εκείνη τη στιγμή χτυπούσε το κουδούνι της απόλυσης των εργατριών. Προχώρησε και στάθη στο πλατύσκαλο και με τόλμη, που ξυπνούσε η νέα άνοιξη, κοιτούσε τα κορίτσια που περνούσαν από μπροστά του και κατεβαίνανε σαν ποτάμι που κατηφορίζοντας αρχίζει το μουρμουρητό. Αχ, η άνοιξη… η άνοιξη! Σαν τα καρπόδεντρα, που πρώτα δέχουνται το ανοιξιάτικο μύνημα, τα κουρασμένα κορμιά των εργατικών κοριτσιών ντυθήκανε τα λευκά και ρόδινα. Η χαρά της ζωής πλάτυνε την αναπνοή τους κι ένιψε τα χλωμά προσωπάκια. Και της Άννας ακόμη τα νιάτα (γνοιασμένα και σοβαρά νιάτα, σαν του λυγερόκορμου κυπαρισσιού) σκιρτήσανε με το πρώτο γλυκό θάλπος της όψιμης άνοιξης. Καθώς πρόβαινε, με τα χέρια σηκωμένα, πασχίζοντας να περιμαζέψει κάτω από το καπέλο της κάποιες σίγουρες τούφες μαλλιών πολύ πλούσιες και φανταχτερές, αταίριαστες με το φτωχό της ντύσιμο και το συλλογισμένο της ύφος, μια φωτοβολίδα από την πλαϊνή πόρτα π’ ανοιγόκλεισε άναψε μίαν ανυπόταχτη τούφα κι αντίφεξε το καθάριο βλέμμα της. Ο Πάντιας διαπλάτωσε τα μάτια κι άρχισε να κατεβαίνει πλάι της. Πριν βγει από το κατάστημα βρήκε τον τρόπο να βρεθεί κατάντικρύ της και να της ρίξει μάλιστα και μια φράση. Τι; Ω, σχεδόν τίποτα! Κάποια μικρή φράση για νιάτα από αφορμή του στολισμένου με κόκκινα λουλούδια καπέλου μιας μεσόκοπης κυρίας, που ‘βγαινε και τούτη από το κατάστημα, κι η Άννα απάντησε μ’ ένα χαμόγελο… γιατί ήταν άνοιξη.
Για τη συνέχεια, στα ΚΕΙΜΕΝΑ ΜΑΖΙ